Η σύγκρουση κεμαλιστών ισλαμιστών έδωσε τη θέση της σε μια σφοδρή αντιπαράθεση εντός αυτού που κάποτε ήταν ενιαίο νεο-οθωμανικό στρατόπεδο
Του Mustapha Akiyol* από τη Ρήξη φ. 100
Αναδημοσιεύουμε το παρόν άρθρο, μόλο που προέρχεται από μια γραφίδα του τουρκικού κατεστημένου, καθώς είναι αρκετά κατατοπιστικό για την σύγκρουση που σοβεί τους τελευταίους μήνες εντός του νέοθωμανικού στρατοπέδου. Ασφαλώς, το γεγονός ότι ακόμα και αυτές οι φωνές του τουρκικού κατεστημένου είναι πιο έγκυρες στο να πραγματεύονται την κρίση στην Τουρκία από τα ελληνικά ΜΜΕ, αποτελεί ένα καλό μέτρο για να αντιληφθούμε την έκταση και τον βαθμό του ραγιαδισμού στον οποίον τα τελευταία έχουν περιέλθει.
«Ρ»
Η πολιτική ένταση, αν όχι ο «πόλεμος», μεταξύ του κυβερνώντος AKP και της Ισλαμικής Κοινότητας που καθοδηγεί ο Φετουλάχ Γκιουλέν, αποτελεί αυτή τη στιγμή το πιο καυτό ζήτημα στην Τουρκία. Οι περισσότεροι ξένοι, ωστόσο, δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ακριβή φύση αυτής της μυστήριας σύγκρουσης, η οποία είναι αρκετά μπερδεμένη ακόμα και για τους ίδιους τους Τούρκους. Ιδού μερικές κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία αυτής της σύγκρουσης.
Δεν είναι όλοι συντηρητικοί σουνίτες μουσουλμάνοι;
Ναι, είναι. Τόσο ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όσο και ο ισλαμιστής λόγιος Φετουλάχ Γκιουλέν είναι πιστοί μουσουλμάνοι που προέρχονται από το κατεστημένο τούρκικο (χαναφίτικο) Ισλάμ. Έτσι, υπήρξαν σύμμαχοι στον αγώνα τους εναντίον του αυταρχικού κοσμικού κατεστημένου της Τουρκίας. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν θρησκευτικές αναφορές στο πλαίσιο της διαμάχης τους.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφορές. Ο σκληρός πυρήνας του ΑΚP προέρχεται από την παράδοση του Εθνικού Οράματος (Milli Gorus), που μπορεί να χαρακτηριστεί ως η τουρκική εκδοχή του αντιδυτικού πανισλαμισμού. Παρ’ όλο που το AKP ρητά εγκατέλειψε αυτή την ιδεολογία, κατά την προ δεκαετίας ίδρυσή του, οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι ο Ερντογάν αναδιπλώνεται τα τελευταία χρόνια στις παραδόσεις του Εθνικού Οράματος.
Το κίνημα του Γκιουλέν, από την άλλη, προέρχεται από την παράδοση του ισλαμιστή λόγιου Σαΐντ Νούρσι (1878-1960), ο οποίος επικέντρωσε στην πίστη και στην ηθική πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην πολιτική, γι’ αυτό και οι υποστηρικτές του τηρούσαν αποστάσεις από το πολιτικό Ισλάμ. Έτσι, οι υποστηρικτές του Γκιουλέν ποτέ δεν ψήφισαν τα κόμματα του ρεύματος Milli Gorus (σ.τ.μ. τον Ερμπακάν) και προτιμούσαν διάφορους κεντροδεξιούς σχηματισμούς. Κάποιοι αναλυτές έχουν γι’ αυτόν το λόγο προσδιορίσει το κίνημα του Γκιουλέν ως εκδοχή του «πολιτιστικού Ισλάμ», αντιπαρατιθέμενης με το πολιτικό Ισλάμ.
Γιατί συγκρούονται;
Εάν, όμως, το Κίνημα Γκιουλέν είχε περιοριστεί μόνον στο «πολιτιστικό Ισλάμ», η παρούσα ένταση θα ήταν περιορισμένη. Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το κίνημα διατηρεί τη δική του πολιτική εκδοχή: Στοχεύει στην άλωση του δικαστικού σώματος και της αστυνομίας από τους πιστούς του. Αρχικά, τούτο ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1970 ως προσπάθεια να μετασχηματιστεί ένα εχθρικό κράτος –το δρακόντειο κοσμικό κράτος– μέσα από τον σταδιακό μετασχηματισμό των θέσεών του. Από τη στιγμή που υπήρξε κεκαλυμμένο εγχείρημα, αποτέλεσε πάντοτε πηγή σπέκουλας και συνωμοσιολογικών θεωριών.
Όταν το AKP ανήλθε στην εξουσία το 2002 και σύντομα περιήλθε σε τροχιά σύγκρουσης με την παλαιά κοσμική φρουρά, οι υποστηρικτές του Γκιουλέν στην αστυνομία και το δικαστικό σώμα προέκυψαν ως φυσικοί σύμμαχοι. Έτσι, ο Ερντογάν, όπως έλεγαν από τότε, ενίσχυσε τους φίλους του συντηρητικούς εναντίον των κοσμικών αντιπάλων του. Ωστόσο, από τη στιγμή που το παλαιό κατεστημένο ηττήθηκε τελεσίδικα, μεταξύ του 2010-11, ξεκίνησαν οι διαφωνίες μεταξύ του Ερντογάν και του Γκιουλέν. Η πρώτη στιγμή ρήξης ήρθε με την περίφημη «κρίση της MIT».
Τον Φεβρουάριο του 2012, ο επικεφαλής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν, έμπιστος του Ερντογάν, κλήθηκε από έναν εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης να καταθέσει ως μέρος μιας έρευνας πάνω στο PKK. Αυτό υπήρξε, όπως ανέφεραν τότε οι Νιου Γιορκ Τάιμς «ο τελευταίος γύρος σ’ έναν αγώνα εξουσίας μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών». Επίσης, ερμηνεύθηκε ευρέως ως μια ένδειξη σύγκρουσης μεταξύ της αστυνομίας που ήταν υπέρ του Γκιουλέν και του δικαστικού σώματος, που συμπορευόταν με το AKP. Από τότε οι υποστηρικτές του Ερντογάν παραπονούνται για την ύπαρξη ενός «παράλληλου κράτους» μέσα στο κράτος, το οποίο φέρεται να δρα σύμφωνα με τη δική του εσωτερική ιεραρχία και χρησιμοποιεί την κρατική ισχύ για τα δικά του συμφέροντα.
Γιατί τα πράγματα επιδεινώθηκαν κατά τους τελευταίους δύο μήνες
Από την «κρίση της MIT», τον Φεβρουάριο του 2012, οι σχέσεις μεταξύ του AKP και του κινήματος του Γκιουλέν επιδεινώνονταν σιωπηρώς. Ωστόσο, στα μέσα του Νοεμβρίου 2013 ξέσπασε η κόλαση, όταν ο Ερντογάν αποφάσισε να κλείσει τα «προπαρασκευαστικά σχολεία», που προετοιμάζουν τους μαθητές για την είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από τη στιγμή που περίπου το ένα τέταρτο αυτών των σχολείων λειτουργούν υπό την αιγίδα του κινήματος Γκιουλέν, και αποτελούν τόσο πηγή χρηματοδότησης όσο και στρατολόγησης, το κίνημα θεώρησε αυτή την κίνηση ως ευθεία επίθεση εναντίον του. Τα φίλα προσκείμενα προς τον Γκιουλέν ΜΜΕ αντιτάχθηκαν στην κυβερνητική επίθεση «εναντίον των ιδιωτικών επιχειρήσεων». Η κυβέρνηση απάντησε με σκληρές δηλώσεις και ο πόλεμος ανακοινώσεων σε λίγο εξελίχθηκε σε πραγματικό πόλεμο.
Αυτή η μάχη μεταξύ «μιας ολοένα και περισσότερο αυταρχικής πολιτικής ηγεσίας, και του ολοένα και πιο νευρικού αντιπάλου της», όπως περιέγραψε ο αρθρογράφος του Αλ-Μόνιτορ, Γιασεμίν Κονγκάρ, περιήλθε σε νέα καμπή την 16η Δεκεμβρίου, όταν ο Χακάν Σουκούρ, πρώην ποδοσφαιρικός αστέρας που έγινε βουλευτής, παραιτήθηκε από το AKP. Ο Σουκούρ, που άσκησε βαρύτατη κριτική στην κυβέρνηση κατά την παραίτησή τους, είναι ανοικτός υποστηρικτής του Γκιουλέν και η είσοδός του στο κοινοβούλιο το 2011 θεωρήθηκε ως ένδειξη γάμου μεταξύ του κινήματος και του κόμματος. Η παραίτησή του σήμανε το διαζύγιο.
Την επομένη, μια είδηση εξερράγη ως ωρολογιακή βόμβα: Ο Ζεκερίγια Οζ, εισαγγελέας της Κωνσταντινούπολης που θεωρείται από πολλούς μέλος του κινήματος Γκιουλέν, εξέδωσε εντάλματα εναντίον μιας σειράς ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των γιων τριών υπουργών, ενός δημάρχου του AKP, επιχειρηματιών και γραφειοκρατών. Εκατομμύρια δολαρίων κρυμμένα σε κουτιά παπουτσιών παρουσιά-στηκαν από τα ΜΜΕ, που ανέφεραν ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία της Τουρκίας. Μέσα σε έξι μέρες, οι τέσσερις υπουργοί που εμπλέκονται στην υπόθεση παραιτήθηκαν. Ένας από αυτούς, ο Ερντογάν Μπαϊρακτάρ, εξέπληξε τη χώρα δηλώνοντας ότι και ο Ερντογάν θα πρέπει να παραιτηθεί.
Από τη στιγμή που ξέσπασε αυτό το σκάνδαλο διαφθοράς, ανταγωνίζονται δύο αντιτιθέμενες αφηγήσεις. Το στρατόπεδο του AKP και των υποστηρικτών του κατηγορεί το κίνημα Γκιουλέν, ή έστω το «παράλληλο κράτος», ότι προσπαθεί να ρίξει την κυβέρνηση μέσα από το σκάνδαλο διαφθοράς. Στα μάτια τους πρόκειται για ένα «δικαστικό πραξικόπημα». Τα ΜΜΕ που υποστηρίζουν τον Γκιουλέν, και κάποιοι άλλοι, σε απάντηση, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να υποκρύψει την εκτεταμένη διαφθορά καταφεύγοντας σε θεωρίες συνωμοσίας και να αποτρέψει το δικαστικό σώμα από το να διερευνήσει στην κυβέρνηση.
Πώς εμπλέκεται το Ιράν και το Ισραήλ;
Στην καρδιά του σκανδάλου διαφθοράς βρίσκεται το εμπόριο Χρυσού-αντί-Πετρελαίου με το Ιράν. Σύμφωνα με ισχυρισμούς, η Τουρκία προέβη σε αυτή τη συμφωνία προκειμένου να παρακάμψει τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει ΗΠΑ και ΕΕ στο Ιράν, με την τουρκική κρατική τράπεζα ΧαλκΜπανκ να εμπλέκεται ως μεσάζοντας σ’ ένα πολύπλοκο δίκτυο μεταφοράς κεφαλαίων. Ουδεμία έκπληξη, λοιπόν, για το γεγονός ότι ένας από τους κύριους κατηγορούμενους του σκανδάλου, που αυτή τη στιγμή κρατείται, είναι και ο Σουλεϊμάν Ασλάν, διευθυντής της ΧαλκΜπανκ, στου οποίου το σπίτι φέρονται να ανακαλύφθηκαν τα εκατομμύρια δολάρια, κρυμμένα στα περιβόητα πλέον κουτιά παπουτσιών. Ένας ακόμα βασικός ύποπτος είναι ο επονομαζόμενος Ρίζα Σαράφ, ένας πλούσιος Ιρανός επιχειρηματίας που εμπορεύεται χρυσό και το πραγματικό του όνομα είναι Ρέζα Ζαράμπ. Κατηγορείται ότι έχει δωροδοκήσει επιφανείς πολιτικούς.
Απαντώντας, τα ΜΜΕ που στηρίζουν το AKP, σημειώνουν ότι το καλυμμένο εμπόριο με το Ιράν ήταν προς το συμφέρον της Τουρκίας, και τα χρήματα που βρέθηκαν στις οικίες των κατηγορουμένων θα χρησιμοποιούνταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως η ίδρυση σχολείων. Επιπλέον, σύμφωνα με τα ίδια ΜΜΕ, ο πραγματικός υπαίτιος γι’ αυτό το «πραξικόπημα» είναι το Ισραήλ. Δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος εχθρός του Ιράν, και των ιρανοτουρκικών σχέσεων, είναι το Ισραήλ και το ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ, αυτές οι δυνάμεις κρύβονται πίσω από αυτή την προβοκάτσια. Το γεγονός ότι το κίνημα Γκιουλέν απέφευγε προσεκτικά να διεγείρει το κοινό αντιισραηλινό αίσθημα των ισλαμικών κύκλων της Τουρκίας (συμπεριλαμβανομένης και της πολυσυζητημένης αντίθεσης με τον Στολίσκο της Γάζας το 2010), προβάλλονται ως ενδείξεις για την ύπαρξη αυτής της συνωμοσίας. Τα φίλα προς το AKP ΜΜΕ είναι γεμάτα αυτές τις μέρες από άρθρα που καταγγέλλουν το κίνημα Γκιουλέν ως «πέμπτη φάλαγγα» και «δούρειο ίππο» του σιωνισμού.
Ποιον υποστηρίζουν οι «φιλελεύθεροι»;
Εξαρτάται. Πολλοί από αυτούς είχαν εξαντλήσει την υπομονή τους με το AKP εδώ και πολύ καιρό, ή τουλάχιστον μέχρι το ξέσπασμα του κινήματος του Γκεζί το προηγούμενο καλοκαίρι. Έτσι, πολλοί από αυτούς τους φιλελεύθερους υποστηρίζουν τη διερεύνηση της διαφθοράς και έτσι εμφανίζονται να συμμαχούν με το κίνημα του Γκιουλέν. Υπάρχουν και άλλοι φιλελεύθεροι, ωστόσο, που υποστηρίζουν ακόμα το AKP, δικαιολογώντας τη στάση τους με τη σημασία που αποδίδουν στις ειρηνευτικές συνομιλίες του AKP με το PKK. Αυτή η δεύτερη ομάδα των φιλελεύθερων διατηρεί υποψίες για το «παράλληλο κράτος» –ένας ευφημισμός για τα πλοκάμια του κινήματος Γκιουλέν στην αστυνομία και το δικαστικό σώμα– και προειδοποιεί ότι αυτό θα τηρήσει σκληρή, άκαμπτη στάση, σχετικά με το PKK.
Την ίδια στιγμή, οι υπόλοιπες ισλαμικές αδελφότητες (καμία από τις οποίες δεν είναι τόσο μεγάλη και τόσο ισχυρή όσο το κίνημα του Γκιουλέν) έχουν ενωθεί πίσω από τον Ερντογάν. Οι κοσμικοί τελούν σε κατάσταση σοκ, θρηνώντας για τις περιπέτειες που περνάει το ρεπουμπλικανικό κράτος στα χέρια των δύο αντιτιθέμενων ισλαμικών κλικών.
Ποιος θα νικήσει;
Μόνο ο θεός ξέρει. Κι επίσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε τι σημαίνει «νίκη». Το κίνημα Γκιουλέν δεν είναι πολιτικό κόμμα, ούτε έχει κάποιο πολιτικό κόμμα με το οποίο μπορεί να αισθανθεί ταυτισμένο. Γι’ αυτό αρκετοί υποθέτουν ότι το κίνημα δεν είναι εναντίον του ΑΚP, αλλά εναντίον του Ερντογάν, και προσβλέπει σ’ ένα μεταερντογανικό και πιο σκληρό κόμμα.
Οποιοσδήποτε κι αν νικήσει, η νίκη του μπορεί να είναι μόνο πύρρειος. Αν ο Ερντογάν συντρίψει το κίνημα του Γκιουλέν με οποιοδήποτε μέσο, όπως πολλοί προβλέπουν, θα χάσει πολλές ψήφους και θα εξαφανίσει κάθε πρόσχημα δημοκρατίας. Εάν το κίνημα του Γκιουλέν νικήσει, θα αποδειχθεί ότι διατηρεί πολύ μεγάλη ισχύ στο εσωτερικό του κράτους, πράγμα που θα πλήξει την φήμη του ως μιας μετριοπαθούς μορφής του «πολιτιστικού Ισλάμ». Την ίδια στιγμή, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Τουρκίας θα πληγεί, για να μη μιλήσουμε για το κράτος δικαίου και την κοινωνική ειρήνη.
Με άλλα λόγια, αυτός ο πόλεμος δεν έχει νικητές. Αλλά αυτοί ακριβώς οι πόλεμοι δεν είναι εκείνοι που εξελίσσονται με τη μεγαλύτερη σκληρότητα;
*al-monitor.com, 03/1/2014
http://ardin-rixi.gr/archives/15788