Mια αρχική ομολογία, προσωπικού χαρακτήρα. Δίστασα να γράψω αυτό το σημείωμα, επειδή στη θεσμική ρύθμιση και επαναρρύθμιση του καθεστώτος των Μέσων Ενημέρωσης -που δια θερινής τροπολογίας πήρε μέσα σε βολικά εκκωφαντική σιωπή μια νέα μορφή, μετά τον Νόμο Βενιζέλου και τον Νόμο Ρουσόπουλου: όλα έχουν ένα όνομα σ’ αυτόν τον τόπο, ποιος όμως θαρρεί ότι θα μιλούμε τώρα για Νόμο Σταμάτη ή Νόμο Βούλτεψη;- συνέβη να έχω διαδραματίσει έναν κάποιο ρόλο. Όμως η συνεχιζόμενη γύρω από το θέμα σιωπή επί της ουσίας (μέσα σε αρκετή συνθηματολογία, αυτό: όμως η ακατεύθυντη φλυαρία λειτουργεί τελικά ως η καλύτερη παρασιώπηση), με παρακίνησε να βάλω στο χαρτί, ή μάλλον στην οθόνη, τις σκέψεις που ακολουθούν.
Έπαιξε, πάντως, ρόλο και μια άλλη σκέψη: ούτως ή άλλως, όπως έδειξε η εμπειρία και του Νόμου Βενιζέλου -που «οδήγησε» τις σχέσεις κράτους-Μέσων-διαφημιστικού κυκλώματος στα χρόνια Σημίτη, μην ξεχνιόμαστε- αλλά και του Νόμου Ρουσόπουλου -που έκανε το ίδιο με τις σχέσεις επί Κ. Καραμανλή/νταβατζήδων-, το θεσμικό οικοδόμημα, οι νόμοι και οι γραφές, λίγη σχέση έχoυν με την πράξη. Εκεί, στην πράξη και τις πρακτικές των πρωταγωνιστών παίζεται η ουσία – ενώ, θεατής, ο κόσμος νομίζει (αν, δηλαδή, το νομίζει πια…) ότι τα ψηφιζόμενα κάθε φορά εφαρμόζονται. Δεν είναι αστικός μύθος, ότι ενώ ακόμη ο Νόμος Βενιζέλου γραφόταν ο πρωτεϊκός Ευάγγελος Βενιζέλος καθησύχασε τον Κίτσο Τεγόπουλο ότι υπήρχαν/θα υπήρχαν πάντα τρόποι «λειτουργικής εφαρμογής» των διατάξεών του. Ενώ όλοι θυμούνται πώς το αγέρωχο ύφος των ρυθμίσεων του «βασικού μετόχου» έδωσε τη θέση του στην πιο γλυκιά και χαρωπή διαπλοκή με τα Μέσα, παρόλους τους λεονταρισμούς Μπαϊρακτάρη. Να δούμε, λοιπόν, η τωρινή ρύθμιση πώς θα εφαρμοστεί. Όχι τι λέει και τι παριστάνει…
Πάμε όμως στον πυρήνα των πραγμάτων: όταν ψηφίστηκε ο Νόμος Βενιζέλου, κυρίως δε το διαβόητο άρθρο 12, που «πήγε να βάλει τάξη στον χώρο της διαφήμισης», είχε διαμορφωθεί μια κατάσταση αγριωπού/άνισου ανταγωνισμού των Μέσων δια του διαφημιστικού κυκλώματος της (τότε ακόμη φρέσκιας) ιδιωτικής τηλεόρασης. Που σάρωνε το τοπίο με τις πρακτικές τιμολόγησης, επιστροφών, «επιβραβεύσεων» οι οποίες είχαν τραυματίσει την οικονομικότητα των παραδοσιακών Μέσων, του Τύπου, αλλά και είχαν προκαλέσει τριβές μεταξύ των ίδιων των τηλεοπτικών. Μέσα όπως το MEGA δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν πρακτικές άλλων, ενώ συνολικά ο Τύπος πιεζόταν από τον δωρεάν χρόνο που έδιναν σε πακέτα τα κανάλια. Ας θυμηθεί κανείς ότι, τότε, υπήρχε 30% φόρος επί της αξίας της τηλεοπτικής διαφήμισης. Μαζί και με το διαβόητο αγγελιόσημο -για το οποίο επίσης κάποτε θα ‘πρεπε να γράψει κανείς λίγο ειλικρινέστερα: είναι εξαιρετικά ρηχό το «πληρώνει ο κοσμάκης για την ασφάλιση των δημοσιογράφων και την εισφοροδιαφυγή των καναλαρχών/μεγαλοεκδοτών», αλλά ποιος κάνει τον κόπο να εξηγήσει;…- υπήρχε μια θερμή μάζα χρήματος που τιμολογούνταν μεν από τα Μέσα προς τους διαφημιζόμενους/τις εταιρείες, εισπραττόταν λίγο-πολύ αλλά δεν αποδιδόταν ομοιόμορφα απ’ όλους.
Βεβαίως, προβλέπονταν κυρώσεις -συχνά δρακόντιες, ποινικές- για όσους δεν απέδιδαν τον φόρο τηλεόρασης στο δημόσιο ή το αγγελιόσημο στα Ταμεία: όμως «η πολιτική ισχύς των Μέσων» εξασφάλιζε ότι αυτή η ιστορία της παρακράτησης φόρου και αγγελιόσημου είχε γίνει φάρσα. Κακόγουστη, στρεβλωτική φάρσα. Ήδη, ρόλο έπαιξαν τα Media shops, δηλαδή συσσωματώσεις συμφερόντων των βασικών διαφημιστών, που σαλάγαγαν τη διαφήμιση καταλλήλως.
Πρώτη πράξη
Τι έκανε λοιπόν, ο Νόμος Βενιζέλου; Τυπικά τουλάχιστον, μερίμνησε ώστε η καταβολή/είσπραξη του φόρου διαφήμισης και του αγγελιόσημου να βαρύνει τον διαφημιζόμενο, τις εταιρείες δηλαδή, και τους διαμεσολαβούντες διαφημιστές. Οι οποίοι (μέσα από το παιχνίδι των εκπτώσεων κλίμακας, των «επιστροφών» κ.ο.κ, αυτά ούτως ή άλλως οδηγούσαν εν πολλοίς το παιχνίδι) είχαν μεν την οικονομική δύναμη, όχι όμως και την πολιτική. Οι κυρώσεις που προβλέφθηκαν απειλούσαν πλέον -φορολογικά: οι ποινικές κυρώσεις στην Ελλάδα ουδέποτε απέδωσαν, διακηρύσσονταν (τουλάχιστον μέχρι την έλευση της τρόικας) ώστε να ρίχνεται στάχτη στα μάτια του κόσμου- τα λογιστικά βιβλία των διαφημιστών και των διαφημιζομένων. Κι αν ακόμη κάποιοι δικοί μας θα ‘παιρναν το ρίσκο, μεγάλες διεθνείς εταιρείες δύσκολα θα έμπλεκαν – τουλάχιστον αυτό νομιζόταν (χώρια που υπήρχε και το Foreign Corrupt Practices Act των Αμερικάνων, πολύ ζόρικη υπόθεση για όσες πολυεθνικές «έβλεπαν» Αμερική). Απο δίπλα, υπήρχαν και διατάξεις που επεδίωκαν να δίνουν μια εικόνα περιορισμού των συγκεντρώσεων Μέσων – όμως τίποτε που να συγκρίνεται με την ομοβροντία του Νόμου Ρουσόπουλου.
Ψηφίστηκε λοιπόν ο Νόμος Βενιζέλου με όλο το σωστό μιντιακό ταρατατζούμ της εποχής του εκσυγχρονισμού. Και ύστερα…
… Ύστερα ακολούθησε εκείνο που αρχικά υπαινιχθήκαμε. Σε πρώτη φάση η διαρροή/καθυστέρηση πόρων από τον φόρο τηλεόρασης και το αγγελιόσημο συγκρατήθηκε -αρχικά, μάλιστα, διόρθωσε αισθητά η οικονομική ισορροπία των Ασφαλιστικών Ταμείων- όμως το «οπλο χρήματος» εγκαταστάθηκε ισχυρότερα στα χέρια μιας μερίδας του διαφημιστικού κόσμου. Καθώς συνέπεσε αυτό με την εποχή της χρηματιστηριακής απογείωσης, αλλά και (πώς να το πούμε ευγενικά;) της πληθωρικής γεύσης μαύρου χρήματος στον πολιτικό κόσμο, στη διεκδίκηση της εξουσίας από το κομματικό σύστημα χειροτέρεψε αντί να εξυγιάνει τα φαινόμενα εξάρτησης. Εδώ, προσοχή! Μην σκέφτεται κανείς μόνον με βάση το τριγωνικό σχήμα Μέσα-Διαφήμιση-Εξουσία: σε καθένα πόλο απ’ αυτούς υπάρχουν άνθρωποι, συγκεκριμένα άτομα, υψηλά στελέχη, διαμεσολαβούντες – συνεπώς σπίτια που «πρέπει» να αποκτηθούν σε Ψυχικό/Φιλοθέη ή Εκάλη/Καβούρι, δίδακτρα παιδιών σε Κολλέγιο ή St. Catherine’s, μεταπτυχιακά σε LSE ή Harvard, άντε και κανένα πλεούμενο ή εξοχικό στο Νησί των Ανέμων…
Πράξη δεύτερη
Αυτήν την κατάσταση πήγε να διορθώσει -τρομάρα του!- και στα δύο επίπεδα, δηλαδή και της συγκέντρωσης των Μέσων και της λειτουργίας της διαφημιστικής αγοράς, ο Νόμος Ρουσόπουλου. (Η οποία αγορά, εν τω μεταξύ, είχε παχυνθεί και δια της κρατικής διαφήμισης, των διαφόρων ΕΣΠΑ και κοινωνικών μηνυμάτων και εκστρατειών ευαισθητοποίησης, με ιδιαίτερη ζωηράδα στις προεκλογικές περιόδους – και ήταν εξόχως συναρπαστικές οι προεκλογικές περίοδοι τότε, με διεκδίκηση της «πυκνής» εξουσίας την εποχή των Μεγάλων Εργων, των Ολυμπιακών, της πορείας προς την ευρωζώνη και της τραπεζικής απογείωσης, πολύ συναρπαστικά αλλά και πρακτικά πράγματα συνάμα). Η εποχή Ρουσόπουλου, με την θεσμολαγνεία του «βασικού μετόχου», πήγε να ρυθμίσει -σωστότερα να δώσει την εντύπωση, την εικόνα, ότι πάει να ρυθμίσει- τις σχέσεις ισχύος στα Μέσα, χτίζοντας χάρτινους πύργους εναντίον της συγκέντρωσης επιχειρήσεων. Ήταν η ίδια τάση που επικρατούσε -και συνεχίζεται- εις τας Ευρώπας, μόνον που στην καθ’ ημάς Ανατολή η ρύθμιση επιχειρήθηκε με τον νομικά πιο άγαρμπο τρόπο (γι αυτό και κατέπεσε μπροστά στα ευρωπαϊκά θεσμικά συστήματα: άξιζε αληθινά να δει κανείς τα μάτια των ανθρώπων των Βρυξελλών, όταν διάβαζαν τις νομικές ρήτρες αντι-διαπλοκής Ανατολικού τύπου…). Αλλά και τον πλέον υποκριτικό τρόπο – διότι όλοι την είδαμε την ταχύτατη επαναπροσέγγιση Μέσων-εξουσίας, με τον Μπαϊρακτάρη φρέσκο ακόμη στη μνήμη.
Πράξη τρίτη και φαρμακερή
Και φθάνουμε στο τώρα, ή μάλλον στην κρίση και τα απόνερά της. Και στη δια τροπολογίας Παρασκευή βράδυ/ψήφισης Τρίτη απογευματόβραδο στο θερινό τμήμα, με ήπια αδιαφορία του Τύπου (και βολικότατη απεργία των δημοσιογράφων, που έσβησε ακόμη και την υπόνοια δημόσιας συζήτησης) για ρύθμιση σε εντελώς νέα βάση της λειτουργίας των Μέσων.
Εδώ, πάλι έχουμε δύο παράλληλες θεσμικές παρεμβάσεις. Η πρώτη, με την επίκληση της -απολύτως πραγματικής, αληθινά ξεθεμελιωτικής- κρίσης στον Τύπο, κρίσης που έχει ξεπατώσει τον κόσμο των δημοσιογράφων αλλά και την όποια υπολειμματική οικονομικότητα των Μέσων, των επιχειρήσεων, δίνει κίνητρα εκεί που υπήρχαν απαγορεύσεις για τη (λειτουργική τουλάχιστον) συγκέντρωση στον χώρο. Είναι Αύγουστος και οι Βρυξέλλες ξεκαλοκαιριάζουν, όμως θα έχει χάζι να δει κανείς πάλι τα μάτια των «Ευρωπαίων» όταν θα διαβάζουν την εκδοχή Krisenkartell του νέου μας νόμου και θα αναλογίζονται τη συμβατότητα με τα «ευρωπαϊκά». Ας σημειωθεί ότι, σε μια πονηριά τυπικά ανατολίτικη (ο Χότζας συνέστησε στον φτωχό να βάλει μετά την αγελάδα και το γαϊδουράκι, και την κατσίκα και την κότα στο φτωχικό του: όταν πλέον έβγαλε την κότα, όλοι ανέπνευσαν με ανακούφιση!), απεσύρθησαν την τελευταία στιγμή διατάξεις-φυτίλι που θα διευκόλυναν απολύσεις δημοσιογράφων από τους υπό δημιουργίαν πολυ-Ομίλους Μέσων. Όμως, με δεδομένη την δημιουργία της απόλυτης μηντιακής ερήμου -και του κουρέματος εργασιακών δικαιωμάτων στην πράξη-, η πονηρία αυτή ελάχιστους έπεισε.
Η δεύτερη όμως παρέμβαση είναι και η ουσιαστική. Έγκειται στην πλήρη ανατροπή της διαφημιστικής/οικονομικής λειτουργίας: εφεξής η τιμολόγηση θα γίνεται απευθείας από το Μέσο προς τον διαφημιζόμενο (σωστότερα: από τους Ομίλους Μέσων, που με βάση τις διατάξεις υπέρ της συγκέντρωσης θα δημιουργήσουν «τα δικά τους» Media shops, ολιγοπωλιακής προσφοράς και τιμολόγησης διαφήμισης, από έντυπα, ηλεκτρονικά και διαδικτυακά Μέσα που θα συναλλάσσονται με τους διαφημιζόμενους ενιαία), και η είσπραξη των ποσών ομοίως. Ο διαφημιστής θα κληθεί να περιοριστεί πλέον σ’ έναν ρόλο -περίπου- τεχνικού συμβούλου. Η οικονομική δύναμη θα έχει φύγει από τα χέρια των διαφημιστών, στους οποίους δεν «ανήκει».
Ακούγεται εξυγίανση, ή πάντως αντιστροφή μιας νοσηρότητας. (Μάλιστα θα προσθέσουμε, για να είμαστε σωστοί, ότι τα τελευταία χρόνια όπου η κρίση στέρεψε κάθε πόρο από τα Μέσα, τα διαφημιστικά Media shops είχαν υποπέσει στο γνήσιο έγκλημα να παρακρατούν τις πληρωμές που τους όφειλαν – φόρος διαφήμισης δεν υπάρχει προ πολλού, το αγγελιόσημο φθίνει παράλληλα με τη διαφήμιση προτού καταργηθεί…- τα οποία κυριολεκτικά πήγαιναν να πνιγούν. Η «τροπολογία της Παρασκευής» θα μπορούσε να θεωρηθεί κίνηση απόγνωσης των Μέσων υπ’ αυτήν την έννοια).
Όμως, όπως είπαμε από την αρχή, το τι νομοθετήθηκε -χωρίς πολλές πολλές συζητήσεις και διαβουλεύσεις- έχει περιορισμένο ενδιαφέρον. Το τι (και πώς) θα εφαρμοσθεί έχει το πραγματικό ενδιαφέρον. Δύο βασικά ερωτήματα: Θα δημιουργηθούν (αν δηλαδή προλάβουν…) οι συσσωματώσεις Μέσων και θα λειτουργήσουν με τρόπο συντονιστικό για τη διαχείριση της διαφήμισης; Ή θα πάνε να αποκλείσουν όσα μικρότερα Μέσα δεν προσέλθουν/υποταγούν; Με άλλα λόγια, η δημιουργία δεσπόζουσας θέσης και η κατοχύρωσή της -αυτό κάνει ο Νόμος- θα φέρει και την κατάχρησή της; Και πώς θα λειτουργήσει το σύστημα στην πράξη; Διότι συνεχίζουν να υπάρχουν οι άνθρωποι, τα μεσαία και υψηλά στελέχη με τις ανάγκες συντήρησης των σπιτιών και των παιδιών και των πλεούμενων (και στα Μέσα και στην διαφημιστική αγορά και στο πολιτικό σύστημα…), διότι ποτέ δεν πρόκειται ο πολύπλοκος ρόλος του διαφημιστή να παραμεριστεί, αλλά και τα χρόνια που έρχονται υπόσχονται/απειλούν πολύ συναρπαστικές εκλογικές αναμετρήσεις, όχι;
Να κλείσω πάλι σ’ έναν προσωπικό τόνο. Ισως το σημείωμα αυτό να γράφτηκε και για έναν άλλο λόγο: η συνδικαλιστική οργάνωση των καταταλαιπωρημένων πλέον δημοσιογράφων (η κοινή γνώμη αισθανόμαστε σαν να το χαίρεται αυτό!) έκρινε επάναγκες να κατακεραυνώσει τους διευθυντές των Μέσων, επειδή -λέει- δεν καλύφθηκε αρκετά από εφημερίδες και κανάλια η τόσο βαθιά μεταρρύθμιση της Τροπολογίας της Παρασκευής βράδυ. Δεν έχουν δίκιο. Ουδέποτε -ειλικρινά το καταθέτουμε- διευθυντικό στέλεχος ή/και ιδιοκτησία υποχρέωσε δημοσιογράφο, αποτελεσματικά, στο να σωπαίνει. Λυπάμαι που το λέω, αλλά τα μεσαία και πάνω στελέχη των Μέσων προπαντός αυτολογοκρινόμαστε, και γι αυτό πολύ μας αρέσει να δίνουμε προς τα έξω την εικόνα ότι «τα αφεντικά» ή «οι διευθυντές» μάς έχουν (περίπου) φιμωμένους. Η σημερινή ΕΣΗΕΑ, με ένα φάσμα αντιπροσώπευσης από την Μαρία Αντωνιάδου μέχρι τον Δημήτρη Τρίμη, από τους πιο έντιμους του συνδικαλιστικού χώρου (σοβαρά το λέμε: και εννοούμε πολλαπλά εντίμους), είναι κρίμα που το μόνο που βρήκαν να εισφέρουν ήταν μια ακόμη αδιέξοδη απεργία συν η μετάθεση της ευθύνης.
Ούτως ή άλλως το μέλλον θα δείξει.
Υποσημείωση: όλα τα παραπάνω, βέβαια, περιορισμένη πρακτική σημασία έχουν. Εφόσον η έναρξη ισχύος αυτών των διατάξεων πάει για καλοκαίρι του 2015 ουσιαστικά, οι εκλογές θα έχουν ήδη ή δεν θα έχουν γίνει. Αν έχουν γίνει και στην κυβέρνηση βρεθεί κάτι από ΣΥΡΙΖΑ θα ισχύσει το «πάτε να τα βρείτε μ’ αυτούς». Αν εκλογές γίνουν και μείνει η σημερινή περίπου κυβερνητική ισορροπία, θα ισχύσει το «ελάτε να τα ξαναπούμε, να δούμε τι θα ισχύσει». Αν εκλογές δεν γίνουν -δηλαδή αν οι σημερινοί βγάλουν πρόεδρο της Δημοκρατίας- πάλι στην ουσία η ισορροπία στη δημόσια ζωή θα έχει αλλάξει: «ελάτε να τα ξαναπούμε, να δούμε τι θα ισχύσει».