Ανορθολογικό, προβληματικό και επικίνδυνο το σύστημα αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπάλληλων

ΕΝΑΠ:  «Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα».

Το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης ασκώντας πιέσεις την επομένη της λήξης της προθεσμίας για την εφαρμογή της πρώτης φάσης της διαδικασίας αξιολόγησης (επιμερισμός ποσοστών), κινείται στο πλαίσιο της παραπάνω φράσης, αφού:

 

–          Αγνοεί τις σοβαρές ενστάσεις σε ό,τι αφορά τη συνταγματικότητα του σχετικού νόμου, που έχουν διατυπωθεί από την ίδια την Επιστημονική Υπηρεσίας της Βουλής

–          Αγνοεί τις σοβαρές και τεκμηριωμένες αντιρρήσεις της επιστημονικής κοινότητας

–          Αγνοεί την απουσία των στοιχειωδών και αναγκαίων προϋποθέσεων που θα εξασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή της αξιολόγησης και τις τεράστιες δυσκολίες που θα προκύψουν καθημερινά σε όλες τις Υπηρεσίες

Εμμένει με κάθε τρόπο, στην εφαρμογή ενός ανορθολογικού, προβληματικού και επικίνδυνου συστήματος αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπάλληλων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το συγκεκριμένο σύστημα δεν αποτελεί καν καινοτομία, όπως διατείνεται η ηγεσία του Υπουργείου που το προωθεί, αλλά πιστή αντιγραφή του αποτυχημένου συστήματος που είχε εφαρμοστεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αποσύρθηκε λόγω των πολλών προβλημάτων που δημιουργούσε.

Η εμμονή σε ένα σύστημα που πρωτοεφαρμόστηκε στο Δημόσιο πριν 23 χρόνια, απέτυχε, αποσύρθηκε και από τον ιδιωτικό τομέα (χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Microsoft) και επανέρχεται στο προσκήνιο ως μεταρρύθμιση για να διαλύσει την κρατική μηχανή, δεν συνιστά μεταρρύθμιση και δεν συμβάλλει στην προσπάθεια μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο Δημόσιας Διοίκησης. Αντίθετα με την πεποίθηση του ΥΔΙΜΗΔ, τα προβλήματα ενός κακού συστήματος δεν αντιμετωπίζονται με πειθαρχικές διώξεις σε όσους διαφωνούν με τη διαδικασία που προβλέπεται από ένα νόμο, η συνταγματικότητα του οποίου είναι υπό αμφισβήτηση.

Παρατηρούμε ότι το σύστημα αξιολόγησης που επιχειρεί να εφαρμόσει το ΥΔΙΜΗΔ:

–          Στηρίζεται σε κανόνα που ανακάλυψε στη βάση μιας εμπειρικής στατιστικής παρατήρησης

–          Στηρίζεται στην προσπάθεια να μετατραπούν κριτήρια, που επί του παρόντος είναι αδύνατον να μετρηθούν, σε μετρήσιμα

–          Στηρίζεται κυρίως σε αξιολογητές που δεν έχουν επιλεγεί με αξιοκρατικές διαδικασίες (απευθείας αναθέσεις προϊσταμένων) και δεν έχουν κουλτούρα αξιολόγησης

–          Στηρίζεται σε ένα σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη στοχοθεσίας, όπου ο αξιολογούμενος δεν γνωρίζει εκ των προτέρων ποιους στόχους οφείλει να επιτύχει προκειμένου να αριστεύσει, επομένως δεν γνωρίζει και πώς να μεγιστοποιήσει την απόδοσή του. Αυτό συμβαίνει, καθώς της αξιολόγησης θα έπρεπε να προηγηθεί η εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για τη στοχοθεσία (μιας top down διαδικασίας) το οποίο έχει ψηφίσει η ελληνική Βουλή, ήδη από το 2004 (ν.3230/2004) και παραμένει ανενεργό

–          Στηρίζεται στη σύγκριση των υπαλλήλων μεταξύ τους και όχι σε σχέση με αυτό που έχει εκ προοιμίου συμφωνηθεί ως επιδιωκόμενος στόχος προς επίτευξη. Εισάγει, έτσι, αυθαίρετα την έννοια της «συγκριτικής αξιολόγησης» με τρόπο που δεν συνάδει με τη διοικητική επιστήμη, την παιδαγωγική και άλλα πεδία εφαρμογής μεθόδων αξιολόγησης και δρα διασπαστικά

–          Στηρίζεται στην υποχρέωση να αξιολογηθούν οι υπάλληλοι με βαθμό διαφορετικό (κατώτερο ή ακόμη και ανώτερο) ανεξαιρέτως πραγματικής απόδοσης. Θα προκύψουν και «άριστοι» που απλώς εντάσσονται στο 25% χωρίς να το αξίζουν, είτε γιατί οι πραγματικοί άριστοι είναι λιγότεροι αριθμητικά και υπάρχει περιθώριο κάλυψης του υπολοίπου, είτε γιατί χωρίς μετρήσιμα κριτήρια καθίσταται δυνατή η προώθηση της ευνοιοκρατίας, του πελατειακού συστήματος κ.λπ.

–          Στηρίζεται σε ένα σύστημα που δεν επιτρέπει στους αξιολογούμενους να βελτιώσουν τη βαθμολογία τους αν δεν μειωθεί η βαθμολογία των υπολοίπων συναδέλφων τους

Επισημαίνουμε δε, ότι απουσιάζει πλήρως ή έστω και στοιχειωδώς η πρόβλεψη για πιλοτική εφαρμογή του μέτρου (πρακτική την οποία εφαρμόζουν όλα τα συστήματα διοίκησης των προηγμένων κρατών και οι εύρωστες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα), προκειμένου να εντοπισθούν τυχόν σφάλματα ή στρεβλώσεις.

Ο αξιολογούμενος πρέπει να γνωρίζει με σαφήνεια και εκ των προτέρων ποια είναι τα αναμενόμενα από εκείνον στη βάση: α. της ευρύτερης στοχοθεσίας του οργανισμού β. της ειδικότερης στοχοθεσίας της μονάδας του και γ. των αρμοδιοτήτων και των απορρεουσών υποχρεώσεων που προβλέπει  η θέση εργασίας του. Περαιτέρω, και για όλους τους προαναφερόμενους λόγους, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην περιγραφή θέσεων στο Δημόσιο, της οποίας η υλοποίηση παρουσιάζει, επίσης, σημαντική καθυστέρηση.

Με βάση τα προεκτεθέντα, η ΕΝΑΠ διαφωνεί με την εφαρμογή του εν λόγω ανορθολογικού, άδικου και διάτρητου συστήματος αξιολόγησης και ζητά την άμεση απόσυρσή του. Η ΕΝΑΠ αναγνωρίζει την ανάγκη αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, ωστόσο, σταθερή της θέση είναι η διαμόρφωση του όποιου συστήματος αξιολόγησης να στηρίζεται στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων. Τέλος, εκφράζουμε τη διάθεση μας να  συμβάλλουμε με ιδέες και επιστημονικά τεκμηριωμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή.