Ο πόλεμος δεν συναρτάται με το εσωτερικό καθεστώς ενός πολιτισμένου κράτους αλλά με τα αίτια πολέμου

 

Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος:

Ο πόλεμος δεν συναρτάται με το πολιτικό καθεστώς των κρατών αλλά με τα αίτια πολέμου που δυναμιτίζουν την διεθνή τάξη και τους διεθνείς θεσμούς. Ακόμη πιο σημαντικό, υπεύθυνοι για τα αίτια πολέμου είναι τα κατά συγκυρία ηγεμονικά κράτη τα περισσότερα από τα οποία ήταν, είναι και μάλλον θα συνεχίσουν να είναι εξόχως δημοκρατικά[16]. Υπογραμμίζοντας αυτές τις πτυχές σημαίνει ότι η συζήτηση για τον πόλεμο και την ειρήνη δεν αφορά προτιμήσεις καθεστωτικών προτύπων, αυθαίρετους χαρακτηρισμούς περί του «θεμιτού» ή «αθέμιτου» χαρακτήρα των συμφερόντων του ενός ή άλλου κράτους, πρόκριση του ενός ή του άλλου πολιτισμού ως προτιμητέου υπόβαθρου των πολιτειακών συστημάτων ή θρησκευτικές και πολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις με σκοπό την μονοπώληση του δημοκρατικού ιδεώδους.

 

 

Η επιστημονική συζήτηση αναφορικά με την σχέση του πολέμου με το είδος των πολιτειακών καθεστώτων των πολιτισμένων κρατών[17], για να είναι αντικειμενική και βάσιμα αξιολογικά ελεύθερη, απαιτείται να εδράζεται στις οντολογικά θεμελιωμένες «κανονιστικές» αρχές[18] του διεθνούς δικαίου, στους καταστατικούς χάρτες των θεσμών συλλογικής ασφάλειας και των υπόλοιπων συνθηκών που αποτελούν τις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις, εν ολίγοις στις αρχές που συν-αποτελούν την διεθνή νομιμότητα. Άλλη αντικειμενική βάση συζήτησης δεν υπάρχει εκτός και αν εννοούμε ότι η αυθαίρετη πολιτικοποίηση της επιστημονικής συζήτησης από εισροές υποκειμενικών και/ή ιδιοτελών κριτηρίων ωφελεί τους ανθρώπους και τα κράτη. Αξιολογικών προεκτάσεων εκτιμήσεις για την συμπεριφορά των κρατών και για το εσωτερικό τους πολιτειακό καθεστώς απαιτείται να πειθαρχούνται από αυτές τις οντολογικά θεμελιωμένες κανονιστικές αρχές και από τις υπόλοιπες συμπεφωνημένες συμπαρομαρτούσες ρυθμίσεις όπως οι συμβάσεις περί τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Μια τέτοια αναλυτική-επιστημολογική πειθαρχία –και ταυτόχρονα επιστημονική δεοντολογία– είναι αναγκαία επειδή το διεθνές σύστημα είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κοινωνιών οντολογικά θεμελιωμένο και κανένα άλλο διεθνές καθεστώς δεν υπάρχει για να το αντικαταστήσει ή να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση αντικειμενικής κρίσης. Συντομογραφικά, διενέξεις και πόλεμοι υπάρχουν επειδή υπάρχουν αίτια πολέμου που εμποδίζουν αφενός την εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και των καταστατικών διατάξεων των διεθνών θεσμών και αφετέρου λειτουργούν ανασταλτικά στην συνομολόγηση και εφαρμογή Συμβάσεων που προάγουν τον ανθρώπινο πολιτικό πολιτισμό και την διεθνή δικαιοσύνη.

Υποστηρίζοντας λοιπόν την θέση ότι ο πόλεμος δεν σχετίζεται με τα πολιτειακά καθεστώτα των πολιτισμένων κρατών –και εξ ορισμού, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου οπότε και πρέπει να επιληφθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας, όλα τα κυρίαρχα κράτη μέλη του ΟΗΕ θεωρούνται πολιτισμένα εάν δεν παραβιάζουν αυτές τις αρχές[19]–, σημαίνει ότι αναζητούμε τα αίτια των διεθνών διενέξεων για τα οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά και αντικειμενικά ότι δεν ευθύνονται και δεν εμπλέκονται φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Πέραν ιστορικών αναφορών, περιπτωσιολογικών θεμελιώσεων και εξεζητημένων επιστημονικών τεκμηριώσεων η συχνή εμπλοκή δημοκρατικών κρατών σε αναθεωρητικές πολεμικές δραστηριότητες που παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα είναι πασίδηλη διυποκειμενική γνώση και γεγονός ορατό καθημερινά ακόμη και με γυμνό οφθαλμό.

 

Μια σοβαρή, αξιολογικά ελεύθερη και περιεκτική συζήτηση του ζητήματος «δημοκρατία και πόλεμος» οριοθετείται θεματικά ως εξής:

α) Περιγραφή του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και διάγνωση  των κύριων αιτιών των ανταγωνισμών και των διενέξεων που δυσχεραίνουν την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των καταστατικών διατάξεων των διεθνών θεσμών και συνολικά της διεθνούς νομιμότητας.

β) Αναζήτηση του τρόπου που συνδέονται οι οντολογικά θεμελιωμένες αρχές του διεθνούς δικαίου και των συμπαρομαρτούντων θεσμών με τις συμπεριφορές λόγω δομής, μορφής και χαρακτήρα του εσωτερικού πολιτειακού συστήματος ενός κράτους[20]. Αν ασφαλώς στοιχειοθετείται ύπαρξη αιτίων που σχετίζονται με το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς –είτε των κρατών με φιλελεύθερο καθεστώς είτε των υπολοίπων– που οδηγούν σε τέτοιες συμπεριφορές μια αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση θα το τεκμηριώσει και αναφέρει.

δ) Κατάδειξη του πασίδηλου γεγονότος ότι σε κάθε περίπτωση σ’ ένα κόσμο πολιτισμένων κοινωνιών κοσμοθεωρητικά και ηθικοκανονιστικά κατακερματισμένο δεν υπάρχει άλλος αντικειμενικός τρόπος εκτίμησης της εξωτερικής συμπεριφοράς των κυβερνήσεων του ενός ή άλλου καθεστωτικού προτύπου της κοινότητας των πολιτισμένων κρατών πλην των σταθερών κριτηρίων που οριοθετούνται από την έννοια διεθνής νομιμότητα.

 

Εν ολίγοις, υποστηρίζεται ότι αποτελεί λογικό και επιστημονικό σφάλμα[21] αν κάποιος περιορίσει την περί «δημοκρατίας και πολέμου» συζήτηση στο κατά πόσο ή πόσο συχνά λαμβάνουν χώρα πολεμικές συρράξεις μεταξύ μεγάλων και βιομηχανοποιημένων φιλελεύθερων κρατών και αν γι’ αυτό εξαιρέσει από την ανάλυση τις πολεμικές ενέργειες φιλελεύθερων κρατών κατά μη φιλελεύθερων κρατών. Κοντολογίς, η συζήτηση θα είναι σε κάθε περίπτωση ελλειμματική αν δεν έχει ως κύριο αντικείμενο τα αίτια πολέμου και τις πηγές τους.

 

Το βασικό ζήτημα για το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς θεσμούς όσον αφορά τον πόλεμο και την ειρήνη, είναι το κατά πόσο γίνεται σεβαστή η διεθνής νομιμότητα[22] και ευρύτερα το κατά πόσον γίνονται σεβαστές οι συμπεφωνημένες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτικού πολιτισμού που διαχρονικά συνάπτονται και σωρεύονται ως συμβατές με τον ανθρώπινο πολιτισμό δεσμεύσεις και υποχρεώσεις μεταξύ των κρατών. Αυτό, κατά κύριο λόγο, είναι το βασικό αντικειμενικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός κράτους ως «φιλειρηνικού» ή ως «πολεμοχαρούς» ή ηγεμονικού και αναθεωρητικού. Υποστηρίζεται η θέση, επίσης, ότι τα λογικά και επιστημονικά σφάλματα στον πολιτικό και επιστημονικό λόγο είναι αναπόφευκτα αν τα πολιτισμένα κράτη μέλη του ΟΗΕ κατηγοριοποιηθούν όχι στην βάση της φιλειρηνικής ή μη εξωτερικής πολιτικής τους αλλά στην βάση του κατά πόσο είναι ή δεν είναι φιλελεύθερα και δημοκρατικά[23].

 

Όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, όλα τα πολιτισμένα βιώσιμα κράτη αποδέχονται τις θεμελιώδεις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων όπως συμφωνήθηκαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ ή σε άλλες Συμβάσεις. Η εφαρμογή αυτών των διεθνών υποχρεώσεων και η ενσωμάτωσή τους στην εσωτερική δικαιοπραξία, εξάλλου, είναι για όλα τα κράτη ένα διαρκές άθλημα οι επιδόσεις του οποίου αν και ποικίλουν βρίσκονται εν τούτοις προς την κατεύθυνση καλύτερης εφαρμογής. Αρμόδιος κριτής για την ολοένα και καλύτερη εφαρμογή, όπως εξάλλου ορίζει το διεθνές δίκαιο, δεν είναι εξωγενείς παράγοντες αλλά τα μέλη της κοινωνίας ενός έκαστου κράτους. Διόλου τυχαίο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στα κράτη όπου εφαρμόζονται ελλειμματικά το πρόβλημα έγκειται λιγότερο στο καθεστώς τους και περισσότερο στα αναπτυξιακά τους προβλήματα, στην θυματοποίησή τους λόγω ηγεμονικών ανταγωνισμών, στην κατάλυση του κοινωνικού τους ιστού λόγω εξωτερικών επεμβάσεων και/ή παρεμβάσεων και στα αδιέξοδα που δημιουργεί η άνιση ανάπτυξη μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών. Για να χρησιμοποιήσουμε τις φράσεις του John Rawls, τα βιώσιμα και πολιτισμένα κράτη είναι «ευπρεπώς ιεραρχημένα» και προικισμένα με «συμβουλευτικές διαδικασίες» έκφρασης της κοινωνικής βούλησης ανάλογα με τον πολιτισμό τους, την οικονομική τους ανάπτυξή, τις συλλογικές τους κοσμοθεωρίες, τα κυρίαρχα ανθρωπολογικά πρότυπα, τα βασικά θρησκευτικά τους δόγματα και τους διαμορφωτικούς παράγοντες της ιστορικής τους διαδρομής[24].

 

Η βασική θέση, λοιπόν, είναι ότι η προσφυγή στην διεθνή βία στην βάση ηγεμονικών και/ή αναθεωρητικών σκοπών οφείλεται σε πραγματολογικά επαληθεύσιμα και γι’ αυτό αντικειμενικού χαρακτήρα αίτια πολέμου που θεμελιώνονται άψογα από τις βασισμένες στο παραδοσιακό Παράδειγμα θεωρίες διεθνών σχέσεων[25]. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, α) στις συγκρούσεις μεταξύ ηγεμονικών κρατών, β) στις μονομερείς ηγεμονικές συμπεριφορές[26], β) στις περιφερειακές διενέξεις εξαιτίας αυτών των συγκρούσεων και ηγεμονικών συμπεριφορών, γ) στις συχνές ενδοκρατικές και διακρατικές αναταραχές στις περιφέρειες που οφείλονται σε εξωτερικές επεμβάσεις που σκοπό έχουν την καταχρηστική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών, δ) στην άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών του πλανήτη, ε) στα κατάλοιπα περιφερειακών διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι, των αντιαποικιακών αγώνων και των στρατηγικών διαίρει και βασίλευε που τους συνόδευε, ε) στις κατά καιρούς επαναστατικές αξιώσεις κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ενοποίησης του πλανήτη και στ) στα ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα που αποσταθεροποιούν τα εθνικά-κρατικά συστήματα τάξης-δικαιοσύνης και τους εύθραυστους διεθνείς θεσμούς. Πρωτεύον ζήτημα στην κατανόηση του πολέμου και της ειρήνης είναι προφανές, αποτελεί η κατανόηση των αιτιών  πολέμου.

Η διάγνωση των αιτιών πολέμου στον Πελοποννησιακό Πόλεμο του Θουκυδίδη είναι μοναδική, απαράμιλλη, άψογα θεμελιωμένη και διαχρονικά επιστημονικά ανεκτίμητη. Ερμηνεύτηκαν στο έπακρο τα αίτια των διακρατικών συγκρούσεων υπό συνθήκες κυριαρχίας-ανεξαρτησίας, συνεπακόλουθης διεθνούς αναρχίας και διεθνών θεσμών και του (διεθνούς) δικαίου ως εξαρτημένων μεταβλητών των οποίων η αποτελεσματικότητα βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμων και της ισχύος των ηγεμονικών συμπεριφορών (βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα). Η κρυστάλλινη και αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση του Θουκυδίδη θεωρείται ευρέως ως το επιστημονικό Παράδειγμα των προσπαθειών επιστημονικής ερμηνείας των φαινομένων του διακρατικού συστήματος.

Επιπλέον, η ανάλυση του Θουκυδίδη είναι και θα συνεχίσει να είναι πάντοτε επίκαιρη για δύο ακόμη λόγους: Πρώτον, οι κώδικες διακρατικής συμπεριφοράς και οι διεθνείς θεσμοί της κλασικής εποχής μέχρι και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ήταν πολύ πιο νομιμοποιημένοι σε σύγκριση με το σημερινό διεθνές σύστημα[27]. Κατά συνέπεια, το σύγχρονο διακρατικό σύστημα

 

που αν και συχνά αντιγράφοντας πρόχειρα κατά βάση μετά τον 16ον αιώνα ακολουθεί τ’ αχνάρια του κλασικού[28], είναι χρήσιμο τόσο να διδάσκεται από τις προόδους του Κλασικού συστήματος Πόλεων όσο και από τα αίτια που οδήγησαν στην αποσταθεροποίησή του. Δεύτερον, τα αίτια πολέμου και κυρίως η άνιση ανάπτυξη που ο Θουκυδίδης διέγνωσε ως το κυριότερο αίτιο πολέμου, την ύστερη εποχή και ιδιαίτερα τα πρώτα βήματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα προσλαμβάνουν σχεδόν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ιδιαίτερα όσον αφορά την άνιση ανάπτυξη, επιτείνεται από την ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, βαθαίνει λόγω όξυνσης μεταξύ αναπτυγμένων και υπό ανάπτυξη χωρών, αποσταθεροποιείται λόγω ανεξέλεγκτων διεθνικών φαινομένων, πολλαπλασιάζεται λόγω αυξανόμενων ηγεμονικών συμπεριφορών και αντιμετωπίζεται δύσκολα λόγω ελλείμματος διακρατικής συνεργασίας στους διεθνείς θεσμούς.

 

 

[16] Πέραν αυτού, επισημαίνεται ότι δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης και οι ΗΠΑ υπήρξαν αποικιοκρατικές, αναθεωρητικές και επεκτατικές δυνάμεις, τόσο πριν όσο και μετά το τέλος της αποικιακής εποχής ενοχοποιούνται για αναρίθμητες διϋποκειμενικά –και όχι μόνον– γνωστές πράξεις «διαίρει και βασίλευε», επεμβάσεις και άλλων ειδών ασύμβατες με τον πολιτικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων και την διεθνή νομιμότητα. Κατά την διάρκεια της ύστερης εποχής, επίσης, με πράξεις όπως το προαναφερθέν σχέδιο Αναν που συχνά αναφέρονται ως «νεοαποικιακές συμπεριφορές», επιχειρούν να καθυποτάξουν την πολιτική κυριαρχία ανεξάρτητων κοινωνιών. Διϋποκειμενικά γνωστές περιπτώσεις είναι και η καθυπόταξη της πολιτικής κυριαρχίας πολλών κρατών της Λατινικής Αμερικής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η κεκαλυμμένη προώθηση της φασιστικής δικτατορίας της περιόδου 1967-1974 στην Ελλάδα τα εγκάθετα μέλη της οποίας καταδυνάστευαν και σκότωναν πλήθος ελλήνων πολιτών. Κεκαλυμμένες παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας όπως αυτές επιφέρουν τα ίδια –ή ακόμη και μεγαλύτερα– αποτελέσματα (όπως θάνατοι και άλλες ανθρώπινες κακουχίες από τις οποίες το διεθνές δίκαιο αποβλέπει να διασφαλίσει τα κράτη) με μια άμεση άσκηση πολεμικής βίας. Επαναλαμβάνεται ότι οι βάσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων θεωρούν ότι στο πλαίσιο των προαναφερθέντων κλαουζεβιτσιανών θεωρήσεων του πολέμου –που δεν θεωρούν ως «πόλεμο» μόνο την άσκηση φυσικής βίας– θεωρούν τέτοιες συμπεριφορές ως πολεμικές πράξεις ίδιου χαρακτήρα με την άσκηση φυσικής βίας και ίδιων διανεμητικών συνεπειών.

[17] Πολιτισμένα είναι τα κράτη τα οποία συμμετέχουν στον ΟΗΕ. Η συμμετοχή τους σημαίνει ότι αποδέχονται τον Καταστατικό Χάρτη αυτού του Οργανισμού, τα οποία συμμετέχουν στους υπόλοιπους διεθνείς θεσμούς και τα οποία αποδέχονται τις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την Διεθνή Ποινική Δικαιοσύνη και την Συνθήκη για τα εγκλήματα πολέμου. Όσον αφορά τις τελευταίες συμβάσεις ο βαθμός και ο τρόπος εφαρμογής τους ποικίλει ανάλογα με την πολιτισμική, οικονομική και θεσμική δομή κάθε κράτους. Ακόμη πιο σημαντικό, για αντικειμενικούς λόγους, κανένα κράτος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εφαρμόζει πλήρως ή ιδεατά το γράμμα και το πνεύμα αυτών των κατακτήσεων πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων. Επειδή ως προς το θέμα αυτό υπάρχει τάση αυθαίρετων εκτιμήσεων, η συζήτηση απαιτείται να διακρίνει μεταξύ ειλικρινούς αναζήτησης των αιτιών πολέμου ή άλλων παραγόντων που επενεργούν ανασταλτικά στην πλήρη εφαρμογή των Συμβάσεων και προπαγάνδας ή ακόμη και αιτιάσεων που αποτελούν προσχηματικές αξιώσεις ισχύος για διεθνείς επεμβάσεις. Ακόμη, απαιτείται να διακρίνουμε μεταξύ θεσμικών προσεγγίσεων ίασης των αιτιών και υποκριτικής παραφιλολογίας υπέρ του ενός ή άλλου καθεστωτικού προτύπου και του ενός ή άλλου πολιτισμού ή θρησκείας που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων ενός κράτους ή μιας συμμαχίας.

[18] Αυτοί που είναι προσηλωμένοι στην συμβατική ερμηνεία του όρου «κανονιστικές αρχές» ενδέχεται να διαφωνήσουν με αυτή την επισήμανση. Γι’ αυτό διευκρινίζεται ότι όπως θα γίνεται αντιληπτό σε άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης οι οντολογικά θεμελιωμένες στην αξίωση συλλογικής ελευθερίας δεν είναι «κανονιστικές» με την έννοια της στρατευμένης εξυπηρέτησης ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων, κάτι που θεμιτά κάνουν όλες οι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες δομές και οι αρχές που τις διέπουν. Το έθνος-κράτος ως ενσάρκωση της οντολογικά θεμελιωμένης εθνικής-κρατικής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας και πολιτικής κυριαρχίας κατά των διεθνοφασιστικών ηγεμονικών και/ή αυτοκρατορικών αξιώσεων υπό τις ιδιόμορφες συνθήκες της συλλογικής ετερότητας της καθέκαστης κοινωνίας είναι οντολογικά θεμελιωμένος θεσμός. Γι’ αυτό, οι «κανονιστικές» δομές της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας που προορίζονται να διασφαλίσουν την συλλογική ελευθερία των κυρίαρχων κοινωνιών είναι ηθικά αμάχητες και διυποκειμενικού-μη αξιολογικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται σε άλλο σημείο του παρόντος κειμένου, το έθνος-κράτος ως πολιτική κυριαρχία που διασφαλίζει την συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας είναι το υπόβαθρο ανθρώπινης ελευθερίας πάνω στο οποίο κτίζονται τα αξιολογικά-κανονιστικά συστήματα των πολιτισμένων κοινωνιών (δηλαδή, όπως αναφέρθηκε, των κοινωνιών που είναι προικισμένες με κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς συμβατούς με τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων που έχει ως πυρήνα την οντολογικού περιεχομένου συλλογική ανθρώπινη ελευθερία, η οποία, ακριβώς, αναγνωρίζεται και πιστοποιείται από το διεθνές δίκαιο ως υπέρτατο κριτήριο θεμελίωσης του διεθνούς συστήματος).

[19] Αυτή η επισήμανση που υπαινίσσεται μια συμβατική προσέγγιση αναγνώρισης των «πολιτισμένων κρατών απαιτείται να συνοδεύεται και να μετριάζεται από την εξίσου σημαντική παρατήρηση ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας αν και ο μόνος υπαρκτός και δυνητικά αποτελεσματικός θεσμός διεθνούς τάξης είναι εν τούτοις θεσμός εξόχως αμφιλεγόμενος. Αυτό, κυρίως, οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει έλλειμμα ακριβούς προσδιορισμού ως προς το πότε και πως υπάρχει τέτοια παραβίαση καθώς και έλλειμμα ρητών κανονιστικών ρυθμίσεων συμβατών με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας για το πότε και πως ασκείται διεθνής βίας. Για το ζήτημα του πότε «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια» και του πως αυτό συνδέεται με τις αυξημένες αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ασφαλείας και την «διεθνή επέμβαση», θα επανέλθουμε.

[20] Το ότι το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών διέπεται από την αρχή της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας είναι κανονιστικά και δικαιακά προσδιορισμένο και κωδικοποιημένο στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, Κεφάλαιο Ι, Άρθρο 2, παράγραφο 7.

[21] Βλ. Waltz, ό.π.

[22] Η προαναφερθείσα έκθεση International Expert Panel, convened by the Committee for a Europen solution in Cyprus: “A principled basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law”, ορίζει επακριβώς την διεθνή νομιμότητα σε σχέση με το κυπριακό πρόβλημα και μεταξύ άλλων αναφέρει: «The rule of law in international law provides that all official activities must be undertaken in a way that is consistent with legal principles. It further means that legal processes must be established and respected in order for legal principles to operate effectively, so that, for example, the principle of due process is critical. As previously noted (paragraph 15), both the Council of Europe and the European Union are founded upon inter alia the principle of the rule of law. There can be no international rule of law in a territory illegally occupied by a foreign power. Indeed, the fact that a member state of the European Union is prevented from exercising its sovereignty over part of its internationally recognised territory challenges the reality of the European rule of law itself». Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε διατυπωθεί-οριστεί συμπληρωματικά και ως εξής: «Διεθνής νομιμότητα εκ μέρους των κυβερνήσεων είναι η συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που προκύπτουν τόσο από τις διεθνείς νομικές δεσμεύσεις σε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ όσο και από πιο προωθημένες Συμβάσεις στο διακρατικό επίπεδο όπως οι Συνθήκες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Σύμβαση της Γενεύης και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο των οποίων οι κανονιστικές διατάξεις ενσωματώνονται με ακόμη πιο συγκεκριμένο και αυστηρό τρόπο στην εσωτερική δικαιακή τάξη των συμβεβλημένων κρατών» (σημειώνεται ότι η τάση τις τελευταίες δεκαετίες είναι να κατατείνει προς καθολική συμμετοχή σ’ αυτές τις συμβάσεις και ενσωμάτωση νομικών υποχρεώσεων στο ενδοκρατικό κανονιστικό σύστημα).

[23] Δεν θα επεκταθούμε υπέρμετρα στην μεγάλη συζήτηση για την έννοια «δημοκρατία». Είναι εν τούτοις αναγκαίο να τονιστούν μερικές βασικές πτυχές: α) Υπάρχουν πολλών ειδών φιλελεύθερα καθεστώτα. β) Σε πολλά κράτη το καθεστώς των οποίων θεωρείται μη φιλελεύθερο οι κλασικές φιλελεύθερες ιδέες περί ελεύθερης οικονομίας, κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας και πολιτικού πλουραλισμού είναι ευρέως διαδεδομένες. γ) Δεν μπορεί να αιτιολογηθεί βάσιμα δικαίωμα ενός φιλελεύθερου κράτους να επιτεθεί κατά ενός άλλου κυρίαρχου κράτους επειδή το τελευταίο δεν είναι φιλελεύθερο ή να αιτιολογηθεί βάσιμα ότι ένα μη φιλελεύθερο κυρίαρχο κράτος έχει λιγότερα δικαιώματα από ένα φιλελεύθερο. Το τελευταίο σημείο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο πολύ μεγάλης συζήτησης αν κανείς λάβει υπόψη τις δεσμεύσεις των πυρηνικών κρατών στην Συνθήκη μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων (βλ. πιο πάνω), στην κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών και τεχνολογικής βελτίωσης της πυρηνικής ισχύος από τα ίδια κράτη που ακολούθησε την υπογραφή της Συνθήκες και την συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο των αιτιολογήσεων για επεμβάσεις κατά κρατών που κατέχουν ή προτίθενται να κατέχουν πυρηνικά όπλα. Σε μια βαθυστόχαστη επισήμανσή του για το ζήτημα αυτό, ο Παναγιώτης Κονδύλης ορθά επισημαίνει ότι οι αντιδράσεις των ΗΠΑ απέναντι σε κράτη που προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα είναι αξιώσεις ισχύος: «υπαγορεύονται από αξιώσεις ισχύος που δεν έχουν στέρεα λογική ή ηθική βάση, εφόσον ούτε ηθικό ούτε λογικό είναι να αρνείσαι σε άλλους το δικαίωμα που επιφυλάσσεις αυτονόητα στον εαυτό σου. Σύμφωνα με τον οικουμενισμό των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” που διακηρύσσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι ουραγοί τους, όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί έχουν εκ γενετής την ίδια αξιοπρέπεια και όλοι μετέχουν εξίσου του ορθού Λόγου Με αφετηρία λοιπόν την οικουμενική αυτή αρχή δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι Δυτικές Δυνάμεις ή το Ισραήλ έχουν το δικαίωμα να κατέχουν πυρηνικά όπλα, γιατί είναι εξ ορισμού σε θέση να τα χρησιμοποιούν έλλογα» Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, Αθήνα 1997), σελ. 373. Σχετικά με αυτή την θέση του Κονδύλη κανείς μπορεί να συνεκτιμήσει την περιπτωσιολογική μελέτη του John Rawls, ό.π., βλ. σ. 171,179-80,182,188, όπου αναλύει τον καταχρηστικό και παράνομο χαρακτήρα της πρώτης χρήσης πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία την δεκαετία του 1940.

[24] Η σχετική με αυτό το θέμα ανάλυση του John Rawls στο τελευταίο πριν τον θάνατό του βιβλίο είναι βαθύτατα φιλοσοφημένη και απαλλαγμένη των συνήθων συμβατικών μεροληπτικών θεωρήσεων πολλών πολιτικά στρατευμένων αναλυτών του φιλελευθερισμού (και ιδιαίτερα του νεοφιλελευθερισμού). O Rawls υποστήριξε ότι ο διαχωρισμός των πολιτισμένων κρατών σε φιλελεύθερα και μη φιλελεύθερα είναι διεθνοπολιτικά αυθαίρετη. Προχώρησε επιπλέον στην σκιαγράφηση εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα τα κράτη που ονόμασε «βεβαρημένα», των οποίων ο κοινωνικός ιστός έχει καταλυθεί λόγω εσωτερικών συγκρούσεων και για τα οποία, όμως, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η αυθαίρετη και κατά βούληση πολεμική επέμβαση αλλά πρωτίστως αρωγή και αλληλεγγύη. Βλ. Το Δίκαιο των Λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002).

[25] Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων (το επιστημονικό Παράδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα συμβατά με το Παραδειγματικό υπόβαθρο (τις επιμέρους θεωρίες). Στην διεθνή πολιτική το επιστημονικό Παράδειγμα είναι το θουκυδίδειο υπόβαθρο ισχυρών ερμηνευτικών προτάσεων στη βάση των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί επιχειρούν να οικοδομήσουν πραγματολογικά επαληθεύσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων. Στο θεμελιώδες ιστορικό-διεθνολογικό έργο Πελοποννησιακός Πόλεμος, υπό το πρίσμα αξιολογικής ελευθερίας όσον αφορά το κλασικό σύστημα των Πόλεων-κρατών, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας. Οι βασικές θεωρήσεις στον πυρήνα του Παραδοσιακού Παραδείγματος δεν προτείνουν μια εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα διεθνούς πολιτικής, αλλά μόνο προσδιορίζουν γενικούς νόμους και γενικούς ερμηνευτικούς προσανατολισμούς οι οποίοι προσφέρουν διαυγή αντίληψη και βαθιά κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος. Η συνολική αντίληψη που αποπνέουν οι περιγραφές του Παραδοσιακού Παραδείγματος για τη φύση και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος αναφέρονται σ’ ένα κόσμο κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων ετερογενών συλλογικών οντοτήτων που χαρακτηρίζονται από Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και από την ακατάπαυστα εκδηλωμένη αξίωση πολιτικής κυριαρχίας ως συμπαραδήλωσή της. Κατά συνέπεια, η αναρχία είναι σύμφυτη με το διεθνές σύστημα και τις αξιώσεις των κρατών για κυριαρχία-ανεξαρτησία. Αναρχία και κυριαρχία-συλλογική ελευθερία είναι δίδυμοι όροι: η κυριαρχία των μελών του συστήματος κρατών αυτομάτως προκαλεί διεθνή αναρχία. Επομένως, οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες ή κριτήρια της θεωρίας διεθνών σχέσεων είναι: i) H Υπαρκτική κοινωνικοπολιτική ετερότητα των κυρίαρχων κοινωνιών. ii) H ανεξαρτησία-κυριαρχία των μελών του διεθνούς συστήματος που συμβολίζει το γεγονός πως η αξίωση συλλογικής ελευθερίας ευοδώθηκε. iii) H διεθνής αναρχία, δηλαδή, το γεγονός ότι απουσιάζει μια παγκόσμια κατεξουσιαστική δομή. iv) Η επιδίωξη συλλογικής ισχύος, διεύρυνσης της ισχύος και ασφάλειας στο επίπεδο κάθε κυρίαρχου έθνους-κράτους. v) Oι ποικίλες συναλλαγές του διακρατικού βίου οι οποίες λόγω της αναρχίας-κυριαρχίας δεν μπορεί να είναι προικισμένες είτε από ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα ελέγχων και εξισορροπήσεων είτε –συνέπεια απουσίας παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος και παγκόσμιου δημόσιου χώρου πέραν του «δημόσιου διακρατικού χώρου» της «κοινότητας των κρατών»– από ένα νομιμοποιημένο υπερεθνικό ρυθμιστικό σύστημα. vi) O αγώνας για αυτοσυντήρηση-επιβίωση των κυρίαρχων εθνών-κρατών όταν αυτά απειλούνται. vii) Τέλος, η αναπόδραστη ευαισθησία των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος στην άνιση ανάπτυξη και στις συνεπαγόμενες ανακατανομές ισχύος που προκαλούν ανακατανομές κυριαρχίας και συμφερόντων. Έτσι, παρατηρείται πως τα κράτη αφενός επιδιώκουν ισχυρή θέση και ρόλο στις ιεραρχίες ισχύος του διεθνούς συστήματος και αφετέρου είναι ευαίσθητα στο κόστος-όφελος, που προκαλούν εναλλακτικές στρατηγικές εκπλήρωσης του εθνικού συμφέροντος. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως υπό συνθήκες ανυπαρξίας ενός αποτελεσματικού συστήματος διεθνούς τάξης και ενός συστήματος διακρατικής δικαιοσύνης όταν προκύπτουν διακρατικές διαφορές, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, γεγονός που σημαίνει ότι η ικανότητα διατήρησης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση εθνικής-κρατικής επιβίωσης και ευημερίας. Η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή του πολιτικού ρεαλισμού, η μόνη δηλαδή αμιγής επιστημονική προσέγγιση του όρου που ο Edward H. Carr καθιέρωσε ως «πολιτικό ρεαλισμό», εμπεριέχεται πλήρως στο Παραδοσιακό Παράδειγμα, το οποίο αποτελεί μέτρο στάθμισης και μέσο οριοθέτησης τόσο μιας ρεαλιστικής θεωρίας όσο και οποιασδήποτε άλλης θεωρητικής πρότασης.

[26] Η αμερικανική εξωτερική πολιτική των 10 τελευταίων ετών προσφέρει την δυνατότητα για δεκάδες περιπτωσιολογικές μελέτες όπου ένα δημοκρατικό κράτος συμπεριφέρεται ηγεμονικά και με εξαναγκαστικό τρόπο που προκαλεί μεγάλα αναδιανεμητικά αποτελέσματα που ακόμη και ευθεία πολεμική επίθεση δεν θα κατόρθωνε. Συναφής είναι επίσης και η «στρατηγική της μαλακής ισχύος», προσέγγιση δηλαδή έμμεσης στοχαστικής και πολιτικής υπονόμευσης άλλων κυρίαρχων κρατών για να προωθηθούν τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Βλ. ιδ. Katzenstein P., Keohane R. Krasner St. 1998. «International Organization and the Study of World Politics», International Organization, vol 52, no 4, σ. 672-3. Βλ. επίσης μια εξαιρετικά πυκνή ανάλυση πλήρη βιβλιογραφικών και περιπτωσιολογικών αναφορών στο κείμενο του Jonathan Mowat, «The new Gladio in action? Ukrainian postmodern coup completes testing of new template», στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.onlinejournal.com/ Special_Repo rts/ 03190 5Mowat-1/031905mowat-1.html , May 2005

[27] Το «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» και οι Δελφοί καθώς και άλλοι συλλογικοί θεσμοί θεσπισμένοι στην βάση της αρχής της ανεξαρτησίας(-κυριαρχίας) των Πόλεων-κρατών, αποτελούσαν κώδικες, υποχρεώσεις, κριτήρια και παράγοντες πολύ πιο εμπεδωμένα και παραδεκτά στο κλασικό διακρατικό σύστημα απ’ ότι το διεθνές δίκαιο και η συλλογική ασφάλεια της σύγχρονης εποχής. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Adam Watson, «το σύστημα Πολιτειών της κλασικής Ελλάδας αποτελεί την πρώτη γνωστή περίπτωση ανεξάρτητων κρατών τα οποία υιοθετούσαν ως θεμελιώδη στάση-συμπεριφορά τον αντιηγεμονισμό. Ακόμη, θεωρούσαν πως, αν υποστηρίξουν τον νικητή μιας σύρραξης, [αυτό] αποτελούσε κίνδυνο για την ανεξαρτησία τους [επειδή στη συνέχεια ο ισχυρός θα εκμεταλλευόταν τις σχέσεις εξάρτησης]. Ο αντιηγεμονισμός ως θεμελιώδης στάση κατόπτριζε την προσήλωση των Ελλήνων στην ιδέα των πολλαπλών κυριαρχιών και είχε ως αποτέλεσμα το σύστημα των Πόλεων-Κρατών να κατατείνει προς την κατίσχυση των αρχών της αυτονομίας-ανεξαρτησίας των μελών του συστήματος», βλ. The evolution of international society (Routledge, London 1992, σελ. 51 (στα ελληνικά Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Ποιότητα, Αθηνα 2006).

[28] Χαρακτηριστικά, όπως τονίζει ο ο Ernest Barker, «καμιά ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι τόσο σύγχρονη από αυτή της Κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι έλληνες υπήρξαν με την μορφή που γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους ισχύει το παράδοξο πως η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. είναι πιο μοντέρνα απ’ ότι η Ευρώπή του 19ου αιώνα μ.Χ. Ένας άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον επικήδειο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα Πολίτη μας αγγίζουν ακόμη σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας». Greek Political Theory (Methuen, London 1961) σελ. 17,18. Μετάφραση στα ελληνικά ως Ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).

http://www.ifestosedu.gr/