Στις 5 Δεκεμβρίου, οι Ολλανδοί γιορτάζουν τον Sinterklaas. Πρόκειται για έναν παραδοσιακό χειμερινό εορτασμό, τον οποίο οι άνθρωποι γιορτάζουν ετοιμάζοντας εκπλήξεις ο ένας για τον άλλον.
Αλλά, η φετινή γιορτή σημαδεύτηκε από μία έκπληξη που κανείς δεν ήθελε: μόλις λίγες ημέρες πριν, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s αφαίρεσε από την Ολλανδία το πολυπόθητο στάτους του ΑΑΑ.
Η ολλανδική κυβέρνηση αντέδρασε στην υποβάθμιση με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασαν και οι Γάλλοι όταν έχασαν το δικό τους ΑΑΑ πριν από περίπου 2 χρόνια. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για συναγερμό, είχαν ισχυριστεί οι Γάλλοι αξιωματούχοι, διότι οι δύο άλλοι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης, η Moody’s και η Fitch, διατηρούσαν εν ισχύ τις υψηλότερες βαθμολογίες τους για το γαλλικό δημόσιο χρέος. Νωρίτερα φέτος, όμως, η Γαλλία έχασε το ΑΑΑ και από τον Moody’s και από τον Fitch, και ο οίκος S&P υποβάθμισε για άλλη μια φορά το χρέος της.
Πράγματι, η Ολλανδία έχει άφθονους λόγους για να ανησυχεί –ειδικά δεδομένου ότι φαίνεται να τα έχει κάνει όλα σωστά. Όταν είχε υποβαθμιστεί η Γαλλία, το δημόσιο χρέος της υπέρβαινε το 90% του ΑΕΠ, και η κυβέρνηση είχε καταστήσει σαφές ότι δεν θα διακινδύνευε τη βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Η Ολλανδία, αντιθέτως, έχει έναν σχετικά χαμηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ (74%), τον οποίο έχει δεσμευθεί να μειώσει περαιτέρω.
Αυτό θα μπορούσε να εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την σημαντικότερη οικονομία της ευρωζώνης –τη Γερμανία- η οποία, μαζί με τη Φινλανδία, είναι μία από τις μοναδικές χώρες της ευρωζώνης που διατηρούν την αξιολόγηση ΑΑΑ με την S&P. (Το Λουξεμβούργο επίσης διατηρεί την κορυφαία αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, ωστόσο ο μεγάλος του χρηματοπιστωτικός τομέας το καθιστά μοναδική περίπτωση.)
Οι οικονομίες της Γερμανίας και της Ολλανδίας είναι στενά συνδεδεμένες, με την τελευταία να εξαρτάται σε υψηλό βαθμό από τον μεγαλύτερο γείτονά της. Εδώ και δεκαετίες, η ολλανδική νομισματική πολιτική έχει βασιστεί στα αντίστοιχα γερμανικά επιτόκια και στη διατήρηση μίας σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ολλανδικού φιορινιού και του γερμανικού μάρκου.
Ομοίως, και οι δύο χώρες δίνουν έμφαση στα χαμηλά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, με την Ολλανδία να είναι εδώ και καιρό ο πιο πιστός σύμμαχος της Γερμανίας στα δημοσιονομικά, οικονομικά και νομισματικά ζητήματα της Ευρώπης. Πράγματι, η Γερμανία και η Ολλανδία ήταν δύο από τους βασικούς υποστηρικτές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας είναι υψηλότερο από της Ολλανδίας, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι Ολλανδοί διαθέτουν πόρους φυσικού αερίου που αξίζουν πάνω από το 20% του ΑΕΠ, και αποταμιεύσεις συνταξιοδοτικού που αντιστοιχούν σε περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ, ή περίπου 140% του ΑΕΠ. Και, ενώ η δημοσιονομική θέση της Γερμανίας είναι επί του παρόντος πολύ πιο υγιής από αυτή της Ολλανδίας, λόγων των εξαιρετικών οικονομικών επιδόσεων της από την αρχή της κρίσης, η ασταθής παραγωγή απειλεί τώρα να αποδυναμώσει σημαντικά τη θέση αυτή.
Η S&P αναφέρει την αποδυνάμωση των προοπτικών ανάπτυξης ως τον λόγο για την υποβάθμιση της Ολλανδίας. Η ολλανδική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1,2% φέτος, και αναμένεται να αυξηθεί κατά ένα πενιχρό 0,5% κατά το επόμενο έτος. Όμως, οι προοπτικές δεν είναι πολύ καλύτερες για τη Γερμανία. Ενώ η Bundesbank προβλέπει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,8% για το επόμενο έτος, το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά αβέβαιο. Και, μεσοπρόθεσμα, η Γερμανία θα αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της, από ό,τι η Ολλανδία.
Ένας ακόμη πιθανώς αποσταθεροποιητικός παράγοντας είναι το κόστος της διάσωσης του ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να εκτιναχτεί στα ύψη αν η κρίση κλιμακωθεί περαιτέρω. Δεδομένου ότι η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν παράσχει μεγάλες εγγυήσεις, ρισκάρουν μία σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους.
Επιπλέον, η γερμανική πολιτική εισέρχεται σε μία νέα φάση, με το μεγάλο συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών που θα κυβερνήσει τη χώρα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ενώ οι περισσότεροι Γερμανοί υποστηρίζουν τη νέα κυβέρνηση, και οι άλλες χώρες την έχουν αποκαλέσει «όφελος για την Ευρώπη», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ότι οι αποκλίνουσες απόψεις των δύο κομμάτων ως προς τη διόρθωση της ευρωζώνης θα μπορούσαν να προκαλέσουν τριβές. Για παράδειγμα, οι Σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν την εφαρμογή ευρωομολόγων, κάτι στο οποίο αντιτίθεται βίαια οι Χριστιανοδημοκράτες.
Γενικότερα, το κύριο εν δυνάμει όφελος του συνασπισμού –η ισχυρή υποστήριξη για την κυβέρνηση στο κοινοβούλιο- θα μπορούσε να αντιστραφεί, με τις αντικρουόμενες στάσεις των κομμάτων να αποτρέπουν τυχόν σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Και οι μεταρρυθμίσεις που θα ψηφίζονται, όπως η σχεδιαζόμενη εισαγωγή κατώτατου μισθού, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την οικονομική απόδοση.
Δεδομένου ότι οι μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της είναι πολύ παρόμοιες με εκείνες της Ολλανδίας, η Γερμανία θα πρέπει να εκλάβει την ολλανδική υποβάθμιση ως προειδοποίηση ότι και η δική της βαθμολογία δεν είναι καθόλου ασφαλής. Στην πραγματικότητα, με την πολιτική αποτελεσματικότητα, την οικονομική δυναμική και τη δημοσιονομική θέση της Γερμανίας να κινδυνεύουν, η υποβάθμιση μπορεί να είναι μόνο θέμα χρόνου.
http://sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-56/247669-2013-12-19-10-56-36