Λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, αφορισμοί και διώξεις διαφωτιστών λίγο πριν τo ’21
Λάζαρης Γιάννης
Eξειδικευμένη στα θέματα της παραγωγής και της διακίνησης του βιβλίου η νέα σκληρή έναντι των διαφωτιστών πολιτική του Πατριαρχείου κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους εκφράστηκε με ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο και με συγκεκριμένα μέτρα, που εφαρμόστηκαν. Το σχέδιο διατυπώθηκε στην «Απανταχούσα», που δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1820, για να εξαγγείλει την ανακαίνιση -δήθεν- του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, αλλά στην πραγματικότητα στόχευε κάθε νέα έκδοση να γίνεται εκεί, ώστε να ελέγχεται πλήρως η πνευματική κίνηση. Τα μέτρα μορφοποιήθηκαν με την επιβολή λογοκρισίας στα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Κωνσταντινούπολη, με δημόσιο κάψιμο ορισμένων από αυτά, αλλά και με αφορισμούς και διώξεις των διαφωτιστών.
«Η κλεις της τυπογραφίας ευρίσκεται εν χερσί βασιλέως» Η σκλήρυνση της πολιτικής της Εκκλησίας απέναντι στους διαφωτιστές είχε αποτυπωθεί με χαρακτηριστικό τρόπο στην πατριαρχική εγκύκλιο του Μαρτίου 1819, η οποία αντιτίθετο στη διδασκαλία των Επιστημών, στα Μαθηματικά και στη συνήθεια να βαπτίζονται τα παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα. Το κείμενο αυτό, ένα από τα πρώτα που υπέγραψε ο Γρηγόριος Ε΄ στην τρίτη πατριαρχία του, παρέσχε το θεωρητικό πλαίσιο και αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για τις ενέργειες, που οργανώθηκαν εναντίον των νεωτεριστών τα επόμενα έως την Επανάσταση χρόνια.
Η «Απανταχούσα», που κυκλοφόρησε με μορφή φυλλαδίου, ήταν ένα φαινομενικά αντιφατικό κείμενο. Αποτελούσε την έκφραση της νέας αντίληψης, που διαμορφώθηκε στους εκκλησιαστικούς κύκλους αναφορικά με τα θέματα της παιδείας: προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες και αυστηρός έλεγχός τους. Έδειχνε να ενσωματώνει, στο επίπεδο της ονοματολογίας τουλάχιστον, στοιχεία της ιδεολογίας του Διαφωτισμού και από την άποψη αυτή έδινε την εντύπωση, ότι δεν εναρμονιζόταν σε όλα τα σημεία με το αυστηρό πλαίσιο που καθόριζε η Εγκύκλιος του 1819.
Τα στοιχεία ακριβώς του ελέγχου της πνευματικής ζωής, όπως διατυπώνονταν στην «Απανταχούσα», ήταν εκείνα που προκάλεσαν την προσοχή και τις αντιδράσεις των φιλελεύθερων διανοουμένων. Οι αυταρχικές αντιλήψεις για τις αρχές που πρέπει να διέπουν την καλή λειτουργία της τυπογραφίας («η κλεις της τυπογραφίας ευρίσκεται εν χερσί βασιλέως»), συνδυάζονταν με πολύ σαφείς προδιαγραφές για τα κείμενα, που θα μπορούσαν να εκδίδονται στο πατριαρχικό τυπογραφείο:
Κάποιες άλλες διατυπώσεις έδειχναν, ποιούς ανάμεσα στους διανοούμενους θεωρούσε ο συντάκτης της «Απανταχούσας» αντιπάλους της κατευθυνόμενης από την Εκκλησία προσπάθειας: «Κατασιγάσθωσαν, όσοι δι’ απειροκαλίαν και γνώμης μοχθηρίαν τολμώσι και καθάπτωνται των εκκλησιαστικώς και πολιτικώς του Γένους προϊσταμένων.» Αυτοί κατονομάζονταν και πιο συγκεκριμένα στην τελευταία φράση του κειμένου: «Τινές των εν Ευρώπη καθ’ ημετέραν ατυχίαν ομογενών.»
Οι αντιδράσεις στο κείμενο και στα σχέδια της «Απανταχούσας» προήλθαν κυρίως από τους κοραϊκούς κύκλους και υπήρξαν εξαιρετικά έντονες. Η έκδοσή της αγγέλθηκε και σχολιάστηκε ειρωνικά από τους εκδότες του «Λόγιου Ερμή» τον Αύγουστο του 1820. Λίγους μήνες αργότερα το περιοδικό «Μέλισσα» αναδημοσίευσε ολόκληρη την «Απανταχούσα» και την στηλίτευσε με δριμύτητα σχεδόν φράση προς φράση, ειδικά για την «τρομακτικήν απεραντολογίαν» και «την ηλιθίαν και δουλικωτάτην υποταγήν», που χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα του φυλλαδίου. Αλλά το πραγματικό αντικείμενο της διαμάχης αναδείχθηκε, φωτίζοντας τις δύο διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις που αντιπαρατέθηκαν, όταν αναιρέθηκε η διατύπωση της «Απανταχούσας», ότι «κλεις της τυπογραφίας κείται εν χερσί βασιλέως»: «Η κλεις (της τυπογραφίας) κείται όχι εν χερσί βασιλέως, αλλά εν χερσί νόμων, και εν χερσί κάθε πολίτου, δια να γράφη και να φρονή ο,τι θέλει κατά το δικαίωμα της φυσικής ελευθερίας, παιδευόμενος από τους υπερασπιστές της πολιτείας νόμους μόνον αν βλασφημήση η συκοφαντήση, και όχι αν γράψη πάσαν αλήθειαν και πειράξη την αμέλειαν η αδικίαν του δείνος η δείνος προύχοντος, επισκοπών τα δημόσια πράγματα… Ο βασιλεύς ούτε εφρόντισε ποτέ ούτε φροντίζει περί τυπογραφίας και μάλιστα αλλογλώσσου, ούτε ηξεύρει αν έχη κλείδα η όχι, αλλά χωρίς να την ζητήση, του την χαλκεύουν και την προσφέρουν αβούλως υποβασιλίσκοι υποβασιλέων πενθιμοσχήμονες· ενώ ημπορούσαν να φωτίσουν τον λαόν με ήσυχον άνεσιν, αυξάνουσι την βαρύτητα του ζυγού του, και με πρόφασιν πατρικής οδηγίας διαιωνίζουν την τυφλότητα του έθνους των. Η αλήθεια εφυγαδεύθη από εκεί. Εκεί η υπόκρισις θριαμβεύει, αναθεματίζεται το ελεύθερον φρόνημα, καίονται τα φύλλα και μένουν τα πράγματα.» (Περιοδικό «Μέλισσα», τ. Γ , σελ. 268-269.) Αρχές του 1821 σε ένα ανώνυμο διάλογό του ο Κοραής ανανέωσε την αποδοκιμασία του για το φυλλάδιο και τον συγγραφέα του. («Ερμής ο Λόγιος», 1821, σελ. 20.)
Τα ψαλίδια της λογοκρισίας του Γρηγορίου Ε΄ Το Πατριαρχείο όμως δεν σταμάτησε εκεί, αλλά προχώρησε και σε επιβολή λογοκρισίας στα βιβλία. Η αρχή είχε γίνει με την έκδοση την άνοιξη η το καλοκαίρι του 1820 «πατριαρχικής προσταγής» προς τους βιβλιοπώλες της Κωνσταντινούπολης «να μην πωλούν κανέν βιβλίον», εάν δεν έχη πρώτα υποβληθεί σε εκκλησιαστικό έλεγχο. Την ευθύνη για τον έλεγχο της ορθοδοξίας των βιβλίων την είχε ο σιναΐτης ηγούμενος Ιλαρίων. Οι αρμοδιότητες του είχαν ανατεθεί από τον Γρηγόριο Ε΄ κατὰ τη διάρκεια της τρίτης πατριαρχίας του.
Στο ανώνυμο μαχητικό φυλλάδιο με τίτλο «Οι στοχασμοί του Κρίτωνος» είχαν εκφρασθεί με σαφήνεια το 1819 τα ζητούμενα της δημοκρατικής και της αντικληρικής πτέρυγας του Διαφωτισμού: «Η ιερά δεσποτεία των νόμων, οι οποίοι, όντες κανόνες συμφωνημένοι από όλους δια τα δίκαια όλων, προστατεύουν με ισότητα όλους» (έκδοση Δ.Σ. Γκίνη, σελ. 147) είναι το πρώτο ζητούμενο· το δεύτερο, ο περιορισμός του Κλήρου στα αυστηρώς εκκλησιαστικά του καθήκοντα: «Όπου το ιερατείον επικρατεί, αντί να τρέξη η ευδαιμονία»… «αργοπορεί, περιορίζεται η και απομακρύνεται. Και εξεναντίας»… «όπου οι εντόπιοι έχουν αρκετήν γνώσιν δια να περιορίσουν τον αρχιερέα εις τα της Εκκλησίας και των ευλογιών και να πάρουν αυτοί την διεύθυνσιν των κοινών, εκεί διαφαίνεται η δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία»… «και ο αρχιερεύς αντί να σύρη, σύρεται από το κοινόν πνεύμα» (σελ. 149). Η αντίδραση στην Κωνσταντινούπολη ήταν άμεση και αποδόθηκε πάλι στον σιναΐτη Ιλαρίωνα: Το βιβλίο παραδόθηκε στις φλόγες «δημοσίως», «μέσα εις την αυλήν του Πατριαρχείου», κατ’ εντολή του Γρηγορίου Ε΄ (επιστολή Στ. Κανέλλου στον Κ. Iken, 4 Φεβρουαρίου 1822, Κ. Ιken, Leukothea, τ. Α , 1825, σελ. 9 και Ανδρ. Δημητρακόπουλου, Επανορθώσεις, σελ. 51). Το γεγονός είναι επίσης καταγραμμένο σε επιστολή του Π. Κορδικά (20 Νοεμβρίου 1820), ο οποίος έγραφε: «Εις την Κωνσταντινούπολη έκαυσαν δημοσίως μίαν νεωστί εκδοθείσαν φυλλάδα. Δεν γνωρίζω το σύγγραμμα, ούτε ηξεύρω ποίος είναι ο συγγραφεύς. Συμπεραίνω όμως, ότι είναι φιλοσοφικόν, καθ’ ότι ο εξ Αριμαθείας μυστικοαπόστολος Πολυχρονιάδης περιερχόμενος εσχάτως την Γερμανίαν και Ολλάνδα μοι έγραψεν, ότι εκ των αντιφιλοσοφικών συγγραμμάτων μου έλαβαν οι παπάδες τόσον θάρρος, ώστε ετόλμησαν δημοσίως να κάψουν σύγγραμμα φιλοσοφικόν, αποτεινόμενον εις την Παλιγγενεσίαν του Γένους.» (Φ. Κ. Μπουμπουλίδη, Ανέκδοτοι επιστολαί του Παν. Κοδρικά, σελ. 87.) Η χρονολογία βοηθά, για να ταυτίσουμε την «φυλλάδα» με τους Στοχασμούς του Κρίτωνος.
Πάντως, για να παραδοθεί ένα βιβλίο στην πυρά, χρειάζεται πρώτα να εξεταστεί και να καταδικαστεί από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, στην περίπτωσή μας από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου.
Αφορισμοί όσων εξέδιδαν φιλελεύθερα συγγράμματα Από τον Ιωάννη Φιλήμονα γνωρίζουμε, ότι γύρω στα 1820, παραμονές της Επανάστασης υπήρξαν επώνυμοι αφορισμοί από τον πατριάρχη, Ελλήνων, που είχαν δημοσιεύσει «εν τη αλλοδαπή» φιλελεύθερα συγγράμματα. Ο Ιωάννης Φιλήμων ήταν καλά πληροφορημένος για τα πράγματα της προεπαναστατικής Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι εργαζόταν εκείνη την εποχή στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο (περ. «Πανδώρα», τ. ΙΘ , 1867, σελ. 213, Ι.Κ. Μαζαράκη, Αινιάνος, «Τα Ελληνικά Τυπογραφεία του Αγώνος 1821-1827», Αθήνα 1970 και Δ. Ειρηνίδη, «Ομιλίαι περί του εφευρέτου της τυπογραφικής τέχνης Ι. Γουτεμβέργιου», Αθήνα, 1876, σελ. 22). Γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων: «Με εγκυκλίους παρά του Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως αφωρίζωντο οι εν τη αλλοδαπή εκδίδοντες φιλελεύθερα συγγράμματα Έλληνες, εν οις ωνομάζοντο ρητώς άλλοι τε και ο εν Παρισίοις Πίκκολος» (Ιωάννης Φιλήμων, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, Αθήνα 1859, σελ. 97).
«Να φονευθώσιν οι φροντίζοντες την επανόρθωσιν της πατρίδος» Στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των χρόνων εκείνων διατυπώθηκε από τον Ν. Πίκκολο σοβαρή κατηγορία, ότι στην Κωνσταντινούπολη αντιμετωπίστηκε το ενδεχόμενο να οργανωθεί η δολοφονία προοδευτικών λογίων. Ο Πίκκολος μετέγραψε σε εισαγωγικά (άρα κατά τεκμήριο αυτολεξεί) στην επιστολή του, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω, για τον Ιλαρίωνα, ότι «έδωκε γνώμην να παιδευθούν με ποινήν θανάτου πέντε εξ από τους θέλοντας να ενσπείρουν επανάστασιν, δια να σωφρονισθούν οι άλλοι». «Έδωκε γνώμην», εισηγήθηκε δηλαδή, στον πατριάρχη η στη Σύνοδο, αρμόδιες αρχές γι’ αυτά τα ζητήματα.
Στον τρίτο τόμο της «Μέλισσας» (σελ. 274-275, 1821) καταχωρίσθηκε επιστολή της 25ης Αυγούστου 1820· εκεί, μιλώντας για τον Ιλαρίωνα, ο επιστολογράφος σημείωνε «το προς τον σοφόν γέροντα και τους φίλους αυτού άσπονδον μίσος του. Πιστεύεις, φίλε, ότι παρακινεί τον Π. να συνεργήση δια να εξοδευθώσι του κοινού αρκετά γρόσια, δια να κατατρεχθώσι, και, ει δυνατόν, να φ…θώσιν οι φροντίζοντες την επανόρθωσιν της πατρίδος;». Σοφός γέρων ήταν βέβαια ο Κοραής, Π. ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ και τα αποσιωπητικά του «φ…θώσιν» δεν ήταν αρκετά, για να καλύψουν το ρήμα και το νόημα: «Να φονευθώσιν οι φροντίζοντες την επανόρθωσιν της πατρίδος.» Έχουμε έτσι για το θέμα των φόνων δύο ενδείξεις από πηγές, που δείχνουν και που πρέπει να είναι πολύ συγγενικές, αλλά οι οποίες οπωσδήποτε δεν είναι ταυτόσημες. Σ’ αυτές μπορούμε να προσθέσουμε μία ακόμη, κάπως διαφορετική, προερχόμενη από τον ίδιο τον Κοραή.
Η βιαιότητα του κειμένου αυτού θα έφτανε και μόνη της, για να χαρακτηρίσει την ένταση, που είχαν προσλάβει οι ιδεολογικές συγκρούσεις στα προεπαναστατικά χρόνια. Για το θέμα μας ας συγκρατήσουμε εδώ μόνο την πληροφορία, ότι του Βάμβα «ολίγον έλειψε να του σηκώση την ζωήν ο κατιμερτζής», δηλαδή ο Γρηγόριος Ε΄. Αυτή την φορά δεν κατηγορήθηκε ο Ιλαρίων, αλλά ο ίδιος ο πατριάρχης. Η φημολογία για την οργάνωση δολοφονιών θα πρέπει να συνδυαστεί με τα όσα κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη για την κατάδοση νεωτεριστών στις τουρκικές Αρχές. Ο Πίκκολος έγραψε, πως ο Ιλαρίων απείλησε, ότι θα τον πρόδιδε στους Τούρκους. Τον ίδιο χρόνο ο Γάλλος υποπρόξενος στη Σμύρνη ανέφερε στην κυβέρνησή του, ότι ο Κ. Οικονόμος είχε κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του, όταν ο μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος τον κατήγγειλε στις τουρκικές Αρχές, ότι διδάσκει στο σχολείο του, στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, τα μέσα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Είναι πιθανό, εκείνοι που μιλούσαν για οργάνωση δολοφονιών να είχαν στο νου τους την κατάδοση λογίων στις τουρκικές Αρχές, κατάδοση που, κατά τεκμήριο, προδίκαζε τη θανάτωση όσων θα αντιμετώπιζαν τέτοιου είδους κατηγορίες. Αυτή την εκδοχή θα πρέπει να υπαινισσόταν στα τέλη του 1820 ο Κοραής, όταν έγραφε, ότι οι διώκτες της Φιλοσοφίας δεν διαθέτουν πια «μαχαίρας» οι ίδιοι, αλλά ότι «εμπορούν να δανεισθώσι την μάχαιραν [της εξουσίας], αν τους έλθη όρεξις»… «να χύσωσιν αίμα των στηλιτευόντων τα πάθη των» (Συμβουλή τριών Επισκόπων, σελ. Χ-ΧΙ). * * * Είναι πολύ χαρακτηριστικό για την κατάσταση των πνευμάτων της εποχής, ότι ένα τμήμα της κοινωνίας διέβλεπε, ότι το Πατριαρχείο σχεδίαζε να προχωρήσει στην φυσική εξόντωση η στην κατάδοση των αντιπάλων του, αφού δεν μπόρεσε να τους εξουδετερώσει με άλλο τρόπο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ • Κ. Δημαρά, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», «Ερμής», Αθήνα 2002. • Κ. Λάππα, «Πατριαρχική σύνοδος “Περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων” τον Μάρτιο του 1821», «Μνήμων», Αθήνα 1987. • Φ. Ηλιού, «Κοινωνικοί αγώνες και Διαφωτισμός», «Μνήμων», Αθήνα 1981. • Φ. Ηλιού, «Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου», «Πορεία», Αθήνα 1988. • Γ. Κορδάτου, «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», «Επικαιρότητα», Αθήνα 1983. • Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμοι ΙΧ και Χ, «20ος Αιώνας», Αθήνα. • Κ. Σάθα, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», Τόμος 4ος, «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1995. |
http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=445