Τον Ιανουάριο, ο Chris Williamson, επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας ερευνών Markit, αποκάλεσε τη Γαλλία «το νέο ασθενή της Ευρώπης».
Με σχεδόν μηδενική ανάπτυξη του ΑΕΠ, αυξανόμενη ανεργία, και αυξανόμενο δημόσιο χρέος –για να μην αναφερθούμε στις αντιπαραγωγικές πολιτικές λιτότητας- είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο. Δεδομένης της μεγάλης σημασίας της Γαλλίας για την οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης, η κατάσταση αυτή αποτελεί μείζονα απειλή για ολόκληρο το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Οι πρόσφατες εξελίξεις επιβεβαιώνουν τη διάγνωση του Williamson. Η γαλλική επιχειρηματική δραστηριότητα βυθίστηκε σε χαμηλό επτά μηνών το Δεκέμβριο. Ενώ τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά €32 δισ. το περασμένο έτος, το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε κατά μόλις €8 δισ. και το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 89% του ΑΕΠ σε περισσότερο από 93%. Εντωμεταξύ, η ανεργία αυξήθηκε από το 9,5% στο 10,5%.
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι η λιτότητα δεν είναι η απάντηση. Πράγματι, η Γαλλία πρέπει να εγκαταλείψει τις πρόσφατες πολιτικές της, για το δικό της καλό –αλλά και για το καλό της υπόλοιπης Ευρώπης.
Τα προβλήματα της Γαλλίας, όπως και των άλλων προβληματικών οικονομιών της ευρωζώνης, πηγάζουν από το γεγονός ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ δεν ευθυγραμμίζεται με τις οικονομικές θέσεις των κρατών μελών. Ως αποτέλεσμα, οι εικονικές συναλλαγματικές ισοτιμίες των χωρών αυτών έναντι της Γερμανίας είναι κριτικά υπερτιμημένες, δεδομένου ότι οι μισθοί σε αυτές τις χώρες έχουν αυξηθεί πιο γρήγορα, και η παραγωγικότητα της εργασίας πιο αργά από ότι στη Γερμανία. Δεδομένου ότι οι σιωπηρές, ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι σταθερές «για πάντα» εντός του ευρώ, οι χώρες αυτές έχουν συσσωρεύσει σημαντικά ελλείμματα σε σχέση με τη Γερμανία.
Ομοίως, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των ελλειμματικών χωρών είναι υπερτιμημένες σε σχέση με τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, ενώ το νόμισμα της Γερμανίας είναι υποτιμημένο, διότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ καθορίζεται από το ισοζύγιο πληρωμών της ευρωζώνης στο σύνολό της, το οποίο διαστρεβλώνεται από το τεράστιο πλεόνασμα της Γερμανίας. Εν ολίγοις, η ισοτιμία του ευρώ είναι πολύ αδύναμη για ισορροπία στη Γερμανία, και πολύ ισχυρή για ισορροπία στη Γαλλία και στις υπόλοιπες, λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες της ευρωζώνης.
Συνεπώς, οι πιο αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: είτε θα επεκτείνονται σύμφωνα με το παραγωγικό τους δυναμικό, με αποτέλεσμα να υφίστανται εξωτερικά ελλείμματα, είτε θα επιβάλλουν λιτότητα, εξαλείφοντας τα εξωτερικά ελλείμματα συμπιέζοντας τις εισαγωγές. Υπό την πίεση της Γερμανίας, έχουν ακολουθήσει μέχρι στιγμής τη δεύτερη επιλογή.
Η σημερινή τάση της «ανταγωνιστικής λιτότητας» είναι παράλογη, πρώτα απ’ όλα διότι, υπονομεύοντας την εγχώρια ζήτηση, έρχεται άμεσα σε αντίθεση με την θεμελιώδη αρχή της νομισματικής ένωσης που λέει ότι μία μεγάλη εγχώρια αγορά θα πρέπει να λειτουργεί ως δίκτυ προστασίας ενάντια στους εξωτερικούς κραδασμούς της ζήτησης. Αυτό οδηγεί στο να υποφέρουν όλοι –ακόμη και η Γερμανία. Πράγματι, από το 2007 έως το 2012, οι εξαγωγές της Γερμανίας προς τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης μειώθηκαν κατά 9%, από €432 δισ. στα €393 δισ..
Ωστόσο, αυτή δεν είναι η μόνη απειλή που θέτει η λιτότητα στην σκληρά κεκτημένη ευημερία της Γερμανίας. Το ευρώ έχει επίσης κάνει τον επιχειρηματικό κύκλο της Γερμανίας να αποκλίνει από εκείνους των λιγότερο ανταγωνιστικών οικονομιών, αποκλείοντας παράλληλα τις προσαρμοσμένες νομισματικές πολιτικές. Επιπλέον, η κοινή νομισματική πολιτική την οποία αναγκάζονται όλοι να ακολουθήσουν, εντείνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις στις ασθενέστερες χώρες, ενώ αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις στη Γερμανία.
Επιπλέον, οι πληθυσμοί στις στάσιμες οικονομίες της ευρωζώνης απαιτούν όλο και περισσότερο από τη Γερμανία να αλλάξει τις πολιτικές της, αυξάνοντας τους μισθούς και εφαρμόζοντας μέτρα με στόχο την ενίσχυση της κατανάλωσης και την αποθάρρυνση των αποταμιεύσεων. Ενώ η ανταπόκριση σε τέτοιου είδους απαιτήσεις θα βοηθούσε στην άμβλυνση των εντάσεων σε ολόκληρη την ευρωζώνη, θα συναντούσε ισχυρή αντίθεση στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Ομοίως, η επίλυση των κρίσεων που θα προκύψουν αναπόφευκτα από το τρέχον, άκαμπτο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, θα απαιτήσει τελικά από τη Γερμανία να συμφωνήσει είτε στις διαγραφές χρέους είτε σε μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι οποίες θα κατέκλυζαν την ευρωζώνη με ρευστότητα. Οποιοδήποτε από τα δύο αποτελέσματα θα ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις της Γερμανίας, καθιστώντας την προσέγγιση αυτή, το ίδιο άδικη με αυτή της λιτότητας.
Αυτό που χρειάζεται η ευρωζώνη είναι μία λύση που δεν θα εξαναγκάζει οποιαδήποτε χώρα ή ομάδα χωρών να σηκώσει όλο το βάρος των προσαρμογών –και αυτό συνεπάγεται έναν ελεγχόμενο διαχωρισμό της νομισματικής ένωσης. Σε αντίθεση με τη δημοφιλή πεποίθηση, αυτό θα μπορούσε να γίνει με τέτοιο τρόπο που να αναζωπυρώνει το ευρωπαϊκό ιδεώδες, αντί να οδηγεί σε αναβίωση του τοπικιστικού εθνικισμού του παρελθόντος. Το κλειδί είναι να εξασφαλιστεί ότι θα προέρχεται από τον οικονομικό και πολιτικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα, η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης, και η Γαλλία, η πνευματική πρόγονος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θα πρέπει να ανακοινώσουν την ταυτόχρονη έξοδό τους από το ευρώ και την εκ νέου υιοθέτηση του γερμανικού μάρκου και του φράγκου. Αυτό θα προκαλούσε την άμεση ανατίμηση του γερμανικού μάρκου –και ενδεχομένως και του φράγκου- σε σχέση με το ευρώ.
Από την πλευρά τους, οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα διατηρήσουν το ευρώ στην συντετμημένη μορφή του ή αν θα επιστρέψουν στο δικό τους εθνικό νόμισμα, ενδεχομένως σταθεροποιώντας το με το γερμανικό μάρκο ή το φράγκο. Ανεξάρτητα από την απόφασή τους, η ανταγωνιστικότητα των τιμών των ασθενέστερων οικονομιών της ευρωζώνης θα βελτιωνόταν σημαντικά.
Φυσικά, η Γαλλία και η Γερμανία θα χρειαζόταν να εφαρμόσουν προσωρινές ρυθμίσεις για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των τραπεζικών τους συστημάτων. Επιπλέον, θα χρειαζόταν να διαπραγματευτούν με την ΕΚΤ και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σχετικά με ένα σχέδιο για τη διαχείριση των χρεών σε ευρώ.
Μία περίοδος νομισματικής αβεβαιότητας θα είναι αναπόφευκτη, καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα προσαρμόζονται στο νέο περιβάλλον. Αλλά αυτό θα εξακολουθούσε να είναι πολύ καλύτερο σενάριο από το οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο είναι τώρα παγιδευμένη η ευρωζώνη.
http://www.sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-56/264189-2014-03-31-10-05-47