Την ώρα που η Ελλάδα ετοιμάζεται να βγει στις διεθνείς αγορές, καλόν είναι να γνωρίζουμε ποιες χώρες δανείζουν…
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το ελληνικό δημόσιο χρέος σε ποσοστό 80% βρίσκεται στα χέρια κυβερνήσεων και αυτό το κάνει λιγότερο επικίνδυνο, επισημαίνουν έγκυροι τραπεζίτες. Το ερώτημα, όμως, είναι από πού η χώρα θα αντλήσει νέα χρηματοδότηση τώρα που ετοιμάζεται να δοκιμάσει εκ νέου την τύχη της. Με δεδομένο έτσι το γεγονός ότι οι καθημερινές διεθνείς ροές κεφαλαίων αντιπροσωπεύουν περί τα 800 δισεκατ. δολλάρια, είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ποιες χώρες πραγματοποιούν τις μεγαλύτερες εξαγωγές κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Γερμανία και η Κίνα κατέχουν τα πρωτεία στις διεθνείς εξαγωγές κεφαλαίων και καλύπτουν πάνω από το 26% του συνόλου των σχετικών ροών. Οι δε τελευταίες υπολογίζεται ότι συνολικά αντιπροσωπεύουν 3 τρισεκατομμύρια δολλάρια, που συνεχώς αναζητούν κάποιες αποδόσεις.
Από πλευράς εισαγωγών κεφαλαίων, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας είναι σήμερα οι ΗΠΑ –που από πιστωτής έως το 1981, σήμερα έχουν γίνει ο μεγαλύτερος χρεώστης. Στην αμερικανική οικονομία κατευθύνεται το ένα τρίτο των παγκόσμιων πλεονασμάτων. Ωστόσο, το ποσοστό μειώνεται, από 39% το 2010 σε 35% το 2012, καθώς μειώνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών της. Φυσικά, με το status της μεγαλύτερης οικονομίας, την ευελιξία και την καινοτομία της παραγωγής της μηχανής και το δολλάριο ως αποθεματικό νόμισμα, ποτέ δεν συνάντησε απροθυμία των επενδυτών να την χρηματοδοτήσουν. Ακολουθούν η Βρεταννία (7,5%) και Καναδάς και Γαλλία (5%).
Αναφορικά με την Γερμανία θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μεγάλα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών της έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεδομένου ότι η τελευταία έχει θέσει όριο το 6% του ΑΕΠ για κάθε χώρα (σε αντιστοιχία με τα υψηλά ελλείμματα), οπότε και τίθεται προς εξέταση κατά πόσον η πολιτική μιας χώρας συμβάλλει σε συστημικές ανισορροπίες της ευρωζώνης. Η απάντηση της Γερμανίας είναι ότι τα πλεονάσματά της δημιουργούνται από σ συναλλαγές με εκτός Ευρώπης χώρες, οπότε και δεν προκαλούν ζημιά στην οικονομία της ευρωζώνης. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο Μάριο Ντράγκι της ΕΚΤ, επαναλαμβάνοντας αυτά που είχε πει ο Αβραάμ Λίνκολν: «Δεν μπορείς να κάνεις τους αδύναμους ισχυρούς κάνοντας τους ισχυρούς αδύναμους».
Θα πρέπει έτσι να επισημανθεί ότι οι σημερινές πιέσεις της γερμανικής οικονομίας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην τολμηρή μεταρρυθμιστική πολιτική του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκ. Σρέντερ, ο οποίος αγνόησε το πολιτικό κόστος της πολιτικής του και έρριξε τις βάσεις για μία οικονομία αξιώσεων την εποχή της παγκοσμιοποίησης και του σκληρού ανταγωνισμού. Έτσι, στην σημερινή οικονομική πραγματικότητα, η Γερμανία, παρά την δημογραφική της κάμψη, παραμένει μία ισχυρή για την Ευρώπη οικονομία και σε αυτή της την ισχύ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η επιβίωση της ευρωζώνης.
Από αυτή την οπτική γωνία, σαφέστερη εικόνα δίνει η συνολική θέση μιας χώρας στις συναλλαγές της με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή αντανακλάται στην διεθνή επενδυτική της θέση, που δεν εξετάζει τις ροές κεφαλαίων κάθε χρόνο αλλά διαχρονικά. Δηλαδή, από το εξωτερικό χρέος αφαιρούνται οι απαιτήσεις της χώρας από το εξωτερικό (επενδύσεις σε ομόλογα, μετοχές, κλπ. και απόθεμα ξένων επενδύσεων στο εξωτερικό). Σύμφωνα με το μέτρο αυτό, η Ιαπωνία βρίσκεται στην κορυφή με τεράστιο πλεόνασμα και έχει λαμβάνειν από το εξωτερικό ενεργητικό ίσο με 63% του ΑΕΠ της, η Γερμανία 46% και η Κίνα 18%, ενώ η Αμερική χρωστά 24%.
Για μέτρο σύγκρισης, η Βρεταννία χρωστά 9% του ΑΕΠ της, η Γαλλία 15%, η Ιταλία 29% και η Ελλάδα, μετά τις περιπέτειες των τελευταίων δεκαετιών, 118%. Το υψηλό αυτό ποσοστό θα μπορούσε όμως να ανατραπεί αισθητά αν στην χώρα μας υπήρχε πραγματική βούληση δημιουργίας και διατήρησης από θεσμικής πλευράς ενός κανονικού κράτους.
http://www.europeanbusiness.gr/page.asp?pid=1246