παραπανω αποσπασμα απο το κειμενο σου ειναι αυτο.εχω ερωτηματικα ομως.ο λαος μπορει να ανατρεψει τα παντα ακομη και στο γενικο εδαφος του καπιταλισμου.οτι λεει ο συριζα,ποια ειναι η διαφορα?παλη μεσα στον καπιταλισμο λεει και ο συριζα.ας αφησουμε στην ακρη το νομισμα.το επαμ προτεινει τι εναντι του καπιταλισμου?το σοσιαλισμο?τον κομμουνισμο?αυτο δεν το εχω καταλαβει.κοιτα δημητρη κανεις δε λεει στον κοσμο οτι ο καπιταλισμος τελειωσε,κι οτι πρεπει να γινει στροφη στο σοσιαλισμο.ξερεις γιατι?γιατι θα παρει 3%.κι ας ειναι και ο αινσταιν.εχουμε και λεμε λοιπον.η τρικομματικη προτεινει αγριο νεοφιλελευθερισμο ως μοντελο.ο συριζα το δρομο προς το σοσιαλισμο παλευοντας μεσα στην εε και το ευρω.οι ανελλ μεσα στον καπιταλισμο με ευρω και μεσα στην εε.το κκε εξω απο την εε εξω απο το ευρω κοινωνικοποιηση των τομεων στρατηγικης σημασιας με στοχο τον σοσιαλισμο.αυτη την εικονα βλεπω εγω προσωπικα.εσυ απο αυτα που εγω καταλαβαινω αν και με μπερδευεις λιγο,προτεινεις να παλεψουν οι εργαζομενοι μεσα στον καπιταλισμο με εθνικο νομισμα να τον ανατρεψουν για να φερουν τι????το σοσιαλισμο που θα λεγεται καπως διαφορετικα?φωτισε με λιγο γιατι τα πραγματα τρεχουν γρηγορα σε σχεση με περυσι.αν προτεινεις παλη των εργαζομενων,εξοδο απο το ευρω και κοινωνικοποιηση μεσων παραγωγης αυτο δεν οδηγει στο σοσιαλισμο??θα ηθελα οταν μπορεσεις να κανεις ενα ξεκαθαρισμα,γιατι μπλεκονται τα πραγματα.ευχαριστω και καλη δυναμη
Περί καπιταλισμού και σοσιαλισμού
Δ. Καζάκης Ένας φίλος έγραψε μ’ αφορμή το άρθρο μου για τον «σοσιαλισμό του δικηγοράκου» τα εξής:
Γι’ αυτό και σήμερα ούτε που διανοούνται ότι μπορεί ο λαός με την πάλη του να ανατρέψει τα πάντα ακόμη και πάνω στο γενικό έδαφος του καπιταλισμού. Να κερδίσει μάχες ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία του, οι οποίες μπορούν να ξεθεμελιώσουν ριζικά το καθεστώς που επιβάλλουν οι αγορές ακόμη κι εντός του καπιταλισμού. Αρκεί ο λαός και οι εργαζόμενοι μέσα από τις δικές τους οργανώσεις να δίνουν την μάχη για κάθε σπιθαμή εχθρικού εδάφους, να μην αποδέχονται κανένα τετελεσμένο ή δεδομένο γεγονός μόνο και μόνο επειδή το επιβάλλουν οι ισχυροί. δημητρη το
Η δική μου απάντηση:
Αντιλαμβάνεσαι στατικά τον καπιταλισμό, αλλά και τον σοσιαλισμό. Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα μονοσήμαντο σύστημα. Εμπεριέχει την άρνησή του κι αυτή δεν είναι μόνο η ύπαρξη του νεκροθάφτη του, δηλαδή των εργατών. Εμπεριέχει όλα τα αναγκαία μέσα και μορφές που μπορούν να οδηγήσουν στην υπέρβασή του. Η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνοδεύεται αναγκαστικά από την αλματώδη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και της οικονομικής ζωής ευρύτερα. Μόνο που αυτή δεν αφορά απλά στις παραγωγικές δυνάμεις, όπως πιστεύουν οι οικονομιστές από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, αλλά και όλες εκείνες τις μορφές που τυπικά χρειάζεται το προλεταριάτο, η εργατική τάξη για να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και ο Μάρξ έλεγε ότι «αν δεν βρίσκαμε σε λανθάνουσα μορφή στην κοινωνία όπως είναι, τις υλικές συνθήκες της παραγωγής και τις αντίστοιχες σχέσεις ανταλλαγής για μια αταξική κοινωνία, όλες οι απόπειρες να την ανατινάξουμε θα ήταν δονκιχωτικές.»[1]
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μέσα στον ίδιο τον καπιταλισμό ενυπάρχουν (σε λανθάνουσα κατάσταση) όλες οι εκείνες οι προϋποθέσεις και οι μορφές για να μπορέσει η εργατική τάξη να τον υπερβεί. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μέσα από το οργανωμένο κίνημα των μαζών, που κερδίζουν, κατακτούν διαρκώς καλύτερες θέσεις, αλλάζοντας τους συσχετισμούς δυνάμεων και απελευθερώνοντας τις λανθάνουσες μορφές μια μελλοντικής αταξικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι κλασσικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού δεν ασχολήθηκαν να περιγράψουν τον τελικό σκοπό του κινήματος, αλλά να ανακαλύψουν με όρους μαζικών αγώνων τις μεταβατικές μορφές ακόμη και πάνω στο γενικό έδαφος του καπιταλισμού.
Τέτοιες ήταν π.χ. η δημοκρατία. Από μόνη της η δημοκρατία δεν ανατρέπει τον καπιταλισμό, αλλά η πάλη για την κατάκτησή της στη βάση των συμφερόντων του λαού δεν θα την φέρει μόνη της. Να γιατί ο Λένιν έλεγε: «Κανένας δημοκρατισμός χωριστά παρμένος δεν θα δώσει το σοσιαλισμό, στη ζωή όμως ο δημοκρατισμός δεν «θα παρθεί» ποτέ «χωριστά», αλλά «θα παρθεί μαζί» με άλλα φαινόμενα, θα ασκεί την επιρροή του και στην οικονομία, θα προωθεί το μετασχηματισμό της, θα δέχεται την επίδραση της οικονομικής εξέλιξης κτλ. Τέτοια είναι η διαλεκτική της ζωντανής ιστορίας.»[2] Κι επομένως δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό εργατικό και λαϊκό κίνημα που να μην θέτει ως πρώτη βασική προτεραιότητα του αγώνα του την κατάκτηση της δημοκρατίας με όρους μαζών σε κάθε συγκυρία της αστικής κοινωνίας και όχι μόνο όταν κινδυνεύουν οι θεσμοί της αστικού κοινοβουλευτισμού.
Το ίδιο συμβαίνει και με το κράτος μέσα στον καπιταλισμό. Να τι έλεγε ο Ένγκελς: «Το σύγχρονο κράτος, όποια κι αν είναι η μορφή του, είναι ουσιαστικά μια καπιταλιστική μηχανή, είναι το κράτος των καπιταλιστών, η ιδανική προσωποποίηση του συνολικού εθνικού κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερες παραγωγικές δυνάμεις παίρνει κάτω από την ιδιοκτησία του, τόσο περισσότερο γίνεται ο πραγματικός εθνικός καπιταλιστής και τόσο περισσότερο εκμεταλλεύεται τους πολίτες. Οι εργάτες παραμένουν μισθωτοί εργάτες, δηλαδή προλετάριοι. Οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν καταργούνται, αντίθετα φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Από δω όμως, από το κορύφωμα, αρχίζει η ανατροπή. Η κρατική ιδιοκτησία πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ δεν αποτελεί τη λύση της σύγκρουσης, περικλείνει μέσα της τα τυπικά μέσα και τις μορφές για την οριστική λύση. Η λύση αυτή μπορεί είναι μόνο η πρακτική αναγνώριση της κοινωνικής φύσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων και ως εκ τούτου η εναρμόνιση του τρόπου παραγωγής, ιδιοποίησης και ανταλλαγής με τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η κοινωνία ανοιχτά και απευθείας πάρει στην κατοχή της τις παραγωγικές δυνάμεις, που έχουν μεγαλώσει τόσο ώστε να μην υπακούουν σε κανένα άλλο έλεγχο εκτός από της κοινωνίας ως σύνολο.»[3]
Να γιατί το εργατικό επαναστατικό κίνημα θεωρούσε από την εποχή της πρώτης ιστορικής εμφάνισής του παγκόσμια ότι η πάλη για την δημοκρατία και η συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων στο κράτος ακόμη και πάνω στο γενικό έδαφος του καπιταλισμού αποτελεί βασικό αίτημα και εξ αντικειμένου οδηγεί σε μεταβατικές καταστάσεις που, υπό προϋποθέσεις συσχετισμού δυνάμεων και ταξικής πάλης, μπορούν να οδηγήσουν σε υπέρβαση και ανατροπή του καπιταλισμού.
Αυτή η προσέγγιση δεν έχει τίποτε να κάνει με τις λογικές του ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν παλεύει για να κατακτήσει κάθε σπιθαμής εχθρικού εδάφους προς όφελος των εργαζομένων, ούτε αρνείται από θέση αρχής κάθε τετελεσμένο που επιβάλει το κεφάλαιο και η εξουσία του. Αντίθετα, θεωρεί απόλυτα δεδομένο εκείνο το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο όπου τα συμφέροντα του κεφαλαίου είναι και παραμένουν κυρίαρχα και απλά “αγωνίζεται” για παραχωρήσεις από την εξουσία του κεφαλαίου. Όχι για κατακτήσεις σε βάρος του κεφαλαίου και της εξουσίας του. Να γιατί δεν αμφισβητεί το νόμισμα, την ΕΕ, ούτε νοιάζεται για την δημοκρατία από την σκοπιά των εργαζομένων που έχει σαν πρώτη και βασική αφετηρία της το απόλυτο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ενός λαού που εκφράζεται συγκεκριμένα στην εθνική ανεξαρτησία και την λαϊκή κυριαρχία.
Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται ως αντικειμενική νομοτέλεια της ιστορίας γενικά ότι εξυπηρετεί και επιβάλει το συμφέρον του κεφαλαίου. Αρνείται το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι εξ ανάγκης δισυπόστατος. Όσο ενισχύεται η ισχύς του κεφαλαίου, άλλο τόσο ενισχύεται και ο οιονεί νεκροθάφτης του. Κι επομένως αυτό που χρειάζεται είναι η οργανωμένη μαζική παρέμβαση σπάζοντας τα δεσμά και τα πλαίσια που φαντάζουν ως δεδομένα και απαράλλαχτα μόνο για όποιον δέχεται την μονοκρατορία του κεφαλαίου.
Αυτή η λογική, που συνιστά την ειδοποιό διαφορά του επιστημονικού σοσιαλισμού από κάθε άλλη παραλλαγή του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων, αλλάζει ριζικά και τον τρόπο κατανόησης του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός παύει να φαντάζει ως μοντέλο, ως ένα έτοιμο σύστημα που η εφαρμογή του θα κάνει ευτυχισμένη την ανθρωπότητα, ή έστω θα την βάλει στον σωστό δρόμο, όπως ονειρεύονταν και ονειρεύονται όλες οι αιρέσεις και οι σέχτες που τον επικαλούνται. Αντίθετα, όπως έλεγε κι ο Λένιν, «ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη του σημερινού προλεταριάτου, που βαδίζει από ένα σκοπό σήμερα σ’ έναν άλλο αύριο στο όνομα του βασικού του σκοπού, προς τον οποίο πλησιάζει κάθε μέρα.»[4]
Το βασικό μέλημα του κινήματος δεν είναι η αναμονή του σοσιαλισμού, ούτε καν η επίκλησή του προς τέρψη των πιστών και αποστροφή όλων των υπολοίπων, αλλά η κατανόηση των ενδιάμεσων κρίκων, των μεταβατικών αιτημάτων, που επιτρέπουν άμεσα και πρακτικά στον ίδιο τον λαό να κερδίζει μάχες, να κατακτά εχθρικό έδαφος, να ανατρέπει δυσμενείς συσχετισμούς μέσα στη σημερινή κοινωνία ανυψώνοντας την θέση του με όρους εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και τέλος να κάνει αποφασιστικά βήματα προς τον τελικό σκοπό, τον οποίο δεν μπορεί να τον καταλάβει παρά μόνο λύνοντας βήμα το βήμα τα πιο ζωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία βελτιώνοντας την θέση της μεγάλης πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού. Διαφορετικά, ο σοσιαλισμός είναι καταδικασμένος να αποτελεί ένα είδος θρησκευτικής πίστης ομάδων του περιθωρίου, ότι κι αν επικαλούνται, όσο κι αν ντύνουν την θρησκοληψία τους με αναφορές στην επιστήμη της ταξικής πάλης που στην καλύτερη περίπτωση ξέρουν μόνο να την παπαγαλίζουν σαν δόγμα, ή σαν μια ανούσια ακαδημαϊκή διδασκαλία.
Όσο για την κοινωνικοποίηση, θα πρέπει να προσέξεις πολύ, εκτός κι αν θέλεις απλά να την παπαγαλίζεις όπως οι γραφειοκράτες του Περισσού. Τι είναι κοινωνικοποίηση; Οι κλασσικοί δεν αντιμετωπίζουν την κοινωνικοποίηση ως «καινοτομία», που συνδέεται αποκλειστικά με το σοσιαλισμό, ή τον κομμουνισμό. Την ανακάλυψαν για πρώτη φορά στην ίδια την οικονομική βάση και ανάπτυξη του καπιταλισμού. Πηγάζει από την έννοια της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, που διαπίστωσε ο Μαρξ στον ίδιο τον καπιταλισμό. Στην ιδεολογία της σημερινής δήθεν κομμουνιστικής αριστεράς, χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Την αντιδιαστέλλει εμφανώς με την κρατικοποίηση και την εθνικοποίηση με τον ίδιο τρόπο που το έκανε το ΠΑΣΟΚ παλιότερα, ενώ στη λογική της σήμερα ισοδυναμεί με την απαλλοτρίωση όχι μόνο των βασικών μέσων παραγωγής, αλλά ολόκληρου του κοινωνικού πλούτου από μια άλλη εξουσία. Άλλη μια έκφραση ενός ουτοπικού μικροαστικού σοσιαλισμού. Στην πραγματικότητα η πρώτη πράξη είναι το πέρασμα στο κράτος των βασικών μέσων παραγωγής, αλλά αυτό δεν αποτελεί σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά δημοκρατικό. Δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια του αστικού δικαίου, αλλά αποτελεί το θεμέλιο αυτού που ο Λένιν χαρακτήριζε ως «κρατικό καπιταλισμό».
Η πραγματική κοινωνικοποίηση συνδέεται άμεσα και καθοριστικά με δυο διαδικασίες: Πρώτο με το κοινωνικο-οικονομικό σχεδιασμό σε πανεθνική κλίμακα (Από αυτόν έπασχε η ΕΣΣΔ και ο υπαρκτός σοσιαλισμός και όχι από έλλειμμα αγοράς). Δεύτερο με την απονέκρωση του κράτους. Με τι συνδέεται η «απονέκρωση του κράτους»; Ανάδειξη και της τελευταίας νοικοκυράς στην κρατική διοίκηση. Επομένως το να μιλάς γενικά για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν λέει απολύτως τίποτε.
Η πάλη για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ξεκινά άμεσα και πρακτικά με τον αγώνα να περάσουν όσες περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις στο κράτος ακόμη και στο έδαφος του καπιταλισμού, όπως έλεγε ο Ένγκελς. Με τον αγώνα για εθνικοποιήσεις, δηλαδή για δραστικές παρεμβάσεις ενός δημοκρατικού κράτους στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στο δικαίωμα ιδιοποίησης κέρδους υπέρ του κοινωνικού συνόλου και του λαϊκού συμφέροντος. Χωρίς αυτόν τον αγώνα το μιλά κανείς για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν σημαίνει απολύτως τίποτε.
Να τι έλεγε ο Λένιν σ’ εκείνους που ήξεραν απλά και μόνο να παπαγαλίζουν την λέξη κοινωνικοποίηση, χωρίς να ορίζουν τις μορφές και τους τρόπους σε κάθε φάση της ταξικής πάλης: «Τι θα πει ‘κοινωνικοποίηση’; Με τον όρο αυτό μπορεί να εννοείται η μετατροπή της ιδιοκτησίας σε ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας, μπορεί όμως επίσης να εννοούνται και οποιαδήποτε επιμέρους μέτρα, οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς μέχρι τα δημοτικά λουτρά και ουρητήρια.»[5]
Η ηγεσία του ΚΚΕ χρησιμοποιεί την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ως μια φράση ασαφή, αόριστη, που μετατοπίζει το όλο πρόβλημα της ιδιοκτησίας σ’ ένα απώτερο φανταστικό μέλλον, όπως το φαντασιώνεται η ίδια. Έτσι δεν είναι υποχρεωμένη να μιλήσει για το σήμερα, για το πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο από σήμερα μέσα από την πάλη του λαού. Ούτε είναι αναγκασμένη να απαντά συγκεκριμένα πώς και με ποιον τρόπο μπορούν να αναδειχθούν με την πάλη του λαού βασικές οικονομικές κατηγορίες του σημερινού καπιταλισμού, όπως το νόμισμα, το τραπεζικό σύστημα, η συγκέντρωση της παραγωγής και της πίστης, κοκ, σε μεταβατικές μορφές προς την ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής υπερβαίνοντας από την πρώτη στιγμή τα όρια που θέτει η αναπαραγωγή του κεφαλαίου σήμερα. Με τον τρόπο αυτό οι παπαγάλοι της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής κάνουν ότι πάντα έκαναν όσοι τρέμουν την ταξική πάλη, όσοι τρέμουν την αναμέτρηση με το κεφάλαιο: μετατρέπουν την πράξη με όρους μαζικού λαϊκού κινήματος και τα αιτήματα που γεννά η ίδια η κατάσταση και είναι από την φύση τους μεταβατικά, σ’ αντικείμενο «επαναστατικής» λογοκοπίας και φλυαρίας μόνο για μυημένους και πιστούς με κοινωνική συνείδηση όχλου.