Ο νέος «μεγάλος συνασπισμός» και η γερμανική ηγεμονία
Του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τη Ρήξη φ. 99
Χρειάστηκαν σχεδόν δύο μήνες σκληρού παζαρέματος, με δεκάδες μαραθώνιες συνεδριάσεις και «μεγάλα ψυχικά αποθέματα», προκειμένου να συγκροτηθεί ο μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών /Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD), στη βάση μιας πλειοψηφίας, του 80% των κοινοβουλευτικών εδρών. Μιας γιγάντιας κυβερνητικής πλειοψηφίας που αν μη τι άλλο, θέτει ξεκάθαρα θέματα δημοκρατικής λειτουργίας του κοινοβουλίου και επιτρέπει την ανεξέλεγκτη άσκηση μιας άτεγκτης πολιτικής που θα εμβαθύνει τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Έτσι, έληξε και η αγωνία των λοιπών Ευρωπαίων, κυρίως του υπερχρεωμένου Νότου, που περίμεναν καρτερικά τον αναμενόμενο «γάμο των ελεφάντων», λες και επρόκειτο για τη δική τους κυβέρνηση, ή ήλπιζαν στη μεγαλοθυμία του SPD.
Μπορεί για τους Σοσιαλδημοκράτες να υπάρχει ακόμα ο σκόπελος του επικείμενου δεσμευτικού δημοψηφίσματος των μελών του κόμματος για την επισφράγιση του αποτελέσματος της συμφωνίας, όμως, όπως φαίνεται και από τα ευρήματα πρόσφατης δημοσκόπησης1, δεν αναμένονται εκπλήξεις. Άλλωστε το ισχνό 25% των ψήφων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν ήταν επαρκές εφόδιο για τους «θαυματοποιούς» ηγέτες του SPD, ώστε να προκύψει μια προγραμματική συμφωνία 100% σοσιαλδημοκρατική. Όμως, δεν χωρά αμφιβολία ότι, στο «γεμάτο υποσχέσεις» κείμενο της πολιτικής συμφωνίας για τη «διαμόρφωση του μέλλοντος της Γερμανίας»2, διακρίνεται μια λάιτ σοσιαλδημοκρατικοποίηση, κυρίως σε θέματα εσωτερικής και κοινωνικής πολιτικής: σύνταξη στα εξήντα τρία, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, σύνταξη αλληλεγγύης για τα μικρά εισοδήματα, περισσότερο κράτος, λιγότερη ελεύθερη αγορά, ισχυροποίηση των κρατικών παρεμβάσεων, διπλή υπηκοότητα. Μάλιστα, στο πλαίσιο της ποικιλότροπης κατήχησης του γερμανικού λαού στα αγαθά της πολιτικής ορθότητας και του καθωσπρεπισμού, στα επιτεύγματα του SPD πρέπει να συμπεριληφθεί και μια ακόμα «δημοκρατική κατάκτηση»: το Εθνικό Σχέδιο Δράσης της Γερμανίας για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντιισλαμισμού, του αντισημιτισμού, της έλλειψης ανεκτικότητας, καθώς και της ομοφοβίας και τρανσφοβίας, αλλά και της αποδοχής της ιντερσεξουαλικότητας και της τρανσεξουαλικότητας. Ουδεμία αναφορά, μέσα στις 185 σελίδες της προγραμματικής συμφωνίας, υπάρχει βεβαίως στον εξτρεμισμό ή στην παρουσία 42.000 σαλαφιστών στη Γερμανία. Επιπλέον, ύστερα από σοσιαλδημοκρατική προτροπή -και με δεδομένη τη τραγική δημογραφική κατάσταση της Γερμανίας3- ο ερυθρόμαυρος συνασπισμός θα μπορεί πλέον να προβάλλει τη μετανάστευση ως «ευκαιρία», να προωθεί την πολιτισμική πολυμορφία και να επιδιώκει την ανάπτυξη ενός νέου «πολιτισμού του καλωσορίσματος και της αναγνώρισης» σε νέους μετανάστες, στο πλαίσιο του «διαπολιτισμικού ανοίγματος» του κράτους και της κοινωνίας στα ήθη, στα έθιμα και στον τρόπο διαβίωσης των μεταναστών. Απώτερος στόχος, βέβαια, είναι η προσέλκυση εξειδικευμένων και πτυχιούχων μεταναστών, κυρίως από τον ευρωπαϊκό νότο, και όχι η ανεξέλεγκτη εισβολή οικονομικών μεταναστών από Ασία και Αφρική. Σε κάθε περίπτωση, κυβερνητικός στόχος είναι μελλοντικά ένα ετήσιο μεταναστευτικό πλεόνασμα για τη Γερμανία, που θα κυμαίνεται μεταξύ 100.000 και 200.000 ανθρώπων4.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τα έξι υπουργικά χαρτοφυλάκια, μαζί με την αντικαγκελαρία, τότε είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς τους σοσιαλδημοκρατικούς κομπασμούς για τη «νίκη του ηττημένου». Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που μιλούν ακόμη και για «κόκκινο» κυβερνητικό συνασπισμό ή που διαπιστώνουν ότι η Μέρκελ «ξεπούλησε τη συντηρητική ψυχή» και «οι νικητές των εκλογών δεν διαπραγματεύτηκαν, αλλά προσχώρησαν στο SPD»5.
Όσο για την ηγεσία του SPD, αυτή πιστεύει πράγματι πως έτσι θα σβήσει τις αμαρτίες του παρελθόντος (Harz IV, Ατζέντα 2010) και θα ξανακερδίσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της και μάλιστα με την ανοχή της «σοσιαλίζουσας» Μέρκελ, που θυμήθηκε τα χρόνια της νεότητάς της στην κομμουνιστική νεολαία. Μέσα στη γενική ευφορία, πάντως, κανείς δεν αναλογίζεται ούτε υπολογίζει το κόστος αυτής της «κεντροαριστερής στροφής» και τις επιπτώσεις της π.χ. στην ανεργία, αλλά και στη γερμανική ιδιαιτερότητα της συγκεκαλυμμένης ανεργίας, που εντέχνως εμφανίζεται ως μερική απασχόληση.
Κάπου εδώ όμως σταματούν και οι εσωτερικές νίκες των Σοσιαλδημοκρατών και επιστρέφουμε στην σκληρή πραγματικότητα, ιδιαίτερα για τους ευρωπαϊκούς λαούς που βρίσκονται υπό τη γερμανική ηγεμονία, η οποία προκαλεί –σε αγαστή συνεργασία με το ΔΝΤ– την εξαθλίωση και, εν τέλει, την αποικιοποίησή τους. Με τη νέα διακυβέρνηση εδραιώνεται η μεγαλομανής, επιθετική και εθνικιστική οικονομική πολιτική της Γερμανίας, που την καθορίζουν οι εγχώριες ισχυρές δυνάμεις της αγοράς και των τραπεζών, απέναντι στην οποία έχουν υποκύψει άπαντες, ακόμη και τα πανίσχυρα γερμανικά συνδικάτα. Κανένας άλλος τομέας της τρικομματικής πολιτικής συμφωνίας δεν ενώνει τόσο πολύ σοσιαλδημοκράτες και συντηρητικούς, παραδέχεται ακόμη και το Σπίγκελ, όσο η συνέχιση της πολιτικής Μέρκελ–Σόιμπλε στην οικονομία, στο εξαγωγικό εμπόριο, στην ευρωπαϊκή πολιτική, που φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στη γερμανοποίηση της Ευρώπης, με ηγέτη τη Μέρκελ.
Κι αυτό, παρά τις υποσχέσεις της για ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς και της αύξησης της αγοραστικής δύναμης των Γερμανών και παρά την πρόσφατη διεθνή κατακραυγή για την «εγωιστική» πολιτική Μέρκελ στο θέμα του γερμανικού πλεονάσματος6, που οδηγεί σε ύφεση όχι μόνο την ευρωζώνη, αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Μια πολιτική που ο αγγλοσαξονικός Τύπος δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει «βαρίδι» της παγκόσμιας οικονομίας, και τη Γερμανία «παράσιτο». Το βέβαιο είναι ότι, με τον νέο μεγάλο συνασπισμό της Μέρκελ και την ανάδειξη της πολιτικής κάστας σε «νέα γερμανική αριστοκρατία» δεν θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής στην αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης και της φτωχοποίησης του Νότου, αφού η επόμενη τετραετία θα είναι η περίοδος που η Γερμανία θα προσπαθήσει όχι μόνο να διευρύνει την επικυριαρχία της σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο απέναντι στον αμερικανικό παράγοντα.
Σημειώσεις
1. Welt am Sonntag, 1-11-2013. Το 78% των ψηφοφόρων του SPD επιθυμεί τον μεγάλο συνασπισμό, ενώ στο σύνολο του πληθυσμού συμφωνεί μόνο το 65%.
2. «Να διαμορφώσουμε το μέλλον της Γερμανίας». Προγραμματική συμφωνία μεταξύ CDU, CSU και SPD. 18η Κοινοβουλευτική περίοδος, 185 σελίδες.
3. Από τα μέσα της δεκαετίας του 70 η Γερμανία είναι μια από της χώρες με το χαμηλότερο δείκτη γεννητικότητας στην Ε. Ε. (8,4‰). Οι γεννήσεις παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε πολύ χαμηλό επίπεδο: 1,36 γεννήσεις / γυναίκα (1964: 2,54).
4. Αυτό όμως δεν θα είναι αρκετό για να παραμένει ο πληθυσμός έστω και στα σημερινά επίπεδα (81,8 εκατ. κάτοικοι). Κατά συνέπεια, το ποσοστό του αυτόχθονα πληθυσμού θα μειώνεται σταθερά, σε αντίθεση με αυτόν των μεταναστών, που θα αυξάνεται. Ήδη, σε πολλές μεγαλουπόλεις το ποσοστό των μεταναστών ξεπερνά το όριο του 50%, κάτι που όμως δεν φαίνεται στις στατιστικές, καθώς όσα παιδιά αλλοδαπών γεννιούνται στη Γερμανία αποκτούν αυτομάτως και τη γερμανική υπηκοότητα (από το 2000).
5. Die Welt, 2-12-2013.
6. 200 δισεκατομμύρια ευρώ (7% του γερμανικού ΑΕΠ), που προέρχονται κυρίως από τον έλεγχο εισοδημάτων και της εσωτερικής κατανάλωσης.
http://ardin-rixi.gr/archives/15581