Πολιτική συμφωνία το ζητούμενο

Εν μέσω συνεχών διαβουλεύσεων στην πλευρά των θεσμών, η Ελλάδα επιδιώκει να υπάρξει μια πολιτική συμφωνία στο Eurogroup της Δευτέρα στους τρεις βασικούς άξονες, τις μεταρρυθμίσεις, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.

Μια τέτοια συμφωνία -η οποία σύμφωνα με κοινοτικούς παράγοντες που επικαλείται το ΑΠΕ- θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Αθήνα, προκειμένου να προχωρήσουν, εν είδει προαπαιτούμενων, οι λεπτομέρειες.

Και όπως εκτιμάται από όλες τις πλευρές, μετά είναι εφικτό να κλείσει πολύ σύντομα η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement). Στη συνέχεια, η διοίκηση του ΔΝΤ αναμένεται να ζητήσει από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου να εγκρίνει ένα πρόγραμμα για την Ελλάδα.

Στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων μεταξύ των θεσμών εντάσσεται και η συνάντηση την προσεχή Τετάρτη της καγκελαρίου της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.

Το ραντεβού πραγματοποιείται κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχαν πριν από λίγες ημέρες οι δύο, στην οποία, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Die Welt, συμφώνησαν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο «ελληνικό πρόγραμμα» και την παράλληλη μετάθεση του ζητήματος του χρέους για το 2018.

Σημειώνεται ότι στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο Πιέρ Μοσκοβισί είπε: «Χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις, αλλά όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος».Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ εμφανίστηκε σχεδόν βέβαιος πως το «ελληνικό ζήτημα» δεν θα κυριαρχήσει στην ατζέντα της δεύτερης θητείας του, λέγοντας ότι «δεν νομίζω ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί τη βοήθειά μας για άλλα πέντε χρόνια. (…) Εκτιμώ ότι εάν η Ελλάδα υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στην αρχή του προγράμματος, τότε αυτό θα είναι το τελευταίο πρόγραμμα. Τους επόμενους 18 μήνες πρέπει να γίνουν και άλλα βήματα προόδου, κυρίως στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εάν γίνει αυτό, τότε είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα θα μπορεί να αντλήσει και πάλι χρήματα από τις αγορές, να αναχρηματοδοτηθεί και δεν θα χρειάζεται πλέον τη δανειακή βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων».

Ωστόσο, από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, ευρώ Βάλντις Ντομπρόφσκις, έχει επισημάνει ότι το ΔΝΤ «εξέδωσε μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη πρόγνωση για την ανάπτυξη της οικονομίας και τα δημόσια οικονομικά».

Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε «η ελληνική κυβέρνηση έχει υποστηρίξει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Χρειαζόμαστε, όμως, αποφασιστικότητα (σ.σ. εκ μέρους του ΔΝΤ). Άρα, εάν το ΔΝΤ θέλει να ενταχθεί, θα πρέπει αποφασίσει πολύ γρήγορα και να σταματήσει να εγείρει παράλογες απαιτήσεις από εμάς, συμφωνώντας, ταυτόχρονα, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Ομοίως, ορισμένοι από τους Ευρωπαίους εταίρους μας (σ.σ. κυρίως η Γερμανία και η Ολλανδία) χρειάζονται τη συμμετοχή του ΔΝΤ, και θα πρέπει να καταλήξουν σε έντιμο συμβιβασμό για το χρέος όσο το δυνατόν γρηγορότερα».

Η κυβέρνηση διαμηνύει ότι έχει στόχο μια συμφωνία χωρίς ούτε ένα μέτρο λιτότητας, με τον κ. Τσακαλώτο να δηλώνει πως «κόκκινη γραμμή» στη διαπραγμάτευση είναι ο κόσμος της εργασίας.

«Είμαστε πολύ κοντά στο να μετατρέψουμε έναν φαύλο κύκλο σε ενάρετο και μια αποφασιστική συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, θα ανοίξει σίγουρα το δρόμο για μια τέτοια στροφή» σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών.

Από την πλευρά των θεσμών, ο κ. Ρέγκλινγκ υποστηρίζει ότι οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να γίνουν ακόμη μεταρρυθμίσεις, αφορούν σε ιδιωτικοποιήσεις, στην αγορά ενέργειας, στην αγορά εργασίας και σε ορισμένα ελάχιστα θέματα στον προϋπολογισμό. Ο ίδιος πιστεύει, επίσης, πως το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό πρόκειται για ζητήματα που είναι στην παρούσα φάση υπό συζήτηση.

Με την επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο και τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορέσει να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).

Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συνεδριάζει με αντικείμενο τη νομισματική πολιτική στις 9 Μαρτίου. Εάν παρέλθει η συγκεκριμένη ημερομηνία, η επόμενη συνεδρίαση είναι στις 27 Απριλίου. Κοινοτικοί αξιωματούχοι «δείχνουν» προς αυτήν την ημερομηνία, λαμβάνοντας υπόψη δύο ενδιάμεσους σημαντικούς σταθμούς: τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την ελληνική οικονομία το 2016 από τη Eurostat και τη δημοσιοποίηση των εαρινών προβλέψεων από το ΔΝΤ.

Στο αυριανό Eurogroup, η Ελλάδα είναι το τρίτο θέμα στην ατζέντα και όπως αναγράφεται σε αυτή, «θα γίνει η εκτίμηση της εκτέλεσης του ελληνικού προγράμματος που βρίσκεται σε εξέλιξη, εστιάζοντας σε σχέδια για προώθηση της β’ αξιολόγησης» με βάση τις εκθέσεις που ετοιμάζουν οι θεσμοί (ΕΕ, ΕΚΤ, ESM και ΔΝΤ).

Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

«Θα ήταν μοιραίο να βγει η Ελλάδα από το ευρώ δεδομένων των εντάσεων στον κόσμο αλλά και εντός της Ευρώπης, όπου έχουμε φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες την απειλούν. Πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο βρίσκεται υπό έλεγχο, αντίθετα με το Brexit, τον Τραμπ ή ακόμα και την Κίνα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνονται εικασίες περί εξόδου της από την Ευρωζώνη. Η Ελλάδα έχει καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να εκπληρώσει αυτά πού της ζητούνται. Συνολικά έχει εφαρμόσει μιαν άνευ προηγουμένου πολιτική λιτότητας και έχει ένα ισορροπομένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα έσοδα καλύπτουν τα έξοδα και αυτά είναι μια ουσιαστική βελτίωση σε σχέση με το 2009/2010». Αυτό δήλωσε μεταξύ άλλων ο Πέτερ Μπόφινγκερ, καθηγητής οικονομίας στο Πενεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ και μέλος της λεγόμενης Επιτροπής Σοφών της γερμανικής κυβέρνησης, σε συνέντευξή του στο δημόσιο γερμανικό ραδιόφωνο Deutschlandfunk (DLF).

«Το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν διαθέτει δομές ανταγωνιστικές, κάτι που δύσκολα μπορεί να αλλάξει, αλλά σε αυτό προστίθενται και οι συνεχείς απαιτήσεις για εξοικονόµηση πόρων, τους οποίους η χώρα δεν μπορεί να βρει. Και όταν επιβάλλονται διαρκώς φόροι, περικοπές δαπανών, τότε κλωτσάμε αυτό που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε δυναμική και η χώρα δεν μπορεί να μπει σε τροχιά ανάπτυξης», πρόσθεσε ο παγκοσμίου φήμης Γερμανός οικονομολόγος.

«Η οικονομία είναι όπως η ιατρική, είναι θέμα δοσολογίας και στην Ελλάδα επιβλήθηκε μια υπερβολική δόση λιτότητας. Πρέπει, λοιπόν, αφενός μεν να γίνουν δομικές / διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά από την άλλη να δημιουργηθεί και μακροοικονομικά ένα κλίμα, το οποίο να δίνει τη δυνατότητα για ανάπτυξη. Αυτό που γίνεται εδώ και χρόνια, έχει ως συνέπεια μακροοικονομικές θερμοκρασίες υπό του μηδενός. Δεν πρέπει επομένως να εκπλήσσεται κανείς από το ό,τι υπάρχει μικρή ανάπτυξη», επισήμανε ο Πέτερ Μπόφινγκερ.

Σχετικά με τις απόψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την Ελλάδα είπε: «Πιστεύω ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει δίκιο, όταν λέει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% είναι αρκετό. Πρέπει να αφεθεί η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της. Πρέπει να δημιουργηθεί πρώτα η ανάπτυξη και μετά να τεθεί το ερώτημα τι μέτρα λιτότητας απαιτούνται: τώρα είναι σαν να εισέρχεται ένας ασθενής σε κέντρο αποκατάστασης της υγείας του και να απαιτείται από αυτόν να έχει αμέσως υψηλότατες επιδόσεις. Αυτό δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Αυτό είναι το πρόβλημα και το ΔΝΤ το έχει επιτέλους αντιληφθεί. Δυστυχώς, όμως απο ευρωπαϊκής πλευράς απαιτούνται συνεχώς νέα, φιλόδοξα μέτρα λιτότητας, κάτι που δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στο παρελθόν».

Για το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους ο κ. Μπόφινκερ πιστεύει ότι «αν ικανοποιηθεί περισσότερο η επιθυμία της Ελλάδας στο θέμα αυτό, δεν θα μας πονέσει (τους Γερμανούς), διότι στην πραγματικότητα έχει γίνει ήδη μια σχετικά εκτεταμένη παραίτηση από το χρέος μέσω της παράτασης αποπληρωμής του διά των χαμηλών επιτοκίων. Και πιστεύω ότι αν φροντίσουμε να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ, να παραμείνει το ευρώ σταθερό, τότε συμβάλλουμε σημαντικά στη σταθερότητα της Ευρώπης συνολικά, η οποία σταθερότητα αυτή τη στιγμή είναι σημαντικότερη από ποτέ άλλοτε».

Στο ερώτημα του γερμανικού ραδιοφώνου DLF πώς μπορεί να εξηγηθεί στον Γερμανό φορολογούμενο ότι δίνονται συνεχώς επιπλέον χρήματα στην Ελλάδα απάντησε: «Δίνονται, όχι για να ζουν οι Έλληνες πάνω από τις δυνατότητές τους, αλλά για να μπορέσουν να εξοφλήσουν τα χρέη τους σε μας και στη διεθνή κοινότητα. Δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για την παράταση των υπαρχόντων δανείων. Νομίζω πως αυτό είναι παρά, μα πάρα πολύ σημαντικό να το επαναλάβει κανείς».

Για το θέμα της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος είπε: «Η ελληνική κυβέρνηση βελτιώνει την κατάσταση, χρειάζεται όμως προσωπικό ώστε να μπορέσει να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή και δεν έχει χρήματα να διαθέσει για το δημόσιο τομέα. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να δει κανείς τη μεγάλη εικόνα. Εάν έβγαινε η Ελλάδα από το ευρώ, τότε θα είχαμε μεγαλύτερη αστάθεια στο ευρωσύστημα, στο οποίο ούτως ή άλλως η κατάσταση είναι τεταμένη. Νομίζω ότι το χειρότερο για τον Γερμανό φορολογούμενο θα ήταν αν διαλυθεί η ευρωζώνη, διότι τότε θα έχουμε τεράστια προβλήματα με τις εξαγωγές μας», υπογράμμισε.

Στο ερώτημα εάν ο επόμενος Ευρωπαίος ασθενής είναι η Ιταλία, ο Πέτερ Μπόφινκερ είπε:«Έχουμε στην ευρωζώνη υψηλή αστάθεια, γι΄ αυτό και πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να σταθεροποιήσουμε και όχι να αποσταθεροποιήσουμε αυτό το σύστημα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ο Ντράγκι κάνει καλή πολιτική. Προσπαθεί να περάσει αυτό το πλοίο, το οποίο δεν είναι το πλοίο των ονείρων μας ασφαλώς, εν μέσω μέσω των θυελλών της παγκόσμιας οικονομίας. Και θα έπρεπε να του είμαστε ευγνώμονες για το γεγονός ότι τα έχει καταφέρει μέχρι τώρα πολύ καλά. Διότι, αν το πλοίο ναυαγήσει η Γερμανία είναι η χώρα, η οποία θα πληγεί περισσότερο από αυτήν την εξέλιξη».

Τάχθηκε, δε, κατά της καθιέρωσης ως επιλογής της δυνατότητας εξόδου από την ευρωζώνη όσο διαρκούν τα προβλήματα μιας χώρας : «Η νομισματική Ένωση χαρακτηρίζεται από τη διαρκή συμμετοχή ενός μέλους. Εάν παραιτηθεί κάποιος από αυτήν, τότε απειλείται ολόκληρο το σύστημα της ύπαρξής της, διότι η αγορά θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της ότι θα υπάρξουν μέλη της ευρωζώνης, τα οποία ενδέχεται να αποχωρήσουν και τότε θα έχουμε φυγή κεφαλαίων. Θα δημιουργηθούν ρήγματα στην ευρωζώνη και μετά θα καταρρεύσει», όπως είπε χαρακτηριστικά.

«Ελπίζω ότι θα αντιληφθούμε στη Γερμανία πόσο σημαντικό είναι το ευρώ για μας, πόσο μεγάλη σχέση έχει η καλή μας οικονομική κατάσταση με αυτό το νόμισμα και εάν -όπως ελπίζω- το κατανοήσουμε, τότε θα είμαστε διατεθειμένοι να καταπιούμε τη μια ή την άλλη καμήλα», τόνισε στο DLF το μέλος της λεγόμενης Επιτροπής Σοφών της γερμανικής κυβέρνησης.