Η επιστροφή της χώρας στις αγορές ήταν όντως εντυπωσιακή: ελάχιστοι μπορούσαν να φαντασθούν, μόλις πριν από λίγους μήνες, όταν ακόμα η κυβέρνηση παρέμενε «παγιδευμένη» σε ατέρμονες συζητήσεις με την τρόικα, ότι σήμερα θα… έκαναν ουρές οι ξένοι επενδυτές για τα νέα ελληνικά ομόλογα. Όμως, η επάνοδος στην αγορά δεν είναι πανάκεια, ούτε και θα πρέπει να ενισχύσει τις ψευδαισθήσεις ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να ανακάμψει, χωρίς ένα «κούρεμα» του χρέους προς τους Ευρωπαίους εταίρους.
Σύμφωνα με την τελική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της διαδικασίας έκδοσης των νέων 5ετών ομολόγων, που εξέδωσε αργά χθες βράδυ το υπουργείο Οικονομικών, συγκεντρώθηκαν συνολικά 3 δισ. ευρώ, με το κουπόνι των τίτλων να διαμορφώνεται στο 4,75% και την απόδοσή τους, η οποία είναι συνάρτηση και της τιμής διάθεσης, να φθάνει το 4,95%, δηλαδή οριακά χαμηλότερα από το «ψυχολογικό» όριο του 5%.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον ήταν ισχυρό, σύμφωνα με την ανακοίνωση, και προήλθε από μακροπρόθεσμους επενδυτές χωρίς μόχλευση (real-money investors), δηλαδή όχι από funds που κυνηγούν υψηλές αποδόσεις, χρησιμοποιώντας δανεικά κεφάλαια. Τα περισσότερα ομόλογα (47%) απορροφήθηκαν από επενδυτές του Λονδίνου, 31% από Ευρωπαίους εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, 15% από τον υπόλοιπο κόσμο και 7% από Έλληνες επενδυτές (οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην έκδοση, λόγω «βέτο» της τρόικας).
Στην έκδοση τοποθετήθηκαν κυρίως (49%) εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων και hedge funds (33%), ενώ μικρότερη (14%) ήταν η συμμετοχή τραπεζών και πολύ μικρή ήταν, λόγω της χαμηλής βαθμολόγησης των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης, η συμμετοχή ασφαλιστικών οργανισμών και ταμείων.
Η επόμενη έκδοση ομολόγων, πιθανότατα τριετούς διάρκειας, ώστε να συμπληρωθεί η καμπύλη των επιτοκίων, τοποθετείται τώρα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Το οικονομικό επιτελείο καλείται, στο μεταξύ, να επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις του ότι η έκδοση του νέου ομολόγου, παρότι θα επιβαρύνει κατά 142,5 εκατ. ευρώ το χρόνο τις δαπάνες τόκων, τελικά θα είναι επωφελής για το Δημόσιο, επειδή θα ασκήσει πίεση στα επιτόκια των εντόκων γραμματίων, τα οποία θα πρέπει να μειωθούν από το 3% στο 1%, ώστε τελικά να υπάρξει ένα όφελος της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, άλλωστε, εστιάζονται και τα προβλήματα που θα υπάρξουν στις σχέσεις με την τρόικα στο κοντινό μέλλον, αν η κυβέρνηση θελήσει να αξιοποιήσει την επάνοδο της χώρας στις αγορές, προκειμένου να προχωρήσει σε άντληση μεγάλων ποσών. Τα δάνεια υψηλού κόστους από τις αγορές «φορτώνουν» τον κρατικό προϋπολογισμό με σημαντικές, πρόσθετες δαπάνες τόκων, οι οποίες θα επιβαρύνουν τα ελλείμματα των επόμενων ετών, με τρόπο που δεν έχει προβλεφθεί από το μνημόνιο. Με απλά λόγια, η πρόσβαση στις αγορές είναι καλή, δεν είναι όμως για… χόρταση.
Ο μεγάλος κίνδυνος που δημιουργεί το πανηγυρικό, όχι μόνο εντός Ελλάδας, αλλά και διεθνώς, κλίμα για την επιστροφή της χώρας στις αγορές είναι ότι μπορεί να συσκοτίσει την πραγματική ανάγκη για ένα σοβαρό «κούρεμα» των δανείων από τους επίσημους πιστωτές (OSI), χωρίς το οποίο η Ελλάδα θα παραμείνει για πολλά χρόνια παγιδευμένη στη γερμανική συνταγή της σκληρής λιτότητας, καθώς θα είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει στο διηνεκές ασύλληπτα πρωτογενή πλεονάσματα (4,5% του ΑΕΠ), προκειμένου να επιτυγχάνει τη σταδιακή μείωση του τεράστιου χρέους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιμένει στην ανάγκη για «κούρεμα», κρίνοντας ότι οι διευθετήσεις (επιμήκυνση διάρκειας, μείωση επιτοκίων) που προωθεί η Γερμανία δεν αποτελούν σοβαρή λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος υπερχρέωσης της Ελλάδας. Στο πρόσφατο παρελθόν, το Ταμείο είχε ζητήσει την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης για να συζητηθεί το θέμα με τους Ευρωπαίους, αλλά ο Γ. Στουρνάρας, ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία με το Γερμανό ομόλογό του, ο οποίος ήταν απολύτως αρνητικός, είχε αρνηθεί να συμπλεύσει με το ΔΝΤ.
Προς το παρόν, λόγω των ευρωεκλογών, αυτή η συζήτηση έχει «παγώσει», καθώς είναι πρώτη προτεραιότητα της καγκελαρίου Μέρκελ, όπως θα φανεί και από τη σημερινή επίσκεψή της στην Αθήνα, να παρουσιάσει στους Γερμανούς ψηφοφόρους ως μεγάλη επιτυχία το πρόγραμμα που εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα και να τους πείσει ότι από τα δάνεια που δόθηκαν στη χώρα μας ο Γερμανός φορολογούμενος δεν θα ζημιωθεί.
Βέβαιο είναι, όμως, ότι η συζήτηση για το χρέος θα ανοίξει και πάλι και θα είναι σοβαρή από το καλοκαίρι, καθώς το Ταμείο δεν φαίνεται ότι θα εγκαταλείψει τις θέσεις του υπέρ μιας σοβαρής λύσης, έστω και αν ενοχλούν τους Γερμανούς συνομιλητές του. Άλλωστε, η Κριστίν Λαγκάρντ καυτηρίασε χθες, εμμέσως πλην σαφώς, την αναβλητικότητα των Ευρωπαίων και για το PSI, λέγοντας ότι αν είχε γίνει νωρίτερα θα ήταν πολύ καλύτερα για την Ελλάδα και για τους πιστωτές της.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι να τηρήσει και η ελληνική κυβέρνηση μια στάση που θα επιτρέψει να προχωρήσει αυτή η συζήτηση όχι κατ’ ανάγκη στην κατεύθυνση που θα ήθελε η Γερμανία. Γιατί αν πιστέψει και η ίδια τη γερμανική θεωρία περί “success story” και επαναπαυθεί στις δάφνες της επανόδου στις αγορές και μιας λύσης-μπάλωμα για το χρέος, η Κριστίν Λαγκάρντ θα μιλάει και πάλι, ύστερα από χρόνια, για μια χαμένη ευκαιρία, ενώ το κόστος θα κληθεί και πάλι να πληρώσει η ελληνική οικονομία.
http://www.sofokleous10.gr/2012-07-24-09-
27-56/266079-2014-04-11-07-19-59