Από πότε το κόμμα είναι πάνω από τον λαό και την πατρίδα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ.

Σάλος στην επίσημη πολιτική σκηνή. Σε συνέντευξή του στην Αυγή (17/11/2013) ο κ. Τσίπρας απευθύνθηκε στους βουλευτές της συμπολίτευσης λέγοντας: «Όσοι αποφασίσουν με την ψήφο τους να θέσουν τέρμα στην καταστροφική πορεία της χώρας, παρά τις επιθέσεις του συστήματος της μνημονιακής διαπλοκής, που θα είναι σφοδρές, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Θεοδώρας Τζάκρη, θα έχουν την πλατιά αποδοχή της λαϊκής βάσης, των τοπικών κοινωνιών και των πολιτών που τους εξέλεξαν και δεν αντέχουν άλλο». Μάλιστα σημειώνει ότι τους αναγνωρίζει «πολιτική αξιοπρέπεια».

 
«Ντροπή, κύριε Τσίπρα. Η απάντηση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ θα σας δοθεί επίσημα και κατά πρόσωπο,» απάντησε ο Βενιζέλος καταγγέλλοντας τον Αλέξη Τσίπρα ως «αλαζόνα του μικροπολιτικού του νεοπλουτισμού». Και οι χαρακτηρισμοί είχαν συνέχεια. «Απροκάλυπτη και αγοραία πρόσκληση αποστασίας», «πολιτικό τυχοδιωκτισμό» και «πολιτική αλητεία» προσάπτει ο Βενιζέλος στον Τσίπρα με αφορμή το «προσκλητήριο» που απηύθυνε ο δεύτερος σε βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης.
 
Για «ηθικό και πολιτικό κατήφορο δίχως τέλος» του Τσίπρα έκανε λόγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σίμος Κεδίκογλου απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για την «πρόσκληση αποστασίας» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικούς βουλευτές. Ο Κεδίκογλου κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «υπόσχεται εκλογικές αγοραπωλησίες βουλευτών για να βρεθεί στην εξουσία» και ότι επιχειρεί να δηλητηριάσει την πολιτική ζωή. Ανάφερε δε ότι ο κ. Τσίπρας «γράφει την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ».
 
Σχέδια χειραγώγησης των πολιτικών εξελίξεων
 
Γιατί, ρε παιδιά, τέτοιος πανικός; Αυτά δεν κάνουν τα κόμματά σας επί δεκαετίες; Αγοραπωλησίες βουλευτών. Το δούναι-λαβείν με βουλευτές δεν πάει σύννεφο;  Γιατί «αποστασία» η πρόσκληση του Τσίπρα; Τι διαφορετικό κάνει απ’ ότι κάνετε εσείς χρόνια τώρα;
 
Καταρχάς, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Η «αποστασία» δεν αφορούσε σε βουλευτές που έφυγαν από το κόμμα τους. Ούτε σε βουλευτές που έριξαν την κυβέρνησή τους, αλλά σε βουλευτές συγκεκριμένου κόμματος, της Ένωσης Κέντρου, που αποδέχτηκαν να νομιμοποιήσουν το πραξικόπημα του βασιλιά τον Ιούλιο του 1965, το οποίο οδήγησε τον Γ. Παπανδρέου, αρχηγό του συγκεκριμένου κόμματος, να παραιτηθεί από την κυβέρνηση. Επομένως δεν μιλάμε για τα ίδια πράγματα.
 
Όμως αλλού είναι το θέμα. Ο πανικός του Βενιζέλου και του Κεδίκογλου έχει βάση. Ξέρουν πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή που το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου επιχειρεί να εξαγοράσει την υποστήριξη βουλευτών από όλο το φάσμα του κοινοβουλίου για να ενισχυθεί η δική τους ισχνή και εκλογικά ανύπαρκτη πλειοψηφία, κάτι ανάλογο επιχειρούν άλλα κέντρα. Ξέρουν πολύ καλά ότι υπάρχουν υπόγειες διασυνδέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ τόσο με το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, όσο και με την Καραμανλική Νέα Δημοκρατία.
 
Ξέρουν πολύ καλά ότι το φαινόμενο Τζάκρη δεν ούτε είναι τυχαίο, ούτε μεμονωμένο. Με τέτοια ισχνή πλειοψηφία στην Βουλή, οι Σαμαράς-Βενιζέλος ξέρουν πολύ καλά ότι είναι έρμαια της «εσωκομματικής» τους αντιπολίτευσης. Ξέρουν επίσης πολύ καλά ότι κάποιοι στα παρασκήνια προωθούν λύση ευρείας συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να απλώνεται από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ», έως τον Κουβέλη της ΔΗΜΑΡ με τις ευλογίες ακόμη και των βαρόνων της Νέας Δημοκρατίας που βλέπουν την πρωτοφανή συρρίκνωση και διάλυση του κόμματός τους από την ομάδα Σαμαρά κι ανησυχούν βαθύτατα.
 
Από την άλλη με την δήλωσή του αυτή ο κ. Τσίπρας δηλώνει ξεκάθαρα ότι συμμετέχει ενεργά στα παιχνίδια αυτά του παρασκηνίου. Ξεκαθαρίζει ότι θέλει μια ελεγχόμενη πτώση της κυβέρνησης με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαγνίζει τα μέχρι τώρα στηρίγματά της προκείμενου να χρησιμοποιηθούν σε μια αυριανή πολιτική κατάσταση.
 
Έτσι καλεί τον κόσμο να ξεχάσει ποιοι είναι αυτοί που έβαλαν πλάτες τουλάχιστον τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια στο γενικό ξεπούλημα της χώρας και την μαζική εξόντωση του λαού, που ο ίδιος ο στρατηλάτης της αριστεράς ονοματίζει «ανθρωπιστική κρίση», λες και πρόκειται για το αποτέλεσμα κάποιου φυσικού φαινομένου, κάποιας απρόσμενης θυελλώδους καταιγίδας. Αν ανοίξουν τον δρόμο στη διακυβέρνηση Τσίπρα, όπως αυτή φαίνεται να προετοιμάζεται στο παρασκήνιο, όλα θα τους συγχωρεθούν, ότι έκαναν θα ξεχαστούν, θα βρουν ξανά την αποδοχή της εκλογικής πελατείας που πάνω της βυσσοδόμησαν άγρια και θα ξαναβρούν την χαμένη τους «πολιτική αξιοπρέπεια». Κούνια που σας κούναγε όλους, με πρώτο τον Τσίπρα.
 
Η κοινή λογική λέει ότι όταν πας να στηριχθείς σε λωποδύτες, σε επίορκους και αδίστακτους συμφεροντολόγους, όπως είναι όλοι αυτοί που στήριξαν με την ψήφο τους και την συμμετοχή τους στη δημιουργία αυτού του καθεστώτος νέας κατοχής, τότε δεν μπορεί παρά να είσαι κι εσύ μια από τα ίδια. Με άλλα λόγια βρήκε ο σκύλος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, όπως λέει κι ο λαός μας.
 
Υπό καθεστώς απολυταρχίας
 
Το βασικό όμως ερώτημα που προσωπικά μας απασχολεί είναι το εξής: Γιατί οι ηγεσίες και οι μηχανισμοί των κομμάτων μπορούν με τέτοια άνεση να παίζουν παιχνίδια κορυφής και να ασκούνται στην πολιτική του παρασκηνίου με δούναι-λαβείν βουλευτών και άλλων, αλλά τους πιάνει σύγκρυο μόλις τεθεί θέμα ανοιχτής διάσπασης του κόμματος;
 
Γιατί στα σημερινά κόμματα του κοινοβουλίου, μηδενός εξαιρουμένου, υπάρχει τέτοια θεοσέβεια; Γιατί όταν υπάρχουν κορυφαία ζητήματα που διχάζουν την κοινωνία και το ίδιο το κόμμα, ζητήματα ζωής ή θανάτου για τον λαό και την χώρα, δεν πρέπει να αποτελέσουν casus belli ακόμη κι αν οδηγήσουν σε διάσπαση και διάλυση το ίδιο το κόμμα; Γιατί το κόμμα να είναι πάνω από την κοινωνία και τα προβλήματά της; Γιατί ο διχασμός μέσα στην κοινωνία να φέρει και τον διχασμό μέσα στα κόμματα; Τι σόι τερατώδης διαστροφή είναι αυτή;
 
Αυτή η τερατώδης διαστροφή δεν κυριαρχεί μόνο στα κόμματα υβρίδια που κρατιούνται στην κυβέρνηση με νύχια και με δόντια, απειλώντας θεούς και δαίμονες μην τυχόν και χάσουν την εξουσία, αλλά και στα κόμματα της αριστεράς. Το Führerprinzip δεν ήταν επινόηση ούτε του Χίλτερ, ούτε αφορούσε μόνο τα ναζιστικά κόμματα, όπως θεωρούν ορισμένοι ανεκδιήγητοι τύποι, αλλά αντλεί την καταγωγή του από εκείνους τους θεωρητικούς που έτρεμαν την δημοκρατία σαν πεδίο ανοιχτής αναμέτρησης με όρους κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης.
 
Ήθελαν λοιπόν μια εξουσία που να στέκεται πάνω και πέρα από αυτές τις διαμάχες και να εξασφαλίζει την ενότητα της πολιτείας. Ο συντηρητικός Ντισραέλι διαπίστωνε τον βαθύ διχασμό της Βρετανίας της εποχής του σε τέτοιο βαθμό που μιλούσε για «δυο έθνη»: «Δύο έθνη ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει καμία επαφή και καμία συμπάθεια… Οι πλούσιοι και οι φτωχοί».[1] Ο τρόμος ότι η δημοκρατία είναι το προνομιακό πεδίο της ανειρήνευτης αναμέτρησης αυτών των «δυο εθνών», τον έκαναν να πιστεύει ότι η «ελεύθερη Μοναρχία», ήταν η ιδανικότερη να εκφράσει την ενότητα του έθνους, του λαού και της πολιτείας.
 
Αργότερα, όταν οι αγώνες των λαών για δημοκρατία δεν επέτρεπαν πια την ύπαρξη μονάρχη, τη θέση αυτής της «πολιτικά ουδέτερης» εξουσίας πήρε ο Πρόεδρος, ο οποίος υποτίθεται ότι εκφράζει στο πρόσωπό του την ενότητα που πριν εξέφραζε ο μονάρχης. Και μάλιστα για να του δοθεί το ανάλογο κύρος που κάποτε είχε η μοναρχία, τον έβαλαν να εκλέγεται απευθείας από τον λαό ώστε να στέκεται πάνω από τις διαμάχες ανάμεσα σε κόμματα, σχήματα και δυνάμεις που πυροδοτεί η ίδια η κατάσταση μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας.
 
Στο σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1918, που επέβαλλε η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, βασιζόταν στην «πολιτική ουδετερότητα» του Προέδρου, ο οποίος με το άρθρο 48 είχε την δυνατότητα να αναστέλλει βασικές διατάξεις του συντάγματος, ακόμη και να επεμβαίνει επικεφαλής του στρατού «αν η δημόσια ασφάλεια και τάξη στο Γερμανικό Ράιχ έχει διαταραχθεί σε σημαντικό βαθμό ή κινδυνεύει». Με τον τρόπο αυτό θεσπιζόταν επίσημα και συνταγματικά η Führerprinzip, η οποία τελικά οδήγησε στο ναζισμό.
 
Ο συνταγματολόγος Δημ. Τσάτσος, όταν ακόμη τιμούσε τις δημοκρατικές περγαμηνές της επιστήμης του, έγραφε σχετικά: «Η εξέλιξη και η πτώση της Βαϊμάρης ρίχνει φως στις συνέπειες που έχει στην πολιτική πραγματικότητα η σχετικοποίηση της Δημοκρατίας, με βάση την αρχή της «πολιτικής ουδετερότητας». Η πολιτική ουδετερότητα του προέδρου του Reich, δηλαδή η πολιτική του νομιμοποίηση με βάση αρχή εξωδημοκρατική, ήταν μια πρώτη συμβολή στη δημιουργία του πολιτικού συνθήματος του «Führerprinzip». Η ουδετερότητα της υπαλληλίας όλων των κλάδων βρήκε τους φορείς της άτομα με «ουδέτερη» πολιτική συνείδηση, έτοιμα να δεχτούν μέσα σε μια νύχτα το «νέο κράτος» του εθνικοσοσιαλισμού. Για τον «πολιτικά ουδέτερο» υπάλληλο η πίστη και η υποταγή του προς το «κράτος» δεν είχε καμιά εξάρτηση από το βασικά ηθικά θεμέλια του πολιτεύματος. Η μετάβαση από τη Βαϊμάρη στον εθνικοσοσιαλιστικό ολοκληρωτισμό έδειξε ποια είναι η συνέπεια της πολιτικής ουδετερότητας. Με βάση τη θεωρία αυτή διευκολύνθηκε ο ολοκληρωτισμός και επομένως ενισχύθηκε η ιδέα πώς δεν είναι οι αξίες εκείνες που νομιμοποιούν το κράτος, αλλά το κράτος εκείνο που νομιμοποιεί τις αξίες.»[2]  
 
Το κόμμα ως ιερατική πολιτεία
 
Βάλτε όπου «κράτος», το «κόμμα» και θα βρείτε την κατάσταση μέσα στην οποία έχουν βυθιστεί όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί του επίσημου πολιτικού συστήματος. Η Führerprinzip υπάρχει και διαφεντεύει όλα τα επίσημα κόμματα. Ιδίως εκεί όπου ο Πρόεδρος, ο ηγέτης του κόμματος, ψηφίζεται απευθείας από την «βάση». Να γιατί σε όλα τα κόμματα η έμπρακτη αμφισβήτηση του ηγέτη και η ανοιχτή αναμέτρηση με την ηγεσία, συνιστά μοιραίο αμάρτημα. Ενώ η κομματική υπαλληλία, δηλαδή η γραφειοκρατία του κόμματος, τηρεί «πολιτικά ουδέτερη» στάση απέναντι σε κάθε ακανθώδες ζήτημα που εκ των πραγμάτων διχάζει το κομματικό σώμα. Ακολουθεί πάντα πιστά τον εκάστοτε ηγέτη. Ενώ η διαπάλη για τις αρχές υποβιβάζεται σε μια αντιπαράθεση αυστηρά εντός των οργάνων και τηρουμένων των τυπικών διαδικασιών υπό τον διαρκή φόβο της διάσπασης της επίπλαστης ενότητας.
 
Από τότε που τα κόμματα μεταλλάχθηκαν από συνασπισμός «ισχυρών ανδρών» του κοινοβουλίου και της πολιτικής – όπου ο καθένας εύκολα μεταπηδούσε σε άλλο κόμμα, ή άλλαζε συνασπισμό συμφερόντων προκειμένου να έχει καλύτερη τύχη – σε μηχανισμούς κομματικών γραφειοκρατών εξαρτημένων από τον κρατικό κορβανά και τη νομή της εξουσίας, η «ενότητα του κόμματος» και το αλάθητο, το αδιαφιλονίκητο της ηγεσίας αποτέλεσαν τους δυο βασικούς πυλώνες της νέας κομματικής πραγματικότητας.
 
Ο λόγος είναι απλός. «Η γραφειοκρατία είναι η république prêtre[3] έγραφε εύστοχα ο Μαρξ. Δηλαδή μια ιερατική πολιτεία σαν των Ιησουιτών, των μυημένων, του κλειστού κύκλου που έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει ζωή, ή αλήθεια. Ένα είδος μεσαιωνικής μασονικής στοάς. Η δουλειά της είναι να αντικαθιστά την ουσία με τον τύπο. Να δημιουργεί μια φανταστική πραγματικότητα δίπλα και πάνω στην αληθινή.
 
Κι όπως στο κράτος έτσι και στο κόμμα, η γραφειοκρατία αντιπροσωπεύει το φανταστικό κόμμα δίπλα και πάνω στο πραγματικό κόμμα. Κάθε πράγμα λοιπόν έχει διπλή σημασία, μια σημασία πραγματική και μια σημασία γραφειοκρατική, όπως και κάθε γνώση είναι γνώση διπλή, γνώση πραγματική και γνώση γραφειοκρατική. Το καθολικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο που φυλάγεται από την ιεραρχία προς τα μέσα κι από τον χαρακτήρα της σαν κλειστής συντεχνίας προς τα έξω. Η ιεραρχία ξέρει. Όσοι βρίσκονται εκτός δεν ξέρουν και δεν πρέπει να ξέρουν. Οφείλουν απλά να συμμορφώνονται και να ακολουθούν. Δεν έχουν δικαίωμα ούτε αυτόβουλης δράσης, ούτε απόφασης για μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα.
 
Ο Μαρξ έγραφε για την γραφειοκρατία: «Η Αρχή είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία της Αρχής η πεποίθησή της. Στο εσωτερικό της όμως ο σπιριτουαλισμός μετατρέπεται σε χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων.»[4] Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση αυτής της διατύπωσης από την αναγωγή του κόμματος σε κάτι το μεταφυσικό, πάνω από την κοινωνία, τον λαό και τους πολίτες. Το κόμμα, σύμφωνα πάντα με το γραφειοκρατικό πνεύμα, είναι ο φορέας της κοινωνικής και πολιτικής δράσης κι όχι η ίδια η κοινωνία, ο ίδιος ο λαός.
 
Δεν υπάρχει ζωή έξω από το κόμμα, γι’ αυτό και η «ενότητα του κόμματος» υπήρξε για την κομματική γραφειοκρατία το raison detre της ίδιας της ύπαρξής της και άρα της ύπαρξης ολόκληρης της ζωής. Γι’ αυτό και είναι αδιανόητο να μιλήσεις σε κόμματα όπου κυριαρχεί η γραφειοκρατία, για διασπάσεις. Ιδίως όταν αυτό το κόμμα βρίσκεται μπροστά στην εξουσία. Φαντάζει ιεροσυλία μεγαλύτερη από την ασέλγεια σε ιερό χώρο. Μόνο η ηγεσία έχει δικαίωμα να αποπέμπει. Όπως ακριβώς το ιερατείο αποπέμπει τους αιρετικούς, δηλαδή τους διασπαστές.
 
Πρώτα ο λαός, ή το κόμμα;
 
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κανένα αληθινά επαναστατικό ή ριζοσπαστικό κόμμα δεν αναδείχθηκε ποτέ σ’ αληθινά μάχιμη δύναμη για τον λαό, αν το ίδιο πρώτα δεν ανέδειξε την εσωκομματική ανοικτή και «οξεία πάλη των τάσεων»[5] ως κορυφαίο «ανάχωμα» ενάντια στο βάλτωμα, τον εφησυχασμό, την αποσυνθετική ατμόσφαιρα της ρουτίνας, τον εσωτερικό διχασμό σε γραφειοκράτες και οπαδούς.
 
Αντίθετα, όποτε η τυπολατρική «κομματική ενότητα» επέβαλλε το στρογγύλεμα των διαφορών και την εκπαραθύρωση της εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής ζύμωσης, είτε με την σιδερένια πυγμή του ηγετικού μηχανισμού, είτε στο όνομα μιας τυπικής και ανούσιας δημοκρατίας, τότε η διαφθορά ακόμη και πραγματικών αγωνιστών – μέσα απ’ τον εθισμό τους στην ίντριγκα και το παρασκήνιο – συνιστούσε ανέκαθεν γενικό κανόνα.
Αυτό τον κανόνα εξέφραζε κι ο Φερντινάντ Λασσάλ όταν στα 1852 έγραφε στον Κάρλ Μάρξ: «Η εσωκομματική πάλη δίνει στο κόμμα δύναμη και ζωτικότητα. Η μεγαλύτερη απόδειξη της αδυναμίας ενός κόμματος είναι η πλαδαρότητα του και η άμβλυνση των διαφορών που έχουν διαγραφεί με σαφήνεια. Το κόμμα δυναμώνει όταν ξεκαθαρίζει τις γραμμές του.»[6]
 
Με την σειρά του ο Ένγκελς ήταν αμείλικτος μ’ όλους εκείνους τους δυστυχείς που αδυνατούσαν να κατανοήσουν την σημασία της ιδεολογικοπολιτικής αναμέτρησης στο εσωτερικό του κινήματος και καλούσαν κάθε φορά σ’ «ενότητα» ξεχνώντας τις βαθιές διαφορές σκοπού και μέσων: «Κανείς – έγραφε ο Ένγκελς εκ μέρους του ίδιου και του Μάρξ – δεν πρέπει ν’ αφήνει τον εαυτό του να παραπλανάται από τις φωνές για «ενότητα».Αυτοί που έχουν συχνότερα στα χείλια τους αυτή την λέξη, είναι οι ίδιοι που προκαλούν την περισσότερη φασαρία,… είναι εκείνοι που προκαλούν όλες τις διασπάσεις, την οχλοβοή για το τίποτα,… Αυτοί οι φανατικοί με την ενότητα είναι είτε στενόμυαλοι άνθρωποι που θέλουν ν’ ανακατέψουν τα πάντα σ’ έναν ακαθόριστο χυλό, ο οποίος την στιγμή που θ’ αφεθεί να κατακαθίσει, ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις διαφορές αλλά μ’ ακόμη πιο οξεία αντίθεση γιατί αυτή την φορά θα βρίσκονται όλες στο ίδιο τσουκάλι… είτε είναι άνθρωποι που ασυνείδητα (…) ή συνειδητά θέλουν να ευνουχίσουν το κίνημα. Αυτός είναι ο λόγος που οι χειρότεροι σεχταριστές, οι μεγαλύτεροι καβγατζήδες και οι παλιάνθρωποι φωνάζουν κατά καιρούς δυνατότερα απ’ όλους για την ενότητα. Κανένας καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής μας δεν μας έφερε χειρότερους μπελάδες και περισσότερους καυγάδες απ’ αυτούς που φωνάζουν για ενότητα.»[7]
 
Κι ο Ένγκελς κατέληγε: «Επιπλέον, ακόμη κι ο γέρο-Χέγκελ έλεγε: ένα κόμμα αναδεικνύεται θριαμβευτής μόνο μέσα απ’ την διάσπαση κι επιπλέον κατορθώνοντας ν’ αντέξει αυτή την διάσπαση. Το κίνημα του προλεταριάτου είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από ποικίλα στάδια ανάπτυξης. Σε κάθε στάδιο ένα μέρος του κόσμου κολλά και δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την πορεία προς τα μπρος. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να εξηγήσει γιατί η «αλληλεγγύη του προλεταριάτου» υλοποιείται στην πραγματικότητα παντού μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών»[8].
 
Κι αυτό ισχύει στην πολιτική γενικά και στο κίνημα ειδικά, με την ίδια αναγκαιότητα που στο βασίλειο των ζώων και των φυτών λειτουργεί η «φυσική επιλογή»! Όποιος ξεχνά αυτή την θεμελιώδη αλήθεια, είτε είναι πολιτικά αγράμματος κι άρα άχρηστος για το κίνημα, είτε τυπικός πολιτικάντης κι άρα επικίνδυνος για το κίνημα. Δεν υπάρχει άλλωστε κι άλλος τρόπος για να γλυτώσει κανείς από την γραφειοκρατία και το πνεύμα της, το οποίο ανθεί όπου κυριαρχεί η λιτανεία του κόμματος.
 
Όποιος θέτει πάνω απ’ όλα την ενότητα του ίδιου του λαού, του προλεταριάτου όπως έλεγε ο Ένγκελς, στον αγώνα του για τα δικαιώματα και την χειραφέτησή του, δεν τον τρομάζει η διάσπαση. Ξέρει πολύ καλά ότι το κόμμα, η συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης δεν ήταν ποτέ και ούτε μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει πάνω από την κοινωνία παρά μόνο σαν γραφειοκρατική διαστροφή. Γνωρίζει ότι το κόμμα και γενικά η οργάνωση οφείλει να είναι το πολιτικό μέσο έκφρασης και ο αναγκαίος καταλύτης για την συγκρότηση του ίδιου λαού σε μάχιμη δύναμη για τον εαυτό του.
 
Αν δεν μπορεί να το κάνει, αν έχει μεταβληθεί σ’ ένα γραφειοκρατικό ξόανο, τότε στο διάολο με το κόμμα, στα τσακίδια κι ακόμη παραπέρα. Όχι απλά η διάσπαση οφείλει να τεθεί στην ημερήσια διάταξη του κόμματος, αλλά η κήρυξη ανοιχτού πολέμου είναι κάτι παραπάνω από αναπόφευκτη – όπως ακριβώς στο ζωικό βασίλειο ανάμεσα σε διαφορετικά είδη για την επιβίωση – με όλα τα όπλα της ανελέητης κριτικής να στοχεύουν στην ολοκληρωτική συντριβή και εξάλειψη εκείνου του μορφώματος που έχασε κάθε νόημα ύπαρξης για τον λαό και στέκει εμπόδιο στην δράση του. Πρώτα και πάνω απ’ όλα προέχει το συμφέρον του λαού και η ανάγκη αυτός ο ίδιος, όχι κάποιος κομματικός μηχανισμός στο όνομά του, να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.
 
Ανελέητη κριτική χωρίς να χαριζόμαστε σε κανέναν
 
Όπου βλέπετε κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς να φοβούνται την διάσπαση, να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες για να μην ακουστούν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, να τα βρίσκουν για την «ενότητα του κόμματος» τάσεις, ή απόψεις, που φαινομενικά είναι ριζικά διαφορετικές στο πολιτικό δια ταύτα, τότε να είστε σίγουροι ότι εκεί βασιλεύει η ίντριγκα και η ύποπτη σκοπιμότητα κάθε είδους. Να είστε σίγουροι ότι έχει εκλείψει προ πολλού η πολιτική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, ενώ κυριαρχεί η προσωπική ιδιοτέλεια, η καθηλωτική αμηχανία και η απαξίωση κάθε αληθινού νοήματος της πραγματικής ζωής, που έτσι ή αλλιώς είναι γι’ αυτούς νεκρή.
 
Υπάρχει μόνο η μεταφυσική μετουσίωση της ζωής στο κόμμα που απαιτεί από όλα τα μέλη και τους οπαδούς του να του συμπεριφέρονται με τρόπο ιησουίτικο, είτε έχουν, είτε δεν έχουν επίγνωση του ιησουιτισμού τους. Να γιατί το κόμμα στέκεται πέρα και πάνω απ’ όλα. Ενώ ακόμη και η αληθινή ζωή θα πρέπει να βρει την δικαίωσή της μέσα από το κόμμα. Δεν είναι ο λαός και οι τάξεις που οφείλουν να δημιουργήσουν αφεαυτού τους τα κόμματα, τους σχηματισμούς και τις συλλογικότητες που χρειάζονται στην δράση τους, αλλά αντίθετα τα κόμματα είναι εκείνα που πρέπει να δημιουργήσουν τον λαό και τις τάξεις.
 
Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις τα κόμματα δημιουργούν το εικόνισμα του λαού και των κοινωνικών τάξεων που τους βολεύει, στη θέση του αληθινού λαού και των κοινωνικών του τάξεων που υπάρχουν στην αληθινή ζωή. Ένα εικόνισμα που αποβλακώνει τους πιστούς οπαδούς και αποχαυνώνει όλους τους υπόλοιπους, ώστε να υποκύψουν στον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», όπως τον διατύπωσε ο Ρόμπερτ Μίχελς μελετώντας στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα την γραφειοκρατική μετάλλαξη της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας – το αρχέτυπο της οργάνωσης για όλα τα μαζικά κόμματα της αριστεράς, ακόμη και των κομμουνιστών.
 
Όποιος λοιπόν τρέμει την διάσπαση και την αναμέτρηση μέχρις τελικής πτώσης. Όταν κι όποτε το επιβάλλουν τα πιο ζωτικά και άμεσα συμφέροντα του λαού. Όταν και όποτε κρίνεται η τύχη της χώρας και του λαού. Όποιος δεν καταλαβαίνει γιατί η ενότητα του λαού, ή του προλεταριάτου κατά τον Ένγκελς, περνά αναγκαστικά «μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών,» τότε είναι αιχμάλωτος μιας βαθιάς γραφειοκρατικής αντίληψης που θέλει τον λαό υποχείριο των κομμάτων και των μηχανισμών τους. Δεν βλέπει έξω από τον κύκλο της γραφειοκρατίας και δεν αντιλαμβάνεται την αληθινή ζωή παρά μόνο στην φανταστική της απεικόνιση μέσα από τους μηχανισμούς του κόμματος.  
 
Αντί για την αληθινή δημοκρατία όπου οι αντιπαραθέσεις διεξάγονται ελεύθερα και δημόσια με όλη τους την δυναμική έως την τελική λύση τους, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο, η γραφειοκρατία προτιμά μια καρικατούρα κοινοβουλευτισμού με όλα τα κουσούρια του, την ίντριγκα, το παρασκήνιο, τις ισορροπίες του μηχανισμού, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, την εξαγορά και την εξάρτηση από την δοσμένη ηγεσία που ελέγχει πάντα το ταμείο και την χρηματοδότηση του κόμματος. Ο εσωτερικός μικρόκοσμος του κόμματος αντικαθιστά τον αληθινό κόσμο, οι διαμάχες για την καρέκλα και τον έλεγχο του μηχανισμού αντικαθιστούν την αναμέτρηση πάνω σε προγράμματα και αρχές.
 
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
 
Για τον γραφειοκράτη δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο, δεν υπάρχει λαός ικανός να αυτενεργήσει, να δράσει αυτόβουλα μέσα από τις ξεχωριστές τάξεις που τον απαρτίζουν, αλλά και μέσα από τις δικές του συλλογικότητες που τον ωθεί η ίδια η ζωή του να δημιουργήσει. Για τον γραφειοκράτη υπάρχουν μόνο μηχανισμοί που επιδρούν πάνω στον λαό, ή τον εκφράζουν με όρους οπαδού. Η σκέψη και η ιδεολογία του αναπαράγει τις λογικές της απολυταρχίας που αντιμετώπιζε τον λαό πάντα σαν αντικείμενο χειραγώγησης. Όπως για τους παλιούς εκπροσώπους της απολυταρχίας η θέληση του λαού δεν μπορούσε να εκδηλωθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά στο πρόσωπο του απόλυτου εξουσιαστή του, στο πρόσωπο του μονάρχη, έτσι και οι γραφειοκράτες της πολιτικής αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο την έκφραση του λαού από το κόμμα, ή το κράτος και τους θεσμούς του.
 
Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από αυτό το σκυλολόι της κομματικής γραφειοκρατίας ότι ο λαός φταίει, ότι ο λαός δεν είναι έτοιμος, ότι ο λαός δεν είναι ώριμος, ότι ο λαός δεν ξεσηκώνεται και γενικά για το πόσο ξεπουλημένη και πόσο καθεστωτική είναι η δεξιά, η αριστερά και τα κόμματά της στην Ελλάδα, φταίει πάντα ο λαός. Όπως και γι’ αυτούς που κυβερνάνε. Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσες να σου χρεώνουν τις συμμορίες που κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτόν τον τόπο επαναλαμβάνοντας με ύφος εκατό Μπουργκράφων ότι «ο λαός έχει τους ηγέτες που του αρμόζουν…»
 
Και το επαναλαμβάνουν με την ίδια απελπιστική και αντιδραστική ηλιθιότητα με την οποία ο κόμης Ζοζέφ ντε Μεστρ – ένας από τους πιο σκληροπυρηνικούς υπερασπιστές της «ελέω θεού» μοναρχίας – επινόησε το 1811 την γνωστή φράση:Toutenationalegouvernementquellemérite. «Κάθε έθνος έχει την κυβέρνηση που του αξίζει. Πολύ σκέψη και εμπειρία που πλήρωσα ακριβά, με έπεισαν γι’ αυτήν την αλήθεια ως μαθηματική πρόταση. Κάθε νόμος είναι περιττός ακόμα και θανατηφόρος (όσο εξαιρετικός κι αν είναι από μόνος του), αν το έθνος δεν είναι αντάξιο του νόμου και δεν είναι προϊόν του νόμου.»[9] Και ποιος καθορίζει το νόμο; Μα μόνο αυτός που έχει ορίσει ο Θεός, δηλαδή η ανωτέρα δύναμη που στην ιστορία πάντα είχε και έχει κοσμικά χαρακτηριστικά! Αυτή είναι η πεμπτουσία της απολυταρχίας.
 
Με τον ίδιο στόμφο αυτού του παλιού σκοταδιστή που λάτρευε τον δήμιο ως βάθρο εκ Θεού όλου του επίγειου μεγαλείου, όλης της εξουσίας, όλης της υποταγής, μιας και είναι «ταυτόχρονα η φρίκη και ο δεσμός της ανθρώπινης οργάνωσης,»[10] εμφανίζονται όλοι οι ηλίθιοι και τα κομματικά στελέχη να ρίχνουν πάντα το φταίξιμο στο λαό γι’ αυτούς που του έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο λες και του έδωσαν ποτέ την δυνατότητα να κρίνει με βάση το αληθινό συμφέρον του.
 
Αφενός τα παχύδερμα της κυβερνητικής εναλλαγής για να του πουν με περίσσια θράσους, «μαζί τα φάγαμε» και αφετέρου η αριστερά της ήττας για να πάρει την εκδίκησή της για την απέχθεια που έχουν γεννήσει στον ελληνικό λαό τα κόμματα και οι επίσημες ιδεολογίες της. Έτσι είναι. Πρέπει να φορτωθεί την ευθύνη ο λαός γενικά, να απαξιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να χαθεί η ατομική ευθύνη, το ατομικό χρέος προς τον λαό και προπαντός να μετακυλήσει η ευθύνη από την κομματική οπαδοποίηση που εφαρμόζουν όλοι οι επίσημοι μηχανισμοί δεξιάς και αριστεράς προκειμένου να επιβιώνουν σε βάρος της κοινωνίας. 
 
Κι επειδή ο λαός φταίει, τότε πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Πρέπει σώνει και καλά να διαλέξει: ή την δεξιά της προδοσίας, ή την αριστερά του ξεπουλήματος. Την Σκύλα, ή την Χάρυβδη. Άλλη επιλογή δεν έχει. Μόνο αυτή που έχει προκαθορίσει το επίσημο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Υπάρχει χειρότερος ολοκληρωτισμός από αυτή τη λογική;
 



[1] B. Disraeli, Sybil or, the two Nations, vol. I, London: Henry Colburn, 1845, σ. 149.

[2] Δ. Τσάτσου, Προβλήματα Δημοκρατίας, Αθήνα: Ίκαρος, 1975, σ. 41.

[3] Καρλ Μαρξ, Η Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα: Παπαζήση, 1978, σ. 84.

[4] Ό. π., σ. 85.

[5] Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 48ος Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1984, σ. 81.

[6] Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Λένιν ξεκινούσε το Τι να Κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας, μ’ αυτό ακριβώς το απόσπασμα απ’ την επιστολή του Λασσάλ στον Μάρξ, της 24ης Ιουνίου 1852. Εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο ακόμη και για τα ηγετικά κόμματα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, να επιτρέψουν στην ανοικτή εσωκομματική ιδεολογικο-πολιτική ζύμωση και την οξεία πάλη των τάσεων, ν’ απειλήσει την πολύτιμη «ενότητα του κόμματος». Μια απ’ τις καθοριστικές προϋποθέσεις του εκφυλισμού της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας ήταν η αναγωγή της κομματικής ενότητας σε αξία καθαυτή, πάνω κι απ’ την οξεία πάλη των τάσεων, που ήταν και η μόνη ικανή να ξεκαθαρίζει τις γραμμές της από συγκαταβατικές αντιλήψεις και πρακτικές. Ακριβώς το ίδιο συνέβη χρόνια αργότερα και με τα κομμουνιστικά κόμματα.

[7] Επιστολή του Φρ. Ένγκελς στον Αύγουστο Μπέμπελ, 20 Ιουνίου 1873. K. Marx & Fr. Engels, Selected Correspondence, Moscow: Progress Publishers, 1982, p. 266.

[8] Ό. Π., σ. 268

[9] Lettres et Opuscules Inédits du Comte Joseph De Maistre, Tome Premier, Paris: A. Vaton, 1853, σ. 264.

[10] Joseph de Maistre, St Petersburg Dialogues or Conversations on the Temporal Government of Providence, London: McGill-Queen University, 1993, σ. 20.
 
http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_20.html