Από το «καντηλάκι» στην εστία της αντίστασης

του Γιουνγκερ και της ΕπιτροπήςΓια να γίνει η εστία πυρκαγιά χρειάζεται η έμπρακτη «αυτοκριτική» του ίδιου του λαϊκού σώματος.

Του Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη φ. 123

Κλείσαμε έξι χρόνια μνημονίων και είναι πλέον προφανές πως, με τη προεξάρχουσα συμβολή της αριστεράς, έχουμε εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο κατά την οποία το ελληνικό κράτος έχει μεταβληθεί σε ανοικτή ημιαποικία, ο δε ελληνικός λαός υποβαθμίζεται, σε μακροπρόθεσμη βάση, σε λαό περιορισμένης κυριαρχίας, τόσο έναντι των δυτικών νεοαποικιοκρατών όσο και της νεοθωμανικής Τουρκίας…

Η συντριπτική ήττα των «αντιμνημονιακών δυνάμεων» με την ανάδειξη στην εξουσία ενός κόμματος-μαϊμού, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, και ενός κόμματος-καραγκιόζη, όπως οι ΑΝΕΛ, καταδεικνύει δυστυχώς όχι μόνο την αποσάθρωση των οικονομικών δομών και των ελίτ αλλά και του λαϊκού σώματος. Ένα σώμα ανίκανο να αντιδράσει αποτελεσματικά και τελεσφόρα σε αυτές τις εξελίξεις, που δείχνει να αποδέχεται, έστω και με βαριά καρδιά, αυτή τη νέα πραγματικότητα της προτεκτοροποίησης της χώρας – εξ ου και η σιγή νεκροταφείου που βασιλεύει, παρά την υπογραφή του πλέον προδοτικού μακροπρόθεσμου μνημονίου.
Όσα διαδραματίστηκαν από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2015, και εν συνεχεία γύρω από το προσφυγικό, εξηγούν τη καταθλιπτική σιγή του σήμερα.
Τωόντι, το ψευδεπίγραφο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος –που δήθεν «πρόδωσε» ο Τσίπρας–, ενώ προβάλλεται ως πράξη αντίστασης, στην πραγματικότητα είναι αυτό που επισφράγισε την αποδοχή των μνημονίων… Το ΟΧΙ υπήρξε ένα ΟΧΙ-υπεκφυγή – ώστε να «τσιμεντώσουν» το ΝΑΙ του Τσίπρα! Εξάλλου ήταν εξ αρχής ψευδεπίγραφο μια και καλούσε σε μια αυτονόητη καταψήφιση – γιατί ποιος επιθυμούσε την ψήφιση των μέτρων; Δεν οδηγούσε όμως και σε έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά αντίθετα σε… αποδοχή των μνημονίων.
Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΟΧΙ, μαζί με κείνους του ΝΑΙ, συνέπασχε με τον «άξιο» πρωθυπουργό στις 17 ώρες της «σκληρής» διαπραγμάτευσής του και ανακουφίστηκαν βαθύτατα όταν «τελικά» εκάμφθη(!). Γι’ αυτό εξάλλου και τον Σεπτέμβριο ξαναψήφισαν τους ίδιους απατεώνες και άφησαν τη Ζωή και τον Λαφαζάνη εκτός Βουλής. Οι Έλληνες δέχτηκαν να εκπροσωπούνται από ένα κακέκτυπο του Ανδρέα και από μια φιγούρα επιθεώρησης της συμφοράς όπως ο Καμμένος, όχι διότι δεν γνωρίζουν το ποιόν τους αλλά διότι μια χώρα-παράσιτο, και ένας λαός εθισμένος στην παρασιτική ευημερία δεν μπόρεσαν να αντισταθούν περισσότερο. Ο ελληνικός λαός όντως αντιστάθηκε –κάποτε ηρωικά και απελπισμένα, επί πέντε χρόνια, παγιδευμένος όμως ιδεολογικά στον κόσμο που ήθελε να ανατρέψει!
Γι’ αυτό και στο τέλος δέχτηκε έναν συνθηκολόγο Αλέξη ως πρόσχημα για τη δική του συνθηκολόγηση. Γι’ αυτό και το δημοψήφισμα σηματοδότησε το τέλος του αντιμνημονιακού κινήματος, και όχι το απόγειό του!
Το ίδιο συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών, με το προσφυγικό. Αντί οι «αντιμνημονιακοί» να αποδεχτούν πως αποτέλεσε ένα εγχείρημα γερμανοτουρκικής κοπής, ένα ακόμα βήμα για τη μεταβολή της χώρας μας σε έναν πολυπολιτισμικό χυλό χωρίς ταυτότητα, που διαφεντεύεται πλέον ανοικτά από το ΝΑΤΟ, προτάσσουν τα «ανθρωπιστικά» ανακλαστικά των Ελλήνων.
Όμως, ο αυτονόητος ανθρωπισμός σε ατομικό επίπεδο δεν μπορεί να κρύψει το σοβαρότατο πλήγμα που υπέστη η χώρα στο συλλογικό εθνικό επίπεδο – αυτός ο «ανθρωπισμός» κρύβει συχνά παραίτηση από την εθνική κυριαρχία, τα σύνορα, την υπεράσπισή τους. Όλα τα προηγούμενα χρόνια δε έχουν προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, με την εγκατάλειψη της Κύπρου, την αποδοχή του γκριζαρίσματος του Αιγαίου, τη συκοφάντηση της στρατιωτικής θητείας κ.λπ.
Όπως δεν είμαστε διατεθειμένοι να χαϊδεύουμε τα αυτιά των ανίκανων και αυτιστικών «ελίτ» της χώρας, έτσι δεν σκοπεύουμε να βγάλουμε λάδι τον εαυτό μας ή το λαϊκό σώμα. Η παρακμή είναι καθολική και μόνον όποιος την έχει συνειδητοποιήσει πάνω στο ίδιο το πετσί του, στις ίδιες τις συμπεριφορές του, μπορεί και να βαδίσει ενάντιά της. Δεν αρκεί να επισημαίνουμε την ευθύνη των πολιτικών και πνευματικών ηγεσιών αλλά πρέπει να επιχειρήσουμε μια καθολική αυτοκριτική, διότι τις ανεχτήκαμε και, ακόμα χειρότερα, κάποτε τις αναδείξαμε.
Πολλοί, ακόμα και φίλοι, αντιτείνουν πως, «βάζοντας έναν υψηλό πήχη δεν καταφέρατε ποτέ να δημιουργήσετε ένα πολιτικό σχήμα, ικανό να αναδειχθεί μέσα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι και τώρα, αντί να χαϊδέψετε τα αυτιά ενός καταπονημένου λαού, επιλέγετε τον δρόμο της κριτικής στις ίδιες τις λαϊκές αυταπάτες, στο ίδιο το λαϊκό σώμα, προπαντός, της κριτικής στις πολιτικές και πνευματικές ελίτ στο σύνολό τους. Πώς όμως έτσι, θα κατορθώσετε να δημιουργήσετε εκείνη την πολιτική δύναμη που θα βγάλει τη χώρα από την παρακμή;»
Δυστυχώς, η έλλειψη ενός ισχυρού πολιτικού πόλου δεν οφείλεται, πρωταρχικά, στις αδυναμίες μιας ομάδας. Διότι, αν ήταν πράγματι έτσι, τότε ανάλογες προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια θα είχαν τελεσφορήσει. Κατά συνέπεια, συμβαίνει μάλλον κάτι βαθύτερο. Ο παρασιτικός εκσυγχρονισμός της μεταπολίτευσης δεν αποσυνέθεσε μόνον τις ελίτ αλλά συμπαρέσυρε το ίδιο το λαϊκό σώμα. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να «σταθεί» κάποια άλλη πολιτική πρόταση, ούτε καν μια συγκροτημένη και ισχυρή εναλλακτική ιδεολογική πρόταση. Το ρεύμα της μεταπολίτευσης,-ιδιαίτερα στην όψιμη παρασιτική της αποχαλίνωση, μετά το 1990-, ο παρασιτικός εξευρωπαϊσμός συμπαρέσυρε στο διάβα του και τον ίδιο το λαό – ακόμα και τους πιο ανθεκτικούς του θεσμούς, όπως την Εκκλησία.
Επομένως, μείναμε μια «ομάδα» και δεν διευρυνθήκαμε ανάλογα οργανωτικά, παρότι η ιδεολογική μας επιρροή ενισχύθηκε, ακριβώς γιατί βρισκόμαστε σε πλήρη αναντιστοιχία με το γενικότερο ρεύμα. Αντίθετα δε, κάθε προσπάθεια «διεύρυνσης» θα σήμαινε την αλλοίωση της ιδεολογικής μας φυσιογνωμίας και κατά συνέπεια την ίδια την αυτοακύρωσή μας. Η συμπόρευσή μας με «ευρύτερες δυνάμεις», την οποία και δοκιμάσαμε αρκετές φορές, οδηγούσε στην εξαφάνισή μας στη χοάνη των μεταπολιτευτικών ιδεολογιών και πρακτικών.
Και αυτό το δοκιμάζαμε στην πράξη και όχι θεωρητικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, συνδημιουργήσαμε τους Οικολόγους-Εναλλακτικούς. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Στη συνέχεια, με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, με τον Οτσαλάν, με το σχέδιο Ανάν, συνεργαστήκαμε με δυνάμεις του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ ή της πατριωτικής Αριστεράς, ακόμα και της «πατριωτικής δεξιάς», όπως ο Λαζαρίδης, της νεο-ορθοδοξίας –όπως ο Ζουράρις ή ο Παπαθεμελής– και κατ’ εξακολούθησιν, με προεξάρχοντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Λαφαζάνης, ο Αλαβάνος, ο Γλέζος. – Απορρίψαμε δε την πολλάκις διατυπωθείσα πρόταση του Μανόλη Γλέζου για ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ διότι θα σήμαινε την αυτο-ακύρωσή μας, όπως ακριβώς συνέβη με τον ίδιο. Τέλος, έσχατη απόπειρα –ή μήπως έσχατο λάθος;–, η «Σπίθα», με τον Μίκη Θεοδωράκη, και αντιμνημονιακούς Κατρούγκαλους, Ζουράρηδες, Καζάκηδες.
Σήμερα λοιπόν κλείνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης με μια κυριολεκτική εθνική καταστροφή, όπως συνέβη το 1922, το 1949 το 1974 – με μια εθνική καταστροφή κλείνουν οι κύκλοι στην Ελλάδα, μετά το 1922. Σε ακόμα χαμηλότερο σκαλί, διότι η χώρα πνέει κυριολεκτικώς τα λοίσθια. Και, δυστυχώς, στα έξι χρόνια των μνημονίων και του αντιμνημονιακού αγώνα, οι πολιτικές ομαδοποιήσεις και τα κόμματα του χώρου απέτυχαν να διαγνώσουν τη σημασία των γεωπολιτικών μεταβολών τόσο προς μια γερμανική Ευρώπη όσο και την επιστροφή της χώρας υπό το τουρκικό άρμα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάτω από ένα δυτικό-οθωμανικό condominium. Παράλληλα, αρνήθηκαν να καταδείξουν τη γενικευμένη παρακμή, δημογραφική, οικονομική, πολιτισμική, κοινωνική και παιδευτική, και να ορθώσουν αποτελεσματικά αναχώματα στην αποσύνθεση.
Έτσι, μπαίνουμε γυμνοί, εξασθενημένοι σε μια νέα ιστορική περίοδο, το διακύβευμα της οποίας είναι η ίδια ηεπιβίωσή μας, η οποία, παραδόξως, διότι φτάσαμε στα έσχατα μιας ιστορικής διαδρομής, απαιτεί μια κυριολεκτική επανάσταση. Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο που προϋποθέτει και όραμα και σχέδιο.
Θέλουμε, λοιπόν, ένα όραμα για τον 21ο αιώνα, που θα στηρίζεται στον «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» μας, με υλικά του τον πατριωτισμό, την κοινωνική χειραφέτηση, την ενδογενή ανασυγκρότηση, την οικολογία, την άμεση δημοκρατία και την πολιτιστική αναγέννηση.
Και ενώ αυτό το όραμα γίνεται ήδη αποδεκτό –φραστικά– από την πλειοψηφία του λαϊκού σώματος, από την άλλη πλευρά, ακόμα δεν αναλαμβάνεται ενεργά από αυτή τη λαϊκή πλειοψηφία, ούτε ακόμα από μια ενεργή πολιτική μειοψηφία. Οι περισσότεροι περιμένουν ακόμα κάποιο “θαύμα”, ή κάποιον “σωτήρα”, κάποιον Παΐσιο ή κάποιον Πούτιν, για να τους σώσει. Επομένως, χρειάζεται σχέδιο. Και σήμερα, επειδή δεν υπάρχει πλέον λεωφόρος αυταπατών, ούτε καν στενωπός διαφυγής, μπορούμε απλώς –είναι ήδη τεράστιο– να μετατρέψουμε σε εστία το μικρό «καντηλάκι», που εμείς και άλλοι κρατούσαμε με δυσκολία αναμμένο αυτά τα χρόνια.
Για να μεταβληθεί δε η εστία σε πυρκαγιά, χρειάζεται όχι μόνο η αυτομεταρρύθμιση των υπαρχουσών ελίτ, αλλά κυρίως η έμπρακτη «αυτοκριτική» του ίδιου του λαϊκού σώματος και η ανάδειξη, επιτέλους, νέων ηγεσιών, που θα προέρχονται από τα σπλάχνα του.

 

Υ.Γ. Παρότι, επανειλημμένα μέχρι σήμερα έχουμε αναφερθεί στον φευδεπίγραφο χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, –γι’ αυτό και ως ΑΡΔΗΝ καλούσαμε από την αρχή σε αποχή–, αξίζει να το διευκρινίσουμε και πάλι αναλυτικότερα:

Κατ’ αρχάς το ψευδεπίγραφο του θέματος βρίσκεται στην ίδια την αφετηρία του και τις καταστροφικές συνέπειες που προκλήθηκαν άμα τη εξαγγελία του. Όταν τίθεται ως ερώτημα εάν ΝΑΙ ή ΟΧΙ συμφωνούμε με τις συγκεκριμένες προτάσεις του Γιουνκερ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήδη τα ζάρια είναι νοθευμένα από τη φύση του ερωτήματος: Προφανώς λοιπόν, η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού –τουλάχιστον όσων αποφάσισαν να ψηφίσουν– ένιωθε υποχρέωση να πει ΟΧΙ. Μόνο που αυτό το δημοψήφισμα στην πραγματικότητα ενείχε ένα δεύτερο δίλημμα, το τι άραγε πρόκειται να κάνουμε με την ΕΕ και το Ευρώ; Και αυτό το δίλημμα δίχασε βαθύτατα και συχνά αναίτια όλους τους Έλληνες και προετοίμασε –σχεδόν μαθηματικά βέβαια– την “κωλοτούμπα” που ακολούθησε. Διότι βέβαια η κήρυξή του οδήγησε στο κλείσιμο των Τραπεζών και στα καπιταλ-κοντρολς και προϊδέασε τους Έλληνες για όσα ακολούθησαν.

Ακριβώς λοιπόν γατί το ίδιο το ερώτημα ήταν ψευδεπίγραφο, οδήγησε ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων να ψηφίσουν ΝΑΙ, μπροστά στον κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη. Διότι η πλειοψηφία του 38%, του ΝΑΙ προφανώς δεν επικροτούσε το σχέδιο Γιούνκερ ούτε ήθελε την εφαρμογή του νέου μνημονίου που ο ΣΥΡΙΖΑ έφερνε. Αλλά και η πλειοψηφία όσων ψήφισαν ΟΧΙ δεν επιθυμούσαν την έξοδο από την Ευρωζώνη, ενώ προφανώς τρομοκρατήθηκε μετά τους κεφαλαιακούς ελέγχους στις Τράπεζες. Έτσι μέσω του δημοψηφίσματος είχε προετοιμαστεί ιδεολογικά και ψυχολογικά για να αποδεχτεί την «τούμπα» του Τσίπρα, δεδομένου πως το δίλημμα στις Βρυξέλλες είχε μετατεθεί στο «παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη». Έτσι μέσα από μια κορύφωση του αντιμνημονιακού αισθήματος, που ενορχηστρώθηκε σε ψευδεπίγραφη βάση, καταλήξαμε ανεπαισθήτως και ασυναίσθητα στον ενταφιασμό του αντιμνημονιακού κινήματος.

Επιπλέον οι συνθήκες της οιονεί εμφύλιας σύρραξης που προκλήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, είχαν ως αποτέλεσμα την… διατήρηση του Τσίπρα στην εξουσία και την επανεκλογή του. Καθόσον μετέβαλε αυτό το 62% του ΟΧΙ σε εκλογική του βαση/αφετηρία, η οποία και του επέτρεψε να αποπειραθεί νέες εκλογές και να τις κερδίσει, παρά τις δυσθεώρητες καταστροφές που είχε ήδη προκαλέσει! Το δημοψήφισμα αποτέλεσε το colpo grosso του Τσίπρα και της παρέας του για να εκβιάσουν τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ –με την εκπαραθύρωση των αντιφρονούντων– καθώς και προπαντός τον ελληνικό λαό ώστε να αποδεχτεί τη μνημονιακή του μετάλλαξη. Και πέτυχε σε όλα τα ταμπλό, κατόρθωσε δε να κάμψει οριστικά το αντιμνημονιακό κίνημα, και να δημιουργήσει αισθήματα κυνισμού, απογοήτευσης και καταθλιψης στο λαϊκό σώμα, απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να συνεχίζει στην μνημονιακή καταστροφή.

Το γεγονός πως όχι μόνο ήταν ψευδεπίγραφο το δημοψήφισμα, αλλά προκάλεσε και ένα κυριολεκτικό «τσουνάμι» αρνητικών παρενεργειών ενώ αποκάλυψε και την εξάντληση του αντιμνημονιακού χώρου, καταδείχθηκε περίτρανα και από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Το γεγονός πως η ΛΑΕ, παρά την συμπόρευση των Λαφαζάνη, Ζωής και Γλέζου, καταποντίστηκε δεν αποτελεί πρωταρχικά συνέπεια του ξύλινου λόγου τους, αλλά κατ’ εξοχήν ένδειξη της αποσύνθεσης του αντιμνημονιακού χώρου. Η εξαφάνιση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης από τη Βουλή, επισφράγησε την κυριαρχία της ομάδας του Τσίπρα, Και θεωρώ απαράδεκτο το γεγονός ότι δυνάμεις που μέχρι το δημοψήφισμα βρίσκονταν στον ΣΥΡΙΖΑ ή τον υποστήριζαν, για να αποστασιοποιηθούν στη συνέχεια δεν στηριξαν, με όλες τις επιφυλάξεις που μπορούσαν να έχουν, την ΛΑΕ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Όντως η παρουσία της θα αποτελούσε έναν κάποιο φραγμό στην ανοικτή και κυνική μνημονιακή εξαχρείωση των συριζαίων βουλευτών την οποία παρακολουθούμε αυτή την περίοδο. Ακόμα και εμείς του Άρδην, παρ’ ότι σφόδρα αντιπολιτευόμενοι την ΛΑΕ, υποστηρίζαμε πως εκτός από την Αποχή, θα μπορούσε κανείς να στηρίξει την ΛΑΕ στις εκλογές, ως αντίβαρο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, προπαντός, μάλιστα, οι εκ του ΣΥΡΙΖΑ προερχόμενοι.

Επανέρχομαι, λοιπόν, σε αυτό το ζήτημα και διά μακρών, διότι κατανοώ πως είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο ή μία ομάδα να αποδεχτεί πως εξαπατήθηκε και ακόμα περισσότερο πως είναι ανάγκη να πραγματοποιήσει μια οδυνηρή αυτοκριτική. Καθότι η κριτική στο colpo grossso του δημοψηφίσματος σηματοδοτεί για μας τη θετική υπέρβαση της αντιμνημονιακής φάσης προς μια περίοδο ριζικής και καθολικής αντίστασης. Εξ ου και η εμμονή μας.

Το να μη ομολογεί κάποιος αυτές τις πραγματικότητες είναι ένα ζήτημα, και εν τέλει συγγνωστό, στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης, εάν τουλάχιστον έχει μπει έμπρακτα σε περίοδο κριτικού αναστοχασμού. Δυστυχώς όμως αν κάποιος δεν καν έχει συνείδηση για το πρόβλημα και εμμένει, σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορεί να απαλλαγεί από το ιδεολογικό corpus της αντιμνημονιακής ρητορείας Κατρούγκαλων και άλλων αθλίων. Γι’ αυτό και αυτή η αυτοκριτική, και από την πλευρά του λαϊκού σώματος, αποτελεί προϋπόθεση για οτιδήποτε δημιουργικό στη συνέχεια.

 

Όσο τώρα για ένα δεύτερο ζήτημα, εάν δηλαδή η κριτική στο ίδιο το λαϊκό σώμα στο ίδιο μας το σώμα δηλαδή, αποτελεί ταύτιση με το παγκάλειο, «όλοι μαζί τα φάγαμε»;  Προφανώς όχι. Διότι όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, το ψάρι βρωμάει πάντοτε από το κεφάλι. Όμως όταν έχει προχωρήσει η σήψη, δυστυχώς έχει αρχίσει να βρωμίζει ακόμα και η ουρά. Τα πράγματα είναι απλά και ξεκάθαρα. Αυτοκριτική πρέπει να κάνουμε όλοι, είναι βασική ανθρώπινη λειτουργία, ακόμα και όσοι θεωρούμε πως έχουμε κάνει λιγότερα λάθη, ή φέρουμε μικρότερη ευθύνη για τα περιρρέοντα δεινά.

 

http://ardin-rixi.gr/archives/198857