Η δημιουργία του ευρώ ως «ασύμμετρο σοκ» για τον ευρωπαϊκό Νότο

Η άνοδος του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν ήταν η αιτία της απώλειας ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου. Ήταν δευτερογενές σύμπτωμα ενός  σοκ εγχώριας ζήτησης που έλαβε χώρα στο Νότο και προήλθε από τις αυξημένες κεφαλαιακές ροές από  Βορρά προς Νότο ως συνέπεια της δημιουργίας του ευρώ. Ο Νότος έχει ανταγωνιστικές εξαγωγές, γι’ αυτό δεν χρειάζεται εσωτερική υποτίμηση αλλά αύξηση των μισθών και της ζήτησης στο Βορρά…

 

 

Τα γραπτά των Felipe και Kumar για τα προβλήματα του ευρωγερμανικού επιχειρήματος «για όλα φταίνε οι ψηλοί μισθοί του Νότου» άνοιξαν νέους δρόμους στην οικονομική έρευνα. Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την αύξηση της μερίδας του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης, οι Felipe και Kumar διατύπωσαν την υπόθεση ότι θα μπορούσε να οφείλεται σε αύξηση κερδών των μη εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας. (ΣΣ: οι κλάδοι των μη εμπορεύσιμων αφορούν ό,τι καταναλώνεται εγχωρίως, κατά κανόνα τις υπηρεσίες αλλά και τις κατασκευές. Αντίθετα, εμπορεύσιμα είναι τα προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας που έχουν υλική υπόσταση, μεταφέρονται και μπορούν να εξαχθούν. Βασικοί κλάδοι μη εμπορεύσιμων είναι οι τράπεζες και ασφάλειες, οι κατασκευές, οι κοινωνικές και προσωπικές υπηρεσίες, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο κλπ. Στα μη εμπορεύσιμα εμπίπτει και ο τουρισμός αν και για πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αποτελεί το κύριο εξαγωγικό τους προϊόν). Κατά τη δεκαετία του 2000 η συμμετοχή των μη εμπορεύσιμων στο εθνικό προϊόν είχε μεγαλώσει σε βάρος της παραδοσιακής βιομηχανίας και μάλιστα σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Καθώς οι κλάδοι αυτοί απευθύνονται στην εσωτερική αγορά και είναι προστατευμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό, έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Η υπόθεση των Felipe-Kumar αυτή τράβηξε το ενδιαφέρον των Guillaume Gaulier και Vincent Vicard,  οικονομολόγων από την Τράπεζα της Γαλλίας, οι οποίοι αποφάσισαν να τη διερευνήσουν.

Οι Gaulier και Vicard ξεκίνησαν εξετάζοντας τις μεταβολές στα νούμερα εξαγωγών από την κάθε χώρα της Ευρωζώνης προς τις άλλες στο διάστημα 2001-2008. Σκέφτηκαν ως εξής: αν ίσχυαν οι γερμανικές θεωρίες περί απώλειας ανταγωνιστικότητας του Νότου λόγω αύξησης των μισθών, θα έπρεπε οι εξαγωγές του Νότου σε αυτό το διάστημα να έχουν μειωθεί. Διαπίστωσαν ότι αυτό δεν ίσχυε. Με μόνη την εξαίρεση της Γαλλίας, όλες οι χώρες του ευρώ, αδιακρίτως του Βορρά και του Νότου, είχαν αύξηση εξαγωγών προς τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης τη συγκεκριμένη περίοδο και μάλιστα την ίδια αναλογικά.

Συμπέρασμα: Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα από το Βερολίνο, δεν υπήρξε καμία μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών, πορτογαλικών, ισπανικών κλπ εξαγωγών στα χρόνια του ευρώ. Αφού λοιπόν ο Νότος δεν είχε μείωση εξαγωγών, ακολουθούσαν, φυσιολογικά, δύο ερωτήματα: Πρώτο, πώς είχαν προκύψει τα μεγάλα ελλείμματα του Νότου; Δεύτερο, πώς συμβιβάζονταν η αύξηση των εξαγωγών του ευρωπαϊκού Νότου με την άνοδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ήταν εύκολη: αφού δεν υπήρχε μείωση εξαγωγών, τα ελλείμματα του Νότου προέκυψαν από αύξηση εισαγωγών. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα ήταν δύσκολη και οι Gaulier και Vicard χρειάστηκε να ανατρέξουν στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων EU-KLEMS, που περιέχει αναλυτικά οικονομικά στοιχεία για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά παραγωγικό κλάδο.

Αυτό που οι δυο Γάλλοι λοιπόν διαπίστωσαν με την ανάλυση των δεδομένων της βάσης ήταν πως οι μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών του Νότου και της Γερμανίας προέκυπταν από μεγάλες διαφορές στη δυναμική των τιμών στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων – οι οποίοι, όπως είπαμε, αφορούσαν την εσωτερική κατανάλωση – και όχι των τιμών της βιομηχανίας, η οποία παρήγαγε προϊόντα για τις διεθνείς αγορές κι εμφάνιζε μικρότερες αποκλίσεις.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα που ανέδειξαν οι Gaulier-Vicard για τις αποκλίσεις των τιμών (σε οικονομικούς όρους των τιμών προστιθέμενης αξίας οι οποίες, επαναλαμβάνουμε, συμμετέχουν στον υπολογισμό του μοναδιαίου εργατικού κόστους) για την περίοδο 1999-2007:

Κατασκευές:  οι τιμές των κατασκευών αυξάνονταν ετησίως στη Γερμανία κατά 1.9%, στην Ελλάδα κατά 2.8%, στην Ισπανία κατά 7.7% και στην Ιρλανδία κατά 9.3% – εδώ έχουμε μια χαρακτηριστική αποτύπωση της φούσκας ακινήτων του Νότου.

Ξενοδοχεία και εστίαση: οι τιμές αυξάνονταν ετησίως στη Γερμανία κατά 2%, στην Ιταλία και την Ιρλανδία κατά 3.4%, στην Ισπανία και την Πορτογαλία κατά 5.2% και στην Ελλάδα κατά 6.2%.

Χονδρικό και λιανικό εμπόριο: στη Γερμανία δεν υπήρξε καμία μεταβολή τιμών μέσα σε 8 ολόκληρα χρόνια, ενώ στην Ελλάδα και την Πορτογαλία οι τιμές αυξάνονταν ετησίως κατά 2.9%, στην Ισπανία κατά 3.3% και στην Ιρλανδία κατά 6.1%.

Προσωπικές υπηρεσίες: οι τιμές αυξάνονταν στη Γερμανία κατά 0.9% ετησίως, στην Ισπανία 3.7% στην Ελλάδα 4.4%, στην Πορτογαλία 4.8% και στην Ιρλανδία 6.9%.

Οι δύο Γάλλοι οικονομολόγοι σημειώνουν επίσης ότι πρέπει να προσέξουμε και το εξής: ότι όλες αυτές οι αυξήσεις τιμών δεν συνοδεύτηκαν από κάποια αξιοσημείωτη αύξηση του μεριδίου της εργασίας έναντι του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, λένε, στο επίμαχο διάστημα το μερίδιο εργασίας εμφάνισε μικρή ετήσια αύξηση κατά 0.1%, 0.2% και 0.3% στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία αντίστοιχα, μικρή ετήσια μείωση κατά 0.1% στην Ιταλία και μεγαλύτερη ετήσια μείωση, κατά 0.9% στην Ισπανία – τόση όση και η Γερμανία.

 

 

Πηγή: Gaulier, Taglioni, Vicard, “Tradable sectors in Eurozone periphery, Countries did not underperform in the 2000’s”,  in voxeu.org

http://www.sofokleous10.gr/portal2/index.php?option=com_content&view=article&id=98092&catid=&Itemid=73