Με αφορμή τις δηλώσεις της κυρίας Δημουλά…

Την κυρία Κική Δημουλά την «πρωτογνώρισα» παρακολουθώντας μια συνέντευξή της σε κάποιο κρατικό κανάλι.  Έκτοτε διάβασα μια ακόμη συνέντευξη της ποιήτριας σε μια εφημερίδα από αυτές που βρίσκει κανείς στα κιόσκια έξω από τους σταθμούς του μετρό. Και στις δυο περιπτώσεις με μαγνήτισε ο γεμάτος ουσία λόγος της  -διαφωνώντας  σε αρκετά από όσα έλεγε- για ζητήματα της  τέχνης της και γενικότερα της ζωής. Έχω διαβάσει ελάχιστα ποιήματά της, όμως αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για το έργο της, αλλά για τον «θόρυβο» που δημιουργήθηκε μετά από τη δημοσίευση άρθρου σε γνωστή  εφημερίδα, που η συντάκτης του απέδιδε κάποιες δηλώσεις της κυρίας Δημουλά για τους μετανάστες, περίπου ως  όμοιες με αυτές των χρυσαυγιτών. Παρόλο που η ζωή διδάσκει πως όλα είναι πιθανόν να συμβούν  (όπως πχ οι Πακιστανοί φτωχοδιάβολοι των φαναριών να προσβάλλουν την αισθητική του λαϊκού αοιδού κ. Σφακιανάκη), απόρησα διαβάζοντας (στο διαδίκτυο) το συγκεκριμένο άρθρο.


Ελάχιστες ώρες μετά το δημοσίευμα, διάβαζα σε κάποια μπλογκς φράσεις του τύπου: «ρατσιστικό παραλήρημα της Κικής Δημουλά», «μια ζωή υπηρετεί το σύστημα», «έτσι εξηγούνται τα βραβεία της», «άξιος ο μισθός της», «δώστε της ένα παγκάκι δικό της», «κριτικές» αναλύσεις για το έργο της που κατέληγαν στο «σιγά την ποιήτρια στο κάτω κάτω», και άλλα.

 

Δεν ξέρω αν την ώρα που γράφτηκαν τα παραπάνω είχαν βγει στο διαδίκτυο οι «εξηγήσεις» που αναγκάστηκε να δώσει η ποιήτρια, όμως είμαι  σίγουρος πως κανένας από τους συντάκτες αυτών των αναρτήσεων δεν είχε ακούσει με τα αυτιά του ή διαβάσει με τα μάτια του αυτά που η ίδια είπε. Διαβάζοντας λοιπόν όσα γράφτηκαν σε κάποιες από τις αναρτήσεις που προηγήθηκαν και στη συνέχεια ολόκληρες τις δηλώσεις της κυρίας Δημουλά, ανακινήθηκαν  στο μυαλό μου διάφορες σκέψεις που συχνά με απασχολούν:

 

1). Η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Την εποχή της ανόδου του «κινήματος των αγανακτισμένων», σε μια εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης «νεανικού» περιεχομένου και με αγαπημένο της αντικείμενο τις «νέες τεχνολογίες», ένας καλεσμένος κοκορευόταν πως μέσω πληκτρολογίου μπορούσε να ξεχυθεί αυτομάτως στους δρόμους και τις πλατείες ένας τεράστιος αριθμός δυσαρεστημένων από τη ζωή τους ανθρώπων. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των Ισπανών «αγανακτισμένων», το οποίο όπως ισχυριζόταν αντιγραφόταν και στην Ελλάδα, ο τύπος αυτός περνούσε μέσω τηλεοπτικής οθόνης ένα μήνυμα απαξίωσης του οργανωμένου αγώνα και προέβαλλε σαν… σύγχρονη μετεξέλιξή του το «like» στο fb. Αν και η εμπειρία από την εξέλιξη και κατάληξη αυτού του «κινήματος» μας άφησε σημαντικά διδάγματα, οι απόψεις του κομπιουτερά, όσον αφορά τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο να επηρεάσουν τη μάζα, δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Το ζήτημα όμως είναι προς ποια κατεύθυνση…

 

2). Η έγκυρη ενημέρωση. Η συγκεκριμένη εφημερίδα, έχει δώσει πολλά παραδείγματα «παραπληροφόρησης» των αναγνωστών της στο μικρό χρονικό διάστημα που κυκλοφορεί, εξειδικεύεται δε στον αντικομμουνισμό. Μου προξενεί εντύπωση λοιπόν η ευκολία με την οποία κάποια μπλογκς αποδέχονται βιαστικά ως γεγονός την «είδηση» που «βγαίνει» μέσα από το συγκεκριμένο άρθρο της εφημερίδας και πάνω σε «αυτή» χτίζουν την όποια επιχειρηματολογία τους. 

 

3). Μετανάστες – εγκληματικότητα. Γιατί αν κάποιος μιλήσει δημόσια για την εγκληματικότητα, την προερχόμενη από μετανάστες, τη στιγμή μάλιστα που την έχει νιώσει ο ίδιος στο πετσί του,  κάποιοι άλλοι αμέσως του κολλάνε τη ρετσινιά του ρατσιστή;  Ας υποθέσουμε πως οι ηλικιωμένοι γονείς ενός κομμουνιστή δέχονται επίθεση μέσα στο σπίτι τους από αλλοδαπούς κακοποιούς, βασανίζονται από αυτούς και ληστεύονται. Ο γιος τους θα πρέπει να αποκρύψει στον περίγυρό του πως οι ληστές ήταν αλλοδαποί για να μην κινδυνεύσει να χαρακτηριστεί… ρατσιστής; Αυτό μου θυμίζει το ανέκδοτο με τον νευρικό κουρέα, που όταν τελικά κόβει το αυτί του πελάτη του, αυτός  το παίρνει βιαστικά και το «κολλάει» στη θέση του, φοβούμενος μην τις φάει κι από πάνω… Δικαιούμαι να έχω την απαίτηση από έναν  άνθρωπο, πολύ δε περισσότερο από έναν άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας, να βλέπει με το ίδιο μάτι με μένα τους «ξένους», όταν η οικογένειά του έχει ζήσει ένα τέτοιο περιστατικό; Είναι τόσο δύσκολο να παραδεχτούν κάποιοι πως δεν είναι όλοι οι μετανάστες «καλοί», με την ίδια λογική πως και οι Έλληνες δεν είναι όλοι «καλοί», όπως δηλαδή δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί; Είναι λιγότερο λογικό να ζητάς να εφαρμόζονται οι νόμοι (αυτοί οι νόμοι του αστικού κράτους στο οποίο ζούμε και παλεύουμε να ανατρέψουμε και οι οποίοι ισχύουν για τους Έλληνες) και για τους μετανάστες, από το να παλεύεις πχ για ίσα δικαιώματα Ελλήνων και  μεταναστών εργατών;

 

4). Το παγκάκι. Η κυρία Δημουλά κουβαλάει στην πλάτη της 82 χρόνια ζωής. Διάβασα στις δηλώσεις που έκανε μετά το θόρυβο που προκάλεσε το άρθρο της εφημερίδας, πως ζει στην Κυψέλη 76 ολόκληρα χρόνια. Είπε επίσης πως ζει μόνη στο σπίτι της και πως παρά το γεγονός πως έχει σπίτι να μείνει κοντά στα παιδιά της, παραμένει εκεί επειδή αγαπάει τη γειτονιά της. Είναι τόσο παράλογο ένας μοναχικός άνθρωπος αυτής της ηλικίας να μην μπορεί να συμφιλιωθεί με το γεγονός πως τα πράγματα άλλαξαν; Γιατί δηλαδή να εκλάβω ως «ρατσιστικό παραλήρημα» τη φράση της για τα παγκάκια (που «καταλαμβάνουν» οι μετανάστες και δεν βρίσκει που να καθίσει) και να μην κάνω το ίδιο και με έναν γέροντα που δεν αντέχει την φασαρία που κάνουν τα μικρά παιδιά; Είναι και αυτός «ρατσιστής»; Γιατί να μην μπορώ να δεχτώ το δικαίωμα ενός ηλικιωμένου στην «παραξενιά», ακόμα και αν δεν καταφέρνω, λόγω νεαρότερης ηλικίας, να την εξηγήσω; Μήπως επειδή γράφει ποιήματα; Και γιατί πρέπει να αποδέχομαι μόνο αυτό που μπορώ να εξηγώ; Πρέπει πχ να αποχτήσω γνώσεις για τη θρησκεία του μετανάστη γείτονά μου με το σαρίκι και την κελεμπία, για να υπερασπίζομαι το δικαίωμά του να πιστεύει σε όποια  θρησκεία αυτός επιθυμεί, διαφορετική από την «επίσημη» αυτού του κράτους; Το ίδιο ισχύει και για τα ήθη και έθιμά του.

 

5). Τέχνη για το λαό ή για την ελίτ; Διάβασα και κάποιες «κριτικές» για το έργο της κυρίας Δημουλά, με αφορμή πάντα το «παγκάκι» (κάποιος έγραψε κιόλας «σιγά την ποιήτρια»). Για το λαό. Αναρωτιέμαι όμως. Έχω αδυναμία στην ποίηση του Λειβαδίτη, ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση του Βάρναλη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη και άλλων. «Αμαρτάνω» αν μου αρέσει και ένα ποίημα του Χριστιανόπουλου ή της Δημουλά; Αν στη cd-θήκη μου υπάρχει Σπανουδάκης δίπλα στον Ξυλούρη ή Σοπέν δίπλα στον Νταλγκά; Πρέπει να νιώθει ενοχές ο εργάτης αν νιώθει την ίδια ανατριχίλα στο άκουσμα μιας άριας της Κάλας, ενός εμβατηρίου του Μίκη  και ενός ηπειρώτικου κλαρίνου;

 

6). «Στρατευμένοι» καλλιτέχνες. Κατηγορείται η κυρία Δημουλά πως υπηρετεί το σύστημα και πως αυτό ως ανταπόδοση την επιβράβευσε με την ανακήρυξή της σε «αθάνατη», μέλος της Ακαδημίας κλπ. Δεν διαφωνώ, έχω όμως την εντύπωση πως η ίδια δεν υποστήριξε ποτέ το αντίθετο, ούτε κρύφτηκε πίσω από  «φιλολαϊκές» μάσκες. Όπως δηλαδή έκαναν πολλοί διανοούμενοι και πάρα πολλοί καλλιτέχνες όταν το «απαιτούσε» η μόδα. Αλλά, ακόμα και σήμερα, πόσοι από τους λεγόμενους αριστερούς διανοούμενους ή καλλιτέχνες, είναι αυτοί που δεν υπηρετούν το σύστημα; Και πόσο εύκολα ξεχνάμε που κολλούσαν «ένσημα» κάποιοι από δαύτους, μέχρι να  έρθουν ξαφνικά με «εμάς» (ευκαιριακά όπως αποδείχτηκε τις περισσότερες φορές); Και πόσο επίσης εύκολα  αφορίζουμε ανθρώπους που με τη ζωή και την τέχνη τους υπηρέτησαν την εργατική τάξη και τον δοκιμαζόμενο λαό, μόλις στραφούν σε πιο «εσωτερικούς» δρόμους; Θυμάται κανείς πχ την «αντιμετώπιση» που είχε ο Ρίτσος όταν κυκλοφόρησαν τα «άσεμνα» ποιήματά του;

 

Με λίγα λόγια, η τρίχα έγινε τριχιά, η κυρία Δημουλά δεν περιμένει από εμένα να επιβεβαιώσω… αν είναι καλή ποιήτρια ή όχι και φυσικά δεν έχει ανάγκη υπεράσπισης. Δυστυχώς όμως δεν συμβαίνει το ίδιο -μερικές φορές-  με την κοινή λογική.

Πέμπτη, 9 Μάη 2013

 

http://e-oikodomos.blogspot.gr/2013/05/blog-post_9.html#more