Φιλελεύθερες ερμηνείες των αιτιών πολέμου

Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος

Βασικά, η αμφισβήτηση των αιτιών πολέμου από τους φιλελεύθερους πρέπει κάποιος να την φανταστεί ως πολλά νήματα που όταν ενώνονται υποστηρίζουν την θέση ότι «τα δημοκρατικά καθεστώτα δεν πολεμούν μεταξύ τους και ότι η ωφελιμιστική οικονομική αλληλεξάρτηση σταθεροποιεί τις μεταξύ τους σχέσεις δημιουργώντας κίνητρα συνεργασίας και σταθερών σχέσεων»[46].

Η ρητή ή υπονοούμενη προέκταση αυτών των αναλύσεων είναι ότι πρέπει να διαδοθεί η αγγλοσαξονική αντίληψη περί φιλελευθερισμού και δημοκρατίας ή ακόμη και να καθιερωθεί στο όνομα ενός τέτοιου σκοπού δικαίωμα μονομερών και διεθνών επεμβάσεων[47]. Οι διεθνείς θεσμοί, υποστηρίζεται επιπλέον, δημιουργούν προϋποθέσεις συνεργασίας λόγω απόλυτων κερδών, δημιουργούν μηχανισμούς ειρηνικής επίλυσης των διακρατικών διαφορών και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ κρατών και των κοινωνιών τους[48]. Χωρίς να υπεισέλθουμε στα επιμέρους ρεύματα του φιλελευθερισμού, παρατίθενται τα εξής κύρια επιχειρήματα.

1. Τα φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα δεν πολεμούν μεταξύ τους ή δεν πολεμούν συχνά[49].

2. Το εμπόριο, η οικονομία, η αλληλεξάρτηση στους ωφελιμιστικούς τομείς, η συνεργασία μεταξύ τεχνοκρατών, το πλέγμα σχέσεων μεταξύ μη κυβερνητικών διεθνικών δρώντων και οι υπερεθνικοί γραφειοκράτες αναπτύσσουν δραστηριότητες που υπονομεύουν τον ρόλο του κράτους ως κεντρικού και ορθολογικού δρώντα των διεθνών σχέσεων[50].

3. Το κόστος των εξοπλισμών και η κοινή γνώμη κάνουν τα κράτη να ενδιαφέρονται λιγότερο για ισχύ και περισσότερο για ευημερία, οικονομική ανάπτυξη και χρηματοοικονομική σταθερότητα. Το κράτος δικαίου, η οικονομική ανάπτυξη και η οικονομική σταθερότητα, εξάλλου, εξαρτάται από παράγοντες εκτός των συνόρων και από την συμμετοχή τους στους διεθνείς θεσμούς. Έτσι, ολοένα και περισσότερα τα κράτη βλέπουν τα άλλα κράτη ως εταίρους και όχι ως εχθρούς [51].

4. Η φυσική κατάληξη των πιο πάνω θέσεων είναι ότι δίνεται έμφαση στην ενδυνάμωση των διεθνών θεσμών και στην αποτελεσματικότητά τους μέσω αυξημένου ρόλου των ισχυρών, κατά προτίμηση αγγλοσαξονικών κρατών[52]. Έτσι, μια βασική φιλελεύθερη θέση είναι ότι «αυξάνεται ο ρόλος των διεθνών θεσμών στην πολιτική διαπραγμάτευση των συμφερόντων»[53] και –όπως υποστηρίχθηκε,  ιδιαίτερα από τους νεοφιλελεύθερους αναλυτές[54]–, οι διεθνείς θεσμοί λειτουργούν καταλυτικά επειδή εδραιώνουν την διακρατική εμπιστοσύνη, εξαλείφουν τον φόβο της εξαπάτησης και τελικά είναι αποδεκτοί επειδή όλοι ωφελούνται από την ύπαρξή τους και τον διανεμητικό τους ρόλο[55]. Οι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές κατά στις αναλύσεις τους την δεκαετία του 1980 και 1990 υποστήριξαν με πιο συγκεκριμένο τρόπο πως η ηγεμονική ισχύς ενδέχεται να είναι αναγκαία για την δημιουργία και ανάπτυξη των διεθνών θεσμών και ότι, μολαταύτα, αυτό θα μπορούσε να είναι αποδεκτό επειδή «όταν το ηγεμονικό κράτος θα παρακμάσει οι διεθνείς θεσμοί θα μείνουν»[56].

 

[46] Για μια κατατοπιστική σειρά από κειμένων που συνοψίζουν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα βλ. τα δοκίμια στο Brown M, Lynn-Jones S., Miller St, Debating the Democratic Peace (The MIT press, Cambridge Mass. 1996).

[47] Κατά την διάρκεια της κρίσης του Ιράκ το 2002-2004, τόσο στον πολιτικό όσο και στον πολιτικό λόγο αυτή η θέση έγινε ακριβέστερη: Είτε αυτός ο σκοπός θα εκπληρώνεται μέσω του ΟΗΕ είτε θα παραγκωνίζεται (ή ακόμη και θα επιδιωχθεί ριζική αλλαγή του ΟΗΕ, όπως υπαινίχθηκαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας στην κοινή τους συνέντευξη στις Αζόρες νήσους λίγο πριν την εκτέλεση της παράνομης επέμβασης στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003).

[48] Η ύστερη νεοφιλελεύθερη εκδοχή αναγνωρίζει τον εξαρτημένο χαρακτήρα των θεσμών και υποστηρίζει, όπως θα δούμε πιο κάτω, την άκρως αμφιλεγόμενη θέση περί ηγεμονικής διαχείρισής τους (που θα φέρει οφέλη  τα οποία θα μείνουν «όταν η ηγεμονεύουσα δύναμη θα παρακμάσει»).

[49] Αρχικά η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από τον Εμμανουήλ Καντ. Ο Καντ, όμως, την ενέταξε σ’ ένα συγκεκριμένο πλουραλιστικό διεθνές σύστημα στο οποίο δεν νοούνται ηγεμονικές συμπεριφορές. Έθεσε επιπλέον ένα πλήθος προϋποθέσεων που πολλοί μετέπειτα αναλυτές –με εξαίρεση ενδεχομένως τον John Rawls στο Δίκαιο των Λαών (εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2002)–, τείνουν να λησμονούν. Για συγκριτική ανάλυση βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό , ό.π., ιδ. κεφ. 6. Όσον αφορά τον Rawls θα επανέλθουμε πιο κάτω.

[50] Για μια σφαιρική αναφορά των θέσεων και βιβλιογραφία βλ. J. Grieco, «Anarchy and the limits …», ό.π., σ. 486-7

[51] Βλ. ιδ. Mitrany D. A Working Peace System, (Chicago: Quadrangle Press, 1966). Keohane R. Nye J. Power and Interdependence, World Politics in Transition. Boston: Little Brown 1977. Haas E. The Uniting of Europe (California: Stanford Univ Press 1958).

[52] Αυτή η έμφαση πάντως δεν είναι πάντα ευθύγραμμη ή πάντα ανιδιοτελής. Έτσι, βλέπουμε ότι οι ΗΠΑ, δηλαδή η μεγαλύτερη φιλελεύθερη-δημοκρατική χώρα, κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής προτιμούσε την συλλογική δράση ενόσω αυτό εξυπηρετούσε την εθνική στρατηγική της. Όταν τα υπόλοιπα κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της φιλελεύθερης-δημοκρατικής Γαλλίας, αρνήθηκαν να συμπράξουν στην επέμβαση στο Ιράκ, οι ΗΠΑ γρήγορα και εύκολα παραμέρισαν τον ΟΗΕ και επέλεξαν μονομερή πολεμική δράση. Για ανάλυση αυτής της πτυχής, βλ. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης ..», κεφ. 7.3.2.

[53] Koehane/Nye, Power and Interdependence, ό.π., σ. 35.

[54] Βλ. ιδ. το κείμενο του R. Keohane After Hegemony (Princeton Un. Press, 1984), κεφ. Ι,IV.

[55] Χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθω σε λεπτομερείς αναφορές όσον αφορά τον διάλογο πολιτικών ρεαλιστών και νεοφιλελεύθερων την δεκαετία του 1990 αναφέρω απλά ότι στην κριτική των πρώτων ότι «όχι μόνο τα απόλυτα αλλά και τα σχετικά κέρδη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο ζήτημα του φόβου της εξαπάτησης» (βλ. Grieco, Anarchy and the Limits of Cooperation, ό.π., ιδ. σελ. 501) και ότι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον χώρο των στρατηγικών ανταγωνισμών (βλ. ιδ. Mearsheimer J. 1994/95, «The False Promise of International Institutions». International Security, vol. 19, no 3, και Mearsheimer J. 1995. «A Realist Reply», International Security, vol. 20, no 1) οι νεοφιλελεύθεροι παραδέχθηκαν ότι η θεωρία τους έχει κενά επειδή παραμέλησαν να εξετάσουν τα φαινόμενα που επιδρούν διανεμητικά και επηρεάζουν την συνεργασία, βλ. Keohane R., «Institutional theory and the realist challenge after the Cold War» στο Baldwin D. ed. Neorealism and Neoliberalism (N.Y. : Columbia Un. Press 1993), ιδ. σελ. 292.

[56] Keohane ό.π., σ. 9-10,246. Αυτονόητα, μια τέτοια θέση δεν είναι μόνο ηθικά αμφιλεγόμενη αλλά και επιστημονικά αθεμελίωτη.

 

http://www.ifestosedu.gr/