Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη

Κυριάκος Σιμόπουλος
(έκδ. «Στάχυ»)

Όλα τα απομνημονεύματα τού ‘21 είναι αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας. Οι συγγραφείς τους, στρατιωτικοί ή πολιτικοί, μορφωμένοι ή αγράμματοι, καπεταναίοι, κοτζαμπάσηδες, ιερωμένοι, λόγιοι, υπήρξαν λίγο πολύ πρωταγωνιστές με ποικίλες εμπλοκές, θετικές ή αρνητικές. Στις μαρτυρίες τους (χρονικά, ενθυμήματα, ιστορικά έργα, ημερολόγια κ.λπ.) εμφανίζουν την προσωπική τους άποψη για γεγονότα και πρόσωπα αποτυπώνοντας έτσι τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις αντινομίες και τα πάθη, που συνοδεύουν τέτοια γεγονότα. Είναι κείμενα μαχητικά και εξατομικευμένα κι ας έχουν μερικές φορές την επίφαση νηφάλιων αφηγήσεων. Εξομολογητικά ή υπαινικτικά, αναιρετικά ή απολογητικά, επιθετικά ή αμυντικά -διαμαρτυρία, καταγγελία ή πρόκληση- αλλά πάντοτε κείμενα διαποτισμένα από συναισθηματισμό και βιαιοπάθειες.


Ταξικά συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες, κομματικές αντιπαραθέσεις και ξένες επεμβάσεις σημάδεψαν το ‘21. Αδικοχαμένα αίματα, ολέθριοι φατριασμοί. Καταξιώθηκαν ανάξιοι, σπιλώθηκαν υπολήψεις. Άλλοι τινάχτηκαν στα μεσούρανα, άλλοι γκρεμίστηκαν στα τάρταρα. Μερικές περιοχές έμειναν ολότελα ανεπηρέαστες, άλλες ωφελήθηκαν. Άτομα κι ομάδες πλούτισαν. Άλλοι δοκιμάστηκαν σκληρά. Ό,τι καλύτερο κι ό,τι χειρότερο είχε να επιδείξει ο τόπος, αναδύθηκε και αναμετρήθηκε με αγριότητα σ’ αυτή την περίοδο.

Τα απομνημονεύματα είναι καρπός αυτών των αντιφάσεων. Κίνητρα και ζητούμενα, άλλοτε ευδιάκριτα κι άλλοτε υπολανθάνοντα. Προβολή των ατομικών ή οικογενειακών περγαμηνών, επιβεβαίωση των προσωπικών άθλων, αναγνώριση των θυσιών. Οι αδικημένοι, οι αγνοημένοι, που ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο τα πλήγματα και επιθυμούν εκδίκηση και δικαίωση. Άλλοι γράφουν με δική τους πρωτοβουλία, άλλοι με παρακίνηση. Μερικοί επιστρατεύουν τη μνήμη τους ή αξιοποιούν τις ημερολογιακές σημειώσεις και κάθε λογής έγγραφα ή εκμεταλλεύονται τις προσβάσεις τους σε αρχεία. Υπάρχουν και οι προικισμένοι με αφηγηματικό τάλαντο λόγιοι, που φιλοδοξούν να γίνουν οι ιστοριογράφοι τής περιόδου αυτής. Πολλοί αυτοδιαφημίζονται, εκθειάζουν πρόσωπα ή το «παρτίδο» τους, άλλοι υπερασπίζονται την τάξη τους.

Όλοι πιστεύουν, πως εξ αιτίας τού ρόλου ή των αξιωμάτων τους γνωρίζουν τα πραγματικά περιστατικά και κυρίως, πως καταγράφουν την αλήθεια. Γράφουν και ξαναγράφουν, ότι είναι ειλικρινείς και ακριβοδίκαιοι, αντικειμενικοί και απροκατάληπτοι. Ότι καταθέτουν όσα είδαν με τα μάτια τους, όσα άκουσαν από ευυπόληπτα άτομα ή διάβασαν σε γραπτές μαρτυρίες. Διαψεύδουν τους άλλους, αλλά διατυπώνουν και κατηγορίες για μεροληψία, σκοπιμότητες, ιδιοτέλεια ή αποσιωπήσεις. Συχνά καταφεύγουν σε καταφρονητικούς χαρακτηρισμούς, ακόμα και ύβρεις.

Αποτελούν, βέβαια, ιστορική πηγή τα κάθε λογής ενθυμήματα, άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο. Όλα, ωστόσο, πρέπει να υποβληθούν σε κριτική βάσανο, σε λεπτομερειακό έλεγχο και παράλληλες διακριβώσεις και διασταυρώσεις. Χρειάζεται αποκάθαρση τού υλικού και εντοπισμός τού υποκειμενικού στοιχείου και των προκαταλήψεων. Ιδιαίτερα στον Μακρυγιάννη. Οι σελίδες των Απομνημονευμάτων του, που αναφέρονται στο ΄21 είναι μια επιβλητική τοιχογραφία των γεγονότων με τις κορυφώσεις και τις κατακρημνίσεις, το μεγαλείο και τις αθλιότητες, το φως και τη λάσπη. Αλλά σ’ αυτή τη συναρπαστική προσωπική μαρτυρία επίκεντρο είναι ο ίδιος ο Μακρυγιάννης. Αυτοβιογραφείται και αυτοεξαγιάζεται. Ήθος των ενθυμημάτων του η πολεμική και η έγκληση. Ο συγγραφέας είναι λιγότερο αφηγητής και περισσότερο τιμητής των άλλων.

«Θα σημειώσω γυμνή την αλήθεια, χωρίς πάθος», γράφει ο Μακρυγιάννης (τ. Α΄, σ. 107, έκδ. Βαγιονάκη). Αφηγείται, ωστόσο, με άγριο πάθος. Καταθέτει διατελώντας μόνιμα εν βρασμώ ψυχής. Δεν υπάρχει σελίδα χωρίς οργή και έξαψη. Γράφει με την αιχμή τού σπαθιού κι όχι με την πένα. Κυριαρχούν οι ζοφερές και ακραίες καταστάσεις. Μαύρο-άσπρο. Και στην καταγραφή των περιστατικών και στην εξεικόνιση των προσωπικών βιωμάτων. Σχεδόν απουσιάζουν οι φωτοσκιάσεις.

Ο Μακρυγιάννης είναι ειλικρινής, αλλά όχι αντικειμενικός, αυθόρμητος, αλλά όχι πάντοτε αξιόπιστος, ακέραιος, αλλά όχι ανεπηρέαστος. Υπάρχει παρρησία και αρετή, αλλά συχνά όχι φερεγγυότητα. Δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα, αλλά όχι το ακριβές περίγραμμα, προσφέρει μια εκδοχή τού γεγονότος, με τη δική του δράση, αλλά όχι το αυθεντικό γεγονός. Ούτε το βάθος ούτε τις προεκτάσεις. Μερικές φορές, ό,τι απομένει είναι ο αντικατοπτρισμός, ο απόηχος. Πιο ευσταθείς μαρτυρίες είναι εκείνες, που αναφέρονται σε προσωπικά βιώματα, σε λεπτομέρειες. Αλλά και σ’ αυτές τις περιπτώσεις η νηφαλιότητα συνήθως απουσιάζει. Ο Μακρυγιάννης γράφει μαχόμενος και δημηγορώντας.

Η αξιοπιστία του υπονομεύεται σε πάμπολλα σημεία από αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες. Δεν έχει, πρώτα-πρώτα, ο Μακρυγιάννης καθολική γνώση των γεγονότων, στρατιωτικών και πολιτικών. Περιορισμένοι οι ορίζοντες και δύσκολες οι άμεσες προσπελάσεις. Γνωρίζει, όμως, καλά τον περίγυρο του, τα περιστατικά, που έζησε ο ίδιος. Και τα περιγράφει ζωντανά  επιμένοντας πάντοτε στην προσωπική του δράση. Συχνά αγνοεί ολότελα ή απλώς μνημονεύει κορυφαίους συναγωνιστές του. Μερικές φορές δημιουργεί την εντύπωση, ότι πρωταγωνιστής και ηγετική μορφή είναι ο ίδιος.

Η συμμετοχή του έπειτα στο διχασμό και μάλιστα στις ένοπλες αιματηρές συγκρούσεις δεν επιτρέπει νηφαλιότητα. Προσχώρησε σε μια παράταξη προδίδοντας μάλιστα τους χθεσινούς συντρόφους του και υπερασπίζεται γι’ αυτό με πείσμα την άποψή του για τους αίτιους. Είναι πάντοτε οι αντίπαλοί του. Παρασύρθηκε και στη δίνη τής πολιτικής -και διόλου αναίμακτης- διαμάχης. Τις εμπάθειες και τα παθήματα κατά τις αναστατώσεις και τις συμφορές διαδέχθηκαν η πολιτική δράση και οι προσωπικοί διωγμοί στα μετά το ΄21 χρόνια. Τα περιθώρια για ψύχραιμη θεώρηση, για καθαρή δράση, οι δυνατότητες για «αποστασιοποίηση» λιγοστεύουν.

Ο ίδιος, ωστόσο, ορκίζεται, πως θα αποκαλύψει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και επικαλείται, ως εγγύηση και αποδεικτικό στοιχείο, τον ακηλίδωτο βίο του. Στήν πρώτη κιόλας σελίδα προκαλεί τους αναγνώστες: «Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψει την αλήθεια, καθώς έγιναν τα γραφόμενα οπού θα σημειώσω… έχετε χρέος πρώτο να ρευνήσετε δια την διαγωγήν, πώς φέρθηκα εις την κοινωνία και τον αγώνα» (τ. Α΄, σ. 105). Και προσθέτει με σιγουριά: «Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή» (σ. 108). Πιστεύει, πως γράφει ιστορία και όχι απομνημονεύματα – ο ίδιος, άλλωστε, αποκαλεί «στορικόν» τα χειρόγραφά του.

Εξηγεί και τα κίνητρα αυτού τού συγγραφικού εγχειρήματος: «Τα εγκλήματα κατά τής πατρίδος και θρησκείας, όπου τής προξενήθηκαν». Και σκοπός του: να στιγματίσει τους αίτιους, να σημειώσει «τα λάθη όλωνών» (σ. 101). Παραδέχεται, ωστόσο, και όχι μια φορά, ότι δεν γράφει με ψυχραιμία και απάθεια αλλά «με πολλήν αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων» (σ. 101, 103). Αυτή η αγανάκτηση, πανταχού παρούσα, υποκρύπτει εσωτερική τρικυμία, μια τραυματική ψυχική κατάσταση, που αιμορραγεί αδιάκοπα. Η οργή του εκτινάσσεται σπασμωδική σε όλες τις σελίδες. Συχνά, όταν ο Μακρυγιάννης αναφέρεται σε πρόσωπα, ο τόνος γίνεται οξύς και ο λόγος βίαιος και παθητικός. Είναι μια ορμητική, παράφορη γραφή διατυπωμένη με εισαγγελική δριμύτητα. Καθρέφτης τής αυθορμησίας και τής σιγουριάς του τα ίδια τα χειρόγραφα. Χωρίς καμμιά διαγραφή το κείμενο, χωρίς υπεργραφές και διορθώσεις. Γράφει, όπως μιλάει, φυσικά και απροσποίητα, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς ανάσα.

Ούτε αντικειμενικότητα χαρακτηρίζει τα Απομνημονεύματα ούτε οι παρατηρήσεις τού Μακρυγιάννη συνακολουθούνται πάντοτε από ευθυκρισία. Ο ίδιος έχει συνείδηση αυτών των συναισθηματικών επικαλύψεων, των υπερβολών και των ακροτήτων. Και εκφράζει την επιθυμία, ως τελευταία βούληση, να διαγραφούν πριν από τη δημοσίευση των χειρογράφων του οι οξύτητες. «Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου ή άλλος να τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις το φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού με καλόν τρόπον, όχι με βρισές» (σ. 103).

Ο Μακρυγιάννης νιώθει δέος μπροστά στα «τζάκια» τής τουρκοκρατίας, στους κοτζαμπάσηδες γενικά και τους παλιούς κλεφτοκαπεταναίους τής Ρούμελης. Δεν πολυερευνά πώς απόχτησαν τα πλούτη και την ισχύ τους, από τον τούρκο ή από τον Αλήπασα.

Εδώ χρειάζεται μια παρένθεση: Δεν άδραξαν τα όπλα το ΄21 άτομα φιλελεύθερα, ανεπίληπτα, με περγαμηνές αρετής. Τα ήθη τής τουρκοκρατίας -πολεμικά και κοινωνικά- διατηρήθηκαν ατόφια σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Οι χθεσινοί μισθοφόροι των τούρκων, τα εκτελεστικά όργανά τους, ήταν οι μόνοι εμπειροπόλεμοι. Έτσι, οι σωματοφυλακές και μπουλουξήδες τού Αλήπασα, αφού πρώτα πολέμησαν για τον αυθέντη τους ως το 1822, ενώθηκαν με τους ξεσηκωμένους κι αναδείχτηκαν πρωτοκαπεταναίοι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης μεγάλωσαν στην Αυλή τού σατράπη τής Ηπείρου, ο Χατζηχρήστος στο σεράι τού πασά τής Τριπολιτσάς. Οι κλεφταρματολοί, ληστές τις περισσότερες φορές ή κυνηγοί ληστών, με επιδόσεις κακουργίας και εναντίον τούρκων και εναντίον χριστιανών, έγιναν πρωταγωνιστές, χωρίς όμως, να λησμονήσουν τις παλιές τους συνήθειες. Ηρωικές πράξεις και αυτοθυσία μαζί με αθεμιτουργίες, αυθαιρεσίες και  εγκλήματα. Ο πατριωτισμός και η ανδρεία δεν συνοδοιπορούν πάντοτε με την αρετή και τον ανθρωπισμό, που επικαλείται ο Μακρυγιάννης.

Πολλοί αξιωματούχοι τού Αλήπασα, πολιτικοί και στρατιωτικοί, ύστερα από την εξόντωση τού βεζύρη και τον αφανισμό των περιουσιών τους, αφού για κάμποσο καιρό συνεργάσθηκαν με τους τούρκους στις επιχειρήσεις τους, προσχώρησαν τελικά στους ξεσηκωμένους.

Πρέπει ακόμα να προστεθεί, ότι οι αρματολοί και οι κλέφτες τής προεπαναστατικής περιόδου, διώκτες και διωκόμενοι, υπερασπιστές τής εξουσίας ή φυγόδικοι, απροσκύνητοι ή όργανα τοπαρχών ήταν εξ ίσου αιματοβαμμένοι και τυραννικοί. Και η προσχώρησή τους έγινε κάτω από μια σειρά συγκυρίες. Απαράλλαχτα, όπως οι παλιότερες γενιές κλεφταρματολών έπαιρναν μέρος σε ξενοκίνητες ανταρσίες, που απέβλεπαν σε αντιπερισπασμούς ή επικούρηση πολεμικών συγκρούσεων με την οθωμανική αυτοκρατορία. Το ίδιο και στη θάλασσα με τους πειρατές και κουρσάρους τής προεπαναστατικής περιόδου, εμπειροτέχνες τού ναυτικού πολέμου, αλλά φονιάδες και κακοποιά στοιχεία.

Μισητοί ή επίφοβοι, αλλά και με την αίγλη τής αντιεξουσιαστικής παρανομίας, οι κλεφταρματολοί και οι ληστές, θαλασσινοί και στεριανοί, προσχωρώντας στον ξεσηκωμό, ούτε αυθόρμητα εντάχθηκαν στην κοινωνία τής νομιμοφροσύνης ούτε τα ήθη τους απαρνήθηκαν. Έγινε μια ευκαιριακή συμφιλίωση με προύχοντες και αστούς, με τους καραβοκυραίους και το λαϊκό πλήθος.

Όπου πραγματοποιήθηκαν συσσωματώσεις ενόπλων αυτού τού είδους (Ρούμελη, Μωριά) ή ομάδων με παραδοσιακή εξοικείωση στα άρματα (σουλιώτες, μανιάτες), οι οπλαρχηγοί αξίωναν τον πρώτο λόγο και ξαναγίνονταν αντεξουσιαστικά στοιχεία. Οι πολιτικοί ηγέτες, κυβερνήσεις ή κόμματα, όταν διαπίστωναν, πως ήταν δύσκολος ή αδύνατος ο εκπειθαρχισμός και η ένταξη ή απορρόφησή τους σε μια κρατική νομιμότητα, αποζητούσαν την αποδυνάμωση ή τον προσεταιρισμό τους, για τη στερέωση ή την άλωση τής εξουσίας.

Με τη σειρά τους οι οπλαρχηγοί πολιτικολογούσαν, εκβίαζαν, γίνονταν κράτος εν κράτει, ανταγωνίζονταν την πολιτική ηγεσία και, ασύδοτοι πια, και με την αίγλη τού ήρωα ρίχνονταν στην αρπαγή και τις βιαιοπραγίες. Ξεστράτιζαν έτσι και μεταβάλλονταν σε τοπικούς δυνάστες ή πραιτωριανούς και ανέτρεπαν κάθε προσπάθεια για συγκρότηση τακτικού στρατού. Γίνονταν όργανα των φατριών και των κομματαρχών (νεότευκτων πολιτικών ηγετών, παραδοσιακών κοτζαμπάσηδων ή καραβοκυραίων). Η διαδικασία για την κοινωνική ενσωμάτωση των ενόπλων τής τουρκοκρατίας (των εκτός νόμου ή περιστασιακών προστατών τής ευνομίας), αλλά και για τον ενοφθαλμισμό εθνικής συνείδησης ήταν δύσκολη και περιπετειώδης. Απόηχος η ληστοκρατία τού ιθ’ αιώνα και οι γνωστές κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και μ΄αυτό το ανθρωπινό υλικό προχώρησε το΄21. Με ικανούς και γενναίους άνδρες, αλλά την ίδια στιγμή ασυνείδητους και τυχοδιώκτες, σκληροτράχηλους και μαζί σκληρόψυχους, αφοσιωμένους, αλλά και δυσάγωγους.

Ο Μακρυγιάννης επαινεί και ηρωοποιεί όλους τους ρουμελιώτες προεστούς, αλλά κατηγορεί και λοιδωρεί τους μωραϊτες άρχοντες. Οι Ζαΐμηδες, οι Ντεληγιανναίοι, οι Λονταίοι ωφελήθηκαν από το ΄21, γιατί χρωστούσαν μιλιούνια γρόσια στους τούρκους (σ. 162).

Για τους πολιτικούς, μεγάλους και μικρούς, είναι καταλυτικός. Ούτε ένας «τίμιος και αγαθός πατριώτης». Ο λόγος τού Μακρυγιάννη στηλιτευτικός, υβριστικός, εμπαθής, χολερικός, χλευαστικός. Είναι η αυθόρμητη, ανακλαστική αντίδραση αυτού που πάσχει, νιώθει καταπροδομένος και αποδίδει τα δεινά του στους κυβερνήτες – η απλουστευτική, μονοδιάστατη αντίληψη τού απαίδευτου, πού αδικείται, υποφέρει και απελπίζεται. Ο Μακρυγιάννης σέβεται μόνο τα τζάκια, το παραδοσιακό αρχοντολόι. Δεν εκτιμά διόλου τους διανοούμενους, μιλάει περιφρονητικά για τους επιστήμονες, τους γιατρούς λ.χ., και χλευάζει όσους παρακατιανούς κατόρθωσαν να αναρριχηθούν.

Τα πυρά του στοχεύουν κυρίως τον Κωλέτη, τον Μαυροκορδάτο και τον Μεταξά, τους «μεγαλοκέφαλους», όπως τους αποκαλεί.

Ο Κωλέτης, «μαθητής τών τούρκων και κατ΄εξοχή τού τύραγνου Αλήπασα» (σ. 153), «άνθρωπος από το σχολείον τού αφέντη του τού Αλήπασα» (σ. 158). Γράφει με περιφρόνηση για το επάγγελμά του και τις ενασχολήσεις του περί τα στρατιωτικά: «Ο Κωλέτης, ένας γιατρός» (σ. 162), δηλαδή ένα τίποτα, ο «γκενεράλ Κωλέτης» (τ. Β΄, σ. 206). Είναι «διάβολος» (σ. 207), «δόλιος» (σ. 198), «απατεώνας» (σ. 184), «μπερμπάντης» (σ. 194).

Ο Μαυροκορδάτος, «ο εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των τούρκων, ο δουλευτής αυτήνων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τύραγνων» (τ. Α΄, σ. 150), «το τζιράκι τής Κωνσταντινουπόλεως» (σ. 162), ο «κύριος Μαύρος» (τ. Β΄, σ. 16), πού «πήγε στην Ευρώπη με δύο μάτια και γύρισε με τέσσερα, σπούδαζε κι έβαλε γυαλένια μάτια» (σ. 16, επειδή ήταν διοπτροφόρος), «σύφωνος κι αυτός ο φαναριώτης εις το σχέδιον να ξεκάμουν τους στρατιωτικούς» (τ. Α΄, σ. 155). Ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος μαζί είναι «νεκροθάφτες των στρατιωτικών» (τ. Β΄, σ. 72).

Ο Α. Μεταξάς «ψειργιασμένος κόντες» (σ. 89), «κόντε Λάλας» (τ. Α΄, σ. 161), «κόντες τής πιάτζας χωρίς παρά» (σ. 162).

Ο Γ. Κουντουριώτης «κουτός», πού μόνο «όμως ήξερε να λέει» (σ. 234).

Ο Παπαφλέσσας είχε το νου του στις «επιδέξες» και τα «λαλούμενα» (σ. 217).

Ο υπουργός Γλαράκης «κρεατούρα ρούσικη» (τ. Β΄, σ. 97).

Ο υπουργός Ζωγράφος «ψευτογιατρός» (σ. 54).

Ο υπουργός Κ. Σχοινάς «τουρκοπιασμένος» (σ. 76).

Ο Καλλέργης «ο συχνοβαφτισμένος… σε όλες τις παντιέρες καταγραμμένος» (σ. 170).

Γράφει με περιφρόνηση και ειρωνεία για καθένα χωριστά και όλους μαζί τους πολιτικούς ηγέτες. Μερικές φορές, ωστόσο, φαίνεται αντιφατικός και  ασυνεπής. Τη μια φορά θεωρεί τον Ιωάννη Καποδίστρια απατεώνα, την άλλη γράφει με συμπάθεια: «ο δύστυχος κυβερνήτης» (τ. Β΄, σ. 25), «ο καημένος ο Κυβερνήτης» (σ. 26). Τη μια φορά γράφει υβριστικά για τον Μεταξά, την άλλη επαινεί τον πατριωτισμό του. Χαρακτηρίζει τον Κωλέτη «βρωμερό», αλλά τον ανεβάζει στην εξουσία. Ο Ζαΐμης γίνεται καλός πατριώτης, «ο καημένος ο Ζαΐμης» (τ. Α΄, σ. 103 και σ. 298). Συμμαχεί με όλους εκείνους, που αποκαλούσε επίορκους και πουλημένους, Μαυροκορδάτο, Μεταξά, Κωλέτη, που είναι και κουμπάροι του (τ. Β΄, σ. 216). Χλευάζει τους τίτλους, αλλά λησμονεί τα μπεηλίκια των Μαυρομιχαλαίων: «Κωνσταντήμπεγης» ο αδερφός τού Πέτρου Μαυρομιχάλη, «μπεηζαδές» ο γιος του (τ. Β΄, σ. 25). Και το κυριότερο: δικαιώνει τους φονιάδες τού Καποδίστρια (σ. 33).

Ο γνήσια λαϊκός ψυχισμός τού Μακρυγιάννη, το κάλλος τού απροσποίητου και πηγαίου, το στηλιτευτικό ύφος τού αδιάφθορου, η φήμη τού ευαγγελιστή τής αρετής και τού πατριωτισμού, έχουν περιβάλει το έργο του με τέτοια αίγλη, που αντιστέκεται σε κάθε αμφισβήτηση και δυσχεραίνει την ψύχραιμη ανατομία και αποτίμηση, δημιουργώντας ακόμα και συναισθηματικές αναστολές.

 

Λούπου Μαρία

 

http://freeinquiry.gr/pro.php?id=2481&PHPSESSID=87d4daefebf12a84a321e3dccd69297b