Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος
Η συζήτηση περί δημοκρατίας και πολέμου είναι προϊόν της φιλελεύθερης σκέψης, έχουν ως αφετηρία τις ιδέες του Εμμανουήλ Καντ[66] και οι αμφιλεγόμενες πτυχές αφορούν, βασικά τον διεθνιστικό φιλελευθερισμό[67]. Σκιαγραφώντας μια κατά τα άλλα πολύπλοκη συζήτηση, θα λέγαμε ότι οι προεκτάσεις των προαναφερθέντων επιχειρημάτων της φιλελεύθερης παράδοσης περί τα διεθνή οδηγούν σε δύο συμπεράσματα.
Πρώτον, κατά βάση, υποστηρίζεται πως συνθήκες δημοκρατίας, αλληλεξάρτησης και θεσμικής συνεργασίας μειώνουν ή εξαλείφουν τα αίτια πολέμου. Δεύτερον, πολλοί φιλελεύθεροι υπονοούν ή έκδηλα διατυπώνουν την θέση ότι τα άτομα που διαβιούν εντός δημοκρατικών κοινωνιών παράγουν κριτήρια που συγκρατούν ή εμποδίζουν τα κράτη τους να διεξάγουν πολέμους[68]. Στις πιο αμφιλεγόμενες διατυπώσεις υποστηρίζεται ή υπονοείται ότι τα αγγλοσαξονικά ιδεολογικά και καθεστωτικά πρότυπα είναι υπέρτερα, γεγονός που σημαίνει ότι η παγκόσμια σταθερότητα θα μπορούσε να προκύψει λόγω παγκόσμιας κατίσχυσής τους. Η επικράτηση τέτοιων κριτηρίων, υποστηρίζεται ακόμη, θα δημιουργήσει μια παγκόσμια κουλτούρα κατά του πολέμου και υπέρ της συνεργασίας.[69]. Αναφορικά με αυτήν την θεώρηση των διεθνών σχέσεων που εμπεριέχει άλλοτε χαμηλού βαθμού και άλλοτε υψηλού βαθμού εξομοιωτικές παραδοχές, θα πρέπει να μνημονευτεί η παραδοσιακή τάση όχι μόνο πολλών φιλελεύθερων θεωρήσεων αλλά και πάρα πολλών θεωρήσεων του ευρύτερου νεωτερικού παραδείγματος να αναμιγνύουν ηθικά κριτήρια των διαπροσωπικών σχέσεων με συλλογικές ηθικές επιταγές (συνήθως κανονιστικά προσδιορισμένες) και ηθικοκανονιστικά κριτήρια των ενδοκρατικών σχέσεων με ζητήματα διεθνούς ηθικής μεταξύ κυρίαρχων κοινωνιών[70].Εν τούτοις, υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ κριτηρίων ή παραγόντων τα οποία ως άτομα θεωρούμε εύλογα ή αντίστροφα αδιανόητα στις διαπροσωπικές σχέσεις και κριτηρίων ή παραγόντων που οφείλονται σε φαινόμενα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων συλλογικών οντοτήτων. Οι τελευταίες εκτός του ότι είναι προικισμένες με διαφορετικές κοσμοθεωρίες και ηθικοφιλοσοφικά συστήματα, υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας και ταυτόχρονης ύπαρξης αιτιών πολέμου που θέτει διαρκώς σε κίνδυνο την πολιτική τους κυριαρχία ή και την συλλογική τους επιβίωση, αναπτύσσουν συλλογικά κριτήρια και θέσεις γύρω από τα διεθνή προβλήματα που δεν βρίσκονται πάντοτε σε αρμονία και συμφωνία[71]. Αυτό, ακριβώς, οφείλεται στο ιστορικό γεγονός ύπαρξης διαφορετικών, οντολογικά θεμελιωμένων και διαφορετικά διαμορφωμένων κοινωνιών οι οποίες κατά συνέπεια λειτουργούν με διαφορετικά κριτήρια πολιτικής ηθικής και με διαφορετικές κοσμοεικόνες εχθρών, φίλων και συμφερόντων[72]. Όπως ήδη τονίστηκε, μια παγκόσμια πολιτική ηθική προϋποθέτει μια παγκόσμια κοινωνία και ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα διέπεται από νομιμοποιημένα και ηθικοκανονιστικά επακριβώς διατυπωμένα κριτήρια και παράγοντες μιας υποθετικής αλλά αποδεδειγμένα ιστορικά ανέφικτης παγκόσμιας ενότητας και παγκόσμιας αρμονίας συμφερόντων[73]. Κατά συνέπεια, το κατά πόσο μια αιτιολόγηση προσφυγής στην διεθνή βία είναι ηθικά βάσιμη ή ορθολογιστική δεν είναι προϊόν ατομικής αλλά συλλογικής πολιτικής ηθικής. Στις διεθνείς σχέσεις επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα οικουμενικού προσδιορισμού οικουμενικών ηθικών κριτηρίων διεθνικής-κοσμοπολίτικης τάξης και δικαιοσύνης ηθικοπρακτικών προεκτάσεων στα οποία υποχρεωτικά θα προσχωρούσαν όλοι άνθρωποι του πλανήτη[74], την πολιτική ηθική σε αναφορά με την διεθνή βία μπορούν να την προσδιορίσουν μόνο τα κράτη στα πλαίσια των διακρατικών θεσμών. Αυτή η «διεθνής πολιτική ηθική» δεν μπορεί παρά να είναι συμβατή με την κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου, δηλαδή, με την ιστορικά κατακερματισμένη Πολιτειακή δομή του διεθνούς συστήματος. Αυτή ακριβώς είναι η διεθνής πολιτική ηθική που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τις κανονιστικές δομές που οικοδομούνται γύρω από τις θεμελιώδεις αρχές του. Σε κάθε περίπτωση, κριτήρια διακρατικής πολιτικής ηθικής μέχρι στιγμής προσδιορίστηκαν μόνο στο διεθνές επίπεδο σε αναφορά με τις γενικές θεμελιώδεις αρχές διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας, μη επέμβασης και υποχρέωσης για ειρηνική επίλυση των διαφορών και των συμπαρομαρτούντων ρυθμίσεων ή συμφωνιών που δημιουργούν το πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας όπως ορίσθηκε πιο πάνω. Κατακτήσεις πολιτισμού των ανθρώπων που εμπεριέχουν και πολιτικά ηθικά κριτήρια, όπως ήδη τονίστηκε, προσδιορίστηκαν επίσης διακρατικά σε αναφορά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και την διεθνή ποινική δικαιοσύνη (για όσα κράτη υπέγραψαν τις συμβάσεις)[75]. Η πλήρης και καθολική εφαρμογή τους, εν τούτοις, όπως καταδείχθηκε κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής, χωλαίνει και πάλιν λόγω των αιτιών πολέμου.
Η ηθική σε κάθε πολιτικό περιβάλλον, δεν μπορεί να είναι μεταφυσικού χαρακτήρα αλλά μόνο (ενδοκρατικά-)κοινωνικοπολιτικά ή διακρατικά προσδιορισμένη. Ακόμη και ηθικά κριτήρια απόρροια μεταφυσικής πίστης αποτελούν πολιτική ηθική μόνο στον βαθμό και στην έκταση που ενσωματώθηκαν στις ηθικοκανονιστικές δομές ενός ή περισσοτέρων κρατών στο πλαίσιο του ανεξάρτητου και πολιτικά κυρίαρχου συλλογικού τους βίου[76]. Το ζήτημα αυτό, όπως ήδη τονίστηκε, συνεκτιμάται με το γεγονός της ύπαρξης διακριτών συλλογικών κοσμοθεωριών και διαφορετικών ηθικοκανονιστικών προεκτάσεων στο εσωτερικό ενός έκαστου κυρίαρχου κράτους. Κάθε λαός διεξάγει διαφορετικό συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο στο πλαίσιο των ιστορικών οικονομικών, κανονιστικών και πολιτισμικών συνθηκών κάθε κοινωνίας. Κάθε βιώσιμη Πολιτεία, εξάλλου στην φάση της γένεσής της προικίζεται με μια οικεία θεμελιώδη κοσμοθεωρία[77], πάνω στην οποία εδράζεται το οικείο κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένο ηθικοκανονιστικό εποικοδόμημα. Η νομιμοποίησή αυτού του ηθικοκανονιστικού εποικοδομήματος οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι αποτελεί προϊόν της συλλογικής κοινωνικής βούλησης όσο και στο γεγονός ότι είναι συμβατό με το κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Υπήρχαν ανέκαθεν πολλές κοινωνίες και οι αξιώσεις τους για συλλογική ελευθερία-κυριαρχία οδήγησαν στην δημιουργία πολλών κρατών. Το οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός της ενδοκρατικής ετερότητά τους, εξάλλου, προκαλεί πολλά διακριτά ηθικοκανονιστικά οικοδομήματα. Κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική ετερότητα, επιπρόσθετα, είναι αρκετά πυκνή και βαθιά ούτως ώστε να επιτρέπει την ύπαρξη και διαιώνιση πολλών ανεξαρτήτων συλλογικών οντοτήτων[78].
Υπό το πιο πάνω πρίσμα που δεν παραβλέπει ή παρακάμπτει την κοσμοθεωρητική και κοινωνικοπολιτική ποικιλομορφία του πολιτισμένου κόσμου, υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί εύκολα ότι η μια ή άλλη πολιτική κουλτούρα ή κοσμοθεωρία τείνει να ενθαρρύνει πολεμοχαρείς συμπεριφορές και κάποια άλλη όχι. Όλες ανήκουν στην σφαίρα του ανθρώπινου πολιτισμού και αναμενόμενα έτσι γίνονται αποδεκτές στην διεθνή Αμφικτιονία όπως ιδρύθηκε στον μεσοπόλεμο ως Κοινωνία των Εθνών και μετεξελίχθηκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών[79]. Συνεπακόλουθα, η συζήτηση περί της φύσεως του καθεστώτος και της συμπεριφοράς ενός κράτους στην εξωτερική πολιτική, δεν μπορεί να αναφέρεται σε μια μόνο κοσμοθεωρία –την φιλελεύθερη, και μάλιστα ενός μόνο φιλελεύθερου κράτους– και σε μια μόνο προσέγγιση έκφρασης της κοινωνικής βούλησης. Τέτοιες θεωρήσεις είναι αναπόδραστα επιπόλαιες, αθεμελίωτες, ηθικά τρωτές και σε κάθε περίπτωση εφήμερες επειδή προορίζονται να εξυπηρετήσουν εφήμερες στρατηγικές σκοπιμότητες αναδιανεμητικών συνεπειών.
Συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου είναι μόνο η θεώρηση που δέχεται ότι οι πολιτισμένοι λαοί έχουν το ίδιο δικαίωμα προσδιορισμού των ενδοκρατικών κοινωνικοπολιτικών τους δομών σύμφωνα με τις οικείες κοσμοθεωρίες, ιδεολογίες, θρησκείες και εν γένει πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες της ιστορίας τους και της εξέλιξής τους[80]. Στην κοινότητα των πολιτισμένων κοινωνιών, έχουμε πολλών ειδών άσκησης λαϊκής κυριαρχίας και πολλές αποχρώσεις πολιτειακών συστημάτων που καθιερώνουν διαφορετική κατά περίπτωση συμμετοχή του ατόμου στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και διαφορετικές βαθμίδες έκφρασης της συλλογικής-κοινωνικής βούλησης[81].
Η θέση που βασικά υιοθετείται εδώ είναι κατά συνέπεια ότι, όπως εξάλλου υποστήριξε ο John Rawls στο σύντομο αλλά αριστουργηματικό πόνημα Το Δίκαιο των Λαών, για τους σκοπούς εκτίμησης των διεθνών προβλημάτων, η άσκηση της κοινωνικής βούλησης στο εσωτερικό δεν μπορεί να διαιρεθεί αυθαίρετα μεταξύ φιλελεύθερων και μη φιλελεύθερων[82]. Πέραν των φιλελευθέρων κοινωνιών, υπάρχουν πλήθος άλλων «ευπρεπώς ιεραρχημένων» κυρίαρχων κοινωνιών προικισμένων με συμβουλευτικές διαδικασίες δια μέσου των οποίων εκφράζεται η κοινωνική βούληση. Τα άτομα και οι ομάδες μιας κοινωνικής ένωσης εντός ενός οποιουδήποτε πολιτισμένου κράτους σταθεροποιούν ένα αριθμό νόμων και διοικητικών προσεγγίσεων που ενσαρκώνουν την κρατούσα ηθική δομή σ’ ένα μεγάλο αριθμό ζητημάτων του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου. Το κυριότερο και ουσιαστικότερο ζήτημα που τίθεται δεν είναι κατά πόσο ο κάθε κατά κράτος συλλογικός τρόπος ζωής θα μπορούσε να είναι «καλύτερος» αλλά το γεγονός ότι κανείς άλλος –εκτός και αν περιπέσουμε σε ηγεμονικές θεωρήσεις– δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από μια πολιτισμένη κοινωνία το πώς θα πρέπει να δομείται, μετεξελίσσεται και προοδεύει το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα.
Τα ηθικοφιλοσοφικά κριτήρια που νομιμοποιούν το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε κράτους αφενός κατοπτρίζουν την ιστορική πορεία των κοινωνιών και αφετέρου αλλάζουν διαρκώς ανάλογα με την εξέλιξή τους. Στον βαθμό που μια κοινωνικοπολιτική οργάνωση οικουμενικής κλίμακας είναι παντελώς ανέφικτη, μάλλον είναι παντελώς αδύνατη μια ομοιόμορφη εξέλιξη των κοινωνιών του πλανήτη και ύπαρξη ενός νομιμοποιημένου παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Ουσιαστικά, τίποτα δεν θεμελιώνει την υπόθεση ότι το πρόβλημα του πολέμου –που πάντοτε υπήρχε υπό συνθήκες πολλών και διαφορετικών καθεστώτων συμπεριλαμβανομένων δημοκρατικών και/ή φιλελεύθερων– έχει ως αίτιο τις ιδιότητες κάποιου καθεστωτικού προτύπου. Οι σχετικές υποθέσεις είναι συχνότατα αυθαίρετες-μη θεμελιωμένες, πλήρης επιστημονικών και λογικών σφαλμάτων και όχι σπάνια μεταφυσικά διατυπωμένες. Ενδοκρατικά, όπως ήδη υπογραμμίστηκε, ο πόλεμος τερματίζεται επειδή τερματίστηκαν τα αίτια του, διακρατικά συνεχίζει επειδή τα αίτια του συνεχίζουν να υπάρχουν. Η απουσία ενός παγκόσμιου κράτους που θα τερμάτιζε πλανητικά τον πόλεμο και τα αίτιά του, οφείλεται στον ιστορικό κοσμοθεωρητικό και κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του πλανήτη αλλά και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά που απέκτησε το διεθνές σύστημα στην φάση της συντριβής των αυτοκρατοριών και του Πολιτειακού κατακερματισμού που προέκυψε[83]. Για να επαναδιατυπώσουμε ξανά το πραγματικό πρόβλημα, από την μια πλευρά οι αγώνες ελευθερίας των διακριτών κοινωνιών ενάντια στις αυταρχικές και δαρβινιστικές αυτοκρατορικές αξιώσεις δημιούργησαν διακριτά κοινωνικοπολιτικά συστήματα συμβατά με τις συνθήκες μιας εκάστης κοινωνίας, αλλά, αυτή η γένεση της Πολιτειακής ποικιλομορφίας γέννησε και αίτια πολέμου, λόγω άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης και λόγω πληθώρας προβλημάτων που προέκυψαν λόγω της προαναφερθείσης κατάρρευσης των αυτοκρατοριών και των ηγεμονικών ανταγωνισμών που την συνόδευαν.
Συμφωνία με τις θεμελιώδεις θεωρήσεις της Κλαουζεβιτζιανής πολιτικής φιλοσοφίας, δηλαδή συμφωνία με την θέση ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και ότι γι’ αυτό ο πόλεμος δεν είναι ανεξάρτητο φαινόμενο αλλά διέπεται από την λογική των πολιτικών κριτηρίων που πρέπει να είναι συμβατά με τον πολιτισμό των ανθρώπων, σημαίνει ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η αναζήτηση εκείνων των πολιτικών κριτηρίων που αφορούν τις σχέσεις των κυρίαρχων κοινωνιών και όχι μια οικουμενική διεθνιστική-κοσμοπολίτικη ηθική. Δεδομένης της απουσίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας, επιπλέον, μια τέτοια πολιτική ηθική είναι ανύπαρκτη στον βαθμό που είναι αδύνατο να υπάρξουν παγκόσμιοι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί. Εκτός του ότι όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Edward H. Carr[84] μια τέτοια αξίωση αποτελούσε πάντοτε ηγεμονική αξίωση ισχύος, κάθε επίκλησή της αναπόδραστα αμφιταλαντεύεται μεταξύ απολιτικών παραδοχών, ηγεμονικών παραδοχών και οικουμενικής πολιτικής θεολογίας που θέλει την ηθική όχι προϊόν κοινωνικής πολιτικής βούλησης αλλά ηγεμονικά-αυθαίρετα ή μεταφυσικά προσδιορισμένη[85].
[66] Σ’ άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης υποστηρίζεται ότι ο διεθνιστικός φιλελευθερισμός και τα περί δημοκρατίας επιχειρήματά τους δεν είναι συμβατά με τις αφετηριακές σπερματικές ιδέες του κορυφαίου φιλελεύθερου στοχαστή Εμανουήλ Καντ.
[67] Για μια βαθυστόχαστη εξέταση του διεθνιστικού φιλελευθερισμού όπως εξελίχθηκε στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων περί εξωτερικής πολιτικής, βλ. Hoffmann St., «The Crisis of liberal internationalism», Foreign Policy, Spring 1995. Για μια ευρύτερη επισκόπηση του φιλελευθερισμού όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις βλ. Richardson J. «Contending Liberalisms: Past and Present, International Relations». European Journal of International Relations. vol. 3, no 1, 1997.
[68] Κατά κάποιον τρόπο υπονοείται ότι οι έλεγχοι και εξισορροπήσεις στο εσωτερικό μιας φιλελεύθερης κοινωνίας θα προεκτείνονται στον έλεγχο της εξωτερικής της συμπεριφοράς. Βλ. Hoffmann St., «The Crisis of Liberal Internationalism», ό.π., σ. 161.
[69] Βλ. Ανάλυση στο Evans P., «The Eclipse of the state? Reflections on Stateness in an era of Globalization», World Politics, vol. 50, October 1997, ιδ. σελ. 64,65,78. Επίσης στο Doyle M., «Liberalism and World Politics Revisited», στο Kegley Jr. W. Charles, Controversies in International Relations Theory, Realism and the Neoleberal Challenge, (St. Martin’s Press, New York, 1995). Onuf N., Jonson Th., ό.π. Επίσης, Coker Ch., «Britain and the New World Order: The Special Relationship in the 1990s», International Affairs, 3/1992, σελ. 410-15. Eπίσης τα δοκίμια στο συλλογικό έργο Brown E. M., Lynn-Jones S., Miller St., (Eds), Debating the Democratic Peace, ό.π.
[70] Η κατανόηση αυτού του θεμελιώδους στοχαστικού, λογικού, επιστημονικού και πολιτικού σφάλματος έχει περιγραφεί και ερμηνευτεί πλήρως στο σπερματικό-πρωτοποριακό έργο του Edward H. Carr, Η Εικοσαετής Κρίση (Εκδόσεις Ποιότητα 2000). Σε αναφορά με την αμερικανικής εξωτερική πολιτική από το 1776 μέχρι το 1917 βλ. Ήφαιστος Π., Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική (Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1994). Το θέμα αυτό θα θιγεί ξανά πιο κάτω.
[71] Όπως επισήμανε ο Hedley Bull σε αναφορά με την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή των ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο όπου συνυπάρχουν δημοκρατικά καθεστώτα, αλληλεξάρτηση, υπερεθνικοί θεσμοί και πυκνές οικονομικές συναλλαγές, αυτό που μετράει είναι ότι υπάρχουν κράτη, εθνικά συμφέροντα και κατά συνέπεια τα εγγενή χαρακτηριστικά κάθε διακρατικού συστήματος. Σ’ ένα τέτοιο χώρο, «ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά», Journal of Common Market Studies, no 1-2, 1982, σ. 163.
[72] Για μια από τις σημαντικότερες αναλύσεις κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στην διεθνή βιβλιογραφία που επεξεργάζεται αυτά τα ζητήματα βλ. Κονδύλης Π., Ισχύς και απόφαση, Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών (Στιγμή, Αθήνα 1991)
[73] Αναμφίβολα, η αυστηρότερη, πλέον θεμελιωμένη και σαρωτική κριτική τέτοιων αθεμελίωτων, αντιφατικών και ανακόλουθων υποθέσεων έγινε στο αριστούργημά του Edward H. Carr, ό.π.
[74] Ασφαλώς, στον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο ο πόλεμος είναι παράνομος. Για να ισχύσει πλήρως αυτή η ανθρώπινη κατάκτηση, όμως, απαιτείται αφενός να μην υπάρχουν αίτια πολέμου μεταξύ των κρατών και αφετέρου αν υπάρχουν και επιχειρείται να αντιμετωπιστούν να υπάρχει μια αποδοχή κριτηρίων δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών και μεταξύ των περιφερειών του πλανήτη. Χαρακτηριστικά, στο Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000), ο Hedley Bull αναφέρει (κεφ. 4) την διαφορά μεταξύ των υπό ανάπτυξη κρατών που προτάσσουν την διαπεριφερειακή δικαιοσύνη και των αναπτυγμένων κρατών τα οποία ενδιαφέρονται για την διεθνή τάξη. Προστίθεται ότι, σ’ ένα κόσμο όπου ο πλούτος είναι άνισα κατανεμημένος, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται στις ηγεμονικές συγκρούσεις της αποικιακής εποχής υπάρχει ποικιλομορφία φιλοσοφικών ερμηνειών για την διεθνή τάξη και την διεθνή (διακρατική) ή παγκόσμια δικαιοσύνη.
[75] Χρήζει να τονιστεί ξανά ότι, κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις όπως οι συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Συνθήκη της Γενεύης για τα εγκλήματα πολέμου και η Διεθνής Ποινική Δικαιοσύνη δεν είναι κοσμοπολίτικου χαρακτήρα αλλά διακρατικά συμπεφωνημένες και ενσωματωμένες στην ενδοκρατική δικαιοταξία των συμβεβλημένων. Σημειώνεται η άρνηση διαδοχικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ να προσχωρήσουν στο ΔΠΔ.
[76] Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και το γεγονός ότι διεθνείς τρομοκρατικές ενέργειες είναι εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι οι θρησκευτικές ή άλλες αιτιολογήσεις των τρομοκρατών είναι ανήθικες και ανατρεπτικές της ανθρώπινης ελευθερίας.
[77] Σ’ αυτή την φάση σταθεροποιούνται κοινές ταυτότητες, ανθρωπολογικά και κοσμολογικά υπόβαθρα, συλλογικές κοσμοεικόνες, διακριτές αισθητές και πνευματικές νοηματοδοτήσεις του συλλογικού βίου και κοινοί στρατηγικοί προσανατολισμοί. Εάν αυτό δεν συμβαίνει το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι ο περαιτέρω κατακερματισμός του χώρου ούτως ώστε οι Πολιτειακές δομές να προσαρμοστούν στις κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές των κοινωνιών που εμπεριέχονται. Ακόμη και ισχυρές επαναστατικές κοσμοθεωρίες που φαινομενικά για μερικές δεκαετίες φάνηκαν να παράγουν βιώσιμο πολιτειακό σύστημα κατάρρευσαν σαν πύργος στην άμμο όταν χαλαρώσει το κεντρικό αυταρχικό υπερεθνικό καθεστώς. Αυτό είναι το συμπέρασμα από την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και άλλων κρατών στην περιφέρειά της.
[78] Αναμφίβολα, υπάρχει αυξομείωση το αριθμού αυτών των ανεξαρτήτων οντοτήτων ανάλογα με την βιωσιμότητα μερικών εξ αυτών. Όπως όμως ορθά επισημαίνει ο Keneth Waltz, 2000 ό.π., αν και συχνά παρατηρούνται αλλαγές κυριαρχικών οριοθετήσεων στο εσωτερικό του συγχρόνου διεθνούς συστήματος η θεμελιώδης μορφή και χαρακτήρας του καθεστώτος κυριαρχίας παραμένουν αναλλοίωτα.
[79] Δεν είναι τυχαίο ότι στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ο «ιστορικός νομοθέτης» φρόντισε να διασφαλίσει αυτό το γεγονός αποκλείοντας επεμβάσεις επί υποθέσεων εσωτερικής φύσεως των κρατών. Μόνο, γενικώς και αορίστως, αναφέρεται στην πιθανότητα άσκησης βίας (Κεφάλαιο VII στις περιπτώσεις που κινδυνεύει η διεθνής ασφάλεια).
[80] Στην οξυδερκή και βαθύτατα φιλοσοφημένη θεώρηση αυτής της πτυχής στην οποία ήδη αναφερθήκαμε πιο πάνω, ο Παναγιώτης Κονδύλης αναφερόμενος στην επιμονή των πυρηνικών δυνάμεων να διεκδικούν το προνόμιο κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής την στιγμή που το αρνούνται σε άλλους, σημειώνει ότι πρόκειται όχι για ηθικά και λογικά στέρεο επιχείρημα αλλά για αξίωση ισχύος. όπως ήδη σημειώθηκε, απλή ανάγνωση της Συνθήκης μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων που πολλά κράτη σχεδόν υποχρεώθηκαν να υπογράψουν περιέχει ως υπόσχεση των πυρηνικών δυνάμεων τόσο το ενδεχόμενο περιορισμού των εξοπλισμών όσο και το ενδεχόμενο τελικού πυρηνικού αφοπλισμού. Ασφαλώς, σε πολιτικό επίπεδο αυτές οι πτυχές ερμηνεύονται στο πλαίσιο ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που εξυπηρετούν εκατέρωθεν αξιώσεις ισχύος. Στο πλαίσιο μιας επιστημονικής θεώρησής τους, όμως, η ορθολογιστική και ακριβής εκτίμησή τους είναι προϋπόθεση απουσίας λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων.
[81] Μια από τις πολλές πτυχές της έννοιας «δημοκρατία» θα μπορούσε να είναι: «έχουμε τόσο περισσότερη δημοκρατία όσο εγγύτερα βρίσκονται η εξουσία και η κοινωνία και όσο περισσότερο η έκφραση της κοινωνικής βούλησης και οι κανονιστικές δομές είναι άρρηκτα συνδεδεμένα διαμορφώνοντας διαρκώς τον συλλογικό τρόπο ζωής.
[82] Βλ. John Rawls, Το Δίκαιο των Λαών, ό.π. Αυτό το σύντομο αλλά περιεκτικό βιβλίο είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος όχι μόνο επειδή ο Rawls είναι ταγός του φιλελευθερισμού αλλά επίσης επειδή είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος μετά τον Καντ που σκέφτηκε το διεθνές σύστημα με φιλοσοφικούς όρους και στην βάση πάγιων αρχών δικαίου και δικαιοσύνης.
[83] Ο Rawls παραθέτει το ακόλουθο εδάφιο του Καντ: «Η ιδέα του διεθνούς δικαίου προϋποθέτει τη διαχωρισμένη ύπαρξη ανεξάρτητων γειτονικών κρατών. Παρόλο που αυτή η συνθήκη είναι από μόνη της μια κατάσταση πολέμου (εκτός αν η ομοσπονδιακή ενότητα αποσοβήσει το ξέσπασμα εχθροπραξιών), είναι ορθολογικά προτιμότερη από το ανακάτεμα κρατών κάτω από μια ανώτερη εξουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να καταλήξει σε μία οικουμενική μοναρχία και πάντοτε οι νόμοι χάνουν σε ισχύ ό,τι η κυβέρνηση κερδίζει σε έκταση. Έτσι και μια κατάσταση άσπλαχνου δεσποτισμού καταλήγει στην αναρχία, αφού καταπνίξει κάθε σπόρο καλού». Ο Rawls προσθέτει ότι «Τη στάση του Καντ απέναντι στην οικουμενική μοναρχία συμμερίστηκαν και άλλοι συγγραφείς του δέκατου όγδοου αιώνα. Βλέπε, για παράδειγμα, το «Of the Balance of the Power» του Hume (1752), στο Political Essays, εκδόσεις K. Haakonssen (Cambridge: Cambridge University Press, 1994). O F. H. Hinsley στο έργο του Power and the Pursuit of Peace (Cambridge: Cambridge University Press, 1966), αναφέρει επίσης τον Μοντεσκιέ, τον Βολταίρο και τον Gibbon, σελ. 162 και μετά, και κάνει έναν ενδιαφέροντα σχολιασμό στις ιδέες του Καντ, στο κεφάλαιο 4. Βλέπε επίσης, Kant’s Political Philosophy του Patrick Riley (Totowa, N.J. Rowman and Littlefield, 1983) κεφάλαια 5 και 6» ό.π. σ. 71.
[84] Carr, Η Εικοσαετής Κρίση ό.π.,
[85] Αυτή κατά βάση είναι και η θέση του John Rawls, βλ. ιδ. 124,147,152,213. Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε ακόμη περισσότερο την διαφορά μεταξύ διεθνών ηθικοκανονιστικών δομών ή κανονιστικών δομών τάξης και φιλοσοφικών παραδοχών περί ανθρώπινου ορθολογισμού. Ηθικοκανονιστικές δομές είναι εκείνες οι διεθνείς δεσμεύσεις που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοπραξία των κρατών και που σε μεγάλο βαθμό εφαρμόζονται. Τέτοιες δομές είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Συνθήκη της Γενεύης για τα εγκλήματα πολέμου και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για όσους έχουν υπογράψει την Σύμβαση. Κανονιστικές δομές τάξεις είναι το σύνολο σχεδόν των διεθνών θεσμών ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων συμπεριλαμβανομένου του θεσμού του ΟΗΕ. Οι θεσμοί αυτοί αν και οντολογικά θεμελιωμένοι (είναι σύμφυτοι με την εθνική-κρατική οντολογία και προορισμό έχουν να διαφυλάττουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των κρατών), αλλά η λειτουργία τους επηρεάζεται από την κρατική ισχύ και η εφαρμογή τους αν και συχνά υποχρεωτική δεν είναι ευθύγραμμη λόγω διαφορετικών ερμηνειών. Αμφότερες οι προαναφερθείσες δομές είναι προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μελών της «κοινότητας των κρατών». Αντίθετα, η θέση πολλών νεωτερικών φιλοσόφων ότι υπάρχει επέκεινα προσδιορισμός παγκόσμιων ορθολογιστικών κριτηρίων είναι είτε αυθαίρετη (και συχνά ύποπτη επειδή όπως αποδεικνύεται στην πράξη ο φορέας μιας ηθικής θέσης την οικουμενικοποιεί για να επιβάλει τα συμφέροντά του) είτε μεταφυσικά προσδιορισμένη (όπως για παράδειγμα το «πεπρωμένο του έθνους» στις ΗΠΑ τον 19ον αιώνα, η αξίωση πολιτικής θεοκρατίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας των μεσαίωνα και τα περί ρατσιστικής ανωτερότητας των ναζιστών).