“Εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ τὸν Παπαφλέσσα”
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος Κιλκὶς
Παράδοση: τροφὸς τοῦ μέλλοντος. Μέρος Α΄
Ἐν ἀρχῇ παραπομπὴ σ’ ἕναν μύθο τοῦ Αἰσώπου, ἂς ἔχουμε πάντοτε ὑπ’ ὄψιν ὅτι «μύθος ἐστὶ λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν», ὁ μύθος ἐξεικονίζει,ὑποδηλώνει μία ἀληθινὴ κατάσταση. Πρῶτα τὸἀρχαῖο κείμενο, γιὰ νὰἀπολαύσουμε τὴν ἀειφεγγὴ προγονικὴ γλώσσα καὶ κατόπιν ἡ νεοελληνικὴἀπόδοση: «Ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δὲὡς κατέπεσεν εἰς τὸὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦἀλός,κουφότερος ἐξανέστη. Ἠσθεῖς δὲἐπὶ τούτω, ἐπειδὴὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος,κατὰ τινὰ ποταμὸν ἐγένετο, ὠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέση, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται.Καὶ δὴἐκῶν ὠλίσθησε. Συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι, ἐν τούτω ἀποπνιγῆναι».
Δηλαδή: «Ἕνας γαίδαρος φορτωμένος ἁλάτι περνοῦσε ἕνα ποτάμι, ἀλλὰ γλίστρησε κι ἔπεσε στὸ νερό. Ἐπειδὴἔλιωσε τὸἁλάτι σηκώθηκε ἐλαφρότερος. Χάρηκε μ’ αὐτὸ κι ἔτσι μία ἄλλη φορᾶ ποὺ περνοῦσε φορτωμένος σφουγγάρια ἕνα ποτάμι, σκέφτηκε ὅτι, ἂν πέσει πάλι, θὰ σηκωθεῖἐλαφρότερος. Πράγματι γλίστρησε σκόπιμα. Τότε ὅμως τὰ σφουγγάρια ρούφηξαν τὸ νερό, βάρυναν καὶὁ γαίδαρος πνίγηκε».
Τὸ πάθημα τοῦ γαιδάρου, τὸ πάθαμε κι ἐμεῖς ὡς λαὸς καὶ….
δὲν ἐννοῶὅτι ἔχουμε κάποια σχέση μὲ τὸἄκακο ζῶο. Ἂν καὶὁ Γ.Σουρῆς, ποιητὴς κλαυσιγελώτων, ὅπως τοὺς ὀνόμαζαν οἱἀρχαῖοι λέει γιὰ τοὺς πολιτικούς: “ὪἙλλὰς ἡρώων χώρα/τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα”.
Κουβαλούσαμε, λοιπόν, ὡς λαὸς στοὺς ὤμους μᾶς ἁλάτι. Τὸἁλάτι ἦταν καὶ εἶναι πολύτιμο. ὉὍμηρος τὸἀποκαλεῖ «θεῖον» καὶ χαρακτηρίζει βάρβαρούς τους λαοὺς ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν. «Οὐδὲ θ’ ἄλασσι μεμιγμένον εἶδαν ἔδουσι». (Ὄδ. Λ, 123) «καὶ οὔτε καν ἁλατισμένο φαγητὸ τρῶνε». «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸἅλας τῆς γής», ἐσεῖς εἶστε τὸἁλάτι τῆς γής, λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του, ὅλων τῶν αἰώνων. Τὸἁλάτι, παλιότερα, τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὅπως σήμερα τὸ ψυγεῖο. Μὲς στὸἁλάτι ἡ τροφὴ δὲν σαπίζει.
Ἔτσι εἶναι καὶἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, συντηρεῖ τὸν κόσμο, τὸν σώζει καὶ νοστιμίζει τὴν ζωή, τῆς δίνει νόημα. Ἁλάτι εἶναι ἡ παράδοσή μας. Τί εἶναι παράδοση; Σύμφωνα μὲ τὴν ἐτυμολογία της, παράδοση δὲν εἶναι ὅ,τι παραλαμβάνει κανεὶς (ἀλλιῶς θὰ λεγόταν παραλαβὴ) ἀλλὰὅ,τι θὰ παραδώσει. (Ἀπὸ τὸ ρῆμα παραδίδωμι).
Παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων. Δὲν εἶναι στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀλλὰ τροφὴ γιὰ τὸ μέλλον. “Ἑλλάδα εἶσαι γεννημένη ἀπὸ τοὺς πεθαμένους” λέει ὁ ποιητὴς Τ. Λειβαδίτης, Ποτάμι εἶναι οἱ σειρῆνες τῆς καλοπέρασης, τῆς ὑλοφροσύνης, τοῦ εὔκολου καὶἄκοπου πλουτισμοῦ, αὐτὸ ποὺ λέμε Νέα Ἐποχή, ποὺ θέλει τὴ ζωή μας νὰ μοιράζεται μεταξὺ δύο συσκευῶν: τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ψυγείου. Νὰ βλέπουμε τί θὰ φᾶμε καὶ νὰ τρῶμε βλέποντας. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ὀνομάζουν καταναλωτὲς καὶὄχι πολίτες. Καταναλωτὲς εἶναι τὰ ζῶα. Λέει ὁἅγιος Χρυσόστομος: «Ἄνθρωπος γὰρ ἐστὶν οὐκ ὅστις χείρας καὶ πόδας ἔχει ἀνθρώπου, οὒδ’ ὅστις ἐστὶ λογικὸς μόνον, ἂλλ’ ὅστις εὐσέβειαν καὶἀρετὴν μετὰ παρρησίας ἀσκεῖ». (Ε.π. 49, 423).
Βουλιάξαμε σ’ αὐτὸ τὸὕπουλο ποτάμι, ἔλιωσε τὸἅλας, χάσαμε καὶ ξεχάσαμε τὴν παράδοσή μας καὶ νιώσαμε ἐλεύθεροι. Μὲ γλώσσα ἀνάπηρη – ἔλεγε σοφὸς Ρῶσος γλωσσολόγος, “ὅταν οἱἐχθροί σου θὰἔχουν ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία τους, νὰ ξέρεις ὅτι ἡ νίκη πλησιάζει”-ἀφιλόπατροι καί, κυρίως, χωρὶς τὴν ἀμώμητο πίστη μας, χωρὶς Χριστὸ καὶ «χωρὶς Χριστό, ὅλα ἐπιτρέπονται», κατὰ τὴν ἀειθαλῆ ρήση τοῦ Ντοστογιέφσκι.Φορτωθήκαμε σφουγγάρια, εἴχαμε τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο καὶ πήραμε ἀσκιὰ γιομάτ’ ἀγέρα καὶ κούφια καρύδια, ὅπως θὰἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης.
Ὅμως, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε.Ἕνας σύγχρονος γέροντας, ὁ πατὴρ Ἀνανίας Κουστένης, λέει: «ἩἙλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρὸ ξαποσταίνει. Τώρα εἴμαστε στὸ ξαπόσταμα». Ποιὰ εἶναι ἡ λύση. Νὰ γυρίσουμε πίσω: «Ὅλα τὰἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός,πλὴν τοῦἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», ἔλεγε ὁ σοφὸς ἀθηναιογράφος,Δημήτρης Καμπούρογλου. Σ’ αὐτὸ τὸ διαμαντένιο πέλαγος, τὴν παράδοσή μας θὰ βουτήξω καὶ θὰἀνασύρω λίγα τιμαλφῆ καὶ πολύτιμα γιὰ νὰ δοῦμε τί μᾶς πρέπει.Τώρα εἴμαστε σὰν τὸν ἄρρωστο, ὅμως δὲν εἴμαστε μόνοι μας. «Ἰδού, ὁ Χριστὸς ποὺ γέρνοντας / στοῦ πόνου τὸ κρεββάτι / σου σιάζει τὸ προσκέφαλο / καὶ σὲ παρηγορά», γράφει ὁ Σολωμὸς σ’ ἕνα ἐξαιρετικό του ποίημα.
Κατὰἐποχὲς κάποιες λέξεις, καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στὸ λεξιλόγιό μας. Τώρα ἡἐπίζηλη λέξη εἶναι ἡ κρίση. Κατ’ ἐμὲἡ κρίση, γιὰ μᾶς τοὺς Ρωμηοὺς τουλάχιστον, εἶναι ἕνα προσωπεῖο πίσω ἀπὸ τὸὁποῖο βρίσκεται ἕνα πρόσωπο, ὁ τωρινὸς Ἕλληνας, ἡ σημερινὴἙλληνίδα,ποὺ νοσταλγοῦν. Ἡ κρίση γιὰ μᾶς εἶναι μία πολὺὀδυνηρὴ νοσταλγία. Ἡ λέξη νοσταλγία, δὲν εἶναι λέξη ἑλληνική, τὸ σωστότερο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι μιλάει ἑλληνικά.
Ὅπως, ἔλεγε ὁ μεγάλο Εὐρωπαῖος φιλόσοφος, Χάιντεγγερ, «αὐτὸ ποὺ χωρίζει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα, εἶναι ὅτι οἱ λέξεις δὲν παραπέμπουν στὰ πράγματα, ἀλλὰ εἰκονίζουν τὰ πράγματα. Ἀπαντᾶἡ κάθε λέξη στὸἐρώτημα «τί ἐστίν». Νόστος εἶναι ἡἐπάνοδος,ἡἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα, ἡ παλιννόστηση. Ἄλγος εἶναι ὁ πόνος. Τὶς «παντρεύει» ὡραιότατα αὐτὲς τὶς δύο λέξεις ἡ γλώσσα μας, καί… τί τίκτεται; Ἡ νοσταλγία, ὁ πόνος, ὁ πόθος τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα.
Παραπέμπω σ’ ἕνα ἔξοχο κείμενο τοῦ τροπαιούχου νομπελίστα μᾶς ποιητῆ Γιώργου Σεφέρη. «Ὅσο προχωρεῖὁ καιρός», ἔλεγε τὸ 1936, «καὶ τὰ γεγονότα, ζῶὁλοένα μὲ τὸἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα• πῶς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα ποὺ τόσο σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰἕνας ἐφιάλτης μὲἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μὲ μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου, ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πικρό…».
Ἐμεῖς οἱἝλληνες, οἱ Ρωμηοί, οἱ Γραικοί, καὶ τὰ τρία δικά μας εἶναι-ἕνα μοιρολόι τῆς Ἅλωσης τῆς Πόλης, τοῦ Ματθαίου, Μυρέων, ἔγραφε: «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στὸ γένος τῶν Ρωμαίων / Ὤ! Πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων / Σ’ ἐμᾶς εἰς ὅλους τους Γραικοὺς / νὰἔλθη τούτ’ ἡὥρα» – τὴν πίκρα, τὴν ὀδύνη αὐτή, τὴν καταργοῦμε μὲ δύο δυνάμεις: τὴν πίστη καὶ τὴν μνήμη.
Τὸἁγιασμένο πετραχήλι τοῦ Πατροκοσμᾶ δίδασκε ψυχὴ καὶ Χριστό. Τὸἴδιο πράγμα εἶναι. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας – ἂν καὶ δὲν μοῦἀρέσουν τὰ «πρέπει», «νὰ γδάρω τὸ πρέπει ἀπὸ τὸ γιώτα καὶ νὰ τὸ φτάσω μέχρι τὸ πῖ» ἔλεγε ὁἘλύτης – ἔχουμε χρέος νὰἀνακαλύψουμε πάλι τὸ χρυσοφόρο κοίτασμα τῆς Παράδοσής μας. Κυρίως οἱ νέοι.
«Νὰ μὴν βαριέστε τὸ ψάξιμο / καὶ νὰ μὴν κουράζεστε στὸ σκάψιμο». Ἔτσι ἀποκρίθηκε ὁ Παλαμᾶς σὲ φοιτητικὴ συντροφιὰ ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ1940. Καὶ μέθυσαν ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ μὲ τὸ «ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ‘21». Καὶἀπὸ αὐτὸ τὸ διαμαντοφόρητο πέλαγος τῆς παράδοσής μας, ποὺ φιλοξενεῖ τὰ προσανάμματα ποὺἐφώτισαν ὅλη τὴν Οἰκουμένη θὰ βγάλω λίγα κοσμήματα ἀπὸ μία περίοδο τῆς ἱστορίας μας, ποὺ δὲν τὴν πολυτιμοῦμε.Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τότε ποὺἔλαμπε τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη. Σήμερα δὲν ζοῦμε μία νέα Τουρκοκρατία, ὕπουλη καὶ δολερή, ὅπως ἔλεγε ὁ Μάνος Χατζηδάκις; Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα οἱ φίλοι μας οἱ Εὐρωπαῖοι μᾶς μέμφονται ὅτι δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι Ἑλλήνων.
Ὅταν κάποτε ἕνας Φράγκος ρώτησε τὸν Σεφέρη «μὰ πιστεύετε σοβαρὰὅτι εἶστε πραγματικὰἀπόγονοί του Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ» ἀπάντησε:
– «Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ τὸν Παπαφλέσσα καὶἐνίωθε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή,μπροστὰ στὸ ξόδι τοῦ Θεανθρώπου».
Καὶ νὰ ‘τᾶν μονάχα οἱ ξένοι; Ἔχουμε καὶ τοὺς δικούς μας Γραικύλους τῆς σήμερον, ὅπως θὰἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἕνας παλιὸς θυμόσοφος ἐπίσκοπος ἔλεγε γιὰ κάποιους μεταμοντέρνους ἐκκλησιομάχους «ἂν δώσεις μία ὀδοντογλυφίδα σὲἕναν Νεοέλληνα, ἰδίως ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ξεκινᾶ τὸἐπίθετό του μὲ τὸ “παπᾶ“, τότε στὰ δόντια του θὰἀνακαλύψεις ψίχουλα ἀπὸ τὰ πρόσφορα, ποὺἔφαγε καὶ μεγάλωσε ἡ οἰκογένειά του»…