Εντομοκτόνο ονομάζεται οποιαδήποτε τοξική
ουσία χρησιμοποιείται για την εξόντωση των
εντόμων.Τα εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται
κυρίως για να εξοντώνουν έντομα, τα οποία
μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές στις
καλλιέργειες ή να είναι φορείς επικίνδυνων
ασθενειών για την ατομική αλλά και τη δημόσια
υγεία.
Τα εντομοκτόνα διακρίνονται ανάλογα με την
προέλευση, σε φυσικά ή συνθετικά, ανάλογα με
τη χρήση, σε γεωργικά και οικιακά, ανάλογα με
τη χημική τους σύσταση, την τοξικολογική τους
δράση αλλά και τον τρόπο δράσης τους, αν δρουν
δηλαδή στο πεπτικό σύστημα, στο αναπνευστικό
ή διεισδύουν μέσω επαφής με το σώμα.
Διακρίνονται ακόμη σε οργανικά συνθετικά
εντομοκτόνα και σε ανόργανα.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος:
Στρατιώτης ψεκάζει συνάδελφό
του με DDT για να εξοντώσει
παρασιτικά έντομα.
Ιστορικά στοιχεία
Ως πρώτο εντομοκτόνο
χρησιμοποιήθηκε το φυσι-
κό θείο (θειάφι), σε μορφή σκόνης επάνω στα
φύλλα των φυτών – αναφέρεται χρήση του από
τους Σουμέριους ήδη από το 4500 π.χ. Πολύ
αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούνται τοξικές
ουσίες, όπως το αρσενικό και ενώσεις του
υδραργύρου και του μολύβδου. Στην Κίνα οι
καλλιεργητές χρησιμοποίησαν άλλα έντομα,
όπως μυρμήγκια για να εκδιώξουν τα βλαβερά,
ενώ σε όλες τις περιοχές προσπαθούσαν να
διώξουν τις ακρίδες κάνοντας ισχυρό θόρυβο. Τον
17ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε η νικοτίνη που
εξάγονταν από τα φύλλα του καπνού, ενώ τον
19ο αιώνα γενικεύτηκε η χρήση του, που
παράγεται από το χρυσάνθεμο και η ροτενόνη
που εξάγεται από τις ρίζες τροπικών φυτών.
Το DDT (διχλωροδιφαινυλοτριχλωροαιθάνιο),
συντέθηκε για πρώτη φορά το 1874, του οποίου
όμως οι εντομοκτόνες ιδιότητες παρέμειναν
άγνωστες μέχρι το 1939. Τις εντομοκτόνες
ιδιότητες του DDT ανακάλυψε ο Ελβετός χημικός
Paul Hermann Muller, ο οποίος το 1948 τιμήθηκε
με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής
γι’ αυτή του την ανακάλυψη. Το DDT χρησιμο-
ποιήθηκε ευρύτατα για την καταπολέμηση των
εντόμων (φορέων) που μετέδιδαν την ελονοσία
και τύφο κατά το δεύτερο ήμισυ του Β’
παγκοσμίου Πολέμου από τις συμμαχικές
δυνάμεις, ενώ από το 1945 και ύστερα
κυκλοφόρησε και για αγροτική – οικιακή χρήση.
Στην Ελλάδα έγινε περισσότερο γνωστό ως
“φλιτ”. Αντίστοιχα οι Γερμανοί είχαν εφεύρει
εντομοκτόνο για την προστασία των καλλιεργειών
από τα έντομα, την απεντόμωση χώρων, όπως
αποθήκες και μαζικά μέσα μεταφοράς, αλλά και
την απολύμανση ρούχων από παρασιτικά έντομα
όπως οι ψείρες, οι κοριοί και τα τσιμπούρια. Το
ονόμασαν Κυκλώνα Β (Zyklon B). Το εντομοκτόνο
αυτό, το οποίο είχε ως βάση το υδροκυάνιο, αλλά
κυκλοφορούσε σε στερεή μορφή, ήταν τοξικό για
όλους τους ζωικούς οργανισμούς γι’ αυτό και
κυκλοφορούσε στο εμπόριο με ισχυρή και
χαρακτηριστική οσμή, ώστε να αποφεύγεται η
εισπνοή του. Στην έκδοσή του χωρίς την προειδο-
ποιητική οσμή (“ohne Warnstoff”) οι Ναζί το
χρησιμοποίησαν ως δηλητηριώδη ουσία στους
θαλάμους αερίων των ναζιστικών στρατοπέδων
εξόντωσης.
Μετά την χρήση του DDT γενικεύτηκε η χρήση
των οργανοχλωριούχων εντομοκτόνων. Ωστόσο,
έρευνες για το DDT και την επίδρασή του στην
ανθρώπινη υγεία είχαν ξεκινήσει ήδη από το
1940, αλλά ελάχιστη σημασία δόθηκε στα
αποτελέσματα των ερευνών αυτών. Μόλις το
1950 η κυβέρνηση στις ΗΠΑ άρχισε να εξετάζει τη
λήψη μέτρων κατά της αλόγιστης χρήσης του, η
οποία είχε οδηγήσει όχι μόνο στον περιορισμό
της αποτελεσματικότητάς του, αλλά και σε
περιβαλλοντικά προβλήματα και σε επιδράσεις
στην ανθρώπινη υγεία. Το 1955 ο ΠΟΕ
(Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) ξεκίνησε
παγκόσμια εκστρατεία κατά της ελονοσίας
βασιζόμενη κυρίως στο DDT, για να
καταπολεμήσει τα κουνούπια, κύριους φορείς της
νόσου. Το 1957, όμως, στις ΗΠΑ, οι Τάιμς της
Νέας Υόρκης δημοσίευσαν ένα άρθρο για την
ανεπιτυχή προσπάθεια περιορισμού της χρήσης
του DDT σε κομητεία της Ν. Υόρκης. Το άρθρο
αυτό τράβηξε την προσοχή της βιολόγου –
συγγραφέως Rachel Carson, την οποία ο εκδότης
των Τάιμς ενθάρρυνε να γράψει ένα άρθρο πάνω
στο θέμα. Η Carson άρχισε να γράφει το άρθρο,
το οποίο τελικά κατέληξε στο περίφημο βιβλίο
της ’’H σιωπηλή άνοιξη’’ (Silent Spring, 1962).
Στο βιβλίο αυτό η Carson καταφερόταν – με
επιχειρήματα – εναντίον όλων των εντομοκτόνων
(περιλαμβανομένου και του DDT) και των
φυτοφαρμάκων, καθώς προκαλούσαν περιβαλ-
λοντικά προβλήματα, κατέστρεφαν τη φύση και
δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην
ανθρώπινη υγεία. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε το
έναυσμα του περιβαλλοντικού κινήματος στις
ΗΠΑ. Ο τότε πρόεδρος Τζων Κέννεντυ συνέστησε
μια επιτροπή διερεύνησης του προβλήματος, η
οποία κατέληξε σε συμπεράσματα σχεδόν ίδια με
αυτά της Carson. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική
Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA)__
απαγόρευσε την χρήση του DDT και, ύστερα από
αρκετές δικαστικές διαμάχες, η απαγόρευση
οριστικοποιήθηκε το 1973 με απόφαση του
εφετείου της περιφέρειας της Columbia.
Τύποι συνθετικών εντομοκτόνων
Οργανοχλωριούχες ενώσεις
Πρόκειται για ενώσεις που προκύπτουν από
οργανικά μόρια στα οποία προστίθεται, με
χημική αντίδραση χλώριο. Έχουν ισχυρή
επίδραση στα έντομα, αλλά το μεγάλο τους
περιβαλλοντικό μειονέκτημα είναι ότι η επίδρασή
τους είναι συνεχής για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το Lindane, για παράδειγμα, παραμένει ενεργό
ακόμη και μετά την πάροδο αρκετών ετών. Ως
συνέπεια, η χρήση τους είναι σε μεγάλο βαθμό
απαγορευμένη, καθώς αποτελούν ισχυρό
περιβαλλοντικό κίνδυνο. Στην κατηγορία αυτή
περιλαμβάνονται ουσίες και προϊόντα όπως:
Lindane, DDT, Chlordane, Chlorobenzilate
(ιδιαίτερα τοξικό για υδρόβιους οργανισμούς, δεν
χρησιμοποιείται πλέον), Methoxychlor (προκαλεί
προβλήματα σε ζώα και ανθρώπους,
απαγορευμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το
2002 και στις ΗΠΑ από το 2003), κυκλοδιένια
(aldrin, dieldrin, chlordane, heptachlor, endrin).
Τα περισσότερα από αυτά έχουν ισχυρή και
μακροχρόνια δράση, όπως για παράδειγμα το
chlordane, που παραμένει και μετά από 60
χρόνια. Η μακρά παραμένουσα δράση τους σε
συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούν
στο περιβάλλον και την ανοχή που ανέπτυξαν
απέναντί τους αρκετά είδη εντόμων οδήγησαν
στην απαγόρευση χρήσης τους από την EPA το
1975 – 80 και την ολοσχερή απαγόρευσή τους,
ακόμη και ως τερμιτοκτόνων, το 1984-88.
Οργανοφωσφορικές ενώσεις
Αποτελούν σήμερα την πλέον διαδεδομένη και με
πολλαπλές εφαρμογές κατηγορία εντομοκτόνων.
Αποτελούν παράγωγα οργανικών ενώσεων, στα
οποία έχει προστεθεί, με χημική αντίδραση,
φώσφορος. Τα γνωστότερα εντομοκτόνα αυτής
της κατηγορίας είναι το παραθείο και το
μαλαθείο. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά
εναντίον των μυζητικών εντόμων, όπως η αφίδα
(μελίγκρα) και τα ακάρεα, τα οποία τρέφονται
απομυζώντας τους χυμούς των φυτών. Συνήθως
ψεκάζονται σε διάλυμα απευθείας επάνω στα
φυτά ή ρίπτονται γύρω από τις ρίζες ώστε να
απορροφηθούν από αυτά. Έχουν μικρή
υπολειμματική δράση, παρά το ότι είναι πολύ
περισσότερο τοξικά σε σχέση με τα χλωροπα-
ράγωγα. Τα οργανοφωσφορικά φονεύουν τα
έντομα καταστρέφοντας το ένζυμο
χολινεστεράση, το οποίο είναι απαραίτητο για τη
λειτουργία του νευρικού τους συστήματος.
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται ουσίες, οι
περισσότερες απαγορευμένες σε ΗΠΑ και ΕΕ, για
οικιακή και αγροτική χρήση, με τις ονομασίες:
Chlorpyrifos, Chlorpyrifos–methyl, (μεθυλιωμένο
παράγωγο του ανωτέρω), Diazinon, απαγο-
ρευμένο στις ΗΠΑ από το 2004 και στην ΕΕ από
το 2008, Dichlorvos, εμφανίζει ισχυρή τοξική,
Pirimiphos–methyl, προστίθεται συνήθως ως
εντομοκτόνος ουσία σε χρώματα εσωτερικών και
εξωτερικών τοίχων, Fenitrothion, Παραθείο,
πρόκειται για ιδιαίτερα τοξική ουσία, η οποία δεν
καταπολεμά μόνον έντομα αλλά έχει ισχυρά
δηλητηριώδη δράση σε όλους τους ζωικούς
οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου και του
ανθρώπου. Κατατάσσεται τόσο από τον
Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας όσο και από την
Υπηρεσία Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών
ως “ιδιαίτερα επικίνδυνο”, καθώς προκαλεί
θάνατο στις μέλισσες και θανατώνει πτηνά,
ψάρια και άλλες μορφές άγριας ζωής. Για τους
λόγους αυτούς έχει αντικατασταθεί από λιγότερο
τοξικά εντομοκτόνα. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως
Πολεμική Χημική Ουσία (ΠΧΟ) κατά τον πόλεμο
της Ροδεσίας (1964-1979). Μαλαθείο, από τα
πρώτα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα
(κατασκευάστηκε το 1950) είναι αποτελεσματικό
για μυζητικά έντομα, καθώς καταπολεμά αφίδες
και ακάρεα αλλά και για ιπτάμενα έντομα (μύγες,
κουνούπια) και για έρποντα (κατσαρίδες).
Χρησιμοποιείται επίσης για την καταπολέμηση
εντόμων που παρασιτούν σε ανθρώπους και ζώα,
όπως ψείρες και τσιμπούρια.
Καρβαμικά παράγωγα
Είναι σχετικά πρόσφατη κατηγορία εντο-
μοκτόνων, περιλαμβάνοντας προϊόντα όπως το
καρβαμύλιο, μεθομύλιο, καρβοφουράνιο,
καρβαρύλιο, το αρκετά διαδεδομένο
Bendiocarbamate, ενώ σε αυτά ανήκει και το
εντομοαπωθητικό Icaridin. Είναι παράγωγα του
καρβαμικού οξέος (NH2COOH). Έχουν τα
πλεονεκτήματα ότι δρουν εναντίον μεγάλου
φάσματος εντόμων ενώ έχουν πολύ χαμηλή
παραμένουσα δράση και δεν συσσωρεύονται
στους ζωικούς ιστούς. Ο μηχανισμός δράσης τους__
είναι παρόμοιος με αυτόν των οργανοφωσφο-
ρικών ενώσεων, δηλ. αναστέλλουν το ένζυμο
χολινεστεράση, αν και σε μικρότερο βαθμό., ενώ
η δράση τους περιορίζεται όταν το περιβάλλον
είναι αλκαλικό.
Φορμαμιδίνες
Σχετικά μικρή ομάδα εντομοκτόνων,
αναπτύχθηκε για την καταπολέμηση εντόμων που
είχαν αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι τόσο
στα οργανοφωσφορικά όσο και στα καρβαμικά
εντομοκτόνα. Κυκλοφορούν οι τύποι,
chlordimeform, formetanate και amitraz.
Δινιτροφαινόλες
Προέρχονται από το βασικό μόριο της
δινιτροφαινόλης. Η δινιτροφαινόλη είναι τοξική
τόσο για τα έντομα όσο και για τα αυγά τους,
τους μύκητες και ορισμένα ζιζάνια.
Κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα αλλά
όταν διαπιστώθηκε ότι η παραμένουσα δράση
τους ήταν μακροχρόνια, αποσύρθηκαν όλα.
Λοιπές κατηγορίες
Ως εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται, επίσης, και οι
εξής κατηγορίες οργανικών ενώσεων:
Νικοτινοειδή, σε αναλογία με τα πυρεθροειδή
(βλ. κατωτέρω) είναι ενώσεις που προσομοιάζουν
με την φυσική νικοτίνη (η οποία στο παρελθόν
είχε χρησιμοποιηθεί ως εντομοκτόνο αλλά λόγω
υψηλής τοξικότητας η χρήση της απαγορεύτηκε),
Σπινοσύνες, η πλέον πρόσφατη εφεύρεση στον
τομέα των εντομοκτόνων, παράγονται από το
βακτήριο Saccharopolyspora spinosa και το
ενεργό συστατικό τους αναφέρεται ως
“spinosad“. Έχουν το πλεονέκτημα να
συνδυάζουν τις εντομοκτόνες ιδιότητες ενός
συνθετικού και ενός “βιολογικού” εντομοκτόνου.
Το εναιώρημα spinosad έλαβε έγκριση για την
απαλλαγή του τριχωτού της κεφαλής από τις
ψείρες από τον Εθνικό Οργανισμό Τροφίμων και
Φαρμάκων των ΗΠΑ, Πυρρόλες, Πυραζόλες,
Πυριδαζινόνες, Κιναζολίνες, Βενζοϋλουρίες.
Ημισυνθετικά εντομοκτόνα
Πυρεθρίνες
Οι πυρεθρίνες Ι και ΙΙ είναι εστέρες του
χρυσανθεμικού οξέος με κοινό “πυρήνα” το
κυκλοπεντάνιο. Απαντώνται ως συστατικά στο
διαδεδομένο φυτό χρυσάνθεμο
(Chrysanthemum cinerariaefolium) ή πύρεθρο,
το οποίο αποτελεί σήμερα βιομηχανικά
καλλιεργούμενο φυτό προκειμένου να ληφθούν
από αυτό οι πυρεθρίνες. Γενικά οι πυρεθρίνες
θεωρούνται από τα πλέον αβλαβή εντομοκτόνα,
αλλά δεν πρέπει να συγχέονται με τα
πυρεθροειδή, τα οποία είναι συνθετικά παράγω-
γά τους. Οι πυρεθρίνες χρησιμοποιούνται επί 100
και πλέον χρόνια και ο μηχανισμός δράσης τους
είναι να εμποδίζουν την έξοδο ιόντων νατρίου
από τα νευρικά κύτταρα των εντόμων,
προκαλώντας απότομες νευρικές ώσεις που
τελικά οδηγούν στον θάνατό τους. Είναι ενώσεις
που υδρολύονται εύκολα από τα υγρά του
στομάχου κι έτσι εμφανίζουν χαμηλή τοξικότητα,
ενώ σπάνια επηρεάζουν κατοικίδια ζώα. Σχεδόν
πάντα συνδυάζονται με βουτοξείδο του
πιπερονυλίου (Piperonyl butoxide), συνεργό
ουσία, η οποία αποτρέπει την υδρόλυση των
πυρεθρινών από τα στομαχικά υγρά των εντόμων
και χωρίς την οποία η εντομοκτόνος δράση τους
περιορίζεται σημαντικά. Οι πυρεθρίνες δεν είναι
εν γένει τοξικές για τον άνθρωπο – αν και δεν
έχουν γίνει επισταμένοι έλεγχοι – ή τα πτηνά,
είναι όμως επικίνδυνες για τα ψάρια, γιατί
υδρολύονται σχετικά εύκολα και επηρεάζονται,
επίσης, από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία. Οι
πυρεθρίνες έχουν χαρακτηριστεί από το Τμήμα
Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών ως “ασφαλές
εντομοκτόνο για χρήση σε φυτά προς βρώση”
ενώ “μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε
περιβάλλον όπου υπάρχουν φαγώσιμα”.
Πυρεθροειδή
Είναι συνθετικά παράγωγα με χημική σύσταση
παρόμοια με αυτή των φυσικών πυρεθρινών, με
τις οποίες όμως δεν πρέπει να συγχέονται.
Σήμερα αποτελούν σημαντικό τμήμα της
παραγωγής εντομοκτόνων, καθώς είναι, επίσης,
και εντομοαπωθητικά, ενώ παρουσιάζουν
σχετικά χαμηλή τοξικότητα για τους ανθρώπους,
με συνέπεια να χρησιμοποιούνται ευρέως σε
οικιακής χρήσεως εντομοκτόνα προϊόντα. Έχουν
κατασκευαστεί περισσότερα από 1000
πυρεθροειδή, δεν χρησιμοποιούνται όμως παρά
ελάχιστα, κυρίως η περμεθρίνη, η ρεσμεθρίνη
και η σουμιθρίνη. Η εφαρμογή τους γίνεται
συνηθέστερα με ψεκασμό και όταν επικαθήσουν
σε επιφάνειες η συγκέντρωσή τους δεν είναι
υψηλή, καθώς έχουν αραιωθεί με νερό ή ειδικό
έλαιο. Επιπλέον έχουν την ιδιότητα να
αποσυντίθενται με την επίδραση της ηλιακής
ακτινοβολίας, με συνέπεια να παραμένουν
ενεργά μόλις για μία έως δύο ημέρες. Δεν
απορροφώνται από τις ρίζες των φυτών, καθώς
σχηματίζουν χημικούς δεσμούς με το έδαφος,
όπου και διασπώνται. Γι’ αυτό και σπάνια
αναμιγνύονται με το νερό των υδροφόρων
οριζόντων ή μολύνουν πόσιμο νερό, ενώ
υδρολύονται σχετικά εύκολα. Είναι, ωστόσο,
ιδιαίτερα τοξικά για τα ψάρια και τις υδρόβιες
μορφές ζωής.
Αέρια εντομοκτόνα
Είναι ειδική κατηγορία εντομοκτόνων (fumigants)
καθώς βρίσκονται σε αέρια μορφή, σε κανονικές
συνθήκες περιβάλλοντος (θερμοκρασίες άνω του
μηδενός). Συνήθως είναι βαρύτερα από τον αέρα
και περιέχουν παράγωγα αλογόνων, όπως
χλωρίου, βρωμίου και φθορίου ή είναι
παράγωγα του υδροκυανίου όπως ο Κυκλώνας Β
(σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον κανένα
παρόμοιο προϊόν λόγω
ιδιαίτερα υψηλής τοξι-
κότητας). Εκτός από τα
έντομα εξοντώνουν και
τα αυγά τους, καθώς
και νηματώδεις σκώλη-
κες αλλά και πολλούς
μικροοργανισμούς.
Χρησιμοποιούνται σε κτήρια, αποθήκες, θερμο-
κήπια ακόμη και σε συσκευασμένους ξηρούς
καρπούς ή σπόρους. Το πλέον διαδεδομένο
εντομοκτόνο αυτής της κατηγορίας σήμερα είναι
το μεθυλοβρωμίδιο ή βρωμομεθάνιο. Η χρήση
του έχει περιοριστεί σημαντικά από το 2000 και
ύστερα. Ιδιαίτερα το βρωμομεθάνιο έχει ενοχο-
ποιηθεί και για καταστροφή της οζονόσφαιρας.
Επίδραση στο φυσικό περιβάλλον
Τα εντομοκτόνα όπως είναι φυσικό, δεν κάνουν
διάκριση ανάμεσα σε ωφέλιμα και βλαβερά
έντομα. Πρόσφατα πολλοί Αμερικανοί
μελισσοκόμοι βρήκαν τα μελίσσια τους, εν όψει
της νέας περιόδου επικονίασης, είτε άδεια είτε με
τις μέλισσές τους νεκρές σε ποσοστό 95%. Η
ακριβής αιτία αυτού του φαινομένου είναι ακόμη
υπό έρευνα αλλά πιστεύεται ότι το πιθανότερο
είναι να οφείλεται στη χρήση των νέων
εντομοκτόνων με βάση τη νικοτίνη που
χρησιμοποιήθηκαν στις καλλιέργειες.
Τα εντομοκτόνα επηρεάζουν την άγρια ζωή είτε
άμεσα είτε έμμεσα, με συνέπεια τις
καταστροφικές επιδράσεις να τις υφίστανται και
άλλες μορφές ζωής, τα οποία θα εισπνεύσουν, θα
τραφούν από τμήματα του φυτού που έχουν
ψεκαστεί με εντομοκτόνο ή θα καταναλώσουν
έντομα που έχουν υποστεί επίδραση εντομοκτό-
νου. Επίσης, τα εντομοκτόνα υπό μορφή κόκκων
είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για τα πτηνά γιατί
είναι πιθανόν να νομίσουν ότι οι κόκκοι αυτοί
είναι τροφή ή πετραδάκια.
Ανάπτυξη ανθεκτικότητας στα έντομα
Ένα επιπλέον πρόβλημα που προκύπτει από την
χρήση των εντομοκτόνων είναι η δυνατότητα
ορισμένων εντόμων να αναπτύσσουν
μηχανισμούς αντίστασης απέναντι σε αυτά. Έτσι,
η εφαρμογή ενός εντομοκτόνου μπορεί αρχικά να
εξοντώσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού των
επιβλαβών εντόμων, κάποια όμως από αυτά είναι
πιθανό να αναπτύξουν ανθεκτικότητα και ανοσία
και να μην εξοντωθούν. Στην επόμενη γενεά
σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός θα έχει
αναπτύξει αυτό το χαρακτηριστικό και η
εφαρμογή του εντομοκτόνου θα είναι άνευ
αποτελέσματος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν
πληθυσμοί βλαβερών εντόμων λόγω εξόντωσης
των φυσικών εχθρών τους (συνήθως άλλα
έντομα), που κρατούσαν τη φυσική ισορροπία
των πληθυσμών σε μια περιοχή (π.χ. μύγες –
αράχνες). Η εφαρμογή εντομοκτόνων ευρέος
φάσματος έχει αυτό το αποτέλεσμα γι’ αυτό και
καταβάλλονται προσπάθειες δημιουργίας
εντομοκτόνων συγκεκριμένων στόχων__