Η βιομηχανική γεωργία, για την οποία παράγεται σήμερα η μερίδα του λέοντος των σπόρων εμπορικής εκμετάλλευσης, ακολουθεί ένα δόγμα αλλαγής της διαδικασίας παραγωγής, κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με βασικούς κανόνες της παραγωγής και αναπαραγωγής σπόρων. Ο στόχος για όλο και μεγαλύτερες σοδειές ιδιαίτερων εμπορευμάτων ακολουθείται με κόστος τη μείωση της συνολικής αγροτικής παραγωγής και τη διάβρωση της βιοποικιλότητας. Καθοδηγείται από βραχυπρόθεσμες διοικητικές ανησυχίες και περιθώρια κέρδους και από την ίδια τη φύση του, θυσιάζει το να λαμβάνεται υπόψη το κοινό καλό, όπως η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του εδάφους, οικοσυστημάτων και αγροτικών κοινοτήτων.
Αυτή η προσέγγιση με όρους αγοράς, αντανακλάται συχνά σε κυβερνητικό επίπεδο, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, κυβερνήσεις, αντί να δρουν για το συμφέρον του κοινού καλού, διαταράσσουν περαιτέρω τις τιμές αγοράς, χορηγώντας επιδοτήσεις που έχουν στόχο να δώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις δικές τους, τοπικές εταιρίες, με αποτέλεσμα να μειώνονται τεχνητά οι τιμές. Οι τεχνητά χαμηλές τιμές, πιέζουν τόσο τη βιοποικιλότητα, όσο και τους μικρούς αγρότες, σε σημείο εξόντωσης.
Είναι προφανές και γενικά αποδεκτό ότι τέτοια βιομηχανική γεωργία και πολιτικές εμπορικής αγοράς, οδηγούν στην περαιτέρω μείωση των ήδη περιορισμένων φυσικών πηγών, αυξάνουν την εισαγωγή ενέργειας και τοξικών σε βάρος της εργασίας και οδηγούν στην απελπισία τους αγρότες και τον κόσμο, στην πείνα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι παράγονται περισσότερα αγροτικά προϊόντα από όσα είναι αναγκαία για να τραφούν όλοι οι 6,5 δισεκατομμύρια πολίτες αυτού του πλανήτη – και που αν διανεμηθούν συνετά, είναι αρκετά για να θρέψουν τα άλλα 2,5 δισεκατομμύρια πολιτών που αναμένεται να μεγαλώσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό μέσα στα επόμενα 40-50 χρόνια. Η ανεπάρκεια του σημερινού μοντέλου παραγωγής τροφίμων είναι εμφανής, από το γεγονός ότι ενόσω άνω του ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων πεινούν και υποφέρουν από υποσιτισμό, άλλα δύο εκατομμύρια, υποφέρουν από υπερσιτισμό με ανθυγιεινά τρόφιμα.
Για πρώτη φορά, ο αριθμός των παιδιών που υποφέρουν από παχυσαρκία, αναμένεται να ξεπεράσει εκείνων των παιδιών που υποφέρουν από πείνα.
Μία κινητήρια δύναμη σε αυτή τη «μηχανιστική ουτοπία» που μειώνει τα ζωντανά συστήματα σε μηχανές, των οποίων η παραγωγή πρέπει να μεγιστοποιηθεί και ακμάζει για «το καλό» όλων των φυτών και των ποικιλιών, είναι η προσπάθεια προσαρμογής περιβαλλοντικών συνθηκών στο σύστημα παραγωγής, αντί να προσαρμοστεί η παραγωγή σε διαφορετικά οικοσυστήματα και πολιτισμικές παραδόσεις. Τέτοιες προσπάθειες έχουν καταστροφική επίδραση στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους καθώς και στις αγροτικές κοινότητες που τις υφίστανται. Η «Πράσινη Επανάσταση» που ίσως ήταν η πιο ισχυρή ώθηση στις θερμιδικές αποδόσεις ανά εκτάριο στη σύγχρονη ιστορία, είναι το εικονικό παράδειγμα του τι μπορεί να πάει στραβά, με την προφανή επιτυχία τέτοιων μονοδιάστατων και υπερπαραγωγικών βελτιώσεων.
Σήμερα, δείχνει ότι η διατροφική επίδραση, ειδικά σε αγροτικούς πληθυσμούς και στους φτωχούς των περιοχών αυτών, που υποτίθεται θα είχαν οφέλη από την «Πράσινη Επανάσταση», υπήρξε στην ουσία, πολύ αρνητική.
ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ