Του Γιώργου Ρακκά
Πολλοί φίλοι που συντάσσονται καλόπιστα με το ΟΧΙ, που δεν ταυτίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά θεωρούν αυτό το δημοψήφισμα ως ευκαιρία να υπάρξει μια συνέχεια του αντιμνημονιακού κινήματος μέσα από μια «μεγάλη μάχη» με τους δανειστές και την Γερμανική Ευρώπη, πέφτουν από τα σύννεφα ή ακόμα και εξοργίζονται με την δική μας απόφαση να απέχουμε από αυτό: «Πως εσείς, που τα προηγούμενα πέντε ή έξι χρόνια δώσατε μια τιτάνια ιδεολογική μάχη για να επιβάλλετε όρους όπως ‘Γερμανική Ευρώπη’, για να ξεκαθαρίσετε στα μυαλά των ανθρώπων αυτό το τόσο ιδιότυπο καθεστώς εξαίρεσης μέσα στην εξαθλίωση που αυτή έχει επιβάλει στην χώρα μας, απέχετε από μια τόσο μεγάλη μάχη;».
Την στιγμή, μάλιστα, που κατά γενική ομολογία αποτελέσαμε ίσως την πιο θεωρητικά συστηματοποιημένη και εξοπλισμένη με ‘ιστορικό βάθος’ –δεδομένου ότι υποστηρίζουμε πως ο τρόπος μεταχείρισης της ‘Γερμανικής Ευρώπης’ αποτελεί την σύγχρονης έκφρασης ενός καθεστώτος αποικιοποίησης που ενεργοποιήθηκε στον ελληνικό χώρο το… 1204– φωνή μέσα στο αντιμνημονιακό κίνημα;
Πιστεύουμε ότι το κλειδί κατανόησης των όσων ζούμε τις τελευταίες μέρες κρύβονται μέσα στην απάντηση αυτών των ερωτημάτων.
Ο πολιτικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος
Κατ’ αρχάς, για να εξηγήσουμε την στάση της αποχής, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τον πολιτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος –που κρίνει και τον ρόλο που παίζει αυτό στην παρούσα συγκυρία. Διότι σημασία δεν έχει μόνο το αν ρωτάς το λαό για τις πολιτικές επιλογές σου, αλλά κυρίως τι τον ρωτάς, πότε και γιατί.
Το δημοψήφισμα, λοιπόν, προκύπτει ως μια μανούβρα διεξόδου της ελληνικής κυβέρνησης ώστε να υπερβεί το φρικτό πολιτικό αδιέξοδο το οποίο εκείνη δημιούργησε στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, μέσα σε πέντε μήνες διαπραγμάτευσηςεπειδή διέπραξε εγκληματικά σφάλματα και επιλογές. Το ότι έχει απέναντί της μια «σκληρή» Γερμανική Ευρώπη που επισείει την αναγκαιότητα της ριζικής αποικιοποίησης της χώρας είναι δεδομένο και αυτονόητο. Σημασία, επομένως, έχει το τι έκανες απέναντι σε αυτήν. Και η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση επί πέντε μήνες έκανε «διεθνή φιγούρα», προκρίνοντας την τακτική της μηντιακής ψευδοαμφισβήτησης με απίστευτο κόστος για την ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό λαό: Το οποίο ορίζεται από το έμμεσο υφεσιακό κόστος της διαπραγμάτευσης αφ ενός, και το άμεσο κόστος που προέκυψε από τον «λογαριασμό» αυτής της φιγούρας, δηλαδή από το γεγονός ότι για να γίνει αυτή έπρεπε να δεσμευτούν τα διαθέσιμα ρευστά όλου του δημοσίου, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των πανεπιστημίων, και των ταμείων. Κοινώς, η φιγούρα του Βαρουφάκη δεν ήταν τζάμπα –το αντίθετο– και η προσπάθεια που κάνει σήμερα η κυβέρνηση να συμψηφίσει την εξαθλίωση που προκάλεσε η «δημιουργική ασάφεια» με την εξαθλίωση των μνημονίων αποτελεί από μόνη της μια απόδειξη ότι γνωρίζει πολύ καλά πως ό,τι έχει να κάνει μέχρι στιγμής προστίθεται στα βάρη του μνημονίου και δεναφαιρείται από αυτά: Αποτελεί την συνέχιση της κατρακύλας με άλλα μέσα.
Γύρω στα τέλη Μαΐου, η κυβέρνηση εξαναγκάζεται να παραδεχτεί το αδιέξοδο της προηγούμενης τακτικής της, και διαγράφει στροφή 180ο μοιρών. Αποφασίζει να διαπραγματευτεί πραγματικά, και το αποτέλεσμα ισοδυναμεί με ένα γιγαντιαίο βατερλό: Υποχωρεί κατά 95% από τις κόκκινες γραμμές της, γεγονός που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τους αντιπάλους της, οι οποίοι προφανώς κατανοούν την κατάρρευση των ελληνικών γραμμών, και αντεπιτίθενται ζητώντας το 150% των προηγούμενων απαιτήσεών τους.
Τότε ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του, προχωρούν στο απονενοημένο διάβημα του δημοψηφίσματος παραδίδοντας το τιμόνι του Τιτανικού στους… επιβάτες λίγες στιγμές πριν αυτό προσκρούσει στο παγόβουνο. Σκοπός, είναι να περιορίσει όσο μπορεί το πολιτικό κόστος της δικής τους αποτυχίας, και να το μετακυλήσει στον ελληνικό λαό. Ή, αντίθετα, να τον εκβιάσει ώστε να εγκαταλείψει την μέχρι πρότινος συντριπτικά πλειοψηφική αντίθεσή του στην πολιτική των δανειστών, και να ευθυγραμμιστεί με το «μνημόνιο» ώστε να μην εισπράξει το πολιτικό κόστος μιας επαίσχυντης συμφωνίας.
Εξ αρχής, επομένως, η καταφυγή στη μοναδική, και κορυφαία διαδικασία άμεσης δημοκρατίας που προβλέπει το Σύνταγμα γίνεται όχι για την έκφραση της λαϊκής βούλησης αυτής καθαυτής, αλλά για να χρησιμοποιηθεί αυτή ως εργαλείο στον αγώνα για την παραμονή στην εξουσία. Πράγμα που είναι απολύτως επιβεβαιωμένο από τα ίδια τα λεχθέντα, και την συμπεριφορά της κυβέρνησης αφότου αυτό προκηρύχθηκε: Το Σάββατο τα ξημερώματα, βγαίνει ένας Τσίπρας που φοράει το προσωπείο της δημοκρατίας και καλεί τον λαό να αποφασίσει. Το Σάββατο το απόγευμα, βγαίνει ένας ρεαλιστής Βαρουφάκης που λέει στους δανειστές (σημ. σε αυτούς με τους οποίους θα διαπραγματευτεί το αποτέλεσμα της λαϊκής βούλησης την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος) ότι το ΟΧΙ της κυβέρνησης, μπορεί να μεταστραφεί σε ΝΑΙ… αν κόψουν πέντε μονάδες από το ΦΠΑ, αν αποδεχτούν το σχέδιό της για έμμεσες περικοπές μισθών και συντάξεων, καθώς και αν αποδεχθούν την γενικότερη φιλοσοφία της κυβέρνησης να εφαρμόσει οριζόντια ισοδύναμα μέσω φοροεπιδρομών.
Οι δανειστές αρνούνται και η Κυριακή είναι και πάλι η μέρα του Παντιέρα Ρόσα για τον Αλέξη Τσίπρα, ένα θεατρικό έργο που απολαύσαμε στην μία και μοναδική παράσταση-συνέντευξη που έδωσε στο οικείο περιβάλλον της ΕΡΤ. Ώσπου έρχεται το πάντοτε μελαγχολικό Κυριακάτικο βράδυ, να υπενθυμίσει στον πρωθυπουργό και την παρέα του, ότι η χώρα διαθέτει… τραπεζικό σύστημα, το οποίο είναι απολύτως εκτεθειμένο στις παρεμβάσεις και τον έλεγχο των δανειστών. Ακολουθεί πανικός, και η κυβέρνηση σπεύδει γονυπετούσα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αποδέχεται το… 95% του 5% που είχε αφήσει στην προηγούμενη διαπραγμάτευση, αλλά ήδη η απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων είναι στα χέρια του Μερκελισμού. Εν τω μεταξύ, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περιδιαβαίνουν τα κανάλια, υποστηρίζοντας ότι το δημοψήφισμα αποτελούσε… ένα διαπραγματευτικό χαρτί –ήταν «μπλόφα» δηλαδή– και ότι δεν έχει καμία ισχύ αν υπάρξει κοινά αποδεκτή συμφωνία.
Αυτή, προφανώς, δεν έρχεται γιατί τώρα οι δανειστές απαιτούν την… παραίτησή του, επομένως η κυβέρνηση ξαναστρίβει,πετάει τα κουστούμια και φοράει τα αμπέχονα. Και για να αποδείξει πως ό,τι έκανε το έκανε για να παραμείνει στην εξουσία, ο Αλέξης Τσίπρας στο τελευταίο του (μέχρι σήμερα) διάγγελμα προς τον λαό (sic!), δηλώνει πως θα συνεχίσει να κυβερνάει μετά το «ΝΑΙ» σε αντίθεση με εκείνα που δήλωνε την Κυριακή, όπου είχε υποσχεθεί να παραιτηθεί αν το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν αντίθετο από την εισήγησή του. Τι μεσολάβησε; Προφανώς το κλείσιμο των τραπεζών και η ασφυξία της ελληνικής οικονομίας, που ψαλίδισε την δυναμική του ΟΧΙ και απειλεί να γυρίσει σε μπούμερανκ για την κυβέρνηση την μηχανή εξαπάτησης του δημοψηφίσματος. Γι’ αυτό και λίγο ως πολύ, ο πρωθυπουργός την Τετάρτη το βράδυ μας ζήτησε να ψηφίσουμε ΟΧΙ για να… «τσιμεντώσουμε» το ΝΑΙ στην Ευρώπη.
Έπειτα απ’ όλα αυτά είναι απολύτως προφανές το γιατί αυτού του δημοψηφίσματος. Το οργάνωσαν μεταμοντέρνοι κομματικοί γιάπηδες, με μια πολιτική παιδεία που έλκει στην καταγωγή της από τα καταπιεστικά, αντιδημοκρατικά καθεστώτα του Ανατολικού Μπλοκ –και μάλιστα κατά την εποχή της απόλυτης παρακμής τους, την δεκαετία του 1980 των Μπρέζνιεφ και Γιαρουζέλσκι– ως εργαλείο για μια πολιτική διαπάλη δίχως αρχές με μοναδικό στόχο την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία.
Το γεγονός αυτό επιβάλει μια λεπτή διάκριση στα πράγματα, που δυστυχώς είναι πολύ νωρίς ώστε να γίνει αντιληπτή: Το αντι-αποικιακό, δημοκρατικό, εθνικοαπελευθερωτικό αίτημα υποβαθμίζεται σε κυβερνητική ρητορεία και άλλοθι εξαπάτησης στα χέρια της εξουσίας. Κοινώς, όπως ο «Ευρωπαϊσμός» είχε καταντήσει στα χέρια της προηγούμενης κυβέρνησης να λειτουργεί ως το τελευταίο καταφύγιο δεξιών καθαρμάτων όπως είναι ο Άδωνις, έτσι και η «Αξιοπρέπεια» –εθνική και κοινωνική– έχει μεταβληθεί στο καταφύγιο των αριστερών απατεώνων τύπου Τσίπρα και Λαφαζάνη (το αποκάλεσε «πείραμα» σήμερα –ως μπρεζνιεφικό[1] απολίθωμα που σέβεται απολύτως τον εαυτό του).
Γι’ αυτό εξ άλλου, η ρητορική της κυβέρνησης αυτήν την στιγμή πραγματοποιεί το αντίθετό από αυτό που υπόσχεται: Διχάζει αντί να ενώνει, υπονομεύει την θέση του λαού αντί να την ενισχύει, καταστρέφει τα αντιστασιακά του αντανακλαστικά αντί να τα προάγει.
Η νεκρανάσταση του μνημονιακού ζόμπι
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, έπειτα απ’ όλα αυτά ότι τα πεπραγμένα της κυβέρνησης μέσα σε αυτό το πεντάμηνο έχουν συντελέσει σε ένα και μόνο μεγάλο επίτευγμα: Την νεκρανάσταση του μνημονιακού ζόμπι.
Τον Ιανουάριο του 2015, λίγο μετά την εκλογή του, ο Τσίπρας πήγε στην Κύπρο και στην Καισαριανή, δίνοντας όρκο αφοσίωσης στο αγωνιζόμενο έθνος. Οι «μνημονιακοί» είχαν λουφάξει, οι μισοί από αυτούς επικροτούσαν δημόσια τον πρωθυπουργό, ενώ το μηντιακό σύστημα της διαπλοκής είχε φάει τη γλώσσα του από φόβο μήπως ήρθε επί τέλους η ώρα των λογαριασμών.
Πέντε μήνες μετά, η κυβέρνηση έχει απολέσει την καθολική ηγεμονία που απολάμβανε στο εσωτερικό της χώρας, έχει χάσει το ηθικό της πλεονέκτημα, και προσπαθεί να υπνωτίσει τον ελληνικό λαό στροβιλιζόμενη ως περιστρεφόμενος Δερβίσης.
Το χειρότερο, το ίδιο το υφεσιακό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, που έχει προσθέσει περισσότερα βάρη στις πλάτες του ελληνικού λαού την ίδια στιγμή που αυτές λύγιζαν υπό το βάρος των μνημονίων, αλλά και οι καταστροφικές συνέπειες της ίδιας της κήρυξης του δημοψηφίσματος έχουν επιτρέψει στο ‘μνημονιακό στρατόπεδο’ να συγκροτηθεί σ’ ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό μπλοκ, το οποίο μέρα με την μέρα που περνάει ψαλιδίζει το διάχυτο αντιμνημονιακό αίσθημα που επικρατούσε μέχρι πρότινος μέσα στην κοινωνία.
[Αξίζει εδώ να κάνουμε μια παρένθεση, για να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο όπου η χώρα τελεί υπό καθεστώς ανέχειας το κοινωνικό ρεύμα σφυρηλατείται κατ’ εξοχήν από την εκάστοτε αντιπολίτευση, και όχι από την κυβέρνηση. Για τον πολύ απλούστατο λόγο ότι η Χούντα, ο… Αντρέας ή ο Σημίτης συγκροτούσαν κοινωνικά ρεύματα πολιτικής υποστήριξης μέσα από τις παροχές, και το πελατειακό σύστημα, ενώ σήμερα, ως γνωστόν, τα λεφτά έχουν τελειώσει]
Είναι πολύ χαρακτηριστική ως προς αυτό η χθεσινή τοποθέτηση των εκπροσώπων της ΠΑΣΕΓΕΣ στην τηλεόραση και τις εφημερίδες, όπου εξηγούν γιατί πήραν στάση ενάντια στο δημοψήφισμα κατ’ αρχάς, και υπέρ του ΝΑΙ εφόσον αυτό γίνει: Είμαστε ενάντια στα μέτρα που προτείνουν οι δανειστές, γιατί αυτά θα μας καταστρέψουν, εντούτοις δεν μπορούμε να συνηγορήσουμε στην προοπτική της ρήξης μαζί τους, γιατί ολόκληρος ο κλάδος στηρίζεται από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, τις εισαγωγές πρώτων υλών (τροφές για τα ζώα, λιπάσματα, πετρέλαιο για τα αγροτικά μηχανήματα, φάρμακα) κ.ο.κ. Κοινώς, αυτοί οι άνθρωποι είναι ενάντια στους δανειστές και η κυβέρνηση με την στάση της τους εκβιάζει να πουν ΝΑΙ.
Σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, αυτήν την κατάσταση έχει παροξυνθεί δραματικά από την ίδια την κυβερνητική ρητορική. Που καταφεύγει στην εργαλειοποίηση των «εσωτερικών» και «εξωτερικών εχθρών» του λαού –όποιος τολμήσει να ασκήσει κριτική για τις εγκληματικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτόματα ‘σαμποταριστής της κυβέρνησης της ελπίδας’ και ‘λακές του Ντράγκι και των ξένων δανειστών’! Το αποτέλεσμα αυτής της προπαγάνδας είναι ότι εκχωρεί στο μνημονιακό μέτωπο την… κοινή λογική, και την αγωνία όλων των κλάδων που εξαρτώνται από την Ευρώπη για επιβίωση.
Γι’ αυτό και τα κανάλια έχουν οργιάσει αυτήν την στιγμή, γι’ αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης κραδαίνει τα χαρτονομίσματα της Ζιμπάμπουε στους τηλεοπτικούς δέκτες, γι’ αυτό ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (ως ο πλέον σοβαρός πόλος αντίθεσης στην ελληνική κυβέρνηση) επισημαίνει πως το μνημονιακό μπλοκ ήρθε η ώρα να φτιάξει τον δικό του «ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή μια μεγάλη παράταξη ευρωπαϊστών με ‘συνιστώσες’ που θα αναλάβει να εκφράσει την σταδιακά ογκούμενη αντίδραση της κοινωνίας στο φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αδυναμία του «ορθού ΟΧΙ»
Αφού συμβαίνουν όλα αυτά, τότε γιατί δεν αναλαμβάνετε εσείς πρωτοβουλίες ώστε να διασώσετε το ΟΧΙ από την κυβερνητική του λεηλασία;
Εδώ ακριβώς παρεμβάλλεται η πραγματικότητα: Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται όσοι καλόπιστα τάσσονται με το ΟΧΙ είναι ότι ένας οικονομικός πόλεμος διεξάγεται με την λογική του οικονομικού πολέμου. Και εκεί τα πράγματα είναι απολύτως πρακτικά και συγκεκριμένα: Η βούληση του λαού, δεν μπορεί να επηρεάσει αποτελεσματικά έναν οικονομικό καταναγκασμό, όσο αυτός στηρίζεται σε αμείλικτες πραγματικότητες και αφορά μια παντελώς αδύναμη χώρα.
Δεν υπάρχει δημοψηφισματική ταχυδακτυλουργία όπως ισχυρίζονται καλόπιστα οι φίλοι, που θα μεταβάλει μια χρεοκοπία από «δεξιά χρεοκοπία» σε «αριστερή χρεοκοπία». Αυτό θα συνέβαινε την εποχή της κυριαρχίας των εθνών κρατών όπου οι οικονομίες ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτονομημένες και προστατευμένες από την παγκόσμια αγορά. Στο δοσμένο πεδίο αλληλοδιασύνδεσης των οικονομιών (Ε.Ε.), μια χώρα που δεν έχει την ισχύ της να επιβάλει κάποιο διεθνές αντίκρισμα (π.χ. Βενεζουέλα πετρέλαια, Αργεντινή γεωπολιτική θέση και αγροτική παραγωγή, Εκουαδόρ φιλικό περιφερειακό περιβάλλον κλπ) είναι de facto απολύτως εξαρτημένη από το άμεσο διεθνές περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται.
Κοντολογίς: α) Δεν παράγεις, άρα δεν έχεις ρευστότητα, άρα στηρίζεσαι στην τροφοδοσία ρευστότητας και προϊόντων… από αυτόν που σε δανείζει. Πόσο μάλλον όταν η γεωπολιτική σου ισχύς εξαρτάται από το γεγονός ότι αποτελείς γέφυραμεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου. Επομένως, δεν μπορείς να παίξεις το χαρτί της ‘απομόνωσης’ καθώς αυτομάτως εκμηδενίζεται η γεωπολιτική σου αξία. Πρακτικά: Σε περίπτωση εξόδου από την Ε.Ε., η Ρωσία θα επιλέξει την Τουρκία, η Κίνα θα επιλέξει τις Τουρκία-Ιταλία, και η Τουρκία θα επιλέξει εσένα ως δυτικό δορυφόρο της. Υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ βέβαιως-βεβαίως, που έχουν βάλει αυτούς τους ‘ενδιάμεσους’ κεντροαριστερούς (liberal το λένε στην Αμερική) πράκτορές τους (Στίγκλιτζ, Κρούγκμαν και δεν συμμαζεύεται) να γράφουν ύμνους στην κυβερνητική τακτική.
Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα ή θεωρητικούρες; Το αντίθετο. Είναι απολύτως ορατά στο τραγικό αδιέξοδο που θέτει το δημοψήφισμα σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που έχουν άμεση επαφή με την πραγματική οικονομία: Στους αγρότες, όπως είπαμε, στους ελεύθερους επαγγελματίες που η κυβέρνηση τους έχει καταντήσει να υπερασπίζονται την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ που θα τους καταστρέψει, στους εργαζόμενους στον τουρισμό –που δεν τους έφταναν οι συνθήκες της ελαστικής εργασίας όπου απασχολούνται έχουν τώρα και την δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης να επικρέμεται από πάνω τους. Στους εργαζόμενους των κοινωνικών δομών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που αναρωτιούνται πως διάολο θα συνεχίσει η Βοήθεια στο Σπίτι, οι Ξενώνες Αστέγων, τα Συσσίτια και τα Κοινωνικά Παντοπωλεία δίχως ΕΣΠΑ. Στους καθηγητές πανεπιστημίου, που αναρωτιούνται από ποιόν διάολο θα βρουν χρήματα για να συνεχίσουν να λειτουργούν τα ιδρύματά τους, αφού η κυβέρνηση τους πήρε τα ταμιακά διαθέσιμα, και απειλεί τώρα να τους αφαιρέσει και τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Ή μήπως δεν καταλαβαίνουμε ότι η οριστική κατάρρευση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα μεταβάλει την φυγή των νέων από την χώρα μας σε μια γιγάντια ΕΞΟΔΟ; Ο κατάλογος πραγματικά δεν έχει τέλος[2].
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση ποντάρει ως βάση υποστήριξής της μόνο στα τμήματα εκείνης της κοινωνίας που προστατεύει συστηματικά (πλέον, και μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος αυτά είναι ένα μέρος μόνο της κρατικοδίαιτης γραφειοκρατίας του δημοσίου), αλλά και στους déclassés πλέον απόλυτα εξαθλιωμένους του μνημονίου που τρέφουν τόσο μεγάλο μίσος για τους προηγούμενους που καταντάει τυφλό και καθόλου «εποικοδομητικό». Ακριβώς γιατί το σενάριο που απεργάζεται η κυβέρνηση θα πλήξει αυτούς πρώτα ως τα πιο ευάλωτα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Το μείζον πρόβλημα των σημερινών τοποθετήσεων υπέρ του ΟΧΙ, έτσι όπως εκφράζονται, χαρακτηρίζεται από τρομακτικές αντιφάσεις και προβλήματα που συμπυκνώνουν όλες τις αδυναμίες του πάλαι ποτέ αντιμνημονιακού κινήματος και εξηγούν τις προηγούμενές του ήττες, καθώς και εκείνη που επίκειται.
Η κυριότερη αντίφασή του, ήταν ότι κινητοποιήθηκε εναντίον μιας πραγματικότητας, την οποία όμως αρνείται να κατανοήσει. Και διολισθαίνει συστηματικά σε μεταφυσικές τοποθετήσεις: Ήτοι το περιούσιο κίνημα/λαός που θα αποκαταστήσει την πραγματικότητα μαγικά με το γεγονός της κινητοποίησής του. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να δει το δημοψήφισμα ως εργαλείο μιας οργουελιανής διακυβέρνησης. Γιατί από την φύση του ως κίνημα μπορεί να το δει μόνο ως ύστατη μάχη: Η σύντομη ιστορία του αντιμνημονιακού κινήματος, εξάλλου, είναι η αλληλοδιαδοχή μιας «ύστατης μάχης» που επαναλαμβάνεται εν είδει τελετουργίας.
Η απόφασή μας περί αποχής, φαντάζει τόσο εξωφρενική γιατί ακριβώς αμφισβητεί πλέον την αντιστασιακή αποτελεσματικότητα του αντιμνημονιακού κινήματος. Κλονίζει τα στρεβλά θεμέλια της μεταφυσικής του συγκρότησης[3].
Η αποχή δείχνει ότι αυτή η στρεβλότητα του αντιμνημονιακού κινήματος το καθιστά πιόνι συσχετισμών στην ελληνική πολιτική αρένα. Είναι απολύτως λογικό, επομένως, να βιώνεται από όλους τους φίλους και τις φίλες η απόφασή μας ωςρήξη με αυτήν την κύρια πλευρά του αντιμνημονιακού κινήματος. Η οποία έχει καταντήσει σχεδόν αποκλειστική, καθώς αυτό φθίνει μέσα στα χρόνια, λεηλατούμενο από λογικές αναθέσεων.
Στο βάθος αυτού του γεγονότος κρύβεται κάτι που νομίζουμε ότι αφαιρέθηκε ενώ είναι ακόμα εκεί. Η εθνική μας αλλοτρίωση, η οποία σήμερα φοράει το προσωπείο του οικονομισμού. Ενός οικονομισμού της ανέχειας, που είναι το αντεστραμμένο είδωλο του σημιτικού οικονομισμού της ευημερίας. Με αυτό το δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ, η αντίφαση του οικονομισμού ολοκληρώνεται. Η τοποθέτησή του έρχεται ενάντια στις πραγματικότητες των ίδιων των οικονομικών συνεπειών που αυτοί θα έχει. Έχουμε εξέλθει ήδη των ορίων της Λογικής. Οι νεκροί του Μνημονίου, οι εξαθλιωμένοι του Μνημονίου, η εθνική ταπείνωση του Μνημονίου αποτελεί επιχείρημα υπέρ της συνέχειας της ελληνικής τραγωδίας με άλλα μέσα: «Τι προτιμάτε; Ουρές στον ΟΑΕΔ ή Ουρές στα ΑΤΜ», ρώταγε ένας πελιδνός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στα κανάλια. Προφανώς, ούτε ένας ντενεκές της Μνημονιακής Δεξιάς δεν σκέφτηκε να του πει «Ρε Μαλάκα! Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που κάθονται στα ΑΤΜ και στον ΟΑΕΔ». Γιατί οι δεύτεροι ζουν από την σύνταξη των πρώτων. Ψιλά γράμματα για ένα πολιτικό σύστημα που έχει πάρει προ πολλού διαζύγιο από την πραγματικότητα. Και που συμψηφίζει την εξαθλίωση του ελληνικού λαού για να σώσει το τομάρι του.
Απέναντι σε αυτό το δίπολο της παραφροσύνης, η αποχή ενέχει την θέση μιας διπλής άρνησης. Δεν είμαστε ούτε με τους Ξένους επικυρίαρχους, ούτε με την προσπάθεια της ντόπιας εξουσίας να διατηρηθεί στην καρέκλα της, κουνώντας το σκιάχτρο «εσωτερικών» και «εξωτερικών» εχθρών. Το μεταπολιτευτικό παραμύθι της μαγεμένης βασιλοπούλας-λαού που το ξυπνάει ο ένας ή ο άλλος πόλος με ένα προπαγανδιστικό φιλί πρέπει να τελειώσει.
Εξ άλλου, σύμφωνα με την τυπική λογική η διπλή άρνηση ισοδυναμεί με κατάφαση. Η αποχή είναι το δυνάμει μιας αντιστασιακής θέσης που έχει «λογισμό και όνειρο» –της μόνης βιώσιμης αντιστασιακής θέσης που μπορεί να αναπτύξει ο ελληνικός λαός στον 21ο αιώνα— που θα γίνει είναι μόλις πεθάνει το μεταπολιτευτικό μηδέν. Αυτό είναι το πολιτικό βάθος της αποχής.
[1] Η χρήση αυτών των όρων δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής υστερίας που εξαπολύει μέρος της δεξιάς για να υπερασπίσει το ΝΑΙ –πράξη που μάλλον το υπονομεύει. Σε αυτές τις μέρες, πρέπει οπωσδήποτε να θυμηθούμε ότι οι πιο μεγάλες και μαζικές στιγμές της πρόσφατης ελληνικής αντιστασιακής ιστορίας υπήρξαν επί της ουσίας ΕΝΑΝΤΙΑ τόσο στον ιμπεριαλισμό της Δύσης, όσο και στον σοσιαλ-ιμπεριαλισμό της Ανατολής.
[2] Για τους αναγνώστες μιας αριστερής διαπαιδαγώγησης, αξίζει να πούμε ότι στην πραγματικότητα, η ιστορική αναλογία, αν και εξαιρετικά ατυχής, με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης ως προς αυτό το πεδίο δεν μπορεί να βρεθεί στο… 1945 και την αρχή του εμφυλίου πολέμου. Αλλά στο… 1949 όταν οι ίδιες οι εγκληματικές επιλογές του δημοκρατικού στρατού είχαν αποψιλώσει παντελώς την κοινωνική του βάση.
[3] Και εδώ να εξηγηθούμε: Δεν είναι κακό τα κινήματα να έχουν μεταφυσική συγκρότηση. Ακαδημαϊκά μαχόμαστε με τους αντιπάλους μας ίσα με 25 χρόνια πάνω σε αυτό το ζήτημα. Εμείς λέμε ότι είναι κακό το γεγονός ότι έχει μόνον μεταφυσική συγκρότηση, και δεν απαλλοτριώνει από την αποικιοκρατία διαδικασίες ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ. Αντίθετα, εκείνοι, όπως ο Αντώνης Λιάκος που μέχρι πρότινος επιτίθονταν σε κάθε επίκληση ‘εθνικής αφήγησης’, είναι σήμερα εκείνοι που κραδαίνουν τις σημαίες της πατριδοκαπηλίας, και της πάλης για μια «δημοκρατική Ευρώπη». Μαζί με την… Χρυσή Αυγή, τον Νικολόπουλο και τον Πάνο Καμμένο των ΑΝΕΛ, σ’ ένα ιδιότυπο φαιορόζ μέτωπο. Ακριβώς για τους λόγους εκείνους που μέχρι πρότινος κατήγγειλαν στους άλλους: Γιατί το χρησιμοποιούν ως μια «ιδεολογική κατασκευή» της εξουσίας. Τι άλλαξε; Η σημερινή εξουσία είναι η δική τους εξουσία.
http://ardin-rixi.gr/archives/194093