Τα αποκαΐδια της σύγχρονης Ελλάδας

Το ερώτημα που επαναλαμβάνεται μετά την τελευταία τραγωδία στο Μάτι της Αττικής αναζητά τον τρόπο που θα αποτρέψει στο μέλλον μια ανάλογη τραγωδία. Απαντήσεις υπάρχουν, πάντα θα υπάρχουν, μπορούν όμως να εφαρμοσθούν;

Το Μάτι είναι δημιούργημα καταπάτησης γης και αυθαίρετης δόμησης που στερούσε σε ένα μεγάλο τμήμα ακτής ακόμη και την πρόσβαση στη θάλασσα. Ταυτόχρονα όμως είναι και δημιούργημα της Πολιτείας που έρχονταν κάθε τόσο να νομιμοποιήσει και να “τακτοποιήσει” την αυθαιρεσία και να δικαιώσει τους καταπατητές. Γιαυτό κάθε ανάλογη τραγωδία που μετά εύλογο χρόνο “ξεχνιέται”, για να αφυπνίσει εκ νέου τις συνειδήσεις η επόμενη τραγωδία, προσωρινά πάλι, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως επιβεβαίωση της χρεοκοπίας του πολιτικού συστήματος της χώρας. Διότι χωρίς την πολιτική του συστήματος δεν θα είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εκδήλωσης του συμβάντος.

Η αλήθεια είναι ότι όλες οι απαντήσεις στο ερώτημα της αποτροπής μιας νέας τραγωδίας είναι ανεφάρμοστες επειδή ουσιαστικά προϋποθέτουν πολίτες “διχασμένης”, θ άλεγα, προσωπικότητας. Διότι όλες οι απαντήσεις απαιτούν από τον πολίτη να απαρνηθεί επιλεκτικά μόνον τη νοοτροπία των πελατειακών σχέσεων που του καλλιέργησε επί δεκαετίες το πολιτικό σύστημα της χώρας, όπως π.χ. σε θέματα πολεοδόμησης στην προκειμένη περίπτωση, άσχετα αν διατηρεί αλώβητη την ίδια νοοτροπία στα υπόλοιπα θέματα  της δημόσιας ζωής που τον αφορούν. Γιαυτό και οι νόμοι που ψηφίζονται για το πρόβλημα που ανακύπτει έκτακτα κάθε φορά δεν λειτουργούν στην πράξη, γιαυτό και αναιρούνται από την ίδια την πολιτεία με την τακτοποίηση κάθε αυθαιρεσίας. Αν δεν αλλάξει συνολικά η νοοτροπία σε ολόκληρο το φάσμα της ζωής του πολίτη, κάθε επιλεκτική παρέμβαση της πολιτείας θα είναι ανεφάρμοστη.

Είναι χαρακτηριστικό πώς όταν οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν και ρωτούν στα πάνελ και στις συνεντεύξεις εκπροσώπους, κυρίως του ΚΚΕ, γιατί, ενώ υποστηρίζουν ότι πρεσβεύουν το συλλογικό καλό και το δίκιο, δεν τους ψηφίζει ο λαός, η απάντηση είναι αυτονόητη: Γιατί να τους ψηφίσει αφού το πολιτικό σύστημα της χώρας ικανοποιούσε όλες τις ατομικές επιθυμίες τους; Καταπάτηση εκτάσεων, αυθαίρετη δόμηση, νομιμοποίηση των αυθαιρέτων ώστε να συνεχίζεται να αναπαράγεται η αυθαιρεσία. Επί πλέον, πρόσληψη χιλιάδων υπαλλήλων με προσόν την κομματική τους πίστη η οποία καθόριζε και την εξέλιξή τους, επιθυμητές τοποθετήσεις, επαγγελματική αποκατάσταση συζύγων και τέκνων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται έτσι μια αναποτελεσματική ιεραρχική πυραμίδα, που τροχοπεδεί την ανάπτυξη της χώρας. Γιαυτό δυσλειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός και γιγαντώθηκε η γραφειοκρατία προκειμένου να δοθεί αντικείμενο εργασίας στις χιλιάδες υπεράριθμους υπαλλήλους. Όμως γιαυτό ένα σημαντικό ποσοστό του ελληνικού λαού έζησε και ζει καλά διότι ψήφιζε και ψηφίζει “σωστά”. Έτσι φθάσαμε και στην κρίση μέσα από την κρίση των αξιών. Έτσι το ατομικό παραμέρισε το συλλογικό συμφέρον, έτσι η αναξιοκρατία εκτόπισε την αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα.

«Το ρουσφέτι είχε την γενική ιδιότητα να εξειδικεύει και να εξατομικεύει το κάθε πρόβλημα και την κάθε λύση, έτσι ώστε η μακρόπνοη συλλογική συσπείρωση με σκοπό την ανοιχτή και έννομα θεμελιωμένη προάσπιση συλλογικών συμφερόντων  έχανε την έλξη της στα μάτια των αμέσως ενδιαφερομένων» μας λέει ο Παναγιώτης Κονδύλης. Όμως αυτή η πραγματικότητα που λειτουργεί επί δεκαετίες, από την απαρχή της λειτουργίας του ελληνικού κράτους θα λέγαμε, εμπέδωσε νοοτροπίες που δεν είναι εύκολο να ανατραπούν. Πρόκειται για πολύ παλιά διαπίστωση. Ο Γουσταύος Λε Μπον πριν δύο αιώνες διαπίστωνε: «Το παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ. Ζει μέσα μας και αποτελεί τον πιο σίγουρο οδηγό της συμπεριφοράς  των ατόμων και των λαών. Η ψυχή των ζωντανών είναι καμωμένη βασικά από το πνεύμα των νεκρών» είπε, για να το επαναλάβουν ο Braudel, ο Ουίλιαμ Φώκερ, ο πρόεδρος Ομπάμα και τόσοι άλλοι. Με άλλα λόγια το παρελθόν εμπεδώνεται ως νοοτροπία που σέρνει το παρόν. Αυτό όμως που διαιωνίζει τη νοοτροπία είναι το γεγονός ότι τα θύματα αυτών των ανείπωτων τραγωδιών στο Μάτι, στη Μάνδρα, στην Ηλεία, είναι αριθμητικά ελάχιστα μπροστά στο σύνολο των «ευεργετηθέντων» πολιτών του συστήματος, οι οποίοι συνεχίζουν να ευελπιστούν ότι με την υπέρβαση της κρίσης θα αποκατασταθούν οι «ευεργεσίες» του. Ίσως να αποδίδεται η εκατόμβη των θυμάτων κάθε φορά στην κακοτυχία τους και στην “κακιά ώρα”. Γιατί λοιπόν το εκλογικό σώμα να στραφεί σε κόμματα που δεν υπόσχονται «δώρα»; Γιατί να προτάξει το συλλογικό έναντι του ατομικού συμφέροντος;

Εκείνο όμως που ανέδειξαν οι τελευταίες τραγωδίες είναι η έλλειψη συναίσθησης εκ μέρους των κομμάτων της καταστροφικής πολιτικής τους. Ότι δηλαδή τα σημερινά αδιέξοδα της χώρας που προσλαμβάνουν ποικίλες μορφές, όπως φυσικών καταστροφών, οικονομικής κρίσης ή μορφή μαζικής μετανάστευσης της νεολαίας είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής που εφάρμοσαν επί δεκαετίες αποσκοπώντας στον εναγκαλισμό της εξουσίας. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια του δικομματισμού έχουν τεράστιες ευθύνες για το σημερινό κατάντημα. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα – απόκομμα στις εκλογές του 2009 με ποσοστό μόλις 4,5% εκτοξεύθηκε στο 36% προσεταιριζόμενο εκλογική πελατεία από τα κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, ενσωματώνοντας δηλαδή τη νοοτροπία των πελατειακών σχέσεων. Γιαυτό η πολιτική του κινείται στον άξονα του παρελθόντος, στην επανεκλογή του στην εξουσία με κάθε τρόπο. Γιαυτό προτάσσει ως κόκκινη γραμμή τις συντάξεις, με κριτήριο τον όγκο των 2.700.000 συνταξιούχων ή των 600.000 δημοσίων υπαλλήλων αντί την ανάπτυξη της χώρας και τη δραστική μείωση της μετανάστευσης της νεολαίας, την οποία ο Τζότζεφ Στίγκλιτζ σε πρόσφατη σχετικά συνέντευξη σε αθηναϊκή εφημερίδα χαρακτήρισε ως «πολιτισμική γενοκτονία».

Μακροδημόπουλος Δημήτρης

Αλεξ/πολη – 29-7-2018