Η μεγάλη εθνική κρίσις

Η Ελλάς απέναντι των Συμμάχων και ο Βενιζέλος απέναντι της Ελλάδος – Αι Δικτατορίαι και η Εξωτερική του Πολιτική – Η ολεθρία εγκατάλειψις της Θράκης και των Ομογενών εν έτει 1917

 

Γεώργιος Σ. Φραγκούδης

 

Yπό του Γεωργίου Σ. Φραγκούδη
Δικηγόρου, Δημοσιολόγου, Προέδρου του «Πατριωτικού Συνδέσμου των Κυπρίων» κ.λπ.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε το 1917 και αναδημοσιεύεται στο ιστολόγιο

http://www.metarrythmisis.gr/htmls/fragoudis/ethniki_krisis.htm

(η σωστή γραφή του ονόματος Φραγκούδης στα λατινικά είναι Frangoudis και όχι Fragoudis)

 

«Ζητώ την άδεια, όπως γίνη ανεκτόν ίνα δημοσιεύσω τας σκέψεις μου και επικρίνω την Κυβέρνησιν και τους Συμμάχους. Καθ’ ην στιγμήν εις όλα τα Έθνη η σκέψις αφέθη ελευθέρα, μόνον εις την Ελλάδα ο Στρατιωτικός Νόμος και η λογοκρισία έπνιξαν κατά τρόπον αμείλικτον πάσαν σκέψιν και πάσαν ενέργειαν. Και καθ’ ην στιγμήν όλοι οι λαοί εξηγέρθησαν, μόνος ο Ελληνικός λαός παραμένει δούλος, σκεπτόμενος και ενεργών όπως θέλει η Κυβέρνησις. Καθ’ ην στιγμήν η Γερμανία ευρίσκετο εις τον κολοφώνα της δόξης της ο Χάρδεν επέκρινε δριμύτατα τον Κάιζερ(1) και την Κυβέρνησίν του.
Όταν κατά τους αρχαίους χρόνους οι Αθηναίοι αποκαμόντες να πολεμούν προς τους Μεγαρείς δια την Σαλαμίνα, απηγόρευσαν δια νόμου αυστηρού πάσαν περί επανακτήσεως της νήσου πρότασιν, ο Σόλων
(2) προσποιηθείς τον τρελλόν, εξεφώνησεν εν τη αγορά ενθουσιώδες ποίημα περί Σαλαμίνος, καταδείξας το αίσχος της εγκαταλείψεώς της.

 
Έψαλλεν ότι εθεώρει καθήκον του να διαμαρτυρηθή δια να μη λέγουν οι άνθρωποι: “Ιδού ένας Αθηναίος εξ εκείνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Σαλαμίνα, (εκ των Σαλαμιναφετών).

 
– “Ας υπάγωμεν, έψαλλε, προς την Σαλαμίνα και ας πολεμήσωμεν δια νήσον ιμερτήν και ας σωθώμεν από το βαρύ αίσχος της εγκαταλείψεώς της”.  Ο Σόλων ανηγορεύθη Στρατηγός και η Σαλαμίς ανεκτήθη.

 
Ένας Έλλην δεν ευρέθη, όπως στιγματίση τους νέους Αθηναίους δια την εγκατάλειψιν της ιμερτής Θράκης
(3) και δονήση τας ψυχάς του Έθνους, όπως επανακτήση την ποθητήν αυτήν χώραν. Υπέρ της Θράκης έρχομαι ιδία σήμερον να συνηγορήσω, χωρίς να είμαι ούτε Σόλων, ούτε να προσποιηθώ τον τρελλόν, ούτε να έχω την ελπίδα να αναγορευθώ στρατηγός. Αλλά δεν θέλω να με δεικνύουν οι ξένοι και να λέγουν, ιδού ένας Έλλην από εκείνους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Θράκην (εκ των Θρακαφετών).

 
Η δε Κυβέρνησις εάν νομίζη ότι πρέπει να με στείλη εις το Στρατοδικείον επί εσχάτη προδοσία, ας το πράξη. Υπήρξα εκ των ολίγων εκείνων Ελλήνων, οι οποίοι αφιέρωσαν όλας αυτών τας δυνάμεις, τον χρόνον, την σκέψιν, την δράσιν των δια την Μεγάλην Ιδέαν και το έργον της Εθνικής Αναγεννήσεως. Και υπήρξα ο πρώτος, ο οποίος με θάρρος ανεπέτασα την σημαίαν της “Ειρηνικής Επαναστάσεως” κατά του αθλίου καθεστώτος, πολύ πριν ή ο Βενιζέλος σκεφθή ότι θα ήρχετο εις την Ελλάδα ως Δικτάτωρ.

 

Η Κυβέρνησις Μαυρομιχάλη-Ράλλη με έστειλε το 1905 εις την φυλακήν, διότι εζήτουν δήθεν την ανατροπήν του Συντάγματος και του καθεστώτος, δι’ εξύβρισιν του Βασιλέως κ.λπ. Μετά την αθώωσίν μου από το Κακουργιοδικείον και κατόπιν πενταμήνου προφυλακίσεως και χιλίων καταδιώξεων, ενόμισα ότι δεν ήτο ώριμος η εποχή δια την μεταβολήν και έλαβα τον δρόμον της εξορίας.

 

Εν τούτοις ο σπόρος είχε σπαρή και εξ αυτού ιδρύεται ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος(4) και παρεσκευάζετο η επανάστασις του Γουδή(5). Μετά 10 ετών υπερορίαν,καθ’ ην στιγμήν τα πράγματα του Έθνους εφαίνοντο αισιώτερα, επανήλθον όπως αφιερώσω το υπόλοιπον μέρος του βίου μου υπέρ του μεγάλου έργου της εθνικής σωτηρίας και αναδημιουργίας και τίποτε δεν θα με σταματήση, διότι λέγω την αλήθειαν, η οποία μόνη δύναται να σώση.

 
Ο Στρατιωτικός Νόμος, και η λογοκρισία, δεν έχουν την σημασίαν, ότι πρέπει ένας λαός να παύση σκεπτόμενος και θέλων. Ούτε σημαίνει ειδικώς εις την περίπτωσιν της Ελλάδος μονοκρατορίαν της σκέψεως και της θελήσεως του Βενιζέλου. Αλλά χάριν σωτηρίας της πατρίδος εξησφάλιζε δικτατορίαν σώζουσαν το καθεστώς κατά των εχθρών και των προδοτών και οπλίζουσαν την Κυβέρνησιν με όλα τα μέσα, όπως κάλλιον υπερασπίση τα εθνικά συμφέροντα.

 
Τίποτε πλέον. Εντός του καθεστώτος τούτου θέλομεν εντονωτέραν την υπεράσπισιν των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων και ο Στρατιωτικός Νόμος, όστις δεν κατέλυσε το πνεύμα του πολιτεύματος και δεν δύναται να καταλύση τα απαράγραπτα Ανθρώπινα και Εθνικά Δίκαια, δεν δύναται να με θίξη. Πάσα άλλη ερμηνεία θα ήτο ανήκουστος αυθαιρεσία, αναξία της στιγμής, την οποίαν ζώμεν.


Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

 

Η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή, η απελευθέρωσις και η ένωσις όλων των Ελλήνων εις ένα ελεύθερον Κράτος, εκτεινόμενον εθνολογικώς και εδαφικώς εις τας απ’ αιώνων Ελληνικάς χώρας της Ανατολής, απετέλεσε δια τον Ελληνισμόν την μεγάλην δύναμιν, η οποία τον συνεκράτει εν τω μέσω των συμφορών του και τον ενεψύχου δια το μέλλον.

 
Το Ελληνικόν Βασίλειον εθεωρήθη από της ιδρύσεώς του, ότι θα απετέλει τον πυρήνα του νέου Ελληνικού Έθνους. Δυστυχώς ένεκα διαφόρων λόγων, ιδίως όμως ένεκα της περί τα προσωπικά και Κομματικάς φθοράς των Εθνικών Δυνάμεων και της αποτυχίας του Ελληνικού Βασιλείου ν’ αυτοδιοικηθή ως νεώτερον ωργανωμένον Ευρωπαϊκόν Κράτος, η Μεγάλη Ιδέα ήρχισεν σιγά-σιγά να θεωρήται ως όνειρον απραγματοποίητον. Εν τούτοις μέχρι της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου(6) (1878), η οποία εδημιούργει την Μεγάλην Βουλγαρίαν, ο Ελληνισμός έμενεν ακμαίος τω φρόνημα και ακέραιος.

 
Το Ελληνικόν Βασίλειον, κακώς διοικούμενον και κακώς πολιτευόμενον, διετήρει ακόμη τας ηθικάς εκείνας δυνάμεις, αι οποίαι είλκυον προς αυτό τα βλέμματα και τας ελπίδας όλων των άλλων Ελλήνων, των υποδούλων και των εν Διασπορά. Η Ένωσις της Επτανήσου με την Ελλάδα, η Ένωσις της Θεσσαλίας, αι ηρωικαί επαναστάσεις των Κρητών, η ανάπτυξις του Ελληνισμού της Τουρκίας, η δια της Αγγλίας απελευθέρωσις της Κύπρου από την Τουρκικήν τυραννίαν, η ακμή τών εκτός της Ελλάδος Ελληνικών παροικιών, η επί της σκηνής εμφάνισις του Τρικούπη, ανδρός με ευρωπαϊκάς ιδέας, αναλαβόντος με δύναμιν και μέθοδον την διοργάνωσιν των εθνικών δυνάμεων, ανεπτέρουν εκάστοτε τας εθνικάς ελπίδας και διετήρουν την “σπίθα στην στάχτη”.

 
Δυστυχώς το Έθνος έπασχεν ασθένειαν, η οποία υπενόμευε την ύπαρξίν του. Το Ελληνικόν Βασίλειον έμενε πίσω από όλα τα άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη και οσημέρα: καθίστατο καταφανεστέρα η απαισία πρόβλεψις, ότι ο Ελληνισμός είχεν ως φυλή μεν μεγάλην ζωτικότητα, αλλ’ ήτο ανίκανος να συμπαχθή εις Έθνος ευνομούμενον και καλώς οργανωμένον δια να δυνηθή να πραγματοποιήση την Μεγάλην Ιδέαν.

Η συμφορά της Κούτρας(7), η ολεθρία Εκστρατεία του 1897, η χρεωκοπία του Κράτους, ο απαίσιος Δεληγιάννης(8), η αποτυχία και ο θάνατος του Τρικούπη, επηκολούθησαν αλλεπαλλήλως ως θανάσιμα πλήγματα πιστοποιούντα την ηθικήν χρεωκοπίαν του Ελληνικού Κράτους, και κάτι χειρότερον.

 
Ενώ δε αι Εθνικαί ελπίδες κατέρρεον, αφ’ ετέρου ωρθούτο απέναντί μας η νέα Βουλγαρία(9), η οποία διατηρήσασα όλα τα άγρια ένστικτα, της ασιατικής της καταγωγής και εξυπνήσασα μετά τόσους αιώνας με τον αυτόν φανατισμόν και το αυτό μίσος κατά των Ελλήνων, ήρχετο να μεταβάλη άρδην τους όρους της υπάρξεως του Ελληνικού Έθνους.

 
Οι Βούλγαροι επέδειξαν αμέσως μεγάλας οργανωτικάς αρετάς και κατώρθωσαν εντός ελαχίστου χρόνου να μεταβάλουν την Βουλγαρίαν εις Ευρωπαϊκόν Κράτος και να δημιουργήσουν λαμπρόν στρατόν. Αλλ’ ό,τι ιδία διακρίνει τους Βουλγάρους είναι ο μεγάλος αυτών πατριωτισμός, η αγρία των θέλησις, όπως αντί πάσης θυσίας δημιουργήσουν Μεγάλην Βουλγαρίαν.

 
Το πρώτον βήμα ήτο να αρπάσουν την Ανατολικήν Ρωμυλίαν, της οποίας όλαι αι πόλεις ήσαν Ελληνικαί και να εξοντώσουν τον Ελληνικόν πληθυσμόν αυτής τε και της παλαιάς Βουλγαρίας. Ενώ δε ημείς κατερρέομεν, οι Βούλγαροι ήρχισαν να βάλλουν χέρι και εις την Μακεδονίαν.

 
Επειδή δε εκεί παρ’ όλον το σλαυικόν ιδίωμα, το οποίον ομιλεί μεγάλη μερίς των χωρικών της, δεν ήτο δυνατόν να επιβληθούν ειρηνικώς, εδημιούργησαν τους Κομιτατζήδες(10) και όλην την λοιπήν τρομοκρατίαν, η οποία μετέβαλε την χώραν επί έτη μακρά εις πεδία φυλετικών σπαραγμών.

 
Οι Βούλγαροι επανήρχοντο εις τας παλαιάς αυτών μεθόδους. Δια να πραγματοποιήσουν την Μεγάλην Βουλγαρίαν, έπρεπε πρώτον να καταστρέψουν τον Ελληνισμόν, τον οποίον εύρισκον αναρχούμενον, ακυβέρνητον, ανοργάνωτον, σπαρασσόμενον διαρκώς από εσωτερικάς κρίσεις και έριδας.

 
Και οι Βούλγαροι είχον Κόμματα και εσωτερικάς διαμάχας, αλλ’ ο κύριος αγών όλων των Κομμάτων ήτο η Μεγάλη Βουλγαρία, η κατάκτησις της Μακεδονίας, η εξόντωσις του Ελληνισμού.

 
Την Θράκην δεν την πολυεσκέπτοντο κατ’ αρχάς, διότι ήτο τόσον Ελληνική, ώστε δεν εφαντάζοντο ότι ήτο δυνατόν να την εκβουλγαρίσουν, και η προσοχή των εστράφη αμέσως προς την Μακεδονίαν, η οποία ωδήγει ευκολώτερον προς την θάλασσαν, προς την πολυπόθητον Θεσσαλονίκην και το Αιγαίον Πέλαγος. Και ναι μεν ο  Ελληνισμός παρ’ όλην την παραλυσίαν του αντέταξεν ερρωμένην αντίστασιν εις τους Βουλγάρους εν Μακεδονία, εν τούτοις ήτο φανερόν, ότι η Μακεδονία θα κατελαμβάνετο από το Έθνος, το οποίον θα παρέτασσε κατά την πρώτην στιγμήν τον ισχυρότερον στρατόν.

 
Δεύτερος εχθρός του Ελληνισμού επεφάνη κατά τα τελευταία έτη η Νέα Τουρκία.

 
Υπό το παλαιόν καθεστώς ο Ελληνισμός της Τουρκίας ευημέρει, ηνδρούτο, ηύξανε καθημερινώς. Ήτο μία νέα Ελλάς, η οποία εδημιουργείτο, ενθουσιωδεστέρα και υγιεστέρα της Ελλάδος του Ελευθέρου Βασιλείου. Η Μεγάλη Ιδέα ενέπνεεν όλους τους Έλληνας, οι οποίοι δεν είχον εκφυλισθή. Εφ’ όσον ο Ελληνισμός της Τουρκίας ήτο ακέραιος, υπήρχεν ελπίς ότι το Έθνος θα επανεύρισκε τον δρόμον του και ότι θα εσώζετο η φυλή εις τα κύρια αυτής μέρη.

 
Αλλ’ οι Νεότουρκοι εγκαινίασαν μεθόδους Βουλγαρικάς και ο Ελληνισμός, εκαλείτο να πληρώση και πάλιν με το αίμα του την δημιουργίαν της Νέας Τουρκίας.

 
Οι Νεότουρκοι κηρύξαντες το Σύνταγμα, έβλεπον ότι θα ήρχετο ημέρα κατά την οποίαν οι μειοψηφούντες εν τη αυτοκρατορία Τούρκοι θα εξηφανίζοντο. Έπρεπε, λοιπόν, να εξοντωθούν αι άλλαι φυλαί και προ παντός η πλέον επικίνδυνος, η Ελληνική. Εάν αι μέθοδοι των Νεοτούρκων εξηκολούθουν ολίγον ακόμη χρόνον, ο Ελληνισμός της Τουρκίας θα εξηφανίζετο.

 
Ο Ελληνισμός, λοιπόν, ο οποίος παρ’ όλας τας συμφοράς του είχε διατηρήσει πάντοτε ακμαίας τας ηθικάς του δυνάμεις και ήλπιζε πάντοτε εις την Μεγάλην Ιδέαν, εδέχθη κατά τα τελευταία έτη δεινά και αλλεπάλληλα πλήγματα, τα οποία έφερον εις κίνδυνον αυτήν ταύτην την ύπαρξίν του.

 
Όλα τα στοιχεία συνωμότουν εναντίον μας. Η ανικανότης μας να δημιουργήσωμεν στρατόν και να οργανώσωμεν τας εθνικάς δυνάμεις, επολλαπλασίαζε τους εχθρούς και απεμάκρυνε τους φίλους. Η Αγγλία δι’ ιδίους σκοπούς αντιτασσομένη εις την Ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος, εκράτει διαρκώς ανοικτήν την πληγήν του Κρητικού Ζητήματος.

 
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, πολεμούμενον διαρκώς υπό των Ρώσων και των Βουλγάρων, ηγωνίζετο χαλεπόν αγώνα.

 
Οι Άραβες ήρπαζον το Πατριαρχείον της Αντιοχείας, και επολέμουν το Πατριαρχείον των Ιεροσολύμων. Οι Ρουμάνοι δίδοντες το σύνθημα των μεγάλων και ιστορικών κατά τα τελευταία έτη διώξεων του Ελληνισμού εις τον Αίμον(11), διεσκόρπισαν τας ακμαζούσας Παραδουναβείους Ελληνικάς παροικίας. Επηκολούθησαν αι καταδιώξεις της Βουλγαρίας και των Νεοτούρκων.

 
Η Ιταλική προπαγάνδα προ πολλού ειργάζετο εις την Ήπειρον και εις αυτήν ακόμη την Κέρκυραν, και υπέρ τα Ιωάννινα νέος εχθρός επρόβαλλεν, ο Αλβανός, απειλών την Ήπειρον και την Μακεδονίαν.

 
Ενώ δε συνετελείτο πέριξ μας η φοβερά αύτη καταστροφή, το Ελεύθερον Βασίλειον εβάδιζεν ημέρα τη ημέρα προς τον εκφυλισμόν και τον όλεθρον. Επήλθε στιγμή κρίσιμος εις την Ελληνικήν Ιστορίαν. Μετά την πτώσιν του Τρικούπη, αι Κυβερνήσεις ήσαν η μία χειροτέρα της άλλης. Το Έθνος ανίκανον να σώση εαυτό, όπως όλα τα νεώτερα ανεξάρτητα και κοινοβουλευτικά έθνη, τα οποία έχουν πολίτας αληθινούς και αναδεικνύουν άνδρας πολιτικούς κατά δεκάδας, αμιλλωμένους ν’ αναδειχθούν δια των αρχών των και όχι δια των ρουσφετίων και της διαφθοράς, εζήτει και πάλιν νέον Μεσσίαν, όπως το σώση, και το οδηγήση μέσα εις τον πολιτικόν κυκεώνα, και την πολιτικήν αναρχίαν εις τα οποία εσφάδαζε. Κανείς δεν εγνώριζε τι έπρεπε να γίνη. Οι ανεπτυγμένοι είχον πάθει τελείαν ανικανότητα σκέψεως και ενεργείας, ο δε λαός αμαθής εύρισκεν ως μέσον σωτηρίας την μετανάστευσιν, η οποία αθρόα όπως ήτο απετέλεσε νέαν πληγήν Φαραώ. Η Αμερική ηπείλει ν’ απορροφήση την Ελλάδα.

 
Η επανάστασις του Γουδή, όπως έγινε δεν εφαίνετο αποτέλεσμα εθνικής ανανήψεως, αλλ’ ένα εκ των επεισοδίων της αναρχικής εξελίξεως, προκληθείσα από προσωπικά ζητήματα και εκ δυσαρεσκειών κατά της Βασιλείας. Ο λαός ευρεθείς προ ενός χάους, εζήτει την συνδρομήν νέου Μεσίου. Αλλοίμονον εις τα Έθνη, τα οποία ανίκανα να ζήσουν, κρεμούν την τύχην των από την ικανότητα ενός και μόνου ανδρός. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος επέβαλε τον Βενιζέλον, όστις ήτο ήδη πασίγνωστος δια την εν Κρήτη δράσιν του, ως εκδιώξας δε ένα Πρίγκηπα είχε δεδηλωμένας αντιβασιλικάς αρχάς. Ο Βενιζέλος δεν είχε διακριθή εν Κρήτη, ούτε δι’ υψηλάς ιδέας ούτε δι’ οργανωτικάς αρετάς. Αλλ’ είχε διακριθεί κατά την νεωτέραν ρωμαίικην αντίληψιν ως δυνατός Κομματάρχης, τολμηρός ηγέτης, τετραπέρατος πολιτικός, ευτυχής εις τας επιχειρήσεις του. Και την στιγμήν καθ’ ην το Έθνος εκλυδωνίζετο, εκλήθη εις την Ελλάδα ως Δικτάτωρ. Του εδόθη πλήρης εξουσία να ρυθμίση τα εσωτερικά και εξωτερικά πράγματα όπως εγνώριζε καλύτερον. «Όταν ένα έθνος δεν έχει την δύναμιν να κυβερνηθή μόνον του, η Δικτατορία ή η Δουλεία είναι αναγκαία συνέπεια».

 

ΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΙ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (12)

 

Ο Βενιζέλος έκαμεν έκτοτε δια το Έθνος ό,τι εγνώριζε καλύτερον και ό,τι του επέτρεπον αι ψυχικαί και διανοητικαί του δυνάμεις. Εάν κακώς επολιτεύθη, πταίει το Έθνος, το οποίον δεν παράγει ικανούς άνδρας δια να το οδηγήσουν. Αλλά το Έθνος παραμένει ελεύθερον ν’ αποδοκιμάση τον Δικτάτορα και να επανέλθη εις τον κανονικόν βίον.
Όπως δείξωμεν τους κινδύνους της Δικτατορίας ταύτης, όπως φωτίσωμεν το έθνος, όπως επικρίνοντες τον Βενιζέλον συντελέσωμεν εις την ευόδωσιν του εθνικού αγώνος, του οποίου ηγείται, επιχειρούμεν το έργον τούτο της επικρίσεως, κατά την κρισιμωτέραν στιγμήν του εθνικού μας βίου.

 
Δεν είναι, βεβαίως, η στιγμή κατάλληλος, όπως επικρίνωμεν τον Βενιζέλον εν τη εσωτερική του πολιτική. Αλλά θεωρούντες επικίνδυνον και πεπλανημένην την εξωτερικήν του πολιτικήν, οφείλομεν να εκθέσωμεν τας σκέψεις μας, αι οποίαι δεν αμφιβάλλομεν ότι ανταποκρίνονται εις το γενικόν αίσθημα όλων των ανεξαρτήτων και φωτισμένων Ελλήνων.

 
Ο Βενιζέλος ήλθεν εις την Ελλάδα ως Δικτάτωρ, και ως τοιούτος παραμένει και σήμερον. Η Δικτατορία του διαιρείται εις δύο περιόδους την προ της παραιτήσεώς του, ήτις ήτο Δικτατορία Εθνική, απορρέουσα από την γενικήν θέλησιν να διοική αυτός, και την μετά την επιστροφήν του εκ Θεσσαλονίκης, ήτις ήτο Δικτατορία πρωτοφανής εν τη ιστορία, και είχε την σημασίαν ότι η Ελλάς έπρεπε να σωθή εν ανάγκη και δια της βίας. Κατ’ αμφοτέρας τας περιπτώσεις το Έθνος είναι υποχρεωμένον να υποστή τας συνεπείας της ατομικής πολιτικής των ιδεών, της διανοητικότητος, της ψυχικής καταστάσεως του Βενιζέλου.

 
Τα ελεύθερα Έθνη έχουν τους Κυβερνήτας, τους οποίους αξίζουν και οι οποίοι καθίστανται απαραίτητοι, διότι εξυπηρετούν επιτακτικήν ανάγκην εις τον ιστορικόν βίον ενός λαού.

 
Ο Βενιζέλος δύναται να λέγη: «Ενώ το παρελθόν έφερε την Ελλάδα εις την καταστροφήν, ο Ελληνισμός δε ευρίσκετο εις τας παραμονάς διαμελισμού, εγώ κατώρθωσα εντός ελαχίστου χρόνου να συγκεντρώσω τας εθνικάς δυνάμεις, να εμφυσήσω νέαν ζωήν εις το λιποψυχούν Έθνος, να διοργανώσω τον στρατόν και τον στόλον, να διεξαγάγω δύο νικηφόρους πολέμους και να διπλασιάσω εντός ολίγου χρόνου την Ελλάδα, πραγματοποιών ούτω μέρος της Μεγάλης Ιδέας, προσαρτών προ παντός την Μακεδονία, πράγμα θεωρούμενον αφάνταστον προ ολίγων μόλις ετών».

 
Όλα αυτά είναι ίσως εν μέρει αληθή και κατέστησαν τον Βενιζέλον μεγάλην ιστορικήν και εθνικήν μορφήν. Αλλά το έργον του Βενιζέλου φέρει όλα τα ελαττώματα και όλους τους κινδύνους της μονοκρατορίας της σκέψεως και της Δικτατορίας. Διαπράττει καθημερινώς τόσα λάθη και οδηγεί το σκάφος κατά τοιούτον κινδυνώδη και πεπλανημένον τρόπον, ώστε να κινδυνεύη ανά πάσαν στιγμήν να σπάση επάνω εις τους βράχους με τον κυβερνήτη του.
Εάν το Έθνος υπέστη συμφοράς, εάν ηναγκάσθη να παραδεχθή την Δικτατορίαν ενός ανδρός, δεν σημαίνει ότι παρητήθη των δικαιωμάτων του.

 
«Θα πάρω από σε ό,τι δύνασαι να κάμης καλόν εις την Πατρίδα, αλλά δεν θα σε αφήσω να πράξης το κακόν». Και αν παραδεχθώμεν, ότι ο Ελληνισμός εσώθη χάρις εις την έγκαιρον εμφάνισιν του Βενιζέλου, δεν σημαίνει ότι πρέπει και να χαθή ένεκα των ελαττωμάτων του.

 
Ο Κωνσταντίνος, καταργήσας το Σύνταγμα και επιβαλών επί τινα καιρόν δια διαφόρων μέσων την ιδικήν του Δικτατορίαν, έλεγε:
«Εγώ έκαμα την Ελλάδα, εγώ και θα την καταστρέψω».

 
Ο Βενιζέλος δεν δύναται να λέγη: «Εγώ εδιπλασίασα την Ελλάδα, εγώ θα διαθέσω τον Ελληνισμόν όπως θέλω».

 
Το Έθνος έχει δικαίωμα ν’ αγρυπνή και να ανακαλή ανά πάσαν στιγμήν την εντολήν. Ημείς δε οι ολίγοι πατριώται, οι οποίοι δεν επαύσαμεν σκεπτόμενοι δια το Έθνος, ανεξαρτήτως Κόμματος και εργαζόμενοι δια την Μεγάλην Ιδέαν και κρατούντες αναμμένον τον λύχνον των εθνικών ελπίδων ανά μέσον των κρισιμωτέρων στιγμών, έχομεν δικαίωμα και καθήκον ν’ αγρυπνώμεν και να επικρίνωμεν. Άλλως τε το έργον της επικρίσεως δύναται να καταστήση και το έργον του Βενιζέλου εθνωφελέστερον. Εάν η φαυλοκρατία κατέστρεψε την Ελλάδα, εάν τα Κόμματα είχον φέρει εις κίνδυνον την Μεγάλην ιδέαν, το Έθνος δεν είχεν αποβάλει όλας τας αρετάς του, ούτε παρητήθη των δικαιωμάτων του ως ελεύθερος λαός. Ο δε ηρωισμός του στρατού μας απέδειξεν, ότι η φυλή δεν διεφθάρη ανεπανορθώτως και ότι μόνον η κακή Πολιτεία υπενόμευε τα θεμέλια της Μεγάλης Ιδέας και ότι υπάρχει ελπίς ο Ελληνισμός ολόκληρος ενούμενος να εισέλθη εις νέαν περίοδον βίου επίσης ενδόξου, ως και κατά το παρελθόν.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΩΣ

 

Ο Βενιζέλος ελθών εις την Ελλαδα, αντελήφθη ότι η διοργάνωσις των στρατιωτικών δυνάμεων έπρεπε να είναι το πρώτον του μέλημα. Χάρις και εις τας προσπαθείας του το Έθνος δεν ευρέθη όλως ανέτοιμον, όταν κατά το 1912 τα πράγματα εν Ανατολή επήρχοντο ραγδαία. Αν και μέχρι του 1912 ο Ελληνισμός είχεν υποστή πολλάς συμφοράς, εν τούτοις ήτο ακόμη ακέραιος εις τας κυρίας αυτού βάσεις. Ήνθει εν Μικρά Ασία, υφίστατο ακμαίος εν Θράκη, επάλαιεν ερρωμένως εν Μακεδονία. Η Κρήτη ήτο εις τα πρόθυρα της ενώσεως, η Ήπειρος εθεωρείτο ότι θα ηνούτο με την Ελλάδα εις πρώτην ευκαιρίαν, η Κύπρος επίσης. Δεν υπελείπετο παρά μόνον μία πνοή νέου βίου εις το εθνικόν κέντρον, όπως σωθή η πατρίς κατά τον επερχόμενον κλύδωνα. Διότι ήτο φανερόν, ότι είχε σημάνει η ώρα της εκκαθαρίσεως, η πεπρωμένη ώρα, καθ’ ην θα εκρίνετο η τύχη της Ανατολής και το Έθνος θα επλήρωνε δια τα σφάλματα του παρελθόντος και την κακήν του Πολιτείαν. Οι Νεότουρκοι ηπείλουν τον εν Τουρκία Ελληνισμόν δι’ εξοντώσεως, η Μακεδονία προ παντός εκινδύνευεν από τους Αυστριακούς, τους Βουλγάρους και τους Αλβανούς.

 
Εάν η Ελλάς κατά την στιγμήν ταύτην δεν είχε κάμει την μεταβολήν, η οποία είχε φέρει τον Βενιζέλον εις τα πράγματα, ίσως θα ήτο χαμένη.
Ο Βενιζέλος κατορθώσας, όπως η Ελλάς αναμιχθή εις όλας τας έκτοτε περιπετείας τού -προς την λύσιν βαίνοντος- Ανατολικού Ζητήματος κατέστη εθνική και ιστορική φυσιογνωμία. Το ζήτημα είναι πώς οδήγησε τα πράγματα και πώς τα οδηγεί, εάν δύνανται να οδηγηθούν καλύτερον και εάν η εκκαθάρισις ημπορούσε να γίνη με ολιγωτέρας δια τον Ελληνισμόν καταστροφάς.

 
Ο Βενιζέλος ενόμιζεν ότι έσωζε τον Ελληνισμόν εάν έρριπτεν εις το βάραθρον μέρος της Μεγάλης Ιδέας δια να σώση το υπόλοιπον. Από το κλυδωνιζόμενον καράβι έρριψεν εις την θάλασσαν μερικά παιδιά δια να σώση την μάναν και τα υπόλοιπα.

 
Ο Βενιζέλος ούτως απ’ αρχής παρίσταται ως ο θλιβερός εκκαθαριστής αθλίας εθνικής καταστάσεως.

 
Είπε περίπου εις τους Έλληνας: «Με τα σφάλματα, τα οποία διεπράξαμεν, Μεγάλην Ιδέαν μη περιμένετε. Θα σώσωμε ό,τι είναι δυνατόν να σωθή και δια να σωθή κάτι, πρέπει ο Ελληνισμός να κάμη αβαρίαν».

 
Και με το πνεύμα αυτό, θέλων να προλάβη τα γεγονότα, θέλων να καταπλήξη τον κόσμον με την τόλμην του, πριν ή σκεφθή καλώς τας συνεπείας, πριν ιδή καλώς αν τα εθνικά πράγματα ηδύναντο αλλέως και καλύτερον να σωθούν, εισήλθεν εις συμμαχίαν με τους Βουλγάρους και τους Σέρβους(13), όπως πολεμήση την Τουρκίαν και πραγματοποιήση το όνειρον «της Ομοσπονδίας του Αίμου».

 

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ

 

Αλλ’ η πολιτική αυτή υπήρξε φοβερά εσφαλμένη και ριψοκίνδυνος, το οφείλομεν δε εις την τύχην εάν εξ αυτής δεν υπέστημεν ήδη μεγαλύτερα δεινά.

 
Ο Βενιζέλος διέπραττε τα δύο κολοσσιαία σφάλματα.

 
α) Συνεμάχει με τους Βουλγάρους χωρίς να τους γνωρίζει.
β) Εθυσίαζε τα 3/4 της Μακεδονίας και όλην την Θράκην χάριν της ουτοπίας της «Βαλκανικής λεγομένης Ομοσπονδίας», διότι δια να επιτύχη συμβιβασμόν των Βουλγαρικών, Σερβικών και Ελληνικών συμφερόντων, και καταστήση δυνατήν την ειρήνην εν τω Αίμω, όταν εις το τέλος του -κατά της Τουρκίας- πολέμου, επρόκειτο να μοιράση με τους τέως συμμάχους την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, εθεώρει την Ελλάδα ευτυχή, εάν ηδύνατο να κρατήση την Θεσσαλονίκην με την Χαλκιδικήν.

 
Είμεθα βέβαιοι, ότι εάν εγνώριζε τί άτιμον και παράσπονδον και κακούργον έθνος είναι οι Βούλγαροι, όπως έπρεπε να τους γνωρίζει ένας εθνικός ηγέτης, ουδέποτε θα διέπραττε την συμμαχίαν του 1912.
Διότι, οι Βούλγαροι δεν εσκέπτοντο όπως ο Βενιζέλος, όστις εθυσίαζε σπουδαία Ελληνικά συμφέροντα χάριν της «Διαρκούς Ειρήνης». Αυτών άμεσον πρόγραμμα είναι η κατάκτησις της Θεσσαλονίκης, απώτερος δε σκοπός η υποδούλωσις της Ελλάδος και η εξόντωσις του Ελληνισμού.

 
Με τοιούτον λαόν εις τον Αίμον πρέπει να το καταλάβη ο καθένας, ότι ειρήνη εις τον Αίμον είναι αδύνατος και ουτοπία η περίφημος Ομοσπονδία του Αίμου. Και ο Βενιζέλος έπρεπε πρώτος να το γνωρίζη και να εργάζεται μόνον δια την εξόντωσιν των Βουλγάρων και όχι δια να τους φέρη εις το Αιγαίον και την Κωνσταντινούπολιν.

 
Ειρήνην εις τον Αίμον θα έχωμεν μόνον ίσως εάν οι Βούλγαροι περιορισθώσιν εις τα παλαιά των όρια και διδαχθούν όπως επί Βουλγαροκτόνου να μένουν ήσυχοι. Αλλά και πάλιν αμφιβάλλομεν.

 
Εις τας Αθήνας πρέπει να ιδρυθή ιδιαιτέρα Σχολή, εις την οποίαν να μελετώμεν τας Βουλγαρικάς μεθόδους δια να αμυνώμεθα διαρκώς. Αλλά δεν αρκεί μόνον να αμυνώμεθα, πρέπει εν ανάγκη να μεταχειρισθώμεν τας Βουλγαρικάς μεθόδους εναντίον των.
Ο νόμος των αντιποίνων έπρεπε να είναι το σύνθημα του Έθνους, και όπως αυτοί φωνάζουν, ότι το πρόγραμμά των είναι να φθάσωσιν εις Αθήνας, πρέπει και ημείς να εργαζόμεθα, ως εάν το πρόγραμμά μας να ήτο να φθάσομεν εις την Σόφιαν.

 
Έπρεπε να κάμωμεν δύο πολέμους με τους Βουλγάρους και να υποστώμεν δις τας σφαγάς και τας ατιμίας των δια να καταλάβη ίσως και ο κ. Βενιζέλος, αλλά αμφιβάλλομεν αν και πάλιν παραιτηθή του ονείρου της «Ομοσπονδίας του Αίμου».

 
Ο Υπουργός του Βενιζέλου Παπαναστασίου(14) έλεγε προ μικρού εις συντάκτην του «Ελευθέρου Τύπου» (10 Οκτωβρίου): «Υπήρξα πάντοτε θιασώτης συνεννοήσεως μέχρι συμπολιτειακής οργανώσεως των Βαλκανικών λαών. Αλλά εκ των πραγμάτων επείσθην ότι μετά των Βουλγάρων η συνεννόησις είναι αδύνατος, εφόσον δεν μεταβάλλονται. Και πρώτος όρος της μεταβολής είναι η τιμωρία των υπαιτίων».

 
Πάλιν καλά, που το εκαταλάβατε κατόπιν τόσων δεινών. Αλλ’ οι Βούλγαροι δεν θα τιμωρηθούν και επομένως δεν θα μεταβληθούν, καθώς δεν θα μεταβληθώμεν και ημείς. Ο Βενιζέλος είναι άξιος ν’ αρχίση να εργάζεται δια νέαν «Ομοσπονδίαν». Η απερισκεψία και η άγνοιά του τον ώθησαν εις την Συμμαχίαν του 1912. Αν εγνώριζεν επαρκώς τους Βουλγάρους θα επροτίμα να συμμαχήση με τους Τούρκους. Πώς συνεμάχησε δε;

 

Η ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1912

 

Οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι είχον κάμει μεταξύ των Συμμαχίαν, όπως επιτεθούν κατά της Τουρκίας και εν περιπτώσει επιτυχίας είχον συνεννοηθή περί της μεταξύ των διανομής ολοκλήρου της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Τί ήλπιζεν ο Βενιζέλος εισερχόμενος εις τοιαύτην Συμμαχίαν;

 
Σέρβοι και Βούλγαροι, δεχόμενοι την Ελλάδα εις την Συμμαχίαν, εσκέπτοντο μόνον να της αφήσουν την Κρήτην και την Ήπειρον.
Ο Βενιζέλος ώφειλε να γνωρίζη ότι συμμαχών με αυτούς εκινδύνευε να χάση και τας Αθήνας.

 
Όταν εκηρύχθη ο πόλεμος του 1912 έγραψα εξ Αιγύπτου, ένθα εδικηγόρουν, εις τον Υπουργόν του Βενιζέλου Εμμ. Ρέπουλην(15), προς ον με συνέδεε κάποια παλαιά δημοσιογραφική φιλία, επιστολήν την οποίαν δύναται να εύρη, εάν φυλάττη όπως εγώ τα γράμματα, τα οποία λαμβάνει.

 
Του έγραφα: «Επράξατε επικίνδυνα, συμμαχήσαντες με τους Βουλγάρους. Προσέξατε, διότι αφού τους οδηγήσετε εις Κωνσταντινούπολιν, θα στραφούν κατά των Αθηνών».

 
Απέναντι των Βουλγάρων, μίαν πολιτικήν είχεν η Ελλάς, παρασκευήν στρατού και στόλου και φανατισμόν εις την Μεγάλην Ιδέαν, όπως αμφισβητήσωμεν μίαν ημέραν και αυτήν την Αν. Ρωμυλίαν(16), και τιμωρήσωμεν τους Βουγλάρους δια τας μέχρι τούδε καταδιώξεις του Ελληνισμού εν Μακεδονία και Βουλγαρία.

 
Αντ’ αυτής της πολιτικής ο Βενιζέλος επήρεν από το χέρι τους Βουλγάρους και τους είπε: «Αγαπητοί Βούλγαροι, ξεύρω ότι διψάτε θάλασσαν, Αιγαίον Κωνσταντινούπολιν, Θεσσαλονίκην, ότι πεινάτε Ελληνικόν κρέας. Ελάτε να σας τα δώσω όλα, σας παρακαλώ μόνον να μου αφήσετε και εμένα ένα κομμάτι. Και αφού τα φάτε, ελπίζω να καθήσετε ήσυχοι, διότι εγώ θυσιάζω τον μισόν Ελληνισμόν δια να σώσω τον άλλον μισόν, και πραγματοποιήσω το όνειρον της ΄Βαλκανικής Ομοσπονδίας΄».

 
Ούτως ο μεγαλύτερος μεταξύ μας Έλλην, τον οποίον ονομάζομεν Καβούρ, Μεσσίαν, Σωτήρα, Βουλγαροκτόνον, κατέφερε πρώτος το καιριώτερον πλήγμα κατά της Μεγάλης Ιδέας, καθ’ ην στιγμήν η άνοδός του εις την εξουσίαν εσημείωνε το ξύπνημα της φυλής και νέαν περίοδον αναγεννήσεως δια το Ελληνικόν Έθνος.

 
Τί ήλπιζεν ο Βενιζέλος συμμαχών με τους Βουλγάρους;

 
Εάν υπήρχον Βούλγαροι υπόδουλοι εν Τουρκία, εάν οι Βούλγαροι ηδύναντο να αρκεσθούν εις μέρος της Μακεδονίας, όπου επεκράτει το Σλαυόφωνον στοιχείον, το οποίον είχε φανατίσει κατά τα τελευταία έτη η Βουλγαρική προπαγάνδα, θα ήτο εύκολος η συνεννόησις, όπως ήτο εύκολος με τους Σέρβους.

 
Θα ήτο δυνατόν να γίνουν παντός είδους παραχωρήσεις, ήρκει να μη εχάνομεν την Θράκην. Αλλ’ οι Βούλγαροι το είχον δηλώσει επανειλημμένως, αφ’ ης ημέρας ανεφάνησαν εις τον Αίμον, ότι εις την Ελλάδα δεν ανεγνώριζον ποτέ να λάβη πέραν της Ελασσώνος, και αυτό ακόμη με την υστεροβουλίαν, ότι εάν έφθανον μέχρις Ελασσώνος θα εβάδιζον μίαν ημέραν και κατά των Αθηνών.

 
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΙΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

 

Δυστυχώς ο Βενιζέλος συμμαχών με τους Βουλγάρους, εγένετο ο πρωταίτιος της δημιουργίας της Μεγάλης Βουλγαρίας, την οποίαν οι Βούλγαροι δεν είχον έως τότε κατορθώσει να δημιουργήσουν.
Από της στιγμής εκείνης η ελληνικότατη Θράκη ήτο προ παντός καταδικασμένη εις τον εκβουλγαρισμόν και τον όλεθρον.
Οι Βούλγαροι πολεμήσαντες επί αιώνας κατά των Βυζαντινών Ελλήνων δεν είχον ποτέ κατορθώσει και κατά τας ημέρας των μεγαλυτέρων θριάμβων των να κατέλθουν εις το Αιγαίον, να εισέλθουν εις Κωνσταντινούπολιν και εγκατασταθούν εις Θεσσαλονίκην, ή άλλην ελληνικήν οχυρωμένην πόλιν. Και ιδού ότι ημείς εφαρμόζοντες την πολιτικήν της “εκκαθαρίσεως” και της “Ομοσπονδίας του Αίμου” και των τολμηρών εγχειρήσεων, ωδηγήσαμε τους Βουλγάρους δια πρώτην φοράν εις το Αιγαίον και εθυσιάσαμεν, ελαφρά τη καρδία, την Θράκην, την οποίαν αφήκαμεν εις τον τελειωτικόν εκβουλγαρισμόν. Θα ερωτήσετε τότε: ” Έπρεπε, λοιπόν, να μη γίνη η συμμαχία του 1912, και τί έπρεπε να γίνη;”

 

Βεβαίως, η συμμαχία του 1912 όπως έγινεν υπήρξεν ολεθρία και ηδύνατο να είναι ολεθριωτέρα, εάν δεν εβοήθει η τύχη. Οι Σέρβοι και Βούλγαροι είχον συνεννοηθή περί της διανομής των τουρκικών της Ευρώπης εδαφών, τα οποία όμως απετέλουν την κυρίαν ελληνικήν κληρονομίαν. Ήτο εύκολον να συνεννοηθούν δια την διανομήν μεταξύ των, ως επίσης, να συνεννοηθούν όπως επιτεθούν κατά της Ελλάδος εάν διεφώνει. Εθεωρούντο και οι δύο λαοί συγγενείς και ομόγλωσσοι και διέθετον στρατόν 500.000 περίπου, εναντίον μόλις 150.000 ελληνικού στρατού. Η τέχνη ήτο να λυθή το Ανατολικόν Ζήτημα, χωρίς να κατορθώσουν να κατέλθουν οι Βούλγαροι εις το Αιγαίον. Διότι αφ’ ης στιγμής θα έφθανον εις την θάλασσαν, θα ήτο τούτο οριστική θυσία της Θράκης. Η Βουλγαρία θα γίνη ναυτική δύναμις και δεν θα ησυχάσωμεν ποτέ.

 

Εάν, λοιπόν, η Ελλάς δεν εισήρχετο εις την συμμαχίαν εκείνην και δεν συνετέλει δια του στρατού και του στόλου της εις την ήτταν της Τουρκίας, η Σερβία και η Βουλγαρία δεν θα ηδύναντο να νικήσουν μόναι την Τουρκίαν, καθώς εκ του πολέμου απεδείχθη.

 
Εάν η Ελλάς έμενεν ουδετέρα, ηδύνατο να πάρη από την Τουρκίαν την Κρήτην και την Ήπειρον, θα έμενον δε ακέραιαι η Μακεδονία και η Θράκη, εις τας οποίας η Τουρκία θα ηναγκάζετο υπό της Ευρώπης να εισαγάγη μεταρρυθμίσεις. Όπως ήτο το σχέδιον.

 
Ημείς θεωρούμεν τόσον σπουδαίαν την κάθοδον των Βουλγάρων εις το Αιγαίον, τόσον ολεθρίαν την απώλειαν της Θράκης, τόσον απαισίαν τήν μεγαλοποίησιν της Βουλγαρίας, ώστε μεταξύ των δύο, δηλαδή ημείς μεν να πάρωμεν την μισή Μακεδονίαν και οι Βούλγαροι την Θράκην, ή να μη πάρη κανείς τίποτε, προτιμώμεν το δεύτερον.

 
Αλλά μήπως, συμμαχούντες μετά των Βουλγάρων, ηλπίζομεν να καταλάβωμεν καν την Μακεδονίαν;

 
Οι Βούλγαροι, ως ήτο επόμενον, συνθηκολογήσαντες με τους Τούρκους, εστράφησαν εναντίον μας.

 
Η Κυβέρνησις διέπραξε, συν τοις άλλοις, το σφάλμα, να επιτρέψη εις τους Βουλγάρους να εισέλθουν εις την Θεσσαλονίκην, και να εγκατασταθούν ως συγκύριοι. Οι Βούλγαροι εζήτουν την Θεσσαλονίκην, απειλούντες πόλεμον.

 
Ποία θα ήτο η θέσις του Βενιζέλου και του Ελληνισμού, εάν οι Βούλγαροι συνεννοούμενοι με τους Σέρβους, πράγμα ευκολώτατον και φυσικώτατον, επήρχοντο καθ’ ημών;

 
Φρίττει κανείς αναλογιζόμενος πώς εσώθημεν της Βουλγαρικής αυτής επιδρομής από μίαν τρίχα. Ευτυχώς η απληστία η υπερβολική των Βουλγάρων, η οποία υπήρξεν αιτία της Ελληνοσερβικής συμμαχίας και του δευτέρου πολέμου, και η γενναιότης των χωρικών μας, έσωσαν εις το Κιλκίς την Ελλάδα από τρομεράς καταστροφής.

 
Φαντασθήτε, εάν δεν εγίνετο ο δεύτερος πόλεμος και έμεναν οι Βούλγαροι έξω της Θεσσαλονίκης, εις τα σύνορα των δύο λιμνών, τα οποία μεταξύ των δύο πολέμων, εξελιπάρει ο Βενιζέλος, ως την υπερτάτην επιτυχίαν των αγώνων του. (Γκέσωφ(17), σελ. 184). Η Θεσσαλονίκη, καταστρεφομένη εμπορικώς, θα έμενεν στρατιωτικώς εις την διάκρισιν των Βουλγάρων, όπου θα εισήρχοντο μίαν ωραίαν πρωίαν, όταν θα το έκρινον εύλογον, χωρίς καν να μας ειδοποιήσουν.
Αλλά προ παντός ο Βενιζέλος υπήρξεν αμείλικτος εις το ζήτημα της Θράκης.

 
Το να χάσει εν Κράτος μίαν επαρχίαν, το να υποστή ένα Έθνος ένα ακρωτηριασμόν, είναι καθημερινή ιστορία· αλλ’ ουδέποτε ηκούσθη ένας εθνικός ηγέτης να κηρύττη ότι ένα μέρος του Εθνικού σώματός του δεν του εχρειάζετο και ότι έπρεπε να θυσιάση μέρος της Ελλάδος δια να σώση το υπόλοιπον, χωρίς καμμίαν καν σκέψιν να προσπαθήση να σώση το υπόλοιπον τούτο. Μόνον κατόπιν ήττης εις τα πεδία των μαχών ή κατόπιν βίας εξασκουμένης δια συνθήκης τινός, τα έθνη υπέκυψαν εις τους ακρωτηριασμούς των.

 
Αλλ’ ουδέποτε ηκούσθη πολιτική στηριζομένη εις την εγκατάλειψιν εθνικών εδαφών, χωρίς την σκέψιν και της επανακτήσεως, χωρίς προσπάθειαν καμμίαν, όπως επανακτηθούν τα απολεσθέντα. Διότι, ο Βενιζέλος δυστυχώς την πολιτικήν της εκκαθαρίσεως εστεφάνου με μίαν αγρίαν “ειλικρίνειαν”, η οποία τον καθίστα περιώνυμον εις την Ευρώπην και προσφιλή εις τους εχθρούς μας της Ανατολής, αλλά ολέθριον εις τα εθνικά συμφέροντα.

 
Εις την διάνοιαν του Βενιζέλου η Θράκη έπρεπεν αμετακλήτως να θυσιασθή δια να σωθή η Θεσσαλονίκη. Όλη του η πολιτική βάσις έχει την οριστικήν θυσίαν της Θράκης· εις τους αρχαίους χρόνους θα κατηγορείτο ως Θρακαφέτης. Καθ’ ην στιγμήν, μεταξύ των δύο πολέμων συνεννοείτο με τους Βουλγάρους δια τα μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος νέα σύνορα, παρουσιάσθη εις τον Βενιζέλον Επιτροπή Σερραίων, όπως συνηγορήση, ίνα η Κυβέρνησις επιμείνη εις την προσάρτησιν και της Α. Μακεδονίας. Εάν ο Βενιζέλος ενεπνέετο από την ιδέαν ότι τίποτε δεν έπρεπε να χαθή δια τον Ελληνισμόν, και ότι πάσαν τυχόν απώλεια αναγκαστική θα ήτο προσωρινή, θα εδέχετο την επιτροπήν των Σερραίων με συντετριμμένην καρδίαν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς, και θα έλεγε:

 
“Κλαίω, όπως και σεις, δια την ανάγκην εις την οποίαν ευρίσκομαι να εγκαταλείψω την Ανατ. Μακεδονίαν. Θα πράξω ό,τι δύναμαι δια την προσάρτησιν· αλλ’ ολίγας έχω ελπίδας να επιτύχω· σας βεβαιώ όμως ότι η απώλεια θα είναι προσωρινή, διότι ο Ελληνισμός αδύνατον είναι να ζήση χωρίς την Αν. Μακεδονίαν και την Θράκην”.

 
Αντί της γλώσσης ταύτης, υπεδέχθη τους Σερραίους ουχί ως πατήρ βλέπων τα τέκνα του θρηνούντα δια την απώλειαν των εστιών των, αλλά με σκαιότητα αξίαν ξένου διπλωμάτου, θέλων να δημιουργήση εν Ελλάδι την σχολήν του σκληρού και αλυγίστου τάχα πολιτικού, όστις δεν συνεκινείτο, αλλ’ εγνώριζε να τα σκοτώνη τα παιδιά του χωρίς να δακρύη. Και όταν οι Σερραίοι ηπείλησαν εν τη απελπισία των, ότι θα διωργάνουν αντίστασιν εναντίον της Βουλγαρικής καταστροφής, ο Βενιζέλος τους απεδίωξε με λέξεις σκαιάς. Εις την Επιτροπήν μάλιστα είπε και τα εξής θαυμάσια, οπαδός ο ίδιος της ισορροπίας και των μαθηματικών υπολογισμών, δια τα οποία κατηγορούμεν τους ξένους Διπλωμάτας. “Κάθε σύμμαχος θα πάρη αναλόγως του στρατού, τον οποίον προσέφερεν. Η Ελλάς, ήτις παρέταξε τον ολιγότερον στρατόν, θα πάρη τα ολιγότερα!..”. Ούτε εθνολογικώς ήθελε να συζητήση το ζήτημα, ούτε ελπίδας να δώση δια το μέλλον.

 
Και όταν οι Σερραίοι υπέβαλον μετά των Θρακών το γνωστόν εις την Βουλήν υπόμνημά των και προεκλήθη ως εκ τούτου συζήτησις επί της πολιτικής της Κυβερνήσεως, ο Βενιζέλος προέβη εις τας εξής περιφήμους περί “σπονδυλικής στήλης” δηλώσεις του της 2ας Μαρτίου 1913:

 
“Εξ ανάγκης θα περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν των συμμάχων πληθυσμοί ελληνικοί και μάλιστα πυκνοί… όχι διότι κατελήφθησαν αι χώραι αύται υπό των Συμμάχων, ή διότι απαιτούσιν ούτοι τούτο, αλλά διότι γεωγραφικοί λόγοι φέρουσιν ημάς εις τοιαύτην θέσιν, ώστε και αν μας έλεγαν οι Σύμμαχοι, ότι είναι διατεθειμένοι να μας αφήσουν να επεκτείνωμεν τα όρια μας προς τα εκεί, δια να περιλάβωμεν και τους ελληνικούς πληθυσμούς της Θράκης, θα ανεγνώριζον, λέγω, ότι η Ελλάς θα ήτο ασθενεστέρα κατά τοιούτον τρόπον εκτεινομένη παρά την θάλασσαν άνευ σπονδυλικής στήλης, παρ’ όσον θα ήτο εάν τα όρια αυτής εστρογγυλούντο κατ’ άλλην διεύθυνσιν. Υπάρχουν ανάγκαι, τας οποίας ουδείς δύναται να παραγνωρίζη”…*

 

————————————

 

* Καιρός να προβληματισθούμε σήμερα γιατί τόσον πολύ προωθούνται αι ανωτέρω ιδέες του Ελευθερίου Βενιζέλου και παντού στήνονται ανδριάντες του, ή μετωνομάζονται οδοί, (π.χ. Η Πανεπιστημίου μετωνομάσθη Ελευθερίου Βενιζέλου κ.α…), το αεροδρόμιον μας ωνομάστηκε ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ!.. κ.λπ. Μήπως προς χάριν “δήθεν” της Διεθνούς Ειρήνης πρέπει η Ελλάδα να “διαμελισθή” εις τον βωμόν της Ειρήνης σύμφωνα και με τα λεγόμενα της κ. Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη πρός τον σημερινόν Πρόεδρον της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολον Παπούλια, ότι επί της Προεδρείας του η Ελλάς θα χάσει κυριαρχικά της δικαιώματα και θα μειωθούν τα Ατομικά Δικαιώματα του πολίτη; Βλ. και δηλώσεις κ. Γεωργίου Ανδρ. Παπανδρέου: “Προσωπικά πιστεύω ότι είναι καλύτερα να έχουμε μερικά στρέμματα γης λιγότερα από εκείνα που μας ανήκουν, και να κοιμόμαστε τα βράδια ήσυχοι και ασφαλείς, παρά να έχουμε ότι μας ανήκει και να μην μπορούμε να κλείσουμε μάτι από τον κίνδυνο κάποιας ξαφνικής επίθεσης κακόβουλων γειτόνων εναντίον μας“.
Σ.Φ.-Β.

 

—————————————————————

 
Αι εκπληκτικαί αύται δηλώσεις εξήγειρον σύσσωμον την διαμαρτυρίαν της Βουλής, ήτις επεδοκίμασε ταύτην δια δηλώσεων όλων των κορυφαίων μελών της Αντιπολιτεύσεως. Ήσαν εκπληκτικαί, όσον και αναληθείς. Ηναγκάσθη δε ο Βενιζέλος προ της γενικής εξεγέρσεως να δευτερολογήση και να είπη: “Η Κυβέρνησις θα μεριμνήση περί θρησκευτικής και εθνικής συνειδήσεως των πληθυσμών των εγκαταλειπομένων”, πράγμα το οποίον ουδέποτε έπραξεν ή εσκέφθη.

 
Κατά τας δηλώσεις, λοιπόν ταύτας, οι Βούλγαροι δεν απήτουν την Θράκην και την Ανατ. Μακεδονίαν, αλλά τους την εχάριζεν ο Βενιζέλος. Επειδή δε το τοιούτον ήτο αστείο, προσέθηκεν ότι: και εάν πράγματι του τας εχάριζον δεν θα τας εδέχετο. Τόσον πολύ δε εβιάζετο να δικαιολογήση την πολιτικήν του, ώστε ηναγκάζετο να προβαίνη εις ασυναρτήτους δηλώσεις και εις θεωρίας, αι οποίαι εδείκνυον οποία ήτο η απωτέρα πολιτική του. Ο Βενιζέλος ήθελε να ειπή εκείνο, το οποίον εξηγεί περισσότερον η τελευταία του φράσις. Έπρεπε να ειπή εις την Βουλήν: “Δυστυχώς δεν ημπορούμεν να πάρωμεν και την Θράκην και την Μακεδονίαν, αντί δε να πάρωμεν ολίγην θάλασσαν προς την Θράκην, και την παραλία μόνον της Μακεδονίας, προτιμότερον να πάρωμεν περισσότερον εσωτερικόν Μακεδονίας, δια να έχωμεν σπονδυλικήν στήλην, παρά παραλίας, διότι δεν θα δυνηθώμεν να τας κρατήσωμεν άνευ εσωτερικού. Είναι λυπηρόν, ότι Ελληνικαί χώραι διαμελίζονται, αλλά το Έθνος κακώς πολιτευθέν επί 80 έτη έπρεπε να γνωρίζη ότι μίαν ημέραν θα υφίστατο θυσίας. Ας εργασθώμεν εις το μέλλον, διότι τίποτε δεν χάνεται δια τα Έθνη, τα οποία θέλουν να ζήσουν. Θα πράξωμεν εν τούτοις ό,τι είναι δυνατόν μέχρι της τελευταίας στιγμής”.

 
Καλύτερον όμως ήτο να μη έλεγε τίποτε, διότι φαντασθήτε οποίαν ενθάρρυνσιν ελάμβανον οι Βούλγαροι, ότι και προσφερομένας, την Θράκην και την Ανατολικήν Μακεδονίαν δεν θα τας εδέχετο η Ελλάς. Φαντασθήτε τας δηλώσεις αυτάς φερομένας εις Ευρωπαϊκόν Συνέδριον Ειρήνης. Φαντασθήτε εάν τις αντέτασσον οι Βούλγαροι εις το Συνέδριον του Βουκουρεστίου. Αλλά μήπως δεν γράφει ο Γκέσωφ εις το βιβλίον του περί της “Βαλκανικής Συμμαχίας”, ότι όλαι αι φιλοδοξίαι του Βενιζέλου περιωρίζοντο εις την Θεσσαλονίκην και ότι η Ελλάς εκ τούτου δεν έπρεπε να λάβη τίποτε άλλο;

 
Γνωρίζομεν δε τί απήτησεν από τους Βουλγάρους, μεταβάς τον Ιανουάριον του 1913 εις Σόφιαν και οποία ήτο η περίφημος σπονδυλική στήλη, την οποίαν ήλπιζεν.

 
Και εν τη Ρωσσική διπλωματική βίβλω υπάρχει το εξής έγγραφον του εν Σόφια Ρώσσου Πρεσβευτού· “Ο κ. Βενιζέλος μοι εδήλωσεν απεριφράστως ότι κατά την γνώμην του οι Έλληνες είναι υποχρεωμένοι να παραχωρήσωσιν εις την Βουλγαρίαν την Καβάλλαν, Δράμαν, Σέρραις, Κιλκίς, εννοείται και το Μοναστήριον, αλλά δεν δύνανται ν’ αφήσουν την Θεσσαλονίκην, Χαλκιδικήν, εκτός του Αγίου Όρους, Γενιτζέ, Βαρδάρ, Καστορίαν, Βοδενά και Φλώρινα.

 
Δηλαδή ο Βενιζέλος διαπραγματευόμενος με τους Βούλγαρους, δεν εζήτει παρά την Χαλκιδικήν και μέρος της Δυτικής Μακεδονίας με την Θεσσαλονίκην. Το Άγιον Όρος το εχάριζεν εις τους Ρώσσους δια την καλήν των μεσιτείαν, τους δε Βουλγάρους άφηνεν έξω της Θεσσαλονίκης. Απορεί τις, οποίαν θα είχομεν σπονδυλικήν στήλην με τους Βουλγάρους εις το Κιλκίς. Εκ του βιβλίου, το οποίον εδημοσίευσε κατόπιν γαλλιστί ο τότε Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Γκέσωφ, μανθάνομεν πολλά περί των τότε διαπραγματεύσεων και ότι ο Υπουργός των Εξωτερικών Κορομηλάς(18) επολέμει συνεχώς τας υποχωρητικάς ταύτας τάσεις του Προέδρου της Κυβερνήσεως.

 
Ευτυχώς ότι η Ελλάς εσώθη δια του δευτέρου πολέμου, ο οποίος δεν υπήρχε βεβαίως εις τας προβλέψεις και τα σχέδια του Βενιζέλου. Επήλθε δε καθ’ ην στιγμήν ο Πρόεδρος ητοιμάζετο να μεταβή δια την διαιτησίαν του Τσάρου εις Πετρούπολιν, όπου θα εθριάμβευον οι Βούλγαροι. Επήλθε χάρις εις την επίθεσιν των Βουλγάρων εις το Παγκαίον. Αλλά και μετ’ αυτήν ακόμη ο Βενιζέλος ήτο έτοιμος να διατάξη την παύσιν των εχθροπραξιών και να μεταβή εις Ρωσσίαν (Γκέσωφ, σελ. 173).

 
Η Θράκη ήτο εις την διάνοιαν του Βενιζέλου τόσον περιττή, ώστε με την υπογραφήν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου(19) ο Ελληνικός στρατός αντί αμέσως να αποσυρθή εντός των νέων ορίων, εξηκολούθησε παραμένων εις διάφορα σημεία της Θράκης και τούτο κατά παράκλησιν της Βουλγαρίας, φοβουμένης μήπως καταλάβωσι ταύτα οι ανά την Θράκην εξαπλούμενοι Τούρκοι. Δεν απεσύρθη δε ο Ελληνικός στρατός, παρά με την υπογραφήν της Τουρκο-Βουλγαρικής Συνθήκης, αφού δηλαδή εξησφαλίσθησαν οι Βούλγαροι ότι οι Τούρκοι δεν θα προήλαυνον. Διότι ο Βενιζέλος ήθελεν να είναι βέβαιος ότι την Θράκην θα την έπαιρναν οι Βούλγαροι. Έπρεπε πραγματικώς να τους ανταμείψη δια τας σφαγάς του Δοξάτου(20) και τα λοιπά όργια, τα οποία έπραξαν, αποσυρόμενοι από την Ανατολικήν Μακεδονίαν.

 
Μόλις δε οι Βούλγαροι ετελείωσαν την συνθήκην των με την Τουρκίαν, ήρχισαν να συσκέπτωνται με τους Τούρκους πώς θα ήτο δυνατόν να επιπέσωσι και πάλιν κατά της Ελλάδος, πράγμα το οποίον ηνάγκασε την Κυβέρνησιν να προβή εις την ταχυτέραν υπογραφήν της αξιοθρηνήτου Συνθήκης των Αθηνών(21).

 

*  *  *

 

Δεν θέλομεν να αποδώσωμεν εις τον Βενιζέλον, βεβαίως, όλας τας συμφοράς, τας οποίας υπέστη ο Ελληνισμός εις την εκκαθάρισιν των Ανατολικών πραγμάτων.

 
Ίσως τα πράγματα να μην ήτο δυνατόν να έλθουν καλύτερα. Ημείς όμως φρονούμε ότι χειρότερα δεν ήτο δυνατόν να γίνουν, εάν η Ελλάς δεν συνεμάχει με τους Βουλγάρους. Γεννάται δε εντός μας και η ιδέα ότι εάν ο Βενιζέλος δεν επλανάτο τόσο με τας περί “Βαλκανικής Ομοσπονδίας” ουτοπίας, εάν δεν είχε τας περί Θράκης ιδέας, εάν ήτο πολιτικός όπως οι αντίπαλοί του, κάτι περισσότερον θα επετύγχανεν εις το Βουκουρέστιον. Αλλ’ αναμφιβόλως θα επετυγχάνομεν κάτι δια τους εις την τύχην τους εγκαταλειφθέντας Ελληνικούς πληθυσμούς της Θράκης. Τί έπραξεν η Κυβέρνησις όπως εκμεταλλευθή τας τρομεράς σφαγάς του Δοξάτου, την καταστροφήν των Σερρών(22), τα τόσα Βουλγαρικά όργια;

 
Μία περιγραφή των Βουλγαρικών φρικαλεοτήτων κατορθώθη να κυκλοφορήση μόνον μετά την Συνθήκην του Βουκουρεστίου.
Τοιουτοτρόπως κανείς όρος δεν ετέθη, ούτε εις την Συνθήκην του Λονδίνου(23), ούτε εις την του Βουκουρεστίου, ούτε εις την των Αθηνών περί των εν Τουρκία και Βουλγαρία Ελληνικών πληθυσμών. Χλιαρώς μόνον έφεραν το ζήτημα οι εν Βουκουρεστίω Έλληνες πληρεξούσιοι, Βενιζέλος και Πολίτης(24), εις τας ιδιαιτέρας μετά των τέως συμμάχων διαπραγματεύσεις, αίτινες όμως εναυάγησαν και έμεναν οι Βούλγαροι ελεύθεροι να σφάξουν και να εξολοθρεύσουν τους Έλληνας της Θράκης και οι Σέρβοι να τους εξοντώσουν εις το Ελληνικότατον Μοναστήριον και την περιοχήν ΓευγελήςΔοϊράνης.
Εάν ο Βενιζέλος δεν είχε τας περί Θράκης ιδέας, εάν δεν την εθεώρει οριστικώς και καλώς χαμένην, θα εχαλούσε τον κόσμον όπως αι Συνθήκαι του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου περιλάβουν διεθνείς εγγυήσεις περί της ασφαλείας του Ελληνικού πληθυσμού της Θράκης.
Η Ευρώπη είχε νωπάς τας Βουλγαρικάς φρικαλεότητας και η Ελλάς έπρεπε να θέση την ασφάλειαν των Ελλήνων ως πρώτον όρον εις τας εν Βουκουρεστίω διαπραγματεύσεις.

 

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΩΣ

 

Θα τεθή το ερώτημα: αφού απεδέχθημεν την διανομήν της Ευρωπαϊκής Τουρκίας ως βάσιν διαρκούς ειρήνης και ως νέον εθνολογικόν σχηματισμόν εν τω Αίμω, θα εσύμφερε να έλθωμεν εις συμφωνίας με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, όπως οι εις αυτούς περιεχόμενοι Έλληνες διατηρήσουν τον εθνισμόν των, δηλαδή τα σχολεία και τας εκκλησίας των; Δεν θα εζήτουν και οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι τα αυτά δικαιώματα εν Μακεδονία ένθα υπήρχε σοβαρόν Σλαυϊκόν στοιχείον;

 
Ας καθαρίσωμεν το ζήτημα τούτο, το οποίον κατά την στιγμήν ταύτην προσλαμβάνει νέαν σπουδαιότητα.

 
Προ τεσσαράκοντα ετών όλοι οι κάτοικοι της Μακεδονίας εθεώρουν τους εαυτούς των Έλληνας και πιστά τέκνα της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επειδή όμως μέγα μέρος του Μακεδονικού πληθυσμού ωμίλει Σλαυικόν τι ιδίωμα συγγενεύον προς την Βουλγαρικήν και Σερβικήν γλώσσαν, αι προπαγάνδαι, ιδίως η Βουλγαρική, κατώρθωσαν όπως αποσπάσουν από την Ελληνικήν ιδέαν διάφορα χωρία και δημιουργήσουν Βουλγαρικήν εθνότητα εν Μακεδονία. Το αυτό έπραξαν οι Σέρβοι, με μικροτέραν επιτυχίαν, η Αλβανική προπαγάνδα μεταξύ των ομιλούντων την Αλβανικήν και η Ρουμανική μεταξύ των ομιλούντων Κουτσοβλαχικήν. Παρ’ όλα ταύτα, παρά την τρομοκρατίαν των Κομιτατζήδων και τας διαφόρους προπαγάνδας, αίτινες κατεδυνάστευσαν τον Μακεδονικόν λαόν επί 40 έτη, το μεγαλύτερον αυτού  μέρος έμεινε πιστόν εις τον Ελληνισμόν. Αφού δε μάλιστα μέγα μέρος της ξενογλώσσου Μακεδονίας περιήλθεν εις τους Βουλγάρους και Σέρβους δια της συνθήκης του Βουκουρεστίου, δεν ήτο δυνατόν να εγερθή ζήτημα αμοιβαιότητος. Οι Σέρβοι γνωρίζουν πολύ καλά, ότι ουδέποτε εν τη Ελληνική Μακεδονία εσχηματίσθη Σερβική εθνότης. Ώστε και αμοιβαιότητα αν εζήτουν δεν θα επετύγχανον τίποτε. Δεν πρέπει λοιπόν οι σύμμαχοί μας Σέρβοι να θέλουν να καταπνίξουν με βάρβαρα μέσα τον ανθούντα Ελληνισμόν του Μοναστηρίου, κλείοντες τα σχολεία και τας εκκλησίας μας, τα οποία υπήρχον εκεί προ αιώνων.

 
Η Θράκη εξ άλλου ήτο χώρα καθαρώς Ελληνική με μέγαν και συμπαγή Ελληνικόν πληθυσμόν, και αν περιήρχετο εξ ανάγκης εις το Βουλγαρικόν Κράτος, είχε δικαίωμα να ζητήση να διατηρήση την εθνότητά της, όπως η Ελλάς παρέχει το δικαίωμα εις τους Μουσουλμάνους και Εβραίους να μείνουν Μουσουλμάνοι και Εβραίοι.

Οι Μακεδόνες, εάν δεν ήσαν όλοι καθαρώς Έλληνες, ήσαν ολιγώτερον Σέρβοι και Βούλγαροι.

 
Αλλ’ εάν, τέλος πάντων, δεν ήτο δυνατόν να κατορθωθή οι Έλληνες της Θράκης και Μακεδονίας να διατηρήσουν τας εκκλησίας και τα σχολεία των, το δικαίωμα της ζωής, τιμής και περιουσίας, ήταν πράγματα αναφαίρετα, δικαιώματα του ανθρώπου. Και όμως, οι Βούλγαροι, μόλις κατέλαβον την Θράκην, ήρχισαν την άμεσον εξόντωσιν του Ελληνισμού δια της αρπαγής των περιουσιών των κατοίκων και του εξαναγκαστικού εκπατρισμού.

 
Οι Βούλγαροι διψώντες Ελληνικόν αίμα έπιον ωσάν μεθυσμένοι το Ελληνικόν αίμα της Θράκης και ενθουσιασθέντες ήρχισαν να ετοιμάζωνται δια τον μέγα αγώνα κατά της Μακεδονίας.

 
Και καθ’ ην στιγμήν ημείς γαυριώντες δια τας νίκας μας, εκαυχώμεθα ότι εδιπλασιάσαμεν την Ελλάδα, συνετελείτο η φοβερωτέρα πράξις της εθνικής ιστορίας μας, η εντός ολίγων μηνών αποπομπή 250.000 χιλιάδων Ελλήνων της Θράκης και ο αστραπιαίος εκβουλγαρισμός της Ελληνικωτάτης αυτής χώρας, δια να επακολουθήσουν κατόπιν αι τρομεραί καταδιώξεις των Τούρκων εις την Τουρκικήν Θράκην και Μικράν Ασίαν.

 
Ας έλειπεν ο διπλασιασμός και η δόξα της Ελλάδος, η οποία εποτίσθη με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αλυτρώτων αδελφών μας.

 
Αλλ’ ο Βενιζέλος εθριάμβευε, διότι εθριάμβευον η διπλωματική του τιμιότης, η ιδέα της εκκαθαρίσεως και της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
Θα ηδυνάμεθα ίσως και ημείς να παραδεχθώμεν την θυσίαν εάν εγνωρίζαμεν ότι οι Βούλγαροι χορτασθέντες, θα έμενον ήσυχοι εις το μέλλον.

 
Αλλ’ η Βουλγαρική ατιμία μετεχειρίζετο την Βενιζελικήν τιμιότητα δια να παρασκευάση νέας συμφοράς κατά του Ελληνικού Έθνους.

 
Αλλ’ ας υποθέσωμεν ότι όλα καλώς είχον γίνει, ότι καλύτερα δεν ημπορούσαν να γίνουν, και ότι έπρεπε να υποκύψωμεν εις την αμείλικτον ανάγκην των θυσιών, ότι η συμμαχία με τους Βουλγάρους ήτο το άκρον άωτον της διπλωματικής δεινότητος, ότι ο Βενιζέλος εγέλα τους Βουλγάρους, όταν τους έδιδε τα 3/4 της Μακεδονίας, ότι την Θράκην έπρεπε να τους την χαρίση δια να έχη “σπονδυλικήν στήλη”, ότι είχε προβλέψει και τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, ότι εθριάμβευσεν εις το Βουκουρέστιον, ότι η Συνθήκη του Βουκουρεστίου ήτο ό,τι περισσότερον ηδύνατο να επιτύχη η Ελλάς και ότι το τέως εξηυτελισμένον και μικρόν Ελληνικόν Βασίλειον έπρεπε να είναι ευτυχισμένον, διότι εντός ολίγου χρόνου κατώρθωσε να διπλασιασθή και να δοξασθή.

 
Ποίον ήτο το καθήκον της ενδόξου ταύτης Ελλάδος την επαύριον της Συνθήκης του Βουκουρεστίου;

 
Να βάλη όλην την δόξαν και την δύναμίν της εις το να ετοιμάση την απελευθέρωσιν και των άλλων Ελλήνων και εν τω μεταξύ να τους προστατεύση σφαζομένους, ατιμαζομένους και καταδυναστευομένους.

 
Τίποτε από όλα αυτά δεν επράξαμεν. Απεδέχθημεν τας χιλιάδας των προσφύγων ως κάτι μοιραίον, ως την πληρωμήν του λογαριασμού, τον οποίον είχομεν υπογράψει. Ηυλογούμεν μάλιστα τας Θρακικάς καταδιώξεις, διότι μας επέτρεπον να ενισχύσωμεν τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Ολόκληρον το Ελληνικόν Έθνος έπρεπεν από την επαύριον της Συνθήκης του Βουκουρεστίου να μη έχη παρά μίαν μόνον σκέψιν, πώς να αποσπάση από τους Βουλγάρους την Θράκην. Αυτός έπρεπε να είναι ο άξων της πολιτικής της Κυβερνήσεως.
Αυτό έπραξαν οι Βούλγαροι, οίτινες χάσαντες προς στιγμήν την Μακεδονίαν, εδήλωσαν την επαύριον της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ότι υποκύψαντες εις την βίαν ουδέποτε παρητούντο των επί της Μακεδονίας δικαιωμάτων των.

 
Αλλά τοιαύτην πολιτικήν δεν ήτο δυνατόν να κάμη ο Βενιζέλος, κηρυγμένος “Θρακαφέτης”. Ούτε το Ελληνικόν έθνος ήτο δυνατόν να κάμη τοιαύτην πολιτική, ακολουθούν τας εμπνεύσεις ενός Μεσσίου. Ούτως η Θράκη εγκατελείφθη εις τον εκβουλγαρισμόν και την καταστροφήν.

 
Αλλ’ ας ίδωμεν την πολιτικήν του Βενιζέλου και τα διάφορα άλλα εθνικά ζητήματα.

 

ΤΟ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ (25)

 

Ενώ ο Ελληνικός στρατός τον Νοέμβριον του 1912 εβάδιζε κατά της Αυλώνος, έξαφνα εσταμάτησε, διότι οι Πρέσβεις της τότε Τριπλής Συμμαχίας εδήλωσαν εις τον Βενιζέλον, ότι αι τρεις Δυνάμεις, Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία, δεν θα συνήνουν όπως η Ελλάς καταλάβη την Αυλώνα. Και ο Ελληνικός στρατός εσταμάτησεν αμέσως, διότι άλλως τί “τίμιος” διπλωμάτης θα ήτο ο Βενιζέλος;
Και όμως, η παρατήρησις έγινεν υπό τύπον ευμενέστατον, ήτο δε παρατήρησις επιβληθείσα υπό της Ιταλίας, την οποίαν άγνωστον εάν θα υπεστήριζον μέχρι τέλους η Αυστρία και Γερμανία, και την οποίαν ουδέν εμπόλεμον Κράτος θα ελάμβανεν υπ’ όψιν.

 
Πότε οι Βούλγαροι έλαβον υπ’ όψιν τοιαύτας παρατηρήσεις; Εάν ημείς κατελαμβάνομεν τότε την Αυλώνα, δεν θα υπήρχε κατόπιν ζήτημα Β. Ηπείρου, αλλά ζήτημα Αυλώνος. Εάν δε ο Βενιζέλος δεν ήθελε να κάμη τον τίμιον πολιτικόν, εις βάρος των υψίστων εθνικών συμφερόντων, δεν θα επολέμει την Ηπειρωτικήν επανάστασιν, όπως την επολέμησε. Είχεν ειπή εις τους Φράγκους: “Έννοια σας, σας εγγυώμαι ότι είμαι εις θέσιν να διαλύσω κάθε επανάστασιν, αφού παρεδέχθην τα Ηπειρωτικά σύνορα της Ελλάδος όπως επεβλήθησαν”. Έχει τοιαύτην αντίληψιν της διπλωματικής “τιμιότητος”, ώστε αν αύριον αναγκασθή υπό των περιστάσεων να υπογράψη συνθήκην, ότι εντός 24 ωρών οφείλει να παραδώση τον Παρθενώνα και 1000 Ελληνίδας παρθένους, ο Παρθενών και αι παρθένοι θα ταξιδεύουν αναμφιβόλως ολίγην ώραν πριν ή εκπνεύση το εικοσιτετράωρον.

 
Γνωρίζομεν δε με ποίον τρόπον εζήτησε να εμποδίση την Ηπειρωτικήν επανάστασιν και κατόπιν να την καταπνίξη, παραδώσας τους Ελληνικούς πληθυσμούς απροστατεύτους εις τους βασιβουζουκισμούς(26) της Αλβανικής χωροφυλακής. Πολύ δε αργά ηννόησεν ότι η επανάστασις ήτο ο μόνος δρόμος όπως εξασφαλισθή η ένωσις της Β. Ηπείρου.

 

ΑΙ ΝΗΣΟΙ

 

Δια τα Δωδεκάνησα, ουδέποτε είχε σκεφθή, αναφέρεται μάλιστα ότι όταν το 1913 μετέβη εις Ρώμην, είπεν εις τον Υπουργόν των Εξωτερικών της Ιταλίας Σαντζουλιάνο, ότι το ζήτημα των νήσων αφορά την Ιταλίαν και την Τουρκίαν. (Σ. Αντωνόπουλου. Αι Συνθήκαι 1917). Ο Βενιζέλος μάλιστα δεν ήθελε να καταλάβη ούτε την Χίον και Μυτιλήνην, ηναγκάσθη δε να προβή εις τούτο κατόπιν επείγοντος τηλεγραφήματος του Κλεμανσώ(27). (Συνεδρίασις Βουλής 23ης Μαΐου 1916).

 

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (28)

 

Δια το Άγιον Όρος διέπραξε επίσης λάθη επί λαθών. Το άφηνεν εις την Ρωσίαν δια να ασφαλίση την υποστήριξίν της εις το ζήτημα της Θεσσαλονίκης. Οι Έλληνες πληρεξούσιοι εις την Συνδιάσκεψιν του Λονδίνου δεν εγνώριζον τί είναι το Άγιον Όρος, αν και είχον μεταβή εις την Αγγλικήν πρωτεύουσαν 17 Έλληνες απεσταλμένοι, όσους δηλαδή, δεν είχαν όλα τα άλλα Κράτη του Αίμου μαζί. Το Υπουργείον των Εξωτερικών δεν είχε καν τους Κανονισμούς του Αγίου Όρους.

 

Ουδενός δε αντιλέγοντος υπερίσχυσεν η Ρωσσική θεωρία, όπως το Άγιον Όρος τεθή υπό την κηδεμονίαν όλων των Ορθοδόξων Κρατών. Και όμως το Άγιον Όρος υπήρξεν ανέκαθεν Ελληνικόν. Από τα 20 εκεί μοναστήρια τα 17 είναι Ελληνικά, μόνον δε 3 ξένα, εν Ρωσσικόν, εν Βουλγαρικόν και εν Σερβικόν. Και το μεν Σερβικόν και Βουλγαρικόν υπήρξαν πάντοτε ανάμικτα, έχοντα και Έλληνας καλογήρους, το δε Ρωσσικόν ανηρπάγη από τους Έλληνας κατά τα τελευταία έτη δια των γνωστών μεθόδων. Οι Ρώσσοι δε κατά τα τελευταία έτη, παραβιάζοντες το καθεστώς είχον κατορθώσει να κτίσουν επί του Αγίου Όρους διάφορα οικοδομήματα, τα οποία να γεμίσουν με καλογήρους-στρατιώτας.

 
Αλλ’ η Ιερά Κοινότης έμεινε πάντοτε Ελληνική, οι δε παρανόμως εις κελλία και σκήτας διαμένοντες Ρώσοι εθεωρούντο απλοί προπαγανδισταί.

 
Ευτυχώς η Συνδιάσκεψις του Λονδίνου εννόησε περί τινος επρόκειτο, απεδέχθη δε λύσιν, η οποία εξησφάλιζε την αυτονομίαν και την Ελληνικότητα του Αγίου Όρους. Αλλ’ ενώ το ζήτημα παρεπέμφθη εις ιδιαιτέραν σύσκεψιν, κατά την οποίαν η Ελλάς ηδύνατο να κερδίση πολλά, ο Βενιζέλος εδέχθη να έλθη εις ιδιαιτέρας διαπραγματεύσεις εν Πετρουπόλει, αίτινες σκοπόν είχον την Ρωσσο-Ελληνικήν συγκυριαρχίαν, πράγματι όμως την Ρωσσικήν κατάκτησιν. (Ιδέ σχετικά έγγραφα εις Α. Βαμβέτου “Το Άγιον Όρος” 1917).

 

ΣΥΝΘΗΚΗ ΑΘΗΝΩΝ (29)

 

Είχον διαπραχθή τόσα λάθη, ώστε οι Βούλγαροι και Τούρκοι, αν και ηττημένοι, εφέροντο ως νικηταί. Η Συνθήκη των Αθηνών, ήτις έκλειε τον μετά της Τουρκίας πόλεμον, ήτο Συνθήκη ηττημένης Ελλάδος και όχι νικητρίας, αφού καμμία ασφάλεια δεν ελαμβάνετο δια τους ομοεθνείς της Τουρκίας.

 
Αι δυνάμεις είχον αποφασίσει να δώσουν εις την Ελλάδα τας νήσους υπό τον όρον, όπως η Ελλάς παράσχη επαρκείς εγγυήσεις περί προστασίας των εκεί Μουσουλμάνων. Αν μη όλος ο κόσμος εγνώριζεν, ότι ουδείς ποτέ ξένος εις την Ελλάδα επειράχθη το παραμικρόν και ότι αυτήν την αρετήν να αγαπώμεν τους ξένους, έστω και εχθρούς, την έχομεν εις εκφυλιστικόν βαθμόν.

 
Η Συνθήκη προέβλεπε μόνον περί των Τουρκικών εν Ελλάδι συμφερόντων, τίποτε δε περί των μεγάλων της Ελλάδος συμφερόντων εν Τουρκία, τίποτε περί των διωγμών των ομογενών, των προ πολλού παραβιαζομένων προνομιών του Γένους, της στρατολογίας των Χριστιανών, του “μποϋκοτάζ” το οποίον είχε κατά τα τελευταία έτη καταστρέψει το Ελληνικόν εμπόριον και την ναυτιλίαν εν Τουρκία. Μετά την Συνθήκην των Αθηνών επηκολούθησαν οι φοβεροί διωγμοί της Μικράς Ασίας.

 
Οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι είχον αναλάβει το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, εις τας αρχαιοτέρας αυτού κοιτίδας, την Μ. Ασίαν και την Θράκην.

 
Ίσως να μην ηδυνάμεθα να πράξωμεν διαφορετικά αλλά δεν έπρεπε τουλάχιστον να καυχώμεθα δια τους δύο πολέμους οι οποίοι έγιναν αιτία να χαθή εντός έτους ο μισός Ελληνισμός.

 

Το δεύτερο μέρος της μελέτης μαζί με όλες τις υποσημειώσεις θα δημοσιευθεί σε λίγες μέρες

http://www.berlin-athen.eu/index.php?id=205&tx_ttnews[backPid]=78&tx_ttnews[tt_news]=3424&cHash=44ee32d3db8b90f074d8d004e6f49ea2