Μπορεί ακόμα και το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών, μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, να έδινε δάνειο για την αγορά κατοικίας στους δημοσίους υπαλλήλους, χρηματοδοτώντας ακόμα και το πέραν της αντικειμενικής αξίας τίμημα, τα λεγόμενα “μαύρα”, ωστόσο τώρα όσοι πούλησαν σπίτια –ακόμα και σε υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών– κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με κατηγορία για φοροδιαφυγή.
Πρόκειται για ακόμα μία ιστορία φορολογικής τρέλας, μια από αυτές στις οποίες φημίζεται η ελληνική πραγματικότητα. Και, αντί τα πράγματα να βελτιώνονται, στο υπουργείο Οικονομικών βρήκαν, στο πεδίο των χιλιάδων αγοραπωλησιών που έγιναν κατά τα χρόνια των παχιών αγελάδων, ακόμα ένα εισπρακτικό τερτίπι, καθιστώντας “φοροφυγάδες” ανθρώπους οι οποίοι απλώς πούλησαν ένα σπίτι και ακολούθησαν “όλα τα νόμιμα” της εποχής εκείνης.
Τα μισά “μαύρα”
Ας δούμε τι γινόταν τότε και, κυρίως, τι γίνεται σήμερα. Ένας φορολογούμενος πωλούσε ένα ακίνητο το 2007 αντικειμενικής αξίας 200.000 ευρώ, αλλά πραγματικής 400.000 ευρώ. Στο συμβόλαιο αναγραφόταν η αντικειμενική αξία, καθώς αυτό συνέφερε κατά κύριο λόγο τον αγοραστή. Ο αγοραστής, μέσω της αναγραφής της χαμηλότερης από την εμπορική αντικειμενικής αξίας, γλίτωνε φόρο μεταβίβασης που υπολογιζόταν με συντελεστή 10%, ενώ γλύτωνε εν μέρει και από τον βραχνά τού να δικαιολογήσει το πόθεν έσχες για το σύνολο του ποσού.
Όχι μόνο η αγορά, αλλά και η ίδια η Πολιτεία είχε “νομιμοποιήσει” αυτήν τη διαδικασία, αφού οι τράπεζες, και ακόμα και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, χορηγούσαν δάνειο για το σύνολο του τιμήματος (δηλαδή την εμπορική αξία), χρηματοδοτώντας ακόμα και το πέραν την αντικειμενικής αξίας τίμημα. Στο παράδειγμα που αναφέρουμε το δάνειο δινόταν σε δύο κομμάτια. Ένα κομμάτι 200.000 ευρώ για την αγορά της κατοικίας που αναγραφόταν στο συμβόλαιο και ακόμα ένα δάνειο άλλων 200.000 ευρώ που αφορούσε την πέραν της αντικειμενικής αξίας τιμή, που ονομαζόταν δάνειο βελτίωσης της κατοικίας. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι τότε. Οι τράπεζες επειδή έδιναν δάνεια και κέρδιζαν από τους τόκους, οι πωλητές ακινήτων γιατί πωλούσαν ακίνητα σε ικανοποιητικές τιμές και οι αγοραστές διότι αποκτούσαν ιδιόκτητη κατοικία με χαμηλότοκα δάνεια.
Νομιμότητα στην… παρανομία
Σήμερα, όμως, το υπουργείο Οικονομικών έρχεται να… πουλήσει νομιμότητα πάνω στην παρανομία που και το ίδιο δεχόταν. Με το μαζικό άνοιγμα λογαριασμών που γίνεται στο πλαίσιο των ελέγχων για την αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, πολλοί πωλητές ακινήτων –και μάλιστα όχι κατασκευαστές, αλλά απλοί ιδιώτες– έχουν βρεθεί να μην μπορούν να δικαιολογήσουν τα “μαύρα” που έχουν εισπράξει για την πώληση του ακινήτου.
Στο παράδειγμα που αναφέραμε πιο πάνω, ο πωλητής έχει βρεθεί εκτεθειμένος για την είσπραξη 200.000 ευρώ που αφορούν τα “μαύρα”. Μάλιστα, έχει βρεθεί εκτεθειμένος παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν κέρδισε ούτε ένα ευρώ από τη μη αναγραφή του συνολικού τιμήματος στο συμβόλαιο. Δεν γλύτωσε φόρο μεταβίβασης, αφού τον φόρο πληρώνει ο αγοραστής, δεν γλύτωσε πόθεν έσχες, αφού, αντίθετα, βρέθηκε με χρήματα που δεν θα μπορούσε να δαπανήσει επειδή ήταν “μαύρα” και γενικά δεν είχε κάποιο όφελος, πέραν, βέβαια, της είσπραξης του τιμήματος από την πώληση του ακινήτου του.
Τι κάνει τώρα η φορολογική διοίκηση; Στο πλαίσιο των ελέγχων, καταλογίζει απόκρυψη εισοδήματος για τα “μαύρα” που εισέπραξε και καλεί τον φορολογούμενο να πληρώσει φόρο μεταβίβασης αναδρομικά και εκπρόθεσμα για το πέραν της αντικειμενικής αξίας τίμημα. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ο φόρος μεταβίβασης βαρύνει τον αγοραστή, ο τελευταίος δεν συναινεί στην πληρωμή του φόρου, αφού η Εφορία έχει στριμώξει τον πωλητή και, έτσι, ο πωλητής πληρώνει τον φόρο, ύψους σήμερα 3%, για να γλυτώσει από τους τσουχτερούς συντελεστές φορολόγησης του εισοδήματος από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας (φτάνουν συνολικά ακόμα και το 100% μαζί με τις προσαυξήσεις και τα πρόστιμα).
Οι κατασκευαστές που δήλωναν… μισθωτοί
Εκτός από τους απλούς περιστασιακούς πωλητές ακινήτων, στην παγίδα του υπουργείου Οικονομικών έχουν πιαστεί και περίπου 2.500 φορολογούμενοι οι οποίοι, ενώ ουσιαστικά ασκούσαν το επιτήδευμα του κατασκευαστή και εμπόρου ακινήτων, εμφανίζονταν ως απλοί ιδιώτες που έχτιζαν για να ικανοποιήσουν τις στεγαστικές τους ανάγκες και να ενδύσουν σε ακίνητη περιουσία, αλλά στη συνέχεια πωλούσαν τις οικοδομές και αποκόμιζαν κέρδη, και μάλιστα αφορολόγητα. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και σε αυτήν την περίπτωση όλοι λειτουργούσαν νόμιμα, καθώς το επέτρεπε το τότε φορολογικό και νομικό καθεστώς.
Φάμπρικα κατασκευαστών
Η “φάμπρικα” των αφανών κατασκευαστών και εμπόρων κατοικιών λειτουργούσε ως εξής. Ο φορολογούμενος έχτιζε μια πολυκατοικία ο ίδιος και στη συνέχεια προχωρούσε στην πώληση των διαμερισμάτων.
Μάλιστα, επειδή έχτιζε με αυτεπιστασία, τυπικά απαλλασσόταν και από τη χρέωση ΦΠΑ. Αφού ολοκλήρωνε την πώληση των κατοικιών που είχε κατασκευάσει, προχωρούσε στη συνέχεια στην ανέγερση νέας πολυκατοικίας στο όνομα συγγενικού προσώπου, όπως, για παράδειγμα, της συζύγου, της μητέρας ή κάποιου παιδιού.
Μάλιστα, καταγράφηκαν περιπτώσεις φορολογουμένων που είχαν χτίσει με τον παραπάνω τρόπο ακόμα και δέκα πολυκατοικίες χωρίς να έχουν πληρώσει ούτε ευρώ φόρο για το εισόδημα που αποκόμισαν από την ανέγερση και πώληση κατοικιών.
Οι περιπτώσεις αυτές ήρθαν στην επιφάνεια μέσω της επεξεργασίας των στοιχείων καταθέσεων που πραγματοποίησαν οι τράπεζες έπειτα από παραγγελία των δικαστικών Αρχών. Εντοπίστηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς σημαντικά ποσά “πρωτογενών” καταθέσεων, τα οποία, όμως, δεν δικαιολογούνταν από τις φορολογικές τους δηλώσεις.
Για πολλούς έχουν ήδη εκδοθεί εντολές φορολογικού ελέγχου και έχουν βεβαιωθεί σημαντικά ποσά για απόκρυψη εισοδήματος και άσκηση επιτηδεύματος χωρίς να έχει δηλωθεί στην Εφορία.
(Πηγή: Κεφάλαιο)