Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερο σήμερα από ό,τι ήταν πριν από έξι χρόνια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας, είναι περισσότερο από 10% χαμηλότερο.
Ακόμη και στη Γερμανία όπου είναι υψηλότερο, η μέση αύξηση κατά τα τελευταία έξι χρόνια έχει υπάρξει αναιμική.
Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε τις αρνητικές συνέπειες αυτής της κατάστασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει έξι εκατομμύρια θέσεις εργασίας από το 2008. Πολλοί νέοι άνθρωποι που έχουν εισέλθει στο εργατικό δυναμικό τα τελευταία χρόνια, δεν έχουν μπορέσει να βρουν μία θέση εργασίας που να αντιστοιχεί στα προσόντα τους και είναι αναγκασμένοι να πληρώσουν το τίμημα για ολόκληρη την καριέρα τους.
Οι κυβερνήσεις έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με τον ακατόρθωτο στόχο εξισορρόπησης των βιβλίων τους, παρά τη συρρίκνωση των εσόδων. Και, το χειρότερο από όλα είναι ότι οι εταιρείες έχουν αρχίσει να αποκλείουν την Ευρώπη από τα επενδυτικά τους σχέδια, ανοίγοντας το δρόμο για μόνιμες απώλειες.
Σε μία τέτοια κατάσταση, η ανάπτυξη οφείλει να είναι στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Αλλά, ενώ οι κυβερνήσεις της ΕΕ και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν προσφέρει πληθώρα ανειλικρινών υποσχέσεων σχετικά με την ανάπτυξη, δεν έχουν ακόμη επινοήσει καμία αποτελεσματική στρατηγική για την οικονομική αναζωογόνηση.
Η ελπίδα που επικρατεί στην ευρωζώνη είναι ότι οι πιο ήρεμες αγορές χρέους, η πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή και η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα βοηθήσουν ώστε να δοθεί το έναυσμα για μία βιώσιμη ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί πράγματι να ισχύει, αλλά η ανάκαμψη που αναμένεται πλέον, δεν θα είναι αρκετή για να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες των τελευταίων έξι χρόνων. Τα κέρδη παραγωγικότητας που απέτυχαν να υλοποιηθούν κατά την περίοδο αυτή έχουν πλέον χαθεί για πάντα. Πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν βιώσει μακροχρόνια ανεργία ή έχουν εγκαταλείψει το εργατικό δυναμικό είναι απίθανο να επιστρέψουν στην εργασία, και η Ευρώπη θα είναι τυχερή αν επιταχυνθεί κάπως η αύξηση της παραγωγικότητας και πλησιάσει τις προ-κρίσης τάσεις. Κάτι τέτοιο θα είναι καλύτερο απ’ το τίποτα, αλλά και πάλι διόλου ικανοποιητικό.
Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ανάπτυξη είναι στην ατζέντα όλων: η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) στοχεύει σε ένα ποσοστό ανεργίας κάτω του 6,5%, και οι εταιρείες έχουν χρησιμοποιήσει την ύφεση ως ευκαιρία να αναδιοργανωθούν και να γίνουν πιο αποτελεσματικές. Οι δυσμενείς επιπτώσεις του σοκ του 2008 είναι πιθανό να είναι πολύ μικρότερες εκεί από ό,τι στην Ευρώπη.
Οπότε το ερώτημα είναι γιατί δεν κάνει η Ευρώπη περισσότερα για να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα απαντούσαν ότι, πρώτον, έχουν αναγκαστεί να αντιμετωπίσουν πιο επείγοντα θέματα, αφότου ξέσπασε η ελληνική κρίση το 2010. Αλλά, ενώ είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος της πολιτικής εστίασης έχει αφιερωθεί στην καταπολέμηση οικονομικών «πυρκαγιών», αυτή η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική. Από το καλοκαίρι του 2012, όταν ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έπεισε τις αγορές ότι η ευρωζώνη δεν θα καταρρεύσει, η Ευρώπη είχε αρκετό περιθώριο να αντιμετωπίσει την επιτακτική ανάγκη της ανάπτυξης, ωστόσο δεν έχει πράξει κάτι τέτοιο.
Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι υπάρχει συναίνεση όσον αφορά τον στόχο, αλλά όχι όσον αφορά τα μέσα επίτευξής του. Και πάλι, υπάρχει μία δόση αλήθειας σε αυτό. Οι Κεϋνσιανοί υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη θα αναπτυχθεί μόνο εφόσον η πολιτική επικεντρωθεί στη δημιουργία συνολικής ζήτησης. Κατηγορούν την απότομη δημοσιονομική εξυγίανση και την ανεπαρκώς επιθετική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής για την απώλεια δυναμικής. Αντιθέτως, οι αντίπαλοί τους βλέπουν τις διαθρωτικές αδυναμίας και τις εσωτερικές ανισορροπίες ως τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάπτυξη. Για όσους βλέπουν τα πράγματα από την οπτική της προσφοράς, αυτό που φταίει είναι ο αργός ρυθμός των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Αυτή η έλλειψη συναίνεσης σχετικά με τη φύση του προβλήματος, εμποδίζει αναμφισβήτητα την επίτευξη μίας συμφωνίας για τη λύση του. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η εξήγηση, δεν είναι απολύτως πειστική. Τέτοιου είδους διαφωνίες έχουν προκύψει ξανά στο παρελθόν –και όχι μόνο στην Ευρώπη. Αν υπήρχε αρκετή βούληση, θα υπήρχε και μεγάλο περιθώριο για συμβιβασμό. Όπως έχει πει περίφημα και ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Samuelson, ο λόγος που έχουμε δύο μάτια είναι για να παρακολουθούμε με το ένα την προσφορά και με το άλλο τη ζήτηση.
Μία βαθύτερη, και πιο ανησυχητική εξήγηση είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει αρκετά ισχυρή επιθυμία για ανάπτυξη. Πράγματι, ορισμένοι έχουν πειστεί ότι, δεδομένων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οικονομική ανάπτυξη κάνει περισσότερο κακό παρά καλό και ότι θα πρέπει να δούμε την κρίση ως μία καλή ευκαιρία να στραφούμε προς ένα πιο λιτό οικονομικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ατζέντα για την ανάπτυξη είναι ο Δούρειος Ίππος της οικολογικής αμέλειας – για παράδειγμα, μέσω περιβαλλοντικών ρυθμίσεων που είναι πιο φιλικές προς τις επιχειρήσεις ή της αναζήτησης φυσικού αερίου από σχιστόλιθο.
Άλλοι αντιλαμβάνονται τις εκκλήσεις για ανάπτυξη, ως πρόσχημα για να αποδυναμωθεί η προστασία της απασχόλησης ή για να δεχθούν ακόμη μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα. Φοβούνται ότι, αντί να επιφέρουν τις παροχές που έχουν υποσχεθεί, οι επώδυνες μεταρρυθμίσεις θα γείρουν την πλάστιγγα της εξουσίας και του εισοδήματος υπέρ των εργοδοτών.
Οι οικολόγοι και οι υπερασπιστές των εργατικών δικαιωμάτων έχουν, εν μέρει, δίκιο όταν επιμένουν ότι η ανάπτυξη δεν θα πρέπει να είναι ο απώτερος στόχος της οικονομικής πολιτικής. Έχουν δίκιο, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ποιότητα της ανάπτυξης –από την άποψη της προστασίας του περιβάλλοντος, των συνθηκών εργασίας ή της διανομής του εισοδήματος- έχει επίσης τεράστια σημασία. Επιπλέον, έχουν δίκιο να είναι καχύποπτοι όσον αφορά το γεγονός ότι η υπερβολική έμφαση στην ανάπτυξη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για αμφισβητήσιμες κοινωνικές επιλογές. Ωστόσο, κάνουν λάθος όταν συμπεραίνουν ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετηθούν καλύτερα με την παραμέληση της ανάπτυξης. Η στασιμότητα δεν αποτελεί λύση σε κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως, συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους.
Αυτό που ξεχνούν οι υποστηρικτές της σταθερότητας είναι ότι η στασιμότητα ή τα μειωμένα εισοδήματα θα αύξαναν την αντίσταση στους υψηλότερους φόρους στα ορυκτά καύσιμα και θα καθυστερούσαν τις επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες (και, επομένως, τη μετάβαση σε νέες βιομηχανίες και τη δημιουργία καλύτερων θέσεων εργασίας).
Επιπλέον, η έλλειψη ανάπτυξης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσε στο τέλος του πολυδιαφημισμένου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Το κράτος πρόνοιας είναι βιώσιμο μόνο εάν τα έσοδα αυξάνονται σύμφωνα με τις ανάγκες των δαπανών. Η παρατεταμένη στασιμότητα θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αποσυναρμολόγησή του, κομμάτι-κομμάτι. Στο τέλος, το οικονομικό αποτέλεσμα που προβλέπεται από τους σκεπτικιστές της ανάπτυξης, θα υπονόμευε τους ίδιους στόχους για τους οποίους αγωνίζονται.
Για να μπει τέλος στο σημερινό αδιέξοδο, και για να ξεκλειδωθούν οι οικονομικές δυνατότητες της Ευρώπης, χρειάζεται ένα «νέο συμβόλαιο» (για να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα ορολογία) το οποίο θα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα το έλλειμμα της ζήτησης, τα εμπόδια στην αύξηση της παραγωγικότητας και το ζήτημα ποιότητας της ανάπτυξης. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός τέτοιου πακέτου δεν είναι πράγμα αδύνατο –αρκετά στοιχεία είναι ήδη διαθέσιμα. Αυτό που λείπει είναι μία πολιτική πλατφόρμα, πάνω στην οποία θα μπορούσε να διαμορφωθεί η συζήτηση για την απαραίτητη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Πρόκειται για επιτακτική ανάγκη.
http://www.sofokleous10.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=239925&catid=&Itemid=73