Η κοινωνική οικονομία στην τρέχουσα κρίση της παγκοσμιοποίησης

Του Νίκου Ντάσιου

Σύμφωνα με έρευνα του Δικτύου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Περιφερειακής Ανάπτυξης για το 2009, οι 300 μεγαλύτερες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, παρά την ύφεση, παρουσιάζουν αύξηση στην ανάπτυξή τους κατά 14%, με κύκλο εργασιών 1,1 τρισ. δολαρίων (ίσο με το ΑΕΠ της Ισπανίας). Αυτό εξηγείται από τη μικρή επίδραση που έχει στη λειτουργία τους η χρηματιστηριακή κρίση και η διακύμανση της παγκόσμιας ζήτησης, αλλά και στη διαθεσιμότητα των πόρων του αποθεματικού για τη στήριξη των μελών και των αναγκών των επιχειρήσεων. Για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων του τομέα αυτού, η διανομή του παραγόμενου πλούτου δεν γίνεται αποκλειστικά κέρδος του ιδιώτη επενδυτή ή του μεγαλομετόχου αλλά κατανέμεται κυρίως για τους σκοπούς και για την επέκταση της κοινωνικής επιχείρησης.

Η σταθερότητά τους εν μέσω κρίσης συνέβαλε στη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, τη στιγμή που τόσο ο ιδιωτικός όσο και κρατικός τομέας σημείωνε μεγάλες απώλειες στις θέσεις εργασίας.
Ο τομέας των συνεταιριστικών επιχειρήσεων παρουσιάζει τη μεγαλύτερη επέκταση σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελώντας τον πιο γρήγορα αναπτυσσόμενο τομέα της οικονομίας.
Μόνο στην Ευρώπη, ο αριθμός των επιχειρήσεων του τρίτου τομέα φτάνει τις 263 χιλιάδες, με 20 εκατομμύρια εργαζόμενους και 160 εκατομμύρια μέλη, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα ο συνεταιριστικός τομέας περιλαμβάνει 100 εκατομμύρια εργαζόμενους και 800 εκατομμύρια μέλη, υπερβαίνοντας κατά 20% τους εργαζόμενους των πολυεθνικών εταιρειών.
Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται επιχειρήσεις και οργανισμοί που διέπονται από τις επτά βασικές αρχές του συνεταιρισμού, ήτοι:
α) Εθελοντική και ανοιχτή ένταξη μελών (κοινωνικό μοντέλο).
β) Δημοκρατικός έλεγχος στη λήψη αποφάσεων (διοικητικό μοντέλο), γεγονός που επιτυγχάνεται από την τριπλή ιδιότητα των μελών τους ως 1) ιδιοκτήτες (συμμετέχοντες στο μετοχικό κεφάλαιο), 2) ασκούντες διοίκηση ως μέλη της γενικής συνέλευσης και 3) ως πελάτες, με την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις τους.
γ) Οικονομική συμμετοχή μελών (οικονομικό μοντέλο).
δ) Αυτονομία και ανεξαρτησία.
ε) Εκπαίδευση και κατάρτιση των εργαζομένων.
στ) Συνεργασία και δικτύωση.
ζ) Μέριμνα για την κοινότητα.

Το Μοντραγκόν: ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα ανάπτυξης βασισμένο στη συνεταιριστική οικονομία

Στη Χώρα των Βάσκων, στην Ισπανία, αναπτύχθηκε ένα από το πιο σημαντικά παραδείγματα συνεταιρισμών, το οποίο είναι μοναδικό σε μέγεθος και δυναμικότητα και έχει μεγάλο αντίκτυπο στη συνολική οικονομία της περιοχής. Το σύστημα αυτό ονομάζεται Μοντραγκόν και πήρε το όνομά του από την πόλη όπου εφαρμόστηκε πρώτα, η οποία βρίσκεται κοντά στο Μπιλμπάο. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, καλύπτει όλη τη Χώρα των Βάσκων, ενώ έχει κερδίσει τη διεθνή φήμη και πλέον λειτουργεί ως πρότυπο για την ανάπτυξη παρόμοιων συστημάτων στην Αγγλία, στην Ουαλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το Μοντραγκόν αποτελεί ένα παράδειγμα ελευθεριακής οργάνωσης το οποίο, όπως και τα προηγούμενα κατά την εποχή του ισπανικού εμφυλίου, είναι επιτυχημένο σε πρωτοφανή κλίμακα.
Το δίκτυο του Μοντραγκόν ιδρύθηκε από έναν καθολικό ιερέα, τον δον Χοσέ Μαρία Αριθμέντι που, με την οικονομική συμβολή μερικών κατοίκων του Μοντραγκόν, ίδρυσε, το 1943, μια πρωτοβάθμια σχολή τεχνικής εκπαίδευσης. Το 1956, οι πρώτοι πέντε πτυχιούχοι της σχολής ίδρυσαν ένα μικρό, αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο, που ονομαζόταν ULGOR, αριθμούσε συνολικά 24 άτομα και παρήγαγε φασόν μια μικρή κουζίνα πετρελαίου.
Αυτό το συνεταιριστικό εγχείρημα απεδείχθη επιτυχές και μεταβλήθηκε στη ναυαρχίδα του συνολικού συστήματος που δημιουργήθηκε στη συνέχεια. Η ULGOR –που σε κάποια στιγμή αριθμούσε 3.000 μέλη– θεωρήθηκε υπερβολικά μεγάλη και συρρικνώθηκε, αποτέλεσε δε το πρότυπο για τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν. Σύμφωνα με τις αρχές του Ρόσντεϊλ, η συμμετοχή είναι ελεύθερη για τους πάντες και στηρίζεται στη σχέση ένα μέλος-μία ψήφος. Οι μετοχές ανήκουν στα μέλη αποκλειστικά και, κατά συνέπεια, η άντληση κεφαλαίων από εξωτερικούς πόρους πραγματοποιείται μέσω δανεισμού και όχι με έκδοση μετοχών, ενώ η εκπαίδευση είναι διαρκής.
Τρία χρόνια μετά την ίδρυση της ULGOR, ο δον Αριθμέντι πρότεινε την ίδρυση ενός πιστωτικού οργανισμού που θα συνέβαλλε στη χρηματοδότηση και την τεχνική υποστήριξη των νέων συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Ιδρύθηκε η Λαϊκή Εργατική Τράπεζα (Caja Laboral Popular-CLP), που περιλάμβανε ένα πιστωτικό ίδρυμα και μια υπηρεσία παροχής τεχνικών συμβουλών. Η Λαϊκή Εργατική Τράπεζα διαθέτει ένα επιχειρηματικό τμήμα δυναμικότητας 100 ατόμων, το οποίο συνεργάζεται με ομάδες που σχεδιάζουν την ίδρυση νέων συνεταιρισμών ή παρεμβαίνει στις σπάνιες περιπτώσεις όπου μια επιχείρηση που ήδη λειτουργεί εντάσσεται στο συνεταιριστικό δίκτυο. Το τμήμα αυτό υλοποιεί όλες εκείνες τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ίδρυση της επιχείρησης (αρχιτεκτονικές μελέτες, αναλύσεις αγοράς, έρευνα κ.λπ.), αλλά και παραμένει σε συνεργασία με τα στελέχη της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρις ότου επιβεβαιωθεί η εμπέδωση των αρχών του δικτύου. Σε αντάλλαγμα, η επιχείρηση υπογράφει ένα συμβόλαιο ένταξης στο σύστημα του Μοντραγκόν και μόνιμης συνεργασίας με την τράπεζα, η οποία διατηρεί επικουρική σχέση μαζί της. Το πλεόνασμα των βιομηχανικών συνεταιρισμών τοποθετείται στη Λαϊκή Εργατική Τράπεζα για να διοχετευθεί στην ίδρυση άλλων συνεταιρισμών.
Η Λαϊκή Εργατική Τράπεζα θεωρείται δευτεροβάθμιος συνεταιρισμός και το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται τόσο από μέλη των πρωτοβάθμιων βιομηχανικών συνεταιρισμών όσο και της ίδιας της τράπεζας. Παράλληλα με τη Λαϊκή Εργατική Τράπεζα λειτουργούν και άλλοι δευτεροβάθμιοι συνεταιρισμοί, όπως ένας συνεταιρισμός κοινωνικών υπηρεσιών, που εγγυάται συντάξεις που αναλογούν στο 100% των κρατήσεων, αλλά και άλλες παροχές, μια κλινική και ένας συνεταιρισμός γυναικών που προσφέρει ελαστική, μερική απασχόληση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες που απασχολούνται σ’ αυτόν το συνεταιρισμό μπορούν, εάν το θελήσουν, να μεταπηδήσουν και στους πρωτοβάθμιους βιομηχανικούς συνεταιρισμούς. Επίσης, λειτουργεί κι ένας εκπαιδευτικός συνεταιρισμός που περιλαμβάνει κι ένα τεχνικό λύκειο. Το λύκειο αυτό διαθέτει και παραγωγικά τμήματα, στα οποία οι σπουδαστές κάνουν την πρακτική τους και αμείβονται ως μερικώς απασχολούμενοι εργάτες. Όπως και σε κάθε δευτεροβάθμιο συνεταιρισμό, στη διοίκηση της σχολής συμμετέχουν σπουδαστές και καθηγητές.
Σήμερα, το σύστημα του Μοντραγκόν περιλαμβάνει ένα δίκτυο καταναλωτικών, οικιστικών, γεωργικών και κατασκευαστικών συνεταιρισμών. Η συνολική αξία του εγχειρήματος αποτιμάται σε δισεκατομμύρια. Το Μοντραγκόν αποτελείται από 86 παραγωγικούς συνεταιρισμούς που απασχολούν κατά μέσο όρο μερικές εκατοντάδες άτομα ο κάθε ένας, 44 εκπαιδευτικά ιδρύματα, 15 κατασκευαστικούς συνεταιρισμούς, ένα δίκτυο καταναλωτικών συνεταιρισμών το οποίο έχει 75.000 μέλη και την τράπεζα. Η Λαϊκή Εργατική Τράπεζα έχει 132 υποκαταστήματα στη Χώρα των Βάσκων και πρόσφατα άνοιξε γραφείο στη Μαδρίτη, χαρακτηριστικό για τις διαθέσεις επέκτασης και πέραν της Χώρας των Βάσκων. Το ενεργητικό της υπολογίζεται ότι ξεπερνάει το ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Το Μοντραγκόν παράγει τα πάντα, από οικιακές συσκευές (είναι η δεύτερη εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών ψυγείων στη Ισπανία), μέχρι ανταλλακτικά κινητήρων και πλοίων, τα οποία και εξάγει. Οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν πάνω από το 1% των ισπανικών εξαγωγών. Με τους 18.000 εργάτες του, κατέχει το 15% των θέσεων εργασίας στην επαρχία Γκιπούθκοα και το 5% στη Χώρα των Βάσκων. Παρ’ όλο που ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής αφορά προϊόντα μεσαίας τεχνολογίας, το Μοντραγκόν παράγει επίσης προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Μοντραγκόν, το Ικερλάν, διαθέτει πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων των Η.Π.Α, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και το Μ.Ι.Τ., ενώ έχει εξελίξει βιομηχανικά ρομπότ τα οποία εξάγονται ή χρησιμοποιούνται στους βιομηχανικούς συνεταιρισμούς του δικτύου.
Η εσωτερική διοίκηση του Μοντραγκόν περιλαμβάνει την ετήσια γενική συνέλευση η οποία και εκλέγει τη διοίκηση. Παράλληλα υπάρχει και το κοινωνικό συμβούλιο, που απασχολείται αποκλειστικά με τα ζητήματα των εργατών. Τέλος, υπάρχει κι ένα διοικητικό συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν από κοινού μέλη της γενικής συνέλευσης και μάνατζερ, αν και οι τελευταίοι διαθέτουν μόνο το δικαίωμα του λόγου, χωρίς να μπορούν να ψηφίσουν. Οι επιχειρήσεις του Μοντραγκόν δεν είναι πολύ μεγάλες. Σήμερα, το όριο των μελών δεν ξεπερνά τα 400, σύμφωνα με την πολιτική βούληση του ίδιου του συνεταιρισμού. Βέβαια, η ULGOR είχε μεγαλώσει πάρα πολύ αρχικά, ενώ στην αρχή αντιμετώπισε και μία απεργία. Η γενική συνέλευση είχε ψηφίσει τότε την απόλυση των πρωτεργατών της απεργίας, αλλά παρ’ όλα αυτά πήρε το μάθημά της: το μέγεθος από μόνο του μπορεί να δημιουργήσει αντιθέσεις.
Προκειμένου να εξασφαλίσει τόσο τα πλεονεκτήματα της μεγάλης κλίμακας, όσο και αυτά των μικρών παραγωγικών μονάδων, το Μοντραγκόν έχει αναπτύξει ένα σύστημα κοινοπραξιών. Μέσα στα πλαίσιά του, ένας αριθμός συνεταιρισμών μπορεί να αναπτύξει μικρές κοινοπραξίες, που διευθύνονται από μια διοίκηση εκλεγμένη από το προσωπικό των επιμέρους επιχειρήσεων. Αυτές οι μονάδες είναι είτε οριζόντιας είτε κάθετης ολοκλήρωσης και μπορούν να ανταλλάξουν εργαζόμενους, καθώς οι ανάγκες τους μεταβάλλονται. Επίσης, έχουν τη δυνατότητα (οι μονάδες παραγωγής) να χρησιμοποιούν έναν κοινό μηχανισμό εμπορίας.
Ίσως ένα από τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα του Μοντραγκόν είναι ο τρόπος που συνδυάζει τη συλλογική ιδιοκτησία με τα κίνητρα που απορρέουν από την ατομική ιδιοκτησία, μέσα σ’ ένα σύστημα που αναγνωρίζει εξίσου τη συλλογική και την ατομική πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το σύστημα των ατομικών λογαριασμών, που συνδυάζει την επένδυση στην επιχείρηση μαζί με τον διαχωρισμό των κερδών σε ατομικά και συλλογικά, αντιπροσωπεύει μια μέθοδο που δίνει στον εργαζόμενο την αίσθηση της ατομικής ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό με τη συλλογική συμμετοχή σε μια επιχείρηση που δεν του παρέχει μόνο τα μέσα της επιβίωσής του, αλλά και δεν περιμένει από τον ίδιο μόνο να αποδίδει καλά στην εργασία του.
Επιπλέον, το πείραμα του Μοντραγκόν μας δίνει ένα σημαντικό μάθημα: Δείχνει ότι, για να επιτευχθεί η ελευθερία στην εργασία, χρειάζεται ένα υψηλό επίπεδο οργανωτικών ικανοτήτων, γιατί όταν αυτές οι ικανότητες είναι παρούσες, η κλασική διάκριση ανάμεσα στην αποδοτικότητα και τη δημοκρατία εξαφανίζεται, με τους δυο πόλους της αντίθεσης να ενισχύει ο ένας τον άλλο (G. Benello, Δίκτυο ΚΑΠΑ).
Συμπερασματικά, η σημασία του Μοντραγκόν είναι διττή: Απ’ τη μια αντιπροσωπεύει μια θετική πρόταση για την απελευθέρωση της εργασίας, μια κοινότητα που ελέγχεται δημοκρατικά από τα μέλη της. Η δημοκρατία βρίσκει σ’ αυτή την περίπτωση μια πρακτική εφαρμογή. Από την άλλη, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί και τούτο αποτελεί μια απόδειξη για την ικανότητα της ανθρώπινης φύσης να διαχειρίζεται περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις μέσω δημοκρατικών διαδικασιών.

* Απόσπασμα από τον τόμο Κοινωνική Οικονομία, Θεωρία, Εμπειρία και προοπτικές, επιμέλεια Κ. Γεώρμα, Εναλλακτικές εκδόσεις, 2013, σσ. 179-199.

 

http://ardin-rixi.gr/archives/14617