του Σταμάτη Κυρζόπουλου, ιατρού-καρδιολόγου στο ΩΚΚ
Π.Ε.Δ.Υ. (Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας) είναι το αρτικόλεξο που επελέγη από το Υπουργείο Υγείας για να περιγράψει το υπό διαμόρφωση νέο σύστημα οργάνωσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) που θεσμοθετείται με το σχέδιο νόμου που ετέθη προ εβδομάδος σε ολιγοήμερη δημόσια διαβούλευση. Στις επόμενες γραμμές θα επιχειρηθεί μια πρώτη αποτίμηση του εν λόγω νομοσχεδίου, στο μέτρο του δυνατού και παρά την ιατρική ιδιότητα του γράφοντος, περισσότερο από τη σκοπιά του ασθενούς ή γενικότερα του χρήστη των υπηρεσιών υγείας, καθώς και του (φορολογούμενου) πολίτη και λιγότερο με την οπτική του επαγγελματία της υγείας. Η προσπάθεια μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ο βαθμός επιτυχίας της προσπάθειας αυτής πρόκειται να επηρεάσει δραστικά την ποιότητα ζωής των πολιτών και σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Η βασική αλλαγή που φιλοδοξεί να επιφέρει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας είναι η ενοποίηση των επιμέρους δομών παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ. Η κατεύθυνση αυτή δεν είναι απλώς σωστή, είναι κυριολεκτικά αυτονόητη. Η παρούσα κατάσταση περιλαμβάνει τη λειτουργία δύο διαφορετικών δημόσιων δομών, μια του ΕΣΥ (με τα κέντρα υγείας και τα περιφερειακά-αγροτικά ιατρεία) και μία του ΕΟΠΥΥ (με τα πολυιατρεία και τις μονάδες υγείας του-πρώην ΙΚΑ), καθώς και έναν αριθμό συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ ιδιωτών ιατρών και ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων. Οι δομές αυτές μέχρι τούδε λειτουργούσαν, παράλληλα, αλληλοεπικαλυπτόμενες, χωρίς οργανική και διοικητική διασύνδεση, χωρίς λειτουργική “συνομιλία”, με υψηλό κόστος και αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα. Η λειτουργική, οργανική, διοικητική ενοποίησή τους επιτρέπει -θεωρητικά τουλάχιστον- την ορθολογικότερη αξιοποίηση υποδομών και επιστημονικού προσωπικού, τη συνένωση δυνάμεων και δυνατοτήτων, οικονομίες κλίμακος, αποδοτικότερη λειτουργία. Είναι μια επιλογή που έπρεπε να έχει υλοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Το δεύτερο βασικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι η μετατροπή του ΕΟΠΥΥ από αγοραστή και πάροχο υπηρεσιών υγείας, όπως ήταν από τη σύσταση του, προ διετίας μετά τη συνένωση των κλάδων υγείας των μεγαλυτέρων ασφαλιστικών ταμείων, μέχρι σήμερα, σε αποκλειστικό αγοραστή υπηρεσιών υγείας, με μεταφορά των αντίστοιχων δομών του και του ιατρικού και λοιπού προσωπικού του στις υγειονομικές περιφέρειες. Ο ΕΟΠΥΥ μετατρέπεται σε έναν γιγάντιο αμιγώς ασφαλιστικό οργανισμό-“εταιρεία” με “μετόχους” τα ασφαλιστικά ταμεία και το ελληνικό δημόσιο, “πελάτες” όλους τους ασφαλισμένους και “αντισυμβαλλόμενους” όλους τους παρόχους -δημόσιους και ιδιωτικούς- υπηρεσιών υγείας. Η επιλογή αυτή περιγραφόταν στα προγράμματα υγείας των περισσότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων -και πάντως των δύο κυβερνητικών-, προτείνονταν από δύο επιτροπές που είχαν συσταθεί και υποβάλει προτάσεις για το ζήτημα (την επιτροπή Σουλιώτη-ως πιθανή άλλα όχι αποκλειστική λύση, και -κυρίως- την επιτροπή Θεοδωράκη-Task Force), είναι συμβατή με ισχύοντα διεθνώς (Γερμανία-Γαλλία) και φαντάζει κατ’αρχήν ορθολογική. Στο ζήτημα βέβαια αυτό εκφράσθηκε διαφορετική άποψη από τον πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ και στελέχη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας καθώς και από διακεκριμένους επιστήμονες που αφενός παρέθεσαν άλλα διεθνή πρότυπα επιτυχημένης λειτουργίας μεγάλων ιατροασφαλιστικών -και όχι αμιγώς ασφαλιστικών- οργανισμών και αφετέρου επιχειρηματολόγησαν ότι στην ελληνική πραγματικότητα του άναρχου και αρρύθμιστου ανταγωνισμού στην πρωτοβάθμια υγεία και των ολιγο-μονοπωλιακών καταστάσεων στην τριτοβάθμια νοσοκομειακή περίθαλψη αρμόζει καλύτερα το μοντέλο του ιατρο-ασφαλιστικού οργανισμού. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι το ζήτημα αυτό είναι δευτερευούσης σημασίας και ότι σε καμία περίπτωση δεν καθορίζει από μόνο του ούτε την ποιότητα των υπηρεσιών που θα προσφέρονται στους πολίτες, ούτε τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας.
Τρίτο βασικό στοιχείο του υπό κατάθεση νομοσχεδίου και βασικό θέμα που προκάλεσε ένταση, δημόσιες αντιπαραθέσεις και τη δίμηνη απεργία των ιατρών των μονάδων του ΕΟΠΥΥ είναι οι ρυθμίσεις που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και τις αμοιβές των ιατρών του νέου συστήματος. Η οξύτητα της διαμάχης για το ζήτημα αυτό μονοπώλησε -όπως συνήθως γίνεται στην χώρα μας- τη δημόσια συζήτηση για τις κυοφορούμενες αλλαγές στην πρωτοβάθμια υγεία επισκιάζοντας την ουσία των επιχειρούμενων αλλαγών. Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τη βασική αρχή ότι ιατροί που εργάζονται με υπαλληλική σχέση εργασίας σε ένα ενοποιημένο σύστημα ΠΦΥ πρέπει να έχουν ενιαία σχέση εργασίας, ωράρια και τρόπο αμοιβής. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι οι ιατροί του ΕΟΠΥΥ (τέως ΙΚΑ) που θα μετακινηθούν στο νέο σύστημα είχαν μερική απασχόληση και δικαίωμα ιδιωτικού ιατρείου, ενώ αυτοί του ΕΣΥ (των κέντρων υγείας) είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Επελέγη η ομογενοποίηση των σχέσεων εργασίας στα πρότυπα του ΕΣΥ, γεγονός που σημαίνει ότι οι ιατροί του τέως ΙΚΑ που επιθυμούν να παραμείνουν στο νέο σύστημα υποχρεούνται να εγκαταλείψουν άμεσα την ιδιωτική ιατρική μετά από πολλές δεκαετίες άσκησής της. Προσωπική μου άποψη είναι ότι όλοι οι ιατροί που έχουν υπαλληλική σχέση με το δημόσιο σύστημα υγείας και σε όλες τις βαθμίδες του (ιατροί κέντρων υγείας, ΕΣΥ, στρατιωτικοί και πανεπιστημιακοί) θα έπρεπε να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, η βίαιη όμως και χωρίς μεταβατικές ρυθμίσεις και πρόνοιες αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ιατρών που είχαν δομήσει -καλώς ή κακώς- με έναν ορισμένο τρόπο τον επαγγελματικό τους βίο, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει ακραίες εντάσεις και είναι εξαιρετικά πιθανό να επιφέρει σοβαρές δυσλειτουργίες στο νέο σύστημα που σε μεγάλο βαθμό θα απαρτίζεται από χιλιάδες χολωμένους και ηθικά και επαγγελματικά μειωμένους ιατρούς. Πρόκειται για μία άνωθεν οριζόντια διοικητική διαδικασία, χωρίς ουσιώδη κριτήρια αξιολόγησης των αναγκών του συστήματος και των επιστημονικών και κλινικών προσόντων των ιατρών, που δημιουργεί -βασίμως- την εντύπωση ότι μοναδικό σκοπό έχει τον εξαναγκασμό σε εκούσια “αυτο-απόλυση” και αποχώρηση από το σύστημα μερικών χιλιάδων ιατρών.
Τα τρία αυτά βασικά στοιχεία του νομοσχεδίου που αναλύθηκαν ανωτέρω είχαν στην πραγματικότητα προαναγγελθεί τους τελευταίους μήνες και ήταν γνωστά στους “παροικούντες την Ιερουσαλήμ”. Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί τις επόμενες ημέρες στη Βουλή, πέραν αυτών, θα παρουσίαζε μια συνεκτική και σχεδιασμένη εικόνα της επιχειρούμενης νέας διάρθρωσης της ΠΦΥ στη χώρα. Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη. Όπως και στην περίπτωση της δημιουργίας του ΕΟΠΥΥ (με τον νόμο του 2011), ένα φιλόδοξο και ορθολογικό στη σύλληψη του εγχείρημα, υποθηκεύεται εξαρχής από την έλλειψη στοιχειώδους πολιτικοδιοικητικού σχεδιασμού και χρηματοδοτικού ερείσματος, και είναι πολύ πιθανό να οδηγηθεί τάχιστα-όπως και ΕΟΠΥΥ- σε ουσιαστική αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του.
Κατ’αρχάς διαβάζοντας κανείς προσεκτικά και καλόπιστα το νομοσχέδιο δεν μπορεί να αντιληφθεί πως θα λειτουργούν -στην πράξη-και θα διαρθρώνονται οι δομές πρωτοβάθμιας υγείας που περιγράφονται σε αυτό. Πρόκειται για ένα γενικόλογο, ασαφές κείμενο, που σε κάθε θέμα που προσεγγίζει, παρουσιάζει κάποιες γενικές -επιπέδου έκθεσης ιδεών- αρχές και ακολούθως παραπέμπει τη ρύθμιση όλων των κρίσιμων λεπτομερειών σε υπουργικές και κοινές υπουργικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, κεντρικό ζήτημα είναι η εισαγωγή του οικογενειακού ιατρού που προβλέπεται στο άρθρο 4. Πρόκειται για απλή εισαγωγή μιας ….έννοιας. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς -ακόμη και ειδικός- πως φαντάζεται τον ρόλο του οικογενειακού ιατρού ο νομοθέτης: ως προσωπικό ιατρό-σημείο αναφοράς του ασθενούς με έναν κατά βάση συμβουλευτικό ρόλο ή ως βασικό αποφασίζοντα για τα θέματα υγείας των ασθενών του και διαχειριστή των πόρων του συστήματος σε μικροκλίμακα, στo βρετανικό πρότυπο του γενικού-οικογενειακού ιατρού σε ρόλο πύλης-ηθμού (gatekeeper) του συστήματος; Επίσης, ποιοι θα είναι οι οικογενειακοί ιατροί, πόσοι, πώς θα επιλέγονται, πώς θα αξιολογούνται, τι σχέσεις εργασίας θα έχουν, πώς θα αμείβονται…ουδείς γνωρίζει. Παραπέμπονται όλα σε σχετικές ….υπουργικές αποφάσεις που θα εκδοθούν …εν καιρώ.Το παραθέτω αυτούσιο από το άρθρο 4, παράγραφος 5, του σχεδίου νόμου:
“Με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας καθορίζονται ο αριθµός των δικαιούχων που µπορούν να
επιλέξουν τον ίδιο οικογενειακό ιατρό, ο αναγκαίος αριθµός των οικογενειακών ιατρών ανά
Δ.Υ.Πε., ο τρόπος και η διαδικασία επιλογής τους, η διαδικασία ανάθεσης καθηκόντων
οικογενειακού ιατρού σε ιατρούς των Κέντρων Υγείας, ο τρόπος παροχής υπηρεσιών και το
περιεχόµενο τους, η συνεχιζόµενη εκπαίδευση των οικογενειακών ιατρών, καθώς και κάθε άλλη
αναγκαία λεπτοµέρεια.”
Αυτό το ιδιότυπο μοντέλο ακολουθείται σε όλο το νομοσχέδιο: για όλα τα ζητήματα -πλην των διαδικασιών και των χρονοδιαγραμμάτων που αφορούν την κινητικότητα-διαθεσιμότητα και επανατοποθέτηση όσων ιατρών του ΕΟΠΥΥ (τέως ΙΚΑ) απομείνουν, που προβλέπονται και ρυθμίζονται λεπτομερώς- παραπέμπει σε επικείμενες υπουργικές αποφάσεις.
Δεν είμαι υπέρ του απόλυτου, ανελαστικού, κεντρικού νομοθετικού σχεδιασμού με πολυσέλιδα νομοθετήματα που επιχειρούν να ρυθμίσουν εκ των προτέρων και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αλλά δεν μπορεί και το κοινοβούλιο να καλείται να ψηφίσει ένα νόμο-δήλωση γενικών προθέσεων παραχωρώντας στον εκάστοτε υπουργό το δικαίωμα- λευκή επιταγή να ρυθμίζει τα πάντα κατά το δοκούν με υπουργικές αποφάσεις. Πρόκειται για -δυστυχώς συνήθη τα τελευταία χρόνια- πρακτική απροκάλυπτης υποβάθμισης του κοινοβουλίου και θεσμικά επικίνδυνης για τη δημοκρατία υποταγής της νομοθετικής στην εκτελεστική εξουσία.
Έτερο κεφαλαιώδες πρόβλημα του υπό συζήτηση σχεδίου νόμου για την πρωτοβάθμια υγεία είναι η απουσία οικονομοτεχνικής μελέτης και παρουσίασης βιώσιμου σχεδίου χρηματοδότησης του συστήματος που ευαγγελίζεται. Δεν αντιμετωπίζεται καμία από τις δομικές παθογένειες που οδήγησαν τον ΕΟΠΥΥ σε ουσιαστική αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του. Σε ένα περιβάλλον κατάρρευσης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, των οποίων οι κλάδοι υγείας συναπαρτίζουν τον ΕΟΠΥΥ, ελέω ύφεσης και διαρκούς συρρίκνωσης της κρατικής χρηματοδότησης, ελέω τρόϊκας, διατηρείται η αντίληψη της απεριόριστης, δωρεάν και κατά την κρίση του χρήστη παροχής, μη αξιολογούμενων ως προς την χρησιμότητά τους, υπηρεσιών υγείας και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό από τον ιδιωτικό τομέα (συμβεβλημένους ιατρούς, εργαστήρια και προβλεπόμενες πλέον από το νομοσχέδιο αυτό ιδιωτικές μονάδες ημερήσιας νοσηλείας). Το μοντέλο αυτό, όπου ο ΕΟΠΥΥ αγοράζει χωρίς έλεγχο και αξιολόγηση υπηρεσίες από ιδιώτες για λογαριασμό των ασφαλισμένων του, έχει αποδειχθεί σπάταλο και αναποτελεσματικό και δεν μπορεί να συγκαλύπτει εσαεί τον χαρακτήρα του με τις εκτός κάθε έννοιας λογικής και ενδεχομένως παράνομες και αντισυνταγματικές πρακτικές αυθαιρεσίας του rebate και κυρίως του clawback (σε εξωφρενικά ποσοστά του 40% και του 50%). Η λογική ότι αποδυναμώνω τις δημόσιες δομές υγείας και αναθέτω σε ιδιώτες μέρος του έργου τους, χωρίς ουσιώδεις μηχανισμούς ελέγχου των πρακτικών τους και αξιολόγησης της ποιότητάς τους και μετά δεν τους πληρώνω, είναι μια λογική που δεν μπορεί και δεν πρόκειται να πάει μακρυά.
Απολύτως ενδεικτική της στρεβλής “αγορανομικής” νοοτροπίας με την οποία προσεγγίζεται το κρίσιμο -δημοσιονομικά- ζήτημα της τήρησης του κλειστού προϋπολογισμού του ΕΟΠΠΥ είναι η πρόσφατη εξωφρενική, απροειδοποίητη απόφαση περί μείωσης του περιθωρίου συνταγογράφησης φαρμάκων -και σύντομα και διαγνωστικών εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων- από κάθε ιατρό στο 80% της μέσης μηνιαίας αξίας των συνταγών-παραπεμπτικών που εξέδωσε το 2013. Όχι μόνο ορίζεται αυθαίρετα ένας στόχος μείωσης των αντίστοιχων εξόδων του ΕΟΠΥΥ στο 20%, αλλά και επιλέγεται η ουσιαστική τιμωρία των ιατρών που ακολουθούσαν μια προσεκτική και μετρημένη πολιτική συνταγογράφησης φαρμάκων και εξετάσεων, επιβραβεύοντας παράλληλα όσους συναδέλφους τους προωθούσαν -συχνά με “αζημίωτο” από τις φαρμακευτικές εταιρείες- την εκτόξευση των φαρμακευτικών δαπανών και την επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία πολυφαρμακία. Ο ίδιος στόχος μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης θα μπορούσε θαυμάσια να επιτευχθεί με χρήση εντατικών -και πολύ εύκολων στην εποχή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης- ελέγχων τήρησης των επιστημονικώς τεκμηριωμένων διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών συνταγογράφησης από τους ιατρούς ή έστω χρήσης του μέσου όρου του κόστους συνταγογράφησης ανά ειδικότητα με επιτρεπόμενη ανά ιατρό μικρή ποσοστιαία διακύμανση πέριξ αυτού.
Τα πράγματα είναι απλά: δεν θέλουμε, αν και έχουμε πλέον τα μέσα, να ελέγξουμε και να αξιολογήσουμε, τραβάμε μια οριζόντια μείωση και …καθαρίσαμε.
Ούτως ή άλλως αυτό δεν γίνεται για κάθε τι στην χώρα τα τελευταία 3-4 χρόνια;
Ένα τελευταίο κρίσιμο θέμα στο οποίο το νομοσχέδιο για την πρωτοβάθμια υγεία περνά μάλλον “κάτω από τον πήχη” είναι η, απολύτως αναγκαία στις συνθήκες επαπειλούμενης ανθρωπιστικής κρίσης που έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία, θεσμοθέτηση της δυνατότητας καθολικής πρόσβασης όλων των πολιτών στις δημόσιες δομές περίθαλψης. Μπορεί ορθώς να διατυπώνεται η γενική -πάλι- αρχή (στο άρθρο 1, παρ. 1 και 3) ότι οι υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας παρέχονται ισότιμα σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως κοινωνικής, οικονομικής ή επαγγελματικής κατάστασης, αλλά στο ίδιο νομοσχέδιο ο ΕΟΠΥΥ ορίζεται ως αγοραστής υπηρεσιών υγείας μόνο για τους ασφαλισμένους του. Σε μια χώρα με πάνω από 30% ανεργία, εκτεταμένη υποαπασχόληση και μαύρη-ανασφάλιστη εργασία, 1,5 εκατομμύρια ανθρώπους μέλη οικογενειών χωρίς κανένα εισόδημα και εκτεταμένη αποασφάλιση του πληθυσμού χρειάζεται η ξεκάθαρη και χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις αποσύζευξη της δυνατότητας πρόσβασης σε όλες τις δημόσιες δομές υγείας από την ασφαλιστική ικανότητα. Οτιδήποτε λιγότερο, δεν είναι αρκετό.
Συμπερασματικά, το συζητούμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας εισάγει -σε επίπεδο προθέσεων- ορισμένες ορθολογικές -στη σύλληψη τους- μεταρρυθμίσεις διατυπώνοντας ένα γενικό, ασαφές και θολό πλαίσιο λειτουργίας ενός κάποιου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που στις -κρίσιμες- λεπτομέρειες του απομένει να διευκρινισθεί με δεκάδες απαιτούμενων υπουργικών αποφάσεων. Δεν προσεγγίζει πειστικά το ζωτικό ζήτημα της οικονομικής βιωσιμότητας του μοντέλου λειτουργίας που προτείνει, δεν αλλάζει το “υπόδειγμα λειτουργίας”, δεν αίρει τα αίτια των παθογενειών του εξαρχής θνησιγενούς ΕΟΠΥΥ, δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τον κίνδυνο εκρηκτικών για τη δημόσια υγεία επιπτώσεων της αποασφάλισης του πληθυσμού.
Είναι, εν τέλει, κατώτερο των περιστάσεων.
Υ.Γ. 1. Για όποιον αναγνώστη ενδιαφέρεται, εκτενέστερα οι απόψεις και οι προτάσεις του γράφοντος για τα θέματα πολιτικής υγείας παρατίθενται στα κάτωθι άρθρα:
E.O.Π.Υ.Υ. (Υγεία) υπό κατάρρευση. Μια εναλλακτική πρόταση (Μέρος Α΄)
E.O.Π.Υ.Υ. (Υγεία) υπό κατάρρευση. Μια εναλλακτική πρόταση (Μέρος Β΄)
Υ.Γ.2. Φαντάζει κάπως άσχετο, αλλά δεν είναι: Μήπως παράλληλα με τη διερεύνηση από τις δικαστικές αρχές των υποθέσεων διαφθοράς, διασπάθισης και καταλήστευσης δημοσίου χρήματος, μιζών και “μαύρων” πληρωμών στα εξοπλιστικά προγράμματα και “θαλασσοδανείων” στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, έχει έρθει η ώρα να στρέψει η δικαιοσύνη το βλέμμα της και στα αντίστοιχα κυκλώματα του χώρου της υγείας; Σε απόλυτους αριθμούς το “πάρτυ” στο χώρο της υγείας (φάρμακο-υλικά, και όχι μόνο) είχε μεγαλύτερη πιθανώς επίπτωση στα δημόσια οικονομικά και από τους εξοπλισμούς ακόμη, και συνέβαλε δραστικά και ατιμωρητί στην χρεοκοπία της χώρας. Από, μηδέποτε διαψευσθέντα, δημοσιεύματα του τύπου φαίνεται πως υπάρχουν έτοιμα και τεκμηριωμένα πλήθος στοιχείων από έρευνες που διενήργησαν οι αμερικανικές κυρίως, αλλά όχι μόνον, αρχές για τις πρακτικές δωροδοκίας Ελλήνων ιατρών από μεγάλες εταιρείες. Μιλάμε για ονόματα, διευθύνσεις και ποσά. Πέραν τούτου, και επειδή οι πρακτικές αυτές υπήρξαν τόσο ευρείες και διαδεδομένες και χωρίς περίπλοκες -συνήθως- διαδρομές χρήματος (εξωχώριες εταιρείες κτλ), αρκεί μια στοιχειώδης -δειγματοληπτική έστω- διασταύρωση φορολογικών δηλώσεων με περουσιακά στοιχεία και καταθέσεις, και το κουβάρι θα ξετυλιχθεί.
Αρκεί η βούληση. Υπάρχει;
http://www.virus.com.gr/site/index.php?option=com_k2&view=item&id=1620:kai-egeneto-p-e-d-y&Itemid=177