Οι θέσεις του ΚΚΕ για το 19ο συνέδριο

Ανακοινώθηκαν οι  θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο συνέδριο. Ένα απόσπασμα

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το ΚΚΕ έρχεται από πολύ μακριά, από το 1918, όταν πραγματοποι­ήθηκε το Ιδρυτικό του Συνέδριο ως ώριμος καρπός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στη χώρα μας που συνενώθηκε με τη θε­ωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Η ίδρυση του ΚΚΕ επιταχύνθηκε από την επίδραση της πρώτης στην Ιστορία σοσιαλιστικής επανάστασης, της Ο­χτωβριανής του 1917 στη Ρωσία, γεγονός που επιβεβαιώνει την εποχή πε­ράσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Το ΚΚΕ είναι ο γνήσιος και αντάξιος κληρονόμος των εθνικών, δημοκρατι­κών και επαναστατικών παραδόσεων του ελληνικού λαού. Κατόρθωσε, μέ­σα σε δύσκολες συνθήκες, να διατηρήσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα, ενώ ποτέ δε φοβήθηκε να αναγνωρίσει λάθη, παρεκκλίσεις, να κάνει αυτο­κριτική ανοικτή και μπροστά στο λαό. Η ιστορική του διαδρομή δικαιώνει την αναγκαιότητα ύπαρξης και δράσης του στην ελληνική κοινωνία.

Το ΚΚΕ είναι το οργανωμένο πρωτοπόρο συνειδητό τμήμα της εργατικής τάξης. Παλεύει για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Είναι πιστό στην αρχή του προλεταριακού δι­εθνισμού. Παλεύει για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κι­νήματος ύστερα από την υποχώρηση και την κρίση που γνώρισε, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της αντεπανάστασης το 1989 – 1991.

Το καπιταλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη χώρα, δεν πρόκειται να καταρρεύσει από μόνο του, λόγω των αντιθέσεών του. Η με­γάλη όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων θα οδηγήσει σε συνθήκες επανα­στατικής κατάστασης, σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης της ταξικής πάλης κι ενώ θα έχει ωριμάσει και αναδειχτεί μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ένα πανίσχυρο εργατικό κίνημα σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα που υ­ποφέρουν. Μέσα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης θα κριθεί, με την κατάλληλη επιλογή των συνθημάτων και όλων των μορφών πάλης, η θέ­ληση, η απόφαση του λαού να σπάσει και να καταργήσει τις αλυσίδες της ταξικής εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Προϋποθέτει εργατικό κίνημα, που δεν παγιδεύεται σε παραπλανη­τικές εναλλακτικές λύσεις, τις οποίες το αστικό πολιτικό σύστημα αξιοποιεί για να οργανώσει το τσάκισμα του κινήματος, το χτύπημα του ριζοσπαστι­σμού, της επαναστατικής διάθεσης και θέλησης, για να προλάβει ή να μα­ταιώσει, για όσο διάστημα μπορεί, την ανατροπή του.

Το 19ο Συνέδριο θα επεξεργαστεί τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις των πολιτικών καθηκόντων του Κόμματος και της ΚΝΕ, που θα ισχύουν έως το 20ό Συνέδριο, στη βάση του απολογισμού και των εξελίξεων, της εκτίμη­σης των τάσεων.

Βασικό καθήκον του Συνεδρίου είναι η σύγχρονη επεξεργασία του Προ­γράμματος του Κόμματος, υπολογίζοντας τις εξελίξεις που έχουν συντελε­στεί και τις σημερινές απαιτήσεις, και του Καταστατικού του. Από το 1996, όταν στο 15ο Συνέδριο διαμορφώθηκε το Πρόγραμμα του Κόμματος, που ι­σχύει έως σήμερα, κύλησε «αρκετό νερό στο αυλάκι», όσον αφορά τις οι­κονομικές εξελίξεις, τις τάσεις και μεταβολές στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύ­στημα, στην ΕΕ, τη θέση της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Με­σογείου. Το ίδιο αφορά τις εξελίξεις και διεργασίες για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, με κύριο χαρακτηριστικό τη σχετική αποσταθεροποίηση του μεταπολιτευτικού αστικού πολιτικού συστήματος. Σημαντικές είναι οι εξελίξεις στις συνθήκες δουλειάς και ζωής των εργαζομένων, λόγω της οικονομικής κρίσης και της στρατηγικής του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τη γενικευμένη αύξηση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, την εκτόξευση της ανεργίας, του μεταναστευτικού κ.ά. Αναπτύ­χθηκαν σημαντικοί αγώνες, απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις που η απήχησή τους πέρασε τα ελληνικά σύνορα.

Αναπόσπαστο στοιχείο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η μεγαλύτερη στροφή προς την αντίδραση, την καταστολή και την κρατική – εργοδοτική βία, την αντικομμουνιστική και αντισοσιαλιστική επίθεση που αφορά ως πρόβλημα τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Η αντικομμουνιστική επίθεση επιδιώκει εναλλακτικά: Την πίεση στο ΚΚΕ, ώστε να ευοδωθούν οι ελπίδες για την αλλοίωση του χαρακτήρα του και τη μετεξέ­λιξή του σε συνιστώσα της κυβερνώσας αριστεράς ή την απομόνωσή του ή ακόμη να επιτύχει την απαγόρευση της δράσης του, ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά από το λαό, για να αποτραπούν εξαιρετι­κά αρνητικές επιπτώσεις στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Επομένως, προκύπτουν νέα καθήκοντα για το εργατικό κίνημα, τη Λαϊκή Συμμαχία, ζητήματα, δηλαδή, στρατηγικής σημασίας.

Το σχέδιο Προγράμματος ενσωματώνει τα συμπεράσματα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και γενικότερα στις χώρες της σοσιαλι­στικής οικοδόμησης, τα συμπεράσματα από την πορεία του διεθνούς κομ­μουνιστικού κινήματος, που εγκρίθηκαν στο 18ο Συνέδριο, καθώς και τα στρατηγικής σημασίας συμπεράσματα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος (1949 – 1968)».

Είναι, τελικά, καρπός μιας μακρόχρονης συλλογικής διαδικασίας, που συ­νεχίστηκε μετά το 15ο Συνέδριο σε όλη την πορεία έως σήμερα, εν μέσω α­γώνων και σκληρών ταξικών αναμετρήσεων. Η πείρα του Κόμματος και του εργατικού και λαϊκού κινήματος είναι πολύτιμο ζωντανό υλικό που αξιοποι­ήθηκε όσο ήταν δυνατό στην επεξεργασία των Θέσεων του απολογισμού και του σχεδίου Προγράμματος. Το σχέδιο Προγράμματος θεμελιώθηκε με στοιχεία και εκτιμήσεις που προκύπτουν από τη μακρόχρονη έρευνα των ε­ξελίξεων στην Ελλάδα και διεθνώς, από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊ­κών συμφερόντων, δηλαδή με γνώμονα τη μαρξιστική -λενινιστική θεωρί­α, η οποία αποτελεί την ιδεολογία του ΚΚΕ.

Στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου, η ΚΕ παραδίδει στη δημοσιό­τητα τις Θέσεις για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, οι οποίες αποτελούνται από τρία μέρη με βάση την ημερήσια διάταξη των εργασιών του.

Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τον απολογισμό δράσης του Κόμματος από το 18ο Συνέδριο και την εκτίμηση της ΚΕ που εκλέχθηκε στο 18ο Συνέδριο. Περιλαμβάνει, επίσης, σε γενικές γραμμές τα πολιτικά καθήκοντα του Κόμματος έως το επόμενο 20ό Συνέδριο.

Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει το σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ. Το ισχύον μέχρι σήμερα Πρόγραμμα του Κόμματος αποφασίστηκε στο 15ο Συ­νέδριο (22 -26 Μάη 1996). Το Πρόγραμμα εμπλουτίστηκε, εκσυγχρονίστηκε με βάση τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις στα επόμενα Συνέδρια, 16ο (14 – 17 Δεκέμβρη του 2000), 17ο (9 – 12 Φλεβάρη του 2005) και 18ο (18 – 22 Φλεβάρη του 2009).

Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει το σχέδιο Καταστατικού, στο οποίο αξιοποι­ήθηκε η παλαιότερη και πρόσφατη εμπειρία.

Η ΚΕ καλεί τα μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ να μελετήσουν το κείμενο των Θέσεων, να συμβάλουν στη βελτίωσή τους με προβληματισμό, προτά­σεις, υποδείξεις, ώστε τα τελικά ντοκουμέντα να αποτελέσουν καρπό συλ­λογικής διαδικασίας, να αποκρυσταλλώσουν την πλούσια πείρα που συγκε­ντρώσαμε τα τελευταία χρόνια.

Ο προσυνεδριακός διάλογος συμπεριλαμβάνει και τη συζήτηση των Θέσε­ων με σκοπό τη συγκέντρωση γνωμών και παρατηρήσεων από τους φίλους, οπαδούς του Κόμματος, από κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια που – ανεξάρ­τητα από τις ιδιαίτερες απόψεις – κατανοεί ότι δίχως ισχυρό και με επιστη­μονικά επεξεργασμένες θέσεις ΚΚΕ δεν είναι δυνατή η ανάκαμψη του εργα­τικού και λαϊκού κινήματος, η αντοχή του μπροστά στις καμπές και στρο­φές που θα περάσει, δεν είναι δυνατή ούτε η άμυνα στη βάρβαρη επίθεση του κεφαλαίου, πολύ περισσότερο η επιθετική λαϊκή δράση για κοινωνική και πολιτική ανατροπή.

 

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΟ 19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ 11 – 14 Απρίλη 2013

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ,

ΣΤΗΝ ΕΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

1. Η εκδήλωση της γενικευμένης και συγχρονισμένης οικονομικής καπι­ταλιστικής κρίσης έφερε στο προσκήνιο τον ιστορικά ξεπερασμένο και απάνθρωπο χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, την ε­πικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, την ανάγκη ανασύνταξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, της χειραφέτησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Συνέβαλε στην όξυνση των ανισομετριών και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμε­ων στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, στη ρευστότητα των συμμαχιών και στην ανάφλεξη παλαιών και νέων εστιών πολέμου.

Η καπιταλιστική κρίση έδωσε συντριπτικό χτύπημα στις αστικές θεωρίες, π.χ. περί αειφόρου ανάπτυξης. Ανέδειξε ολοκάθαρα την όξυνση των αντι­φάσεων και δυσκολιών της αστικής διαχείρισης και γενικότερα τις δυσκο­λίες για το πέρασμα σε νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινω­νικού κεφαλαίου. Η όποια ανάκαμψη σημειώθηκε ήταν ανισόμετρη, αναιμι­κή, ενώ στην Ευρωζώνη και στην Ιαπωνία τη διαδέχτηκε νέα υποχώρηση. Ο επόμενος κύκλος της κρίσης σε διεθνές επίπεδο θα είναι ακόμα πιο βαθύς.

2. Η σύγχρονη φιλομονοπωλιακή πολιτική, η οποία έχει στρατηγικό χα­ρακτήρα και στοχεύει στην άνοδο του ποσοστού κέρδους (φτηνότερη εργατική δύναμη, αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.), ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, στη συνέχεια επεκτάθηκε στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη και αλλού. Ο στρατη­γικός χαρακτήρας της καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι προωθήθηκε εξίσου από τις φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αστικές κυβερνητι­κές δυνάμεις κατά την τελευταία τριακονταετία. Αποτελεί μονόδρομο της καπιταλιστικής ανάπτυξης για την ανάσχεση της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και την προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες, όπου εντείνεται συνεχώς η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας και της αγοράς της εργατικής δύναμης.

3. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη δέχονται ισχυρότερα τις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ δυναμώνουν συνεχώς και οι εσωτερικές αντιθέ­σεις. Η κρίση επιδρά επιβραδυντικά και στις χώρες που παρουσιάζουν ακό­μα ψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Οι κοινές στοχεύσεις του μεγάλου κεφαλαίου -που καθορίζουν τη συ­γκρότηση της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας -δεν αναι­ρούν την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της, την εθνοκρατική ορ­γάνωση πάνω στην οποία στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος της καπιταλι­στικής συσσώρευσης.

Η εκδήλωση της κρίσης ενίσχυσε την υποχώρηση των μεριδίων ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνίας στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν την 1η θέση, όμως το μερίδιό τους στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν υποχωρεί από 22,23% το 2005 σε 18,9% το 2012 (βάσει ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης). Η Ευρωζώνη δε διατηρεί πλέον τη 2η θέση, με το μερίδιό της να υποχωρεί από 16,53% το 2005 σε 13,73% το 2012 (η ΕΕ-27 ως σύνολο βρίσκεται σε ισοδύναμη θέση με τις ΗΠΑ).

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ως άθροισμα, το μερίδιο των οικονομιών της ο­μάδας G7, δηλαδή των ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Κα­ναδά, Ιαπωνίας που ήταν οι ισχυρότερες αναπτυγμένες οικονομίες, στο έ­δαφος της κρίσης, υποχώρησε από το 45,03% του παγκόσμια παραγόμε­νου προϊόντος το έτος 2005 στο 37,75% σύμφωνα με την πρόβλεψη για το 2012, με προοπτική για συνεχή περαιτέρω μείωση εντός των επόμενων ετών.

Αντίθετα, αυξάνεται σταθερά το μερίδιο της Κίνας και της Ινδίας στο Πα­γκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν, ενώ σε σταθερά επίπεδα παραμένουν τα με­ρίδια των υπόλοιπων χωρών της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νό­τια Αφρική). Δυναμώνει ο διεθνής ρόλος της Βραζιλίας λόγω του μεγέθους της χώρας και των ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης, και επομένως του ρόλου που διαδραματίζει στη Λατινική Αμερική.

Ωστόσο όλες οι ανερχόμενες καπιταλιστικές οικονομίες εξακολουθούν να έχουν συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ η παραγωγικότητα των Η­ΠΑ τις ξεπερνά κατά πολύ. Οι μόνες χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ που ξεπερνούν τις ΗΠΑ σε παραγωγικότητα (όγκος παραγωγής κατά εργαζόμενο στη μο­νάδα χρόνου) είναι η Νορβηγία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και τις προ­σεγγίζουν η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.

4. Με βάση ένα σύνολο βασικών οικονομικών δεικτών (ρυθμός μεταβο­λής ΑΕΠ, βιομηχανική παραγωγή, παραγωγικότητα, ισοζύγιο τρεχου­σών συναλλαγών, δημοσιονομική κατάσταση) διακρίνονται τρεις κατηγο­ρίες στο εσωτερικό της σημερινής Ευρωζώνης. Η ισχυρή ομάδα (Γερμανί­α, Ολλανδία, Φινλανδία), η κατηγορία Γαλλίας -Ιταλίας, των οποίων η από­σταση από τη Γερμανία μεγαλώνει και η κατηγορία των ασθενέστερων υ­περχρεωμένων οικονομιών (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα κ.λπ.).

Ο προσωρινός συμβιβασμός των Συνόδων Κορυφής κατέληξε στη δημι­ουργία κοινού εποπτικού μηχανισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα των κρατών – μελών και στη δυνατότητα απ’ ευθείας ανακεφαλαιοποίησης των ευρωπαϊκών τραπεζών απ΄ τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.

Γι’ αυτό η γερμανική και η γαλλική αστική τάξη βρίσκονται μπροστά σε σο­βαρά διλήμματα σχετικά με το μέλλον της Ευρωζώνης. Στις Συνόδους Κο­ρυφής το 2011 και το 2012 διαμορφώθηκε βαθμιαία ένας προσωρινός εύ­θραυστος συμβιβασμός που δεν αναιρεί τις αιτίες όξυνσης των ενδοϊμπερι­αλιστικών αντιθέσεων ούτε σηματοδοτεί χαλάρωση της αντιλαϊκής πολιτι­κής που ακολουθείται σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ.

Η κυρίαρχη τάση της γερμανικής αστικής τάξης θέτει ως προτεραιότη­τα τη θωράκιση του ευρώ, τη νομισματική σταθερότητα και αμφισβητεί τη σκοπιμότητα και τη δυνατότητα να επωμιστεί η Γερμανία μεγάλο βάρος υ­ποτίμησης κεφαλαίου στις υπερχρεωμένες χώρες. Μια δεύτερη τάση, η ο­ποία ενισχύεται, υπερτονίζει τον κίνδυνο για την ισχύ του ευρώ και τη στα­θερότητα των ευρωατλαντικών σχέσεων αν αποβληθούν ορισμένοι αδύνα­μοι κρίκοι, εξέλιξη που θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της ενιαίας εσωτερι­κής αγοράς της ΕΕ. Μια τρίτη τάση αμφισβητεί συνολικά τη σημερινή μορ­φή της Ευρωζώνης και δίνει προβάδισμα στην προσέγγιση με τον άξονα Κίνας – Ρωσίας.

Η εκδήλωση νέας οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη το 2012 και οι δι­αμορφούμενες συνθήκες στη διεθνή αγορά δείχνουν ότι η εργατική τάξη σε όλα τα κράτη -μέλη της ΕΕ θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση, θα υπο­βληθεί σε θυσίες διαρκείας για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητα των μο­νοπωλίων. Αντικειμενικά, μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης θα έρ­θουν σε αντίθεση με τις αστικές διαχειριστικές λύσεις που προσπαθούν να ελέγξουν την έκταση της απαξίωσης κεφαλαίου και την κατανομή της ζη­μιάς στα διάφορα τμήματά του.

Η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα

5. Στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης η Ελλάδα, με στοιχεία υποχώ­ρησης, παραμένει σε ενδιάμεση θέση στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυ­ραμίδα, με εξαρτήσεις απ’ τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η Ελλάδα αποτελεί τον πιο αδύναμο κρί­κο, παραμένοντας σε βαθιά κρίση, με υστέρηση στη βιομηχανική παραγω­γή, αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υψηλό δημόσιο χρέος.

Διευρύνθηκε η απόσταση της Ελλάδας από τις ισχυρές καπιταλιστικές οι­κονομίες της Ευρωζώνης. Συμπεριλαμβάνεται στους πιο αδύναμους κρί­κους σε περίπτωση ανασύνθεσής της. Αν και η θέση της Ελλάδας στην ευ­ρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου παραμένει σημαντική, εξασθε­νεί συγκριτικά με τη θέση της Τουρκίας και του Ισραήλ. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας καταγράφεται απώλεια της καπιταλιστικής ανταγω­νιστικής θέσης της, μεγάλη συρρίκνωση της παραγωγής, κυρίως στη με­ταποίηση και τις κατασκευές και λιγότερο στην αγροτική παραγωγή, ενώ ο κλάδος της ναυτιλίας διατηρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στη διεθνή καπιταλιστική αγορά (ο ελληνόκτητος στόλος είναι 2η δύναμη παγκοσμίως και 1η δύναμη στην ΕΕ, ενώ ο στόλος υπό ελληνική σημαία είναι 6η δύνα­μη παγκοσμίως). Ο ελληνικός στόλος διακινούσε και εξακολουθεί να δια­κινεί σημαντικό μέρος των θαλάσσιων μεταφορών εμπορευμάτων και πε­τρελαίου προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί το μοναδικό τμήμα του εγχώριου κεφα­λαίου που διαπραγματεύεται από θέση ισχύος μέσα στην ΕΕ.

Οι πραγματικές αιτίες της θέσης της Ελλάδας βρίσκονται στις πολύμορ­φες συνέπειες της ανισόμετρης ανάπτυξης ως αποτέλεσμα και της πορεί­ας ενσωμάτωσης στην ΕΕ – Ευρωζώνη και γενικότερα στο διεθνές καπιτα­λιστικό σύστημα. Η οικονομική καπιταλιστική κρίση όξυνε ακόμα περισσό­τερο αυτήν την πραγματικότητα.

6. Η διαπάλη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τη συγκεκριμένη περί­οδο, εστιάζεται στον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων με­ταφοράς τους, των πηγών νερού, των θαλάσσιων διαδρόμων μεταφοράς ε­μπορευμάτων, με χαρακτηριστικές εστίες έντασης την Κασπία, την Ανατο­λική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο, την Αφρική, τη Θά­λασσα της Νότιας Κίνας και την Αρκτική. Δυναμώνει ο κίνδυνος και πιο γε­νικευμένων περιφερειακών συγκρούσεων, ακόμα και ενός γενικότερου ι­μπεριαλιστικού πολέμου. Σε αυτά τα πλαίσια αναδιατάσσονται ιμπεριαλι­στικοί άξονες για τον έλεγχο αγορών και εδαφών.

7. Η στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή έχει ως απο­τέλεσμα τον αντιφατικό χαρακτήρα των σχέσεων ανταγωνισμού με την Τουρκία, καθώς και την επιλογή στρατηγικής συνεργασίας με το Ισρα­ήλ (στρατιωτική συνεργασία, οικονομική συνεργασία, ιδιαίτερα στους το­μείς Ενέργειας, Τουρισμού, Γεωργίας), ενώ αναζητεί λύση στον καθορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Δεν έχει προχωρή­σει στην ανακήρυξη της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α­ΟΖ), σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που α­ποτελεί το πρώτο βήμα για την οριοθέτησή της, ζήτημα στο οποίο ασκεί­ται κριτική και από αστική προσέγγιση. Ταυτόχρονα, προωθεί έρευνες ε­νεργειακών κοιτασμάτων σε Ιόνιο και Νότια Κρήτη.

8. Η αναβάθμιση της θέσης της Τουρκίας συμβαδίζει με τη γεωστρατηγι­κή του «νεοοθωμανισμού», η οποία στοχεύει να εδραιώσει και να επε­κτείνει τη δράση του τουρκικού καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ασίας. Η επικρατού­σα τουρκική στρατηγική αξιοποιεί, εκτός από την οθωμανική ιστορική πα­ράδοση, και το θρησκευτικό πολιτιστικό στοιχείο στην ευρύτερη περιοχή.

Το τουρκικό κράτος επιδιώκει να αξιοποιήσει προς όφελός του τις ενδοϊ­μπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ του ευρωατλαντικού άξονα και του άξο­να Ρωσίας -Κίνας -Ιράν στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και τις υπαρ­κτές αντιθέσεις στο εσωτερικό κάθε άξονα (π.χ. ΗΠΑ – Ισραήλ). Διεξάγει μια σύνθετη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, με βασικούς στό­χους τη διατήρηση ισχυρής παρουσίας στην Κύπρο, την επαναδιαπραγμά­τευση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο (με έμφαση στην υπερφα­λάγγιση του «εμποδίου» του Καστελλόριζου – Στρογγύλης στον προσδιο­ρισμό της τουρκικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο) και την αποτροπή δη­μιουργίας ανεξάρτητου Κουρδιστάν στον άξονα Β. Ιράκ -Συρίας που θα α­ποσταθεροποιούσε και τα τουρκικά σύνορα. Σε αυτή την κατεύθυνση αξι­οποιεί την ιδιαίτερη σημασία της γεωπολιτικής θέσης και της στρατιωτικής της ισχύος για την προώθηση των σχεδίων ΗΠΑ -ΝΑΤΟ, σχετικά με την οι­κοδόμηση «Νέας Μέσης Ανατολής». Απόδειξη είναι η συμμετοχή της Τουρ­κίας στην επέμβαση στη Λιβύη και στις εσωτερικές υποθέσεις της Συρίας, καθώς και η επιρροή της στα Βαλκάνια (προνομιακές σχέσεις με Αλβανία, ΠΓΔΜ κ.λπ.). Ωστόσο, ο κουρδικός πληθυσμός, σε συνδυασμό με την επι­θετική πολιτική της απέναντι στη Συρία και το σύμμαχό της Ιράν, αποτελεί παράγοντα όξυνσης των εσωτερικών αντιθέσεων της Τουρκίας.

Τις εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων χαρακτηρίζει η διεύρυνση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κατά συνέπεια η πιο άμεση εμπλοκή τους στα ιμπερια­λιστικά σχέδια και ανταγωνισμούς. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται η ανε­ξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου που εντασσόταν και στο σχέδιο δια­μελισμού της Γιουγκοσλαβίας το 1999, η στρατιωτική συμφωνία της Τουρ­κίας με την Αλβανία, η ακύρωση από το συνταγματικό δικαστήριο της Αλ­βανίας της ελληνοαλβανικής συμφωνίας για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων, η ενίσχυση της αμερικανοΝΑΤΟικής παρέμβασης για τη σύνδεση και ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο μεγαλοϊδεατισμός και ο α­λυτρωτισμός που αναπτύσσονται από την ηγεσία της Αλβανίας υποδαυλί­ζονται επίσης από ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενισχύεται ο αλβανι­κός εθνικισμός σε βάρος της Ελλάδας και των άλλων κρατών της περιο­χής, τροφοδοτώντας παράλληλα εθνικιστικούς κύκλους στην Ελλάδα αλ­λά και ευρύτερα.

Μεγαλώνουν οι κίνδυνοι, στην ευρύτερη περιοχή, για γενικευμένο ιμπε­ριαλιστικό πόλεμο και άμεση εμπλοκή της Ελλάδας.

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα

9. Από το 2009 εκδηλώνεται στην ελληνική οικονομία η βαθύτερη και πιο μεγάλη σε διάρκεια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου μετά τη δεκα­ετία του ’50. Από την πρώτη στιγμή, ξεκίνησε από τα αστικά κόμματα, αλ­λά και τις ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές δυνάμεις με επικεφαλής τον ΣΥ­ΡΙΖΑ, συστηματική προσπάθεια παραπληροφόρησης, συσκότισης, προκει­μένου να συγκαλυφθούν οι πραγματικές αιτίες και οι παράγοντες της κρί­σης. Στόχος τους, να παρεμποδιστεί και το μικρό ακόμα βήμα προς τη χει­ραφέτηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Προβλήθηκαν θεωρίες πε­ρί «καζινοκαπιταλισμού», περί κρίσης που οφείλεται αποκλειστικά και μό­νο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, της «υπερκατανάλωσης» ή, και το α­ντίθετο, της «υποκατανάλωσης», η οποία τελευταία αναπτύχθηκε μετά το Μνημόνιο του 2010.

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε λόγω της ενσωμάτωσής της στην ΕΕ -Ευρωζώνη, η οποία όξυνε τις βαθιές ανισομετρίες στην ανά­πτυξη/διάρθρωση των βιομηχανικών κλάδων και συνέβαλε στην απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής μεταποίησης, στην αύξηση των εισαγω­γών, στη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.

10. Η διόγκωση του δημόσιου χρέους οφείλεται:

  • Στην πολιτική διαχείριση προς όφελος των μονοπωλιακών ομί­λων σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο με τη χρηματοδότησή τους, τη μείωση της φορολογίας, τις φοροαπαλλαγές. Στα έργα για τους Ολυμπι­ακούς Αγώνες το 2004.
  • Στις τεράστιες δαπάνες σε εξοπλιστικά προγράμματα και αποστολές για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ.
  • Στις συνέπειες από τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος λόγω της ραγδαίας αύξησης των εισαγωγών από την ΕΕ.
  • Στο φαύλο κύκλο μεταξύ μείωσης του ΑΕΠ – διόγκωσης του χρέους ως ποσοστού ως προς το ΑΕΠ και μέτρων εσωτερικής υποτίμησης.

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ελαχιστοποιούσε, αντικειμενικά, τα περιθώρια και τις επιλογές χειρισμών στη νομισματική πολιτική, αφού αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Ταυτόχρονα και η δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας υφίσταται τους πε­ριορισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ και των κατοπινών Συμφωνιών, με βάση τις οποίες εκχωρούνται εθνοκρατικά δικαιώματα, αναγνωρίζεται η προτεραιότητα του κοινοτικού έναντι του εθνικού δικαίου σε πολλά ζητήμα­τα. Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωζώνη δεν είναι συγκροτημένη ως ομοσπονδιακό κράτος, επομένως δεν έχει ενιαία όργανα ούτε πλήρως ενοποιημένη αγορά.

11. Στις συνθήκες της κρίσης, αφενός βάθυνε η ανισομετρία στο εσω­τερικό της Ευρωζώνης, αφετέρου οξύνθηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ των κρατών – μελών της για τη διαχείριση της κρίσης, για τον έλεγχο του δημόσιου χρέους, ακόμα και για τις προϋποθέσεις διατήρησης του κοινού νομίσματος. Τέτοιου είδους αντιθέσεις εκδηλώθηκαν και στο εσωτερικό του­λάχιστον των δύο ισχυρότερων δυνάμεων της Ευρωζώνης, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Σε αυτές τις αντιθέσεις πήρε ενεργό μέρος και το ΔΝΤ, αλ­λά και κράτη εκτός Ευρωζώνης, όπως η Βρετανία, καθώς και οι ΗΠΑ. Η Ελλάδα, ως πρώτη χώρα της Ευρωζώνης στην οποία εκδηλώθηκε με ο­ξύτητα η κρίση, έγινε σημείο αναφοράς όλων των παραπάνω δυνάμεων και των μεταξύ τους αντιθέσεων.

12. Ο ελληνικός καπιταλισμός, επιδιώκοντας να βελτιώσει τη θέση του στην ΕΕ, στην περιοχή και γενικότερα στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυ­ραμίδα, έχει ως στρατηγικούς στόχους: Την ανάδειξη της Ελλάδας σε κόμ­βο μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων από την Ασία προς την ΕΕ. Τη συνεκμετάλλευση των πλούσιων ενεργειακών κοιτασμάτων (Αιγαίου – Ιο­νίου – Νότιας Κρήτης). Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου και της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας στην ευρωατλα­ντική ιμπεριαλιστική συμμαχία. Προβάλλει επίσης το στόχο της ανάπτυξης ορισμένων κλάδων και τομέων όπως: Toυ τουρισμού, της παραγωγής ορι­σμένων αγροτικών προϊόντων, ορισμένων κλάδων της βιομηχανίας, με ε­ξαγωγικό προσανατολισμό.

Στους παραπάνω στρατηγικούς στόχους συγκλίνουν και τα άλλα πολιτικά κόμματα που στηρίζουν τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.

Βασικές τάσεις στην κοινωνική σύνθεση και στη δομή της απασχόλησης, στη διάρθρωση της οικονομίας

13. Την τελευταία δεκαετία, η συνολική απασχόληση μειώθηκε από 4,09 εκατομμύρια το 2001 σε 3,7 εκατομμύρια απασχολούμενους το 2012, ενώ σημείωνε αυξητική μεταβολή μέχρι το 2008, πριν την εκδή­λωση της κρίσης.

Ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων στον αγροτικό -πρωτογενή το­μέα μειώθηκε από 16,1% το 2001 σε 13% το 2012. Σημαντική είναι η μείωση στο δευτερογενή – βιομηχανικό τομέα από 23% το 2001 σε 16,1% το 2012. Αντίθετα, καταγράφεται αύξηση στην απασχόληση στον τριτογενή τομέα α­πό 60,9% του συνόλου των απασχολούμενων το 2001 σε 70,4% το 2012.

Ο αριθμός των μισθωτών το 2012 είναι περίπου ίδιος με τον αριθμό των μισθωτών το 2001, 2,4 εκατομμύρια, αλλά αυτή η ισότητα αποκρύπτει μια σημαντική αύξηση του αριθμού των μισθωτών πριν την εκδήλωση της κρί­σης και στη συνέχεια μια ταχεία μείωσή τους. Ως ποσοστό στο σύνολο των απασχολούμενων αντιπροσώπευαν το 59,4% το 2001 και το 63,3% το 2012. Πριν την εκδήλωση της κρίσης ο αυξητικός ρυθμός μεταβολής ήταν μεγα­λύτερος.

Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων ως ποσοστό του συνόλου εμφανίζε­ται λίγο αυξημένος, από 23,6% το 2001 σε 24,3% το 2012, ωστόσο σε α­πόλυτο μέγεθος παραμένει σχετικά σταθερός με μικρές διακυμάνσεις, στις 950 χιλιάδες. Ωστόσο υπήρξε πορεία μείωσης μέχρι την εκδήλωση της κρί­σης, ενώ η φαινομενική αύξηση στη συνέχεια συγκαλύπτει ένα ποσοστό υποαπασχόλησης που προσεγγίζει οριακά την ανεργία.

Καταγράφεται σημαντική τάση μείωσης του αριθμού των απασχολούμενων και των μισθωτών στη μεταποίηση και τις κατασκευές. Αντίθετα, καταγρά­φεται αύξηση στους κλάδους τουρισμού-επισιτισμού, τηλεπικοινωνιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιστημονικών – τεχνικών υπηρεσιών.

Στη μεταποίηση ο αριθμός των απασχολούμενων εμφανίζει συρρίκνωση από 577 χιλιάδες το 2001 στις 367 χιλιάδες το 2012. Ο αριθμός των μισθω­τών στη μεταποίηση μειώνεται από τις 426 χιλιάδες το 2001 στις 266 χι­λιάδες το 2012. Το ποσοστό των μισθωτών παρουσιάζει ελαφρά κάμψη από 73,8% το 2001 σε 72,2% το 2012, ενώ, αντίθετα, το ποσοστό των αυτοα­πασχολούμενων παρουσιάζει αύξηση από 11,5% το 2001 σε 14,1% το 2012 .

Στις κατασκευές ο αριθμός των απασχολούμενων παρουσιάζει πολύ μεγά­λη μείωση από 307 χιλιάδες το 2001 σε 216 χιλιάδες το 2012, με τον αριθ­μό των μισθωτών να μειώνεται από τις 203 χιλιάδες στις 128 χιλιάδες την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Το ποσοστό της μισθωτής εργασίας ελαττώνε­ται επίσης σημαντικά, από 66% το 2001 στο 59% το 2012, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων από 18,1% σε 27%, με τον αριθμό τους να αυξάνεται ελαφρά από 56 χιλιάδες στις 58 χιλιάδες.

Στον κλάδο του εμπορίου, ο αριθμός των απασχολούμενων εμφανίζει μι­κρή, σχεδόν ανεπαίσθητη πτώση από 705 χιλιάδες το 2001 σε 687 χιλιά­δες το 2012 (πτώση 2,5%), ενώ ο αριθμός των μισθωτών σημειώνει την ίδια περίοδο σημαντική αύξηση από 345 χιλιάδες σε 383 χιλιάδες, με το ποσο­στό τους να αυξάνεται από 49% το 2001 σε 56% το 2012. Πτώση σημείω­σε και ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων από 213 χιλιάδες στις 190 χι­λιάδες με το ποσοστό τους να μειώνεται από το 30,2% το 2001 σε 27,7% το 2012. Ο κλάδος του εμπορίου έχει ακόμα μεγάλο αριθμό αυτοαπασχο­λούμενων, αλλά οι τάσεις συγκέντρωσης -συγκεντροποίησης και προλε­ταριοποίησης στον κλάδο αυτόν είναι εμφανείς.

Στον κλάδο του τουρισμού – επισιτισμού, λόγω της έντονης εποχικότητας της απασχόλησης, αναφερόμαστε στο διάστημα 2001 – 2011 όπου υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής μέσων όρων σε επίπεδο έτους. Ο αριθμός των α­πασχολούμενων στον κλάδο αυξήθηκε από 269 χιλιάδες στις 295 χιλιάδες το 2011 και ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε από 156 χιλιάδες στις 170 χιλιάδες το 2011. Το ποσοστό των μισθωτών παρέμεινε πρακτικά σταθερό στο 58%. Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων αυξήθηκε ελαφρά από 48 χιλιάδες στις 50 χιλιάδες με το ποσοστό τους να μειώνεται από 17,8% σε 16,9% το 2011.

Στο χρηματοπιστωτικό κλάδο ο αριθμός των απασχολούμενων σημείωσε μικρή αύξηση από 108 χιλιάδες το 2001 σε 121 χιλιάδες το 2012. Ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε, επίσης, ελαφρά από 96 χιλιάδες το 2001 σε 107 χιλιάδες το 2012. Ο κλάδος έχει πολύ μεγάλο ποσοστό μισθωτής εργασί­ας που προσεγγίζει το 90%, πρακτικά σταθερό από το 2001 μέχρι το 2012.

Ο κλάδος των επιστημονικών -τεχνικών υπηρεσιών απασχολεί 221 χι­λιάδες εργαζόμενους, εκ των οποίων οι 85 χιλιάδες (39%) είναι μισθωτοί, οι 103 χιλιάδες (47%) είναι αυτοαπασχολούμενοι και οι 30 χιλιάδες (13%) εργοδότες. Από τα διαθέσιμα στοιχεία μπορούμε μόνο να εκτιμήσουμε μια αύξηση της τάξης του 30% του κλάδου σε επίπεδο δεκαετίας.

Η επίσημη ανεργία, την περίοδο αυτή, εκτινάχθηκε από 11,2% το 2001 σε 25,4% το 2012, όχι όμως μονοσήμαντα. Η εκδήλωση της κρίσης οδήγησε σε απότομη αντιστροφή της πορείας μείωσής της μέχρι το 2008. Το ποσοστό ανεργίας δεν είναι ομοιογενές σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Στις γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 16,9% το 2001 σε 12,3% το 2008, για να αυξηθεί στο 29% το 2012. Στους άνδρες, το ποσοστό ανεργίας μειώθη­κε από 7,5% το 2001 σε 5,6% το 2008, για να αυξηθεί στο 22,7% το 2012. Στους αλλοδαπούς, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 11,7% το 2001 σε 7,4% το 2008 και στη συνέχεια αυξήθηκε στο 30% το 2012. Με βάση αυ­τά τα στατιστικά στοιχεία, από το 1,27 εκατομμύρια ανέργους το 2012, οι 180 χιλιάδες είναι αλλοδαποί.

Αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης, οι απόφοιτοι ΑΕΙ έχουν 16,2% πο­σοστό ανεργίας, οι απόφοιτοι ΤΕΙ 26%, οι απόφοιτοι Γυμνασίου – Λυκείου περίπου 26%, οι απόφοιτοι Δημοτικού περίπου 22%, ενώ η ανεργία σε ό­σους δεν έχουν αποφοιτήσει από το Δημοτικό ξεπερνά το 33%. Αναφορι­κά με τις ηλικίες, στους νέους έως 24 ετών η ανεργία προσεγγίζει το 60%, ενώ στις ηλικίες 25-34 το ποσοστό ανεργίας φτάνει το 32,9%. Το ποσο­στό ανεργίας έχει ξεπεράσει το 20% και στην ηλικιακή κατηγορία 35-44. Αποτέλεσμα της έκρηξης της ανεργίας είναι η σημαντική αύξηση του πο­σοστού των ενηλίκων που διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμε­νο από 8,1% το 2008 σε 16,9% το 2012, ενώ εκτιμάται ότι το 12,6% των παιδιών κάτω των 18 ετών κατοικεί σε νοικοκυριό χωρίς κανέναν εργαζό­μενο. Αναφορικά με τη γεωγραφική ανομοιογένεια, στην Ήπειρο – Δυτική Μακεδονία το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 28,5% και στη Θεσσαλία – Στερεά Ελλάδα στο 26,4%, ενώ και στις περιφέρειες με το μικρότερο πο­σοστό ανεργίας αυτό προσεγγίζει πλέον το 20% (Κρήτη 19,6% και Αιγαίο 20%). Στην Αττική το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 25,9%.

Την περίοδο 2008 – 2011, επίσης, εκτινάχθηκε η μακροχρόνια ανεργία (α­ναζήτηση εργασίας για περισσότερο από ένα χρόνο). Από 3,2% για τους άν­δρες και 7,9% για τις γυναίκες το 2008, έφτασε το 11,7% για τους άνδρες και 16,9% για τις γυναίκες το Β΄ τρίμηνο του 2012. Ο αριθμός των μακρο­χρόνια ανέργων ξεπερνά πλέον τις 680 χιλιάδες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2011 στην Ελλάδα υπήρχαν ε­πίσημα καταγραμμένοι 956.007 μετανάστες και μετανάστριες, δηλαδή πο­σοστό 8,45% του πληθυσμού, που ανέρχεται στα 11.309.885, αρκετά υψη­λότερο από το μέσο όρο στην ΕΕ που την ίδια χρονιά ήταν 6,63%. Η ποιο­τική διαφορά σε σχέση με την ΕΕ είναι ότι στην Ελλάδα μόλις το 16% των μεταναστών είναι κοινοτικοί υπήκοοι, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των κοινοτικών μεταναστών στην ΕΕ είναι το 38,45%. Ο αριθμός των σημερι­νών μεταναστών έχει διαφοροποιηθεί, καθώς έχει προστεθεί νέο κύμα χι­λιάδων μεταναστών, κυρίως γιατί η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως πύλη εισό­δου για την εγκατάσταση σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ένα μέρος τους έ­χει επαναπατριστεί λόγω της ανεργίας και της αδυναμίας να ζουν στην Ελ­λάδα, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης.

Όταν οι αστικές κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, στις συν­θήκες της οικονομικής κρίσης και της αλματώδους αύξησης της ανεργίας, δεν μπορούν να διαχειριστούν τον εφεδρικό στρατό, τότε καταφεύγουν ως συλλογικοί εκφραστές των καπιταλιστών στην επίθεση περιορισμού και κα­ταστολής της μετανάστευσης, κλείνουν τη στρόφιγγα της εισροής, χρησι­μοποιούν μέτρα μαζικών διωγμών και απελάσεων. Η αντιμεταναστευτική πολιτική με τη βία και την καταστολή ενισχύει το κλίμα ρατσισμού.

Ο χώρος των μεταναστών είναι πρόσφορος και για την ανάπτυξη δραστη­ριότητας από μυστικές υπηρεσίες και πρεσβείες, κάτι που γινόταν και παλαι­ότερα στο χώρο των λεγόμενων εμιγκρέδων. Ταυτόχρονα, αυξάνεται σημα­ντικά η εγκληματικότητα με δράστες μετανάστες, που ωθούνται στη μικρο­εγκληματικότητα ή εμπλέκονται σε οργανωμένα εγκληματικά κυκλώματα.

14. Σε σχέση με τη διάρθρωση της οικονομίας, ο αγροτικός -πρωτογε­νής τομέας σημείωνε συνολική παραγωγή 8,6 δισ. ευρώ (Ακαθάρι­στη Προστιθέμενη Αξία) το 2001, ενώ μειώθηκε στα 6,5 δισ. ευρώ το 2008 (η παραγωγή ήταν περίπου σταθερή μέχρι το 2005 και στη συνέχεια μειώ­θηκε σημαντικά), ενώ στην περίοδο της κρίσης παραμένει σταθερή (σημει­ώνοντας μια μικρή μάλιστα απόλυτη αύξηση το 2011 στα 6,7 δισ.). Ως πο­σοστό μειώθηκε από 5,8% το 2001 σε 3,5% το 2008, για να αυξηθεί στο 4,1% το 2011 (λόγω της πτώσης του ΑΕΠ και όχι της μικρής απόλυτης αύξη­σης). Παρά τη μεγάλη μείωση, σε ορισμένα προϊόντα η παραγωγή φαίνεται ότι αυξήθηκε αυτήν την περίοδο (π.χ. σκληρό σιτάρι, αραβόσιτος και ρύζι).

Η παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, σε σύγκριση με το 1981 (ένταξη στην ΕΟΚ), παρουσιάζει σημαντική μείωση στο κρέας, στασιμότητα γενικά στην παραγωγή γάλακτος (με αύξηση στα νωπά προϊόντα γάλακτος), μεί­ωση στο βούτυρο. Στην κτηνοτροφική παραγωγή, παρατηρείται σημαντι­κή συγκέντρωση, παρόλο που παραμένει ένας μεγάλος αριθμός εκμεταλ­λεύσεων με πολύ περιορισμένο ζωικό κεφάλαιο.

Στον αγροτικό τομέα, η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης πα­ραμένει πολύ μικρή μέχρι σήμερα (στο 25% του μέσου επιπέδου της ΕΕ). Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις με Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ) άνω των 48.000 ευρώ κάλυπταν το 2007 το 12,9% της αγροτικής γης έναντι του 3,94% το 1990. Θεωρούμε ότι μια εκμετάλλευση με ΤΑΚ κάτω των 48.000 ευρώ δε διασφαλίζει γενικά διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου της.

Ο δευτερογενής βιομηχανικός τομέας ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προ­στιθέμενης Αξίας συρρικνώθηκε από 21,1% το 2001 σε 17,1% το 2011. Με βάση τον όγκο παραγωγής, το 2011 η παραγωγή βρισκόταν στο 70% του επιπέδου του 2001. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, πραγματοποιήθηκε ση­μαντική συρρίκνωση της μεταποίησης και των κατασκευών.

Ο τριτογενής τομέας ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξί­ας, αυξήθηκε από 75,2% το 2001 σε 78,8% το 2011. Εδώ περιλαμβάνο­νται στην αστική στατιστική ο βιομηχανικός κλάδος της ναυτιλίας, η Ακα­θάριστη Προστιθέμενη Αξία του οποίου εκτιμάται ότι αυξήθηκε από 4,1 δισ. ευρώ το 2001 σε 7,8 δισ. ευρώ το 2011 και ο βιομηχανικός κλάδος των τη­λεπικοινωνιών, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του οποίου αυξήθηκε α­πό 3,1 δισ. ευρώ το 2001, σε 6,2 δισ. ευρώ το 2010.

Πολιτικές εξελίξεις, ο συσχετισμός δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα, διεργασίες για την αναμόρφωσή του

15. Η μεγαλύτερη αδυναμία στην άσκηση της καπιταλιστικής εξουσίας εκδηλώθηκε με τη μη ομαλή συμμετοχή του κράτους στη διεθνή α­γορά κεφαλαίων, λόγω της απότομης διόγκωσης του δημόσιου χρέους και της απότομης ανόδου των επιτοκίων αγοράς. Έτσι εκδηλώθηκε αδυναμία αποπληρωμής του δανείου ή ανανέωσής του μέσω της αγοράς, που οδή­γησε σε δανεισμό από το μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ.

Ωστόσο, αυτές οι δυσλειτουργίες δεν πήραν χαρακτηριστικά πραγματι­κού κλονισμού σημαντικών θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, ούτε καν εκδηλώθηκαν ως αδυναμία του αστικού κοινοβουλίου να στηρίξει κυβερνήσεις που έφεραν στο Κοινοβούλιο βάρβαρες συμφωνίες – μνημόνια και αντεργατικούς νόμους. Δε διαμορφώθηκαν ακόμα συνθήκες εμφανούς αδυναμίας των κρατικών μηχανισμών, δεν επήλθε ακόμα απο­δυνάμωση και αλλαγή στις διεθνείς συμμαχίες της καπιταλιστικής εξουσί­ας στην Ελλάδα. Παραμένει ο συσχετισμός υπέρ των δυνάμεων του καπι­ταλισμού και σε βάρος της εργατικής τάξης.

16. Το αστικό πολιτικό σύστημα, σε συνθήκες δοκιμασίας από τις συ­νέπειες της κρίσης, αλλά και ως γενική τάση, ανεξάρτητα από την ίδια την κρίση, ενισχύεται με νέους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κρατι­κούς και παρακρατικούς, με την υιοθέτηση πιο αντιδραστικών και αυταρ­χικών νόμων για το τσάκισμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Στην υπηρεσία της κρατικής καταστολής – βίας είναι οι ευρωπαϊκοί κατα­σταλτικοί μηχανισμοί, η θεσμική κατοχύρωση των ιμπεριαλιστικών επεμ­βάσεων. Σε αυτήν την κατεύθυνση ισχυροποιείται η λειτουργία και ο ρόλος των κατασταλτικών μηχανισμών, της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (Europol), της ευρωπαϊκής μονάδας δικαστικής συνεργασίας (Εurojust), του ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών -μελών της ΕΕ (Frontex). Γίνεται ισχυ­ρότερη διασύνδεση του «μηχανισμού πολιτικής προστασίας» και της «αμοι­βαίας άμυνας και ρήτρας αλληλεγγύης», ενισχύονται τα αντιδραστικά χα­ρακτηριστικά και η επιθετικότητα της ΕΕ για στρατιωτικές επεμβάσεις στα κράτη – μέλη της, με πρόσχημα την «τρομοκρατία», «καταστροφή φυσι­κών ή ανθρωπογενών πόρων», «επιθέσεις στον κυβερνοχώρο» κ.ά. για το χτύπημα του εργατικού κινήματος και την προστασία του αστικού πολιτι­κού συστήματος. Κλιμακώνεται η αντιλαϊκή επίθεση με την υιοθέτηση της δράσης ενάντια στο «ριζοσπαστισμό» και τις «ακραίες ιδεολογίες», με πρό­σχημα την «τρομοκρατία». Ποινικοποιείται η ιδεολογία και η πολιτική δρά­ση που οδηγεί έξω από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, εντείνε­ται ο αντικομμουνισμός που διοχετεύεται μέσα από ποικιλόμορφα κανάλια χειραγώγησης. Έχουν πολλαπλασιαστεί οι μηχανισμοί παρακολούθησης και συγκέντρωσης στοιχείων σε βάρος των ριζοσπαστών αγωνιστών με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, ώστε το παραδοσιακό φακέλωμα ωχριά μπροστά στο σύγχρονο.

Η εξέλιξη της παρούσας οικονομικής κρίσης επέφερε ρωγμές στο υπάρ­χον αστικό πολιτικό σύστημα, ορισμένη δυσλειτουργία σε μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους και στις υπηρεσίες, όπως σε εφορίες, στα δημό­σια νοσοκομεία, επιδεινώθηκε η κατάσταση στα ασφαλιστικά ταμεία, στη δημόσια εκπαίδευση. Δηλαδή, εκ των πραγμάτων αποδυναμώθηκαν μέσα με τα οποία το καπιταλιστικό κράτος εξασφάλιζε τον έλεγχό του σε εργα­τικές και λαϊκές μάζες, συμμετέχοντας άμεσα στην αναπαραγωγή της ερ­γατικής δύναμης.

Η αστική διακυβέρνηση προσαρμόστηκε σε νέα μορφή, αυτή της συνερ­γασίας αστικών κομμάτων – παρά τις αντιθέσεις τους – που για χρόνια ε­ναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση (κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου στηριζόμενη από ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και αρχικά και από τον ΛΑ.Ο.Σ., κυβέρνηση Αντ. Σαμα­ρά στηριζόμενη από ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ μετά τις εκλογές στις 17 Ιούνη 2012). Δρομολογήθηκε η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, στοιχείο της οποίας είναι και η αναστήλωση της σύγχρονης σοσιαλδημο­κρατίας, που εκφράστηκε με την απότομη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στηρίζεται από ένα μεγάλο αριθμό στελεχών του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του.

17. Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα, που υποστηρίζουν φιλομονοπωλιακή πολιτική διαχείρισης της κρίσης, εκδηλώνονται ως αντιπαραθέσεις υπέρ του ενός ή του άλλου μείγματος της διαχείρισης, της νομισματικής δημοσιονομικής και της επεκτατικής, με το μανδύα της αντι­παράθεσης ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη ρεφορμιστική – οπορτουνιστι­κή. Και τα δύο μείγματα της διαχείρισης έχουν κοινό χαρακτηριστικό την εξυπηρέτηση των μονοπωλίων, την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδο­φορίας, που αντικειμενικά θα οδηγήσει σε νέο κύκλο κρίσης. Η εναλλαγή τόσο του φιλελεύθερου όσο και του κεϋνσιανού μοντέλου διαχείρισης έ­φεραν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα κύκλους οικονομικής κρίσης, ό­ξυναν τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Στη βάση της εναλλαγής του μείγματος διαχείρισης, προωθείται η αναμόρ­φωση του αστικού πολιτικού συστήματος, ώστε να μπορεί να δώσει περισ­σότερες εναλλαγές κυβερνήσεων από συνεργαζόμενα κόμματα.

18. Στοιχείο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος εί­ναι και η ένταση του κρατικού αντικομμουνισμού, καθώς και η α­νάπτυξη -κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του εθνικοσοσιαλισμού/φασι­σμού, η όξυνση του αυταρχισμού και της κρατικής και παρακρατικής κα­ταστολής. Ταυτόχρονα, δρομολογείται και η αναμόρφωση της λειτουργίας του αστικού κοινοβουλίου, ενώ προβάλλονται και προτάσεις υπέρ της ενί­σχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις, έφεραν πιο διακριτά στην πολιτική σκηνή νέα πολιτικά κόμματα που κινούνται στο τόξο του εθνικισμού, του ρατσισμού, του αντικομμουνισμού. Εθνικιστικές θέσεις υιοθετεί το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων.

Η Χρυσή Αυγή είναι εθνικοσοσιαλιστική ναζιστική φασιστική οργάνωση. Ο εθνικοσοσιαλισμός, στο επίπεδο της ιδεολογίας, αποτελεί συγχώνευση του εθνικισμού με μικροαστικές «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Αξιοποιεί τα υ­παρκτά προβλήματα που προκαλεί η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύμα­τος προς την Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έρχεται στην Ελ­λάδα με σκοπό να μετακινηθεί προς την Ευρώπη. Η Χρυσή Αυγή στηρίζεται από σημαντικούς θύλακες του κράτους και του παρακράτους και ο ρόλος της στοχεύει στο χτύπημα του ΚΚΕ, στο τσάκισμα του εργατικού κινήματος.

Η Χρυσή Αυγή αποτελεί τμήμα και κόμμα του αστικού πολιτικού συστή­ματος, είναι οργάνωση της αστικής τάξης, του κεφαλαίου. Αποτελεί όχημα για να διεισδύουν στα εργατικά λαϊκά στρώματα αντιδραστικές ιδέες, πε­ριτυλιγμένες με δήθεν αντιπλουτοκρατική γραμμή και δημαγωγία σε συν­θήκες κρίσης. Αξιοποιεί τη φασιστική δημαγωγία και μιμείται ή θυμίζει θέ­σεις και πρακτικές των ταγμάτων εφόδου, ιδιαίτερα της περιόδου πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Προτάσσει την προβολή του ελληνικού έ­θνους υπεράνω των άλλων, με χαρακτηριστική θέση «πάνω απ’ όλα είναι το ελληνικό αίμα». Θεωρεί φυλετικό εχθρό τους μετανάστες, κυρίως τους «σκουρόχρωμους», «μαύρους», τους Τσιγγάνους, όπως ο Χίτλερ τους Ε­βραίους κ.ά.

Συντελούνται διεργασίες εμφάνισης και άλλων εθνικιστικών μορφωμά­των, μετακινήσεις μεταξύ τους.

Η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, η αγροτιά, οι ριζοσπαστικές γυναικείες και νεολαιίστικες οργανώσεις πρέ­πει και μπορούν να αντιμετωπίσουν τη Χρυσή Αυγή στους τόπους δουλειάς, στη συνοικία, στην ύπαιθρο.

19. Στοιχείο της προσαρμογής του αστικού κράτους και του αστικού πολιτικού συστήματος στις ανάγκες του κεφαλαίου για φτηνότε­ρη εργατική δύναμη και ενίσχυση της απελευθέρωσης των αγορών αποτέ­λεσαν και οι αλλαγές στο θεσμό της Τοπικής Διοίκησης με το νόμο «Καλ­λικράτης» που ήρθε ως συνέχεια του αρχικού νόμου «Καποδίστριας» και των άλλων θεσμικών αλλαγών που προηγήθηκαν.

Ο «Καλλικράτης» στα δύο χρόνια της εφαρμογής του επιβεβαίωσε τη θέ­ση του ΚΚΕ ότι συνιστά την απαραίτητη προσαρμογή του ελληνικού κα­πιταλιστικού κράτους στις σύγχρονες συνθήκες της καπιταλιστικής ανά­πτυξης. Συντελείται μια σχετική αποκέντρωση λειτουργιών και αρμοδιο­τήτων της κεντρικής στην Τοπική Διοίκηση, με βασικό στόχο την πιο άμε­ση εφαρμογή και κλιμάκωση της φιλομονοπωλιακής πολιτικής σε μεγαλύ­τερη έκταση και ένταση. Η Τοπική Διοίκηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του καπιταλιστικού κράτους, για την ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης και της ανταγωνιστικότητας, τη δραστική περικοπή των κρατικών κοινωνι­κών δαπανών για Υγεία – Πρόνοια, Παιδεία, Γεωργία, Κτηνοτροφία, αστικές μεταφορές, σε συνδυασμό με την αύξηση της τοπικής φορολογίας σε βά­ρος του εργαζόμενου λαού. Μέσω του «Καλλικράτη» διευρύνεται το καθε­στώς του φτηνού ευέλικτου δυναμικού, η αφαίρεση εργασιακών δικαιωμά­των. Προωθείται επίσης η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες των τοπικών επιχειρήσεων με τις Ευέλικτες Ζώνες και την είσοδο επιχειρηματι­ών ως χορηγών στα σχολεία με τη διαμεσολάβηση των δήμων. Προωθείται η «διά βίου μάθηση», που στοχεύει να μαθαίνει το εργατικό δυναμικό ό,τι χρειάζονται οι επιχειρήσεις.

Σε κάθε δήμο ή και γειτονιά, σε κάθε χωριό και πόλη δρα πλήθος πολιτι­κών δυνάμεων, πλήθος παλιών και νέων κομματαρχών που συνδέονται με δημάρχους και περιφερειάρχες, με διευθυντές επιχειρήσεων, σχολείων, νο­σοκομείων, με την Εκκλησία, με επιμελητηριακές οργανώσεις του κεφαλαί­ου, αλλά και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Οι ΜΚΟ αποτελούν ένα πολυδαίδαλο δίκτυο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης, που στηρίζεται και προωθείται από το κράτος, τους επιχειρηματικούς ομίλους και την ΕΕ, ως δήθεν σύγχρονη μορφή κοινωνικής οργάνωσης και αλληλεγγύης. Καλλιερ­γεί ελπίδες για εύρεση εργασίας, ενώ έρχεται σε αντιπαράθεση με το ορ­γανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα.