Σε αφανισμό οι αμυντικές βιομηχανίες των μικρών χωρών, όπως είναι και της Ελλάδας

Η βουλευτής Β΄ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ Νάντια Βαλαβάνη έκανε την ακόλουθη παρέμβαση στη συζήτηση με θέμα «Αποτελέσματα του Συμβουλίου στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας» κατά τη σημερινή (4/4/2014) Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη στην Αθήνα για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας:

         

 

 

         «Θα θέσω προκαταβολικά το ερώτημα: Θεωρούν οι δύο εισηγητές κ. Δημήτριος Αβραμόπουλος, Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας και ο κ. Maciej Popowski, Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας, αρμόδιος για διαθεσμικές υποθέσεις, ότι η Ευρώπη κινδυνεύει σήμερα κυρίως από τις ασύμμετρες απειλές οπουδήποτε στον κόσμο ή από τη Ρωσία;

         Αυτό που απειλεί σήμερα την ασφάλεια της Ευρώπης, αντίθετα, είναι πριν απ όλα, η ανεξέλεγκτη αύξηση της ανεργίας, η μείωση της παραγωγικότητας, η δραματική υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και του επιπέδου ζωής, η υποχώρηση της δημοκρατίας: εικόνες από το ζοφερό παρόν που ζουν σήμερα η Ελλάδα και πολλές χώρες του Νότου με τη μη γεωγραφική, με την πολιτική έννοια του όρου.

Σε αντίθετη κατεύθυνση με όλα αυτά, το Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2013 αποφάσισε ότι αυτό που χρειάζεται η ΕΕ είναι να αποκτήσει την ικανότητα αυτόνομης στρατιωτικής δράσης εκτός συνόρων, σε πολλαπλά μέτωπα ανά την υφήλιο στα πρότυπα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, για την αντιμετώπιση απειλών της παγκόσμιας ασφάλειας – όπως, για παράδειγμα, η τρομοκρατία  και οι  περιφερειακές συγκρούσεις οπουδήποτε στον πλανήτη.

Πίσω από τη ρητορική των απειλών της ευρωπαϊκής ασφάλειας στο δρόμο της στρατιωτικοποίησης των δομών της ΕΕ αυτόνομα ή συμπληρωματικά ως προς το ΝΑΤΟ αναγνωρίζονται με ευκρίνεια τα στρατηγικά συμφέροντα των έξι μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ, των επονομαζόμενων και χωρών LoΙ (LetterofIntent), που σήμερα συγκεντρώνουν το 87% της ευρωπαϊκής παραγωγής αμυντικού υλικού. Οι χώρες αυτές ασκούν συστηματική πίεση για αύξηση των αμυντικών δαπανών, για χρηματοδότηση στρατιωτικών προγραμμάτων από ευρωπαϊκά κονδύλια, και μάλιστα από κονδύλια για την ανάπτυξη, πράγμα που θεωρούμε τελείως απαράδεκτο, και κινούν επίσης τα νήματα για τη συγκέντρωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, εξέλιξη που θα οδηγήσει τις αμυντικές βιομηχανίες των μικρών χωρών, όπως είναι και της Ελλάδας, σε αφανισμό. Απώτερος στόχος είναι η απόκτηση της κρίσιμης βιομηχανικής μάζας και των άλλων προϋποθέσεων, που θα τους επιτρέψουν να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο και κέρδη στην παγκόσμια αγορά αμυντικού υλικού. Εκεί ακριβώς στοχεύει και η ρητορική για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ΕΕ στον αμυντικό τομέα έναντι των ΗΠΑ.

Ούτε οι σημερινοί αμυντικοί προϋπολογισμοί οδηγούν την ΕΕ σε αφοπλισμό ούτε η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία κινδυνεύει να μετατραπεί σε υποκατασκευαστή των ΗΠΑ. Σε μια περίοδο παρατεταμένης ειρήνης οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης, ύψους €190 δις το 2012, την κατατάσσουν 2η στον κόσμο αμέσως μετά τις ΗΠΑ. Η  αμυντική της βιομηχανία, τη δεκαετία 2001-2011 αύξησε τις  πωλήσεις κατά 57,7%, από 58 δις το 2001 σε 91 δις το 2011. Οι 20 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου βρίσκονται στις πρώτες θέσεις στη λίστα των 100 (top) εταιρειών στον κόσμο.

Οι μεγάλοι χαμένοι από τις προτεινόμενες πολιτικές θα είναι η παγκόσμια ειρήνη, οι λαοί της Ευρώπης και οι μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα.

Η Ευρώπη, αντίθετα, έχει όλες τις προϋποθέσεις και το ειδικό βάρος για να διαδραματίσει έναν ουσιαστικότερο ρόλο για έναν καλύτερο κόσμο με ειρηνικά μέσα, μακριά από τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας. Το σημαντικότερο σήμερα είναι η δρομολόγηση πολιτικών ενάντια στη λιτότητα και πολιτικών που θα επιτρέψουν: Πρώτον, τη δραστική μείωση των αμυντικών δαπανών. Δεύτερον, τον παραγωγικό αναπροσανατολισμό μεγάλου μέρους της πλεονάζουσας αμυντικής της βιομηχανίας σε μη-στρατιωτικές παραγωγικές δραστηριότητες. Τρίτον, την επιβίωση των μικρομεσαίων αμυντικών βιομηχανιών των μικρότερων κρατών-μελών σε μια τέτοια διπλή, στρατιωτική και μη στρατιωτική, κατεύθυνση.»