Η φυλακή του χρέους

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα πως θα προβεί σε ριζική και εκτεταμένη εξέταση των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων προτού αναλάβει την ευθύνη της εποπτείας στην ευρωζώνη στα τέλη του επόμενου έτους.Ένας στόχος της άσκησης είναι να εντοπίσει τα επισφαλή χρέη τα οποία βλάπτουν τις τράπεζες της ευρωζώνης και παρεμποδίζουν τη ροή νέων πιστώσεων. Αυτό είναι σημαντικό διότι πολλές περιοχές της ευρωζώνης έχουν παραλύσει, όχι μόνο από το δημόσιο δανεισμό, αλλά και από το ιδιωτικό χρέος, μεγάλο μέρος του οποίου «κάθεται» σε τραπεζικά χαρτοφυλάκια.

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, τα σκληρά προγράμματα λιτότητας είχαν ως στόχο την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους. Η εστίαση αυτή, αποτελεί γερμανική έμπνευση και έχει αποδειχθεί άστοχη. Το υψηλό ιδιωτικό χρέος είναι περισσότερο επιζήμιο για την ανάπτυξη από ό,τι το υψηλό δημόσιο χρέος, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ. Πράγματι, η έρευνα του ΔΝΤ διαπιστώνει ότι το υπερβολικό δημόσιο χρέος μειώνει την ανάπτυξη μόνο όταν είναι υπερχρεωμένα και τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
Η επιζήμια επίδραση του υψηλού ιδιωτικού χρέους γίνεται εμφανής στις ραγδαίες πτώσεις που ακολουθούν τις ραγδαίες ανόδους που δημιουργούνται με γνώμονα την πίστωση. Τα νοικοκυριά που έχουν δανειστεί υπερβολικά σε σχέση με το εισόδημά τους περικόπτουν τις δαπάνες τους, το κύριο συστατικό του ΑΕΠ. Οι υπερβολικά μοχλευμένες επιχειρήσεις αποφεύγουν τις επενδύσεις και επικεντρώνονται στη συρρίκνωση των ισολογισμών τους μέσω αποπληρωμής δανείων. Καθώς τα επισφαλή χρέη διαβρώνουν το κεφάλαιό τους, οι τράπεζες γίνονται πιο απρόθυμες να δανείσουν. Αυτές οι αρνητικές τάσεις ενισχύουν η μία την άλλη, αυξάνοντας τη συνολική τροχοπέδη για την ανάπτυξη.  
Ο υπολογισμός του σημείου στο οποίο το χρέος γίνεται υπερβολικό δεν είναι ακριβής επιστήμη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δουλειά της οποίας είναι σήμερα να ελέγχει οποιαδήποτε αναδυόμενη μακροοικονομική ανισορροπία, χρησιμοποιεί ένα ποσοστό 160% του ΑΕΠ για το ιδιωτικό χρέος –αυτό που οφείλουν τα νοικοκυριά και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με τη μορφή δανείων και χρεογράφων, όπως τα εταιρικά ομόλογα. Το ποσοστό αυτό μοιάζει συντηρητικό: τυγχάνει να είναι το επίπεδο που επικρατεί και στην Αμερική και στην ευρωζώνη στο σύνολό της.
Ένα πολύ πιο ρεαλιστικό ποσοστό ανησυχίας θα ήταν το 200% του ΑΕΠ. Με βάση το 200%, οκτώ από τις 17 χώρες που μοιράζονται το κοινό νόμισμα φαίνεται ότι είναι ευάλωτες. 
Από τις οκτώ αυτές χώρες, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο είναι λιγότερο ανησυχητικές περιπτώσεις από ό,τι μπορεί να φαίνεται, διότι το εταιρικό τους χρέος διογκώνεται από την παρουσία πολυεθνικών και περιλαμβάνει ένα μεγάλο μερίδιο δανείων μεταξύ εταιρειών. Αυτό όμως δεν ισχύει για την Ολλανδία, όπου το ιδιωτικό χρέος αντιστοιχεί σε άνω του 220% του ΑΕΠ κυρίως επειδή οφείλουν τόσα πολλά τα νοικοκυριά. Στη μικροσκοπική Μάλτα είναι σχεδόν 220%. Το ιδιωτικό χρέος είναι επίσης υψηλό σε τέσσερις χώρες οι οποίες χρειάστηκαν πακέτα διάσωσης: στην Κύπρο και στην Ιρλανδία είναι πάνω από 300%, στην Πορτογαλία 255% και στην Ισπανία 215%.  
Σε όλες εκτός από μία από τις οκτώ χώρες, το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού χρέους είναι εταιρικό. Αυτή η «υπεροχή» του εταιρικού δανεισμού είναι πιο ακραία στην περίπτωση του Λουξεμβούργου, αλλά είναι αξιοσημείωτη και στην Ιρλανδία της οποίας το χρέος επηρεάζεται επίσης από την παρουσία πολυεθνικών. Ακόμα κι έτσι, το χρέος των νοικοκυριών της Ιρλανδίας αντιστοιχεί από μόνο του σε πάνω από 100% του ΑΕΠ της χώρας. Η Ολλανδία είναι η μοναδική χώρα όπου το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι προσωπικό: το χρέος των νοικοκυριών αντιστοιχεί σε 128% του ΑΕΠ (αν και της Κύπρου είναι ακόμα υψηλότερο, στο 136 του ΑΕΠ).  
Παρά το γεγονός ότι η Ιταλία έχει το δεύτερο υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη, δεν φιγουράρει μεταξύ των χωρών με υπερβολικό ιδιωτικό χρέος. Οι ιταλικές εταιρείες οφείλουν κάτι λιγότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και το χρέος των ιταλικών νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Ωστόσο, ο έλεγχος της αναλογίας του χρέους προς ΑΕΠ δεν αποτελεί το μόνο μέτρο εντόπισης των ευάλωτων οικονομιών. Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας τρωτότητας για τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες είναι η υψηλή αναλογία χρέους προς ίδια κεφάλαια. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη, οι ιταλικές εταιρείες, ιδίως οι μικρομεσαίες, παρουσιάζονται ιδιαίτερα ευάλωτες.  
Άλλα στοιχεία ισολογισμού δείχνουν επίσης ότι οι ιταλικές επιχειρήσεις είναι σε κακή κατάσταση. Για παράδειγμα, το 30% του εταιρικού χρέους οφείλεται από εταιρείες των οποίων τα κέρδη προ φόρων είναι μικρότερα από τις πληρωμές τόκων τις οποίες έχουν να κάνουν. Αυτό το ποσοστό ευπαθών εταιρειών είναι ακόμη υψηλότερο στην Ισπανία και την Πορτογαλία (40% και περίπου 50% αντίστοιχα). Αλλά, τα δεινά της Ιταλίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση στη Γαλλία και την Γερμανία, όπου μόνο λίγο περισσότερο από το 10% του εταιρικού χρέους οφείλεται από τέτοιους αδύναμους συντελεστές. Οι ιταλικές επιχειρήσεις έχουν πληγωθεί από τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητάς τους εντός της ευρωζώνης.
Ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί για την ελάφρυνση της επιβάρυνσης του ιδιωτικού χρέους από την αρχή της κρίσης. Αν και έχει υποχωρήσει στην Ισπανία από το 227% του ΑΕΠ το 2009 στο 215% το 2012, την ίδια περίοδο τα ποσοστά αυξήθηκαν σε Κύπρο, Ιρλανδία και Πορτογαλία. Στη Βρετανία, αντιθέτως, το ιδιωτικό χρέος μειώθηκε από το 207% του ΑΕΠ το 2009 σε 190% το 2012, χάρη στη βελτίωση των επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών.  
Η ελάττωση του χρέους έχει αποδειχθεί δυσεπίλυτο πρόβλημα διότι το οικονομικό κλίμα δεν συγχωρεί τίποτα. Το δημόσιο χρέος (δηλαδή, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ) γίνεται αυτόματα ελαφρύτερο καθώς αυξάνονται τα εισοδήματα. Ωστόσο, αυτό δε συνέβη στις οικονομίες που έχουν πληγεί από διπλή ύφεση και έχουν πληγωθεί από τιμές που κυμαίνονται σε επίπεδα κοντά σε αυτά του αποπληθωρισμού. Υπάρχει μία εγγενής αντίφαση μεταξύ της ανάγκης να επανακτήσουν ανταγωνιστικότητα οι χώρες οφειλέτες της ευρωζώνης μέσα από χαμηλότερες τιμές και, ταυτόχρονα, της ελάφρυνσης του υπερβολικού χρέους μέσω πληθωρισμού.  
Ακόμη και σε ένα καλύτερο οικονομικό κλίμα, όμως, η Νότια Ευρώπη θα ήταν κακή στην απαξίωση του χρέους. Οι εταιρικές πτωχεύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά, αλλά από χαμηλά επίπεδα. Η στάση της κοινωνίας προς τους οφειλέτες είναι αποδοκιμαστική. Οι οφειλέτες συνήθως διώκονται δικαστικά, μέσω διαδικασιών οι οποίες είναι συχνά χρονοβόρες και δαπανηρές.
Η νομοθεσία περί αφερεγγυότητας έχει μεταρρυθμιστεί πρόσφατα σε αρκετές χώρες. Η πορτογαλική κυβέρνηση, για παράδειγμα, έχει καταστήσει ευκολότερο για το χρέος να αναδιαρθρωθεί εκτός δικαστηρίων. Αλλά, συχνά οι μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν. Η ισπανική νομοθεσία έχει ως στόχο την προώθηση της αναδιάρθρωσης των βιώσιμων επιχειρήσεων αλλά, στην πράξη, οι περισσότερες περιπτώσεις πτωχεύσεων καταλήγουν σε εκκαθάριση έπειτα από χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Το πολιτιστικό στίγμα της πτώχευσης παραμένει: οι δυνητικοί επιχειρηματίες σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, ανησυχούν περισσότερο για την αποτυχία από ό,τι στη Βρετανία και την Αμερική.
Οι Ολλανδοί αποθαρρύνονται
Το υψηλό χρέος των νοικοκυριών εξηγεί γιατί η Ολλανδία, μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία, παρέμεινε σε ύφεση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2013, ακόμη και ενώ ξεκίνησε η γενικότερη ανάκαμψη στην ευρωζώνη. Το φετινό ολλανδικό ΑΕΠ θα είναι 2% χαμηλότερο από το 2011 και περισσότερο από 3% κάτω από το προηγούμενο υψηλό, του 2008. Αν και αυτή η απώλεια παραγωγής επισκιάζεται από εκείνη που έχει υποστεί η Νότια Ευρώπη, καταδεικνύει τη φθοροποιό επίδραση του υψηλού χρέους όταν πέφτουν οι τιμές των κατοικιών –οι πρόσφατες πτώσεις ήταν παρόμοιες με εκείνες στην Ισπανία. Αυτό έχει ωθήσει το ένα τέταρτο των Ολλανδών ιδιοκτητών ακινήτων σε «αρνητικά ίδια κεφάλαια»: τα σπίτια τους αξίζουν λιγότερο από τις υποθήκες τους.  
Αλλού στην ευρωζώνη, το υψηλό εταιρικό χρέος είναι αυτό που έχει κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Οι επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί υπερβολικά, είναι απρόθυμες να ξεκινήσουν νέα εγχειρήματα, και οι τράπεζες είναι σε κάθε περίπτωση απρόθυμες να δανείσουν, επειδή οι ισολογισμοί τους έχουν γεμίσει με επισφαλείς απαιτήσεις. Αυτή η ατυχής κατάσταση επικρατεί σε όλη τη νότια Ευρώπη, αν και οι ακριβείς αιτίες της διαφέρουν. Στην Ισπανία, οι επισφαλείς απαιτήσεις έχουν προκύψει κυρίως λόγω της φούσκας των ακινήτων και έχουν αντιμετωπιστεί κατά το παρελθόν έτος μέσω εντοπισμού των απωλειών και μεταφοράς των απαξιωμένων δανείων στη Sareb, μία εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού. Στην Πορτογαλία, προκύπτουν εξαιτίας μιας ολόκληρης δεκαετίας στασιμότητας.
Ο τραπεζικός έλεγχος της ΕΚΤ θα οδηγήσει σε απαξίωση ορισμένου από αυτό το χρέος, καθώς οι τράπεζες θα αναγκαστούν να αναγνωρίσουν κάποια από τα επισφαλή δάνειά τους. Αλλά, η εξυγίανση μπορεί είναι περιορισμένη λόγω του φόβου των ευρωπαϊκών χωρών με υγιή οικονομικά ότι τα επισφαλή χρέη των τραπεζών θα φορτωθούν σε ένα κοινό ταμείο διάσωσης. Εάν η ποιότητα των στοιχείων αυτών δεν αντιμετωπιστεί σωστά αυτή την φορά, αυτό θα υποβαθμίσει σημαντικά τις πιθανότητες της ευρωζώνης να πραγματοποιήσει μία βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη.

 

http://www.sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-56/239731-2013-11-04-08-58-06