Γράφει η Ἀγγελική Εὐθ. Ζώη
Νοµικός
Οἱ πολῖτες κινδυνεύουν νά καταστοῦν εὐάλωτα θύµατα τῆς αὐταρχικῆς ἄσκησης τῆς ποινικῆς ἐξουσίας ἐκ µέρους τῆς Πολιτείας!
ΜΕ ΤΟΝ «ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟ»
ΓΚΡΕΜΙΖΕΤΑΙ Ο ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ ΛΙΘΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ!
Νόµο τοῦ κράτους ἀποτελεῖ πλέον τό πολυσυζητηµένο «ἀντιρατσιστικό νοµοσχέδιο», µετά τήν ψήφισή του στίς 9 Σεπτεµβρίου 2014 ἀπό τό τµῆµα διακοπῆς τῶν ἐργασιῶν τῆς Βουλῆς. Ὁ “ἀντιρατσιστικός” νόµος ἔχει ἐπισήµως τίτλο καί ἀριθµό, εἶναι ὁ ν. 4285/2014 ὑπό τόν τίτλο «Τροποποίηση τοῦ ν. 927/1979 καί προσαρµογή του στήν ἀπόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ τῆς 28ης Νοεµβρίου 2008 γιά τήν καταπολέµηση ὁρισµένων µορφῶν καί ἐκδηλώσεων ρατσισµοῦ καί ξενοφοβίας µέσῳ τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου καί ἄλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Ἅ΄ 191/10.09.2014).
Στερεῖται ὅµως ὑποβάθρου, ἀφοῦ στήν οὐσία καταστρατηγεῖ τό Σύνταγµα. Τήν ἀντισυνταγµατικότητά του θά ἐπιχειρήσω νά καταδείξω στή συνέχεια ἔχοντας ὡς ὁδηγό τό ἴδιο τό Σύνταγµα, ἀλλά καί τό πόρισµα τῆς Κεντρικῆς Νοµοπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ( στό ἑξῆς ΚΕΝΕ), ἡ ὁποία σηµείωσε ὅτι τό “ἀντιρατσιστικό” νοµοσχέδιο περιέχει ἀρκετές συνταγµατικά µή ἀνεκτές προτάσεις καί ἀοριστίες! Ἡ ἀντισυνταγµατικότητα ἐντοπίζεται, σέ πρώτη τοὐλάχιστον ἀνάγνωση, στήν καταστρατήγηση τῆς κατοχυρωµένης στό ἀρ. 7 τοῦ Συντάγµατος «ἀρχῆς τῆς νοµιµότητας», τῆς κατοχυρωµένης στό ἀρ. 14 ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης καί τῆς κατοχυρωµένης στό ἀρ. 16 ἐλευθερίας τῆς ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας. Τό παρόν ἄρθρο µου περιορίζεται στήν ἀνάπτυξη τοῦ τρόπου θέσπισης καί τῶν ρυθµίσεων τοῦ “ἀντιρατσιστικού” νόµου σέ σχέση µέ τήν «ἀρχή τῆς νοµιµότητας». Τήν (µᾶλλον ἀνύπαρκτη!) σχέση του µέ τήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης καί τήν ἐλευθερία τῆς ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας ἐπιφυλάσσοµαι νά ἀναλύσω, πρῶτα ὁ Θεός, σέ ἑπόµενο ἄρθρο.
Ὁ σχετικός προβληµατισµός ξεκινᾶ λοιπόν ἀπό τή διάταξη τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Συντάγµατος, ὅπου προβλέπονται τά ἑξῆς: «Ἔγκληµα δέν ὑπάρχει, οὔτε ποινή ἐπιβάλλεται χωρίς νόµο πού νά ἰσχύει πρίν ἀπό τήν τέλεση τῆς πράξης καί νά ὁρίζει τά στοιχεῖα της. Ποτέ δέν ἐπιβάλλεται ποινή βαρύτερη ἀπό ἐκείνη πού προβλέπεται κατά τήν τέλεση τῆς πράξης». Μέ τή διάταξη αὐτή κατοχυρώνεται συνταγµατικά ἡ ἀρχή τῆς νοµιµότητας τῶν ἐγκληµάτων καί τῶν ποινῶν, ἡ ὁποία συνιστᾶ ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου. Κατοχυρωµένη εἶναι ἐπίσης ἡ ἀρχή αὐτή καί στήν Εὐρωπαϊκή Σύµβαση τῶν Δικαιωµάτων τοῦ Ἀνθρώπου, ἀλλά καί στό Διεθνές Σύµφωνο γιά τά Ἀτοµικά καί Πολιτικά Δικαιώµατα.
Κεντρικός ἄξονας ὅλων αὐτῶν τῶν διατάξεων εἶναι, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἀνωτέρω συνταγµατική πρόβλεψη, ἡ τέλεση πράξεως. Συµπεριφορά πού δέν ἔχει µετουσιωθεῖ σέ πράξη ἀπαγορεύεται νά στοιχειοθετήσει ἔγκληµα καί νά ἐπισύρει ποινή. Τό Ποινικό Δίκαιο δέν τιµωρεῖ τόν πολίτη γιά τίς σκέψεις, τά συναισθήµατα ἤ τό φρόνηµά του, ἀλλά µόνο γιά τίς πράξεις του. Τό ἄρθρο 1 τοῦ “ἀντιρατσιστικοῦ” νόµου τιµωρεῖ τή «δηµόσια ὑποκίνηση βίας ἤ µίσους». Ὄχι δηλαδή τό µῖσος αὐτό καθ’ ἑαυτό (σέ µία τέτοια περίπτωση ἡ διάταξη θά ἦταν ἀνυπόφορα ἀντισυνταγµατική), ἀλλά κάθε πράξη δηµόσιας ὑποκίνησης, πρόκλησης διέγερσης ἤ προτροπῆς σέ (ἄλλες) πράξεις ἤ ἐνέργειες πού µποροῦν νά προκαλέσουν διακρίσεις, µῖσος ἤ βία.
Τό δέ ἄρθρο 2 παρ. 1 τοῦ νόµου τιµωρεῖ τή δηµόσια ἐπιδοκιµασία ἤ κακόβουλη ἄρνηση ἐγκληµάτων γενοκτονιῶν, ἐγκληµάτων πολέµου, ἐγκληµάτων κατά τῆς ἀνθρωπότητας, τοῦ Ὁλοκαυτώµατος καί τῶν ἐγκληµάτων τοῦ ναζισµοῦ «ὅταν ἡ συµπεριφορά αὐτή ἐκδηλώνεται κατά τρόπο πού µπορεῖ νά ὑποκινήσει βία ἤ µῖσος (…). Σχετικά µέ τή νοµοθετική αὐτή ρύθµιση παρατηρεῖ ἡ ΚΕΝΕ: «Θά πρέπει νά ἐξηγηθεῖ στήν αἰτιολογική ἔκθεση µέ ποιό τρόπο ἡ κακόβουλη ἄρνηση ἑνός ἀπό τά ἐγκλήµατα αὐτά µπορεῖ νά διεγείρει σέ βιαιοπραγίες ἤ µῖσος κατά τῶν ὁµάδων πού προσδιορίζονται µέ τόν γενετήσιο προσανατολισµό ἤ τήν ταὐτότητα τοῦ φύλου. Διαφορετικά προτείνεται ἡ διαγραφή τῶν ὁµάδων αὐτῶν ἀπό τή συγκεκριµένη διάταξη». Ἡ αἰτιολογική ἔκθεση κάνει λόγο γιά πράξεις πρόσφορες νά ὁδηγήσουν στή θυµατοποίηση ὁµάδων ἤ προσώπων, χωρίς καµία ἄλλη ἐξήγηση.
Περαιτέρω, ἀπό τήν ἀρχή τῆς νοµιµότητας ἀπορρέουν µερικότερες ἀρχές, ἀπό τίς ὁποῖες θά µᾶς ἀπασχολήσουν ἐδῶ µόνο δύο, ἡ ἀρχή «κανένα ἔγκληµα, καµία ποινή χωρίς γραπτό νόµο» καί ἡ ἀρχή «κανένα ἔγκληµα, καµία ποινή χωρίς ὁρισµένο νόµο».
A΄ Ἡ ἀρχή «Κανένα ἔγκληµα, καµία ποινή, χωρίς γραπτό νόµο» καί ἡ ἀπόφαση-πλαίσιο τῆς Ε.Ε.
Μιλῶντας γιά «γραπτό νόµο» ἐννοοῦµε καταρχήν τόν τυπικό νόµο, δηλαδή τό νόµο πού ψηφίζεται σύµφωνα µέ τήν προβλεπόµενη στό Σύνταγµα διαδικασία ἀπό τή Βουλή καί µάλιστα κατά κανόνα ἀπό τήν Ὁλοµέλεια τῆς Βουλῆς. Μπορεῖ ὁ Ποινικός Νόµος νά θεσπίζεται καί ἀπό τό ἁρµόδιο διοικητικό ὄργανο, κατά ρητή ἐξουσιοδότηση τυπικοῦ νόµου. Ἀπαιτῶντας τό Σύνταγµα νά προέρχεται ὁ Ποινικός Νόµος ἄµεσα ἤ ἔµµεσα ἀπό τή Βουλή διασφαλίζει τή δηµοκρατική θεµελίωση τῆς ποινικῆς ἐξουσίας τῆς Πολιτείας: ἡ ποινή, ὡς τό δραστικότερο µέσο κρατικοῦ καταναγκασµοῦ, πρέπει νά βασίζεται σέ ἀπόφαση τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Λαοῦ. Σέ ὁρισµένες περιπτώσεις ὅµως, ὅπως συµβαίνει µέ τόν “ἀντιρατσιστικό” νόµο, ἡ ποινή βασίζεται σέ ἀπόφαση-πλαίσιο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ὁπότε τίθεται ζήτηµα δηµοκρατικῆς θεµελίωσής της. Γιά νά γίνει κατανοητό τό πρόβληµα χρήσιµο θά ἦταν στό σηµεῖο αὐτό νά δοῦµε συνοπτικά τί εἶναι ἡ ἀπόφαση-πλαίσιο.
Πρόκειται γιά πράξη τοῦ Συµβουλίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης πού υἱοθετεῖται στόν τοµέα τῆς «ἀστυνοµικῆς καί δικαστικῆς συνεργασίας σέ ποινικές ὑποθέσεις» καί ἔχει ὡς στόχο τήν προσέγγιση τῶν νοµοθετικῶν διατάξεων τῶν κρατῶν-µελῶν. Ἐφόσον ἡ ἀπόφαση-πλαίσιο λαµβάνεται ἀπό τό Συµβούλιο παρουσιάζει τό λεγόµενο δηµοκρατικό ἔλλειµµα, διότι συνιστᾶ ἔκφραση τῶν ὑπουργῶν τῶν κρατῶν-µελῶν καί ὄχι τῶν ἄµεσα ἐκλεγµένων ἐκπροσώπων τῶν Εὐρωπαίων πολιτῶν. Τό δηµοκρατικό αὐτό ἔλλειµµα ἀναπληρώνεται ὡς ἑξῆς: ἡ ἀπόφαση δέν ἔχει ἄµεσο ἀποτέλεσµα, δέν ἀποτελεῖ δηλαδή ἄµεσα µέ τήν ἔκδοσή της µέρος τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου τῶν κρατῶν µελῶν, ἀλλά τά νοµοθετικά ὄργανα τῶν τελευταίων ὑποχρεοῦνται νά ψηφίσουν νόµο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν πού αὐτή θέτει. Ὁ Ποινικός Νόµος, δηλαδή, πού στηρίζεται σέ ἀπόφαση-πλαίσιο στήν οὐσία ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἐκτελεστική ἐξουσία καί µόνο ἔµµεσα θεµελιώνεται δηµοκρατικά. Στήν περίπτωση δέ τοῦ “ἀντιρατσιστικοῦ” νόµου καί αὐτή ἀκόµα ἡ ἔµµεση δηµοκρατική θεµελίωση εἶναι σαθρή.
Στήν ὀνοµαστική ψηφοφορία πού διενεργήθηκε γιά τά τρία πρῶτα καί κυριότερα ἄρθρα του τά δύο πρῶτα ψηφίστηκαν ἀπό πενῆντα ὀκτώ βουλευτές, ἐνῷ τό τρίτο ἀπό ἑξῆντα. Στό σηµεῖο αὐτό θά πρέπει νά σηµειώσουµε ὅτι τό τµῆµα διακοπῶν τῆς Βουλῆς ἀποτελεῖται ἀπό ἑκατό βουλευτές. Τό δέ ἄρθρο 70 τοῦ Συντάγµατος ὁρίζει στήν παράγραφο 5 ὅτι «Γιά νά λάβουν ἀπόφαση τό κατά τό ἄρθρο 71 Τµῆµα (διακοπῆς τῶν ἐργασιῶν τῆς Βουλῆς) καί οἱ διαρκεῖς κοινοβουλευτικές ἐπιτροπές, ὅταν ἀσκοῦν νοµοθετικό ἔργο (…), ἀπαιτεῖται πλειοψηφία πού δέ µπορεῖ νά εἶναι µικρότερη ἀπό τά δύο πέµπτα τοῦ ἀριθµοῦ τῶν µελῶν τους». Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται εὔκολα κατανοητό τό γιατί ὁ “ἀντιρατσιστικός” νόµος εἰσήχθη πρός ψήφιση στό Τµῆµα διακοπῆς τῶν ἐργασιῶν τῆς Βουλῆς: ὥστε νά εἶναι τυπικά σύµφωνος µέ τό Σύνταγµα καί νά δεσµεύει τούς Ἕλληνες πολῖτες –ἀπειλῶντας τους µέ ποινές ὕψους ἕως πέντε ἐτῶν- ἐνῷ ψηφίστηκε µόλις ἀπό τό ἕνα πέµπτο τῶν ἐκπροσώπων τους!
Οἱ πολιτικοί µας ὑποστηρίζουν, ὅτι εἶναι ὑποχρεωτική καί ἀναπόφευκτη ἡ δέσµευση αὐτή τῶν πολιτῶν ἀπό τόν ἐν λόγῳ νόµο, διότι ἡ Ἑλλάδα δεσµεύεται ἀπό τίς ἀποφάσεις-πλαίσιο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Αὐτή εἶναι ἡ µισή ἀλήθεια. Οἱ ἀποφάσεις-πλαίσιο δεσµεύουν µέν τά κράτη-µέλη, ἀλλά µόνο ὡς πρός τό ἐπιδιωκόµενο µέ αὐτές ἀποτέλεσµα. Ἀφήνουν στήν ἁρµοδιότητα τῶν ἐθνικῶν ἀρχῶν τήν ἐπιλογή τοῦ τύπου καί τῶν µέσων ἐπίτευξής του. Δέν ἦταν ὑποχρεωµένη ἡ Ἑλλάδα νά υἱοθετήσει αὐτούσια τήν ἀπόφαση-πλαίσιο «γιά τήν καταπολέµηση ὁρισµένων µορφῶν ρατσισµοῦ καί ξενοφοβίας» (µιά ἁπλῆ ἀντιπαραβολή τοῦ κειµένου τοῦ νόµου πρός τό κείµενο τῆς ἀπόφασης ἀρκεῖ γιά νά διαπιστωθεῖ ὅτι τό πρῶτο συνιστᾶ κατά βάση ἀντιγραφή τοῦ δεύτερου). Μποροῦσε ὁ Ἕλληνας νοµοθέτης νά θεωρήσει ὅτι τό ὑπάρχον νοµοθετικό πλαίσιο ἐπαρκεῖ γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ στόχου τῆς ἀπόφασης-πλαίσιο καί νά προβεῖ µόνο σέ συµπληρώσεις του.
Τοῦτο τονίζει ἡ ΚΕΝΕ στίς παρατηρήσεις τῆς ἐπί τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ νοµοσχεδίου: «Ἡ Ἐπιτροπή ἔχει τή γνώµη ὅτι τό ὑπάρχον νοµικό πλαίσιο µέ ἐπάρκεια ἀντιµετωπίζει τά περισσότερα ἀπό τά θέµατα τοῦ ὑπό ἐπεξεργασία σχεδίου νόµου. Εἰδικότερα σέ ἐπίπεδο ἐθνικοῦ δικαίου ὁ κοινός ποινικός νοµοθέτης µέ σειρά ποινικῶν διατάξεων, εἴτε αὐτοτελῶς, εἴτε µέ προσθῆκες σέ ἄλλους νόµους ἀντιµετώπισε τά ἐν λόγῳ θέµατα». Παραθέτει στή συνέχεια τίς διατάξεις αὐτές καί καταλήγει: «Ἑποµένως, ἡ νέα ἐπέµβαση τοῦ νοµοθέτη στόν τοµέα τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου θά µποροῦσε νά περιοριστεῖ στήν κάλυψη ἐνδεχοµένων κενῶν τοῦ ὑφισταµένου νοµικοῦ πλαισίου (…). Ἡ ἐπέµβαση αὐτή νοµοτεχνικά ὀρθότερο εἶναι νά γίνει µέ ἀντίστοιχες τροποποιήσεις ἤ προσθῆκες στό ν. 927/1979 καί αὐτό γιατί, σύµφωνα µέ βασική ἀρχή τῆς καλῆς νοµοθέτησης, κάθε νοµοθετική ρύθµιση, ἀνεξάρτητα ἄν εἶναι ἀκέραιη ἤ ἀποσπασµατική, προορίζεται νά ἐνταχθεῖ στό ὑπάρχον νοµικό σύστηµα».
Σέ κάποιες µάλιστα περιπτώσεις ὁ ἀντιρατσιστικός νόµος παρέχει µεγαλύτερη «προστασία» ἀπό αὐτήν πού ἀξιώνεται µέ τήν ἀπόφαση-πλαίσιο. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση συνιστᾶ τό πεδίο ἐφαρµογῆς τοῦ νόµου, τά ἐγκλήµατα δηλαδή πού ἐµπίπτουν στίς ρυθµίσεις του. Ἡ ἀπόφαση ὁρίζει (ἀρ. 1 παρ.1) ὅτι: «Κάθε κράτος µέλος λαµβάνει τά ἀναγκαῖα µέτρα ὥστε νά ἐξασφαλίσει ὅτι τιµωροῦνται οἱ ἀκόλουθες ἐκ προθέσεως τελούµενες πράξεις: α) ἡ δηµόσια ὑποκίνηση βίας ἤ µίσους πού στρέφεται κατά ὁµάδας προσώπων ἤ µέλους ὁµάδας, πού προσδιορίζεται βάσει τῆς φυλῆς, τοῦ χρώµατος, τῆς θρησκείας, τῶν γενεαλογικῶν καταβολῶν ἤ τῆς ἐθνικῆς ἤ ἐθνοτικῆς καταγωγῆς». Δέν ἀποκλείει τή δυνατότητα κάθε κράτους µέλους νά ἐπεκτείνει τήν ἐφαρµογή τῆς διάταξής της αὐτῆς καί σέ ὁµάδες πού προσδιορίζονται βάσει ἄλλων κριτηρίων. Ὁ Ἕλληνας νοµοθέτης, κάνοντας χρήση τῆς δυνατότητας αὐτῆς ἐπεκτείνει τό πεδίο ἐφαρµογῆς τοῦ παραπάνω ἄρθρου σέ ἐγκλήµατα πού ἀπευθύνονται εἰς βάρος προσώπων ἤ ὁµάδων πού προσδιορίζονται βάσει τοῦ σεξουαλικοῦ προσανατολισµοῦ, τῆς ταυτότητας φύλου ἤ τῆς ἀναπηρίας! Η ΚΕΝΕ χαρακτηρίζει τήν ἐχθρική συµπεριφορά σέ βάρος τῶν ὁµάδων αὐτῶν ὡς «ἕνα εἶδος κοινωνικοῦ ρατσισµοῦ».
Ἐπίσης, ἡ ἀπόφαση στό ἀρ. 8 ἀξιώνει ἀπό τά κράτη-µέλη νά λαµβάνουν τά ἀναγκαῖα µέτρα, ὥστε νά ἐξασφαλίσουν ὅτι οἱ ἔρευνες σχετικά µέ τίς πράξεις πού ἀναφέρονται στά ἄρθρα 1 καί 2 ἤ ἡ δίωξή τους δέν ἐξαρτῶνται ἀπό ἀναφορά ἤ καταγγελία τοῦ θύµατος (αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς αὐτεπαγγέλτως διενεργούµενης ἔρευνας ἤ δίωξης), τουλάχιστον στίς σοβαρότερες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ πράξη ἔχει τελεστεῖ στήν ἐπικράτειά τους. Τό ἄρθρο 5 παρ. 1 τοῦ νόµου προβλέπει τήν αὐτεπάγγελτη δίωξη ὅλων τῶν πράξεων πού περιγράφονται σέ αὐτόν, καθώς καί τῶν ἐγκληµάτων πού τελοῦνται συνεπείᾳ αὐτῶν. Ὡς δικαιολογητικός λόγος τῆς νοµοθετικῆς αὐτῆς ἐπιλογῆς ἀναφέρεται στήν αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ νόµου (ἀλλά καί στήν ἀπόφαση) τό ὅτι τά θύµατα «εἶναι συχνά ἰδιαιτέρως εὐάλωτα καί διστάζουν νά κινήσουν δικαστικές διαδικασίες».
β΄ Ἡ ἀρχή «Κανένα ἔγκληµα, καµία ποινή χωρίς ὁρισµένο νόµο».
Ἡ ἀρχή αὐτή ἀφορᾶ τήν περιγραφή τῶν στοιχείων τοῦ ἐγκλήµατος καί τήν πρόβλεψη τῆς ποινῆς στόν Ποινικό Νόµο καί ἀξιώνει νά εἶναι αὐτός εἰδικά, ἀναλυτικά καί µέ σαφήνεια διατυπωµένος. Τό Σύνταγµα τῆς δίνει ἰδιαίτερη ἔµφαση, ἀφοῦ ἀπαιτεῖ ρητά νά ὁρίζει ὁ νόµος τά στοιχεῖα τῆς ἐγκληµατικῆς πράξης. Δικαίως, ἀφοῦ ἡ σηµασία της εἶναι καίρια γιά δύο λόγους: πρῶτον, διότι ἐπιτρέπει στόν πολίτη νά γνωρίζει ποιά ἀκριβῶς συµπεριφορά ἀπαιτεῖ ἀπό αὐτόν ἡ πολιτεία καί νά ρυθµίσει ἀναλόγως τή δράση του. Καί δεύτερον, διότι συνιστᾶ «ἀνάχωµα» ἐναντίον τῆς αὐθαίρετης ἄσκησης τῆς ποινικῆς ἐξουσίας τῆς Πολιτείας καί ἐγγυᾶται τήν προστασία τῶν ἀτοµικῶν ἐλευθεριῶν.
Ὅπως καί παραπάνω σηµειώσαµε, ἡ ΚΕΝΕ ἐντόπισε στό κείµενο τοῦ νόµου ἀρκετές συνταγµατικά µή ἀνεκτές ἀόριστες ἔννοιες. Μία ἀπό αὐτές εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ µίσους («παροτρύνει, προκαλεῖ ἤ διεγείρει σέ πράξεις πού µποροῦν νά προκαλέσουν διακρίσεις, µῖσος ἤ βία»), ἀλλά καί ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας («κατά προσώπου ἤ ὁµάδας προσώπων πού προσδιορίζονται µέ βάση… τή θρησκεία»). Η ΚΕΝΕ παρατηρεῖ ὅτι «οἱ ἔννοιες αὐτές πρέπει, εἴτε µέ συγκεκριµένους χωριστούς ὁρισµούς, ἤ στό ἴδιο περιεχόµενο τῶν διατάξεων νά ἀποσαφηνισθοῦν καί νά ἐξειδικευθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν, ὥστε νά µήν ἐλλοχεύει κάθε φορά ὁ κίνδυνος νά παρερµηνευθοῦν καί νά ἐφαρµοσθοῦν σέ περιπτώσεις πού δέν ἦταν στούς σκοπούς οὔτε τῆς Ἀπόφασης, οὔτε τοῦ ἐσωτερικοῦ νοµοθέτη».
Ἀντίστοιχα γιά τίς ἔννοιες τοῦ «σεξουαλικοῦ προσανατολισµοῦ καί τῆς «ταὐτότητας φύλου» («κατά προσώπων ἤ ὁµάδας προσώπων πού προσδιορίζονται µέ βάση…τό σεξουαλικό προσανατολισµό, τήν ταὐτότητα φύλου…») σηµειώνει ὅτι «καί στήν περίπτωση αὐτή πρέπει νά ὑπάρξει ἐξειδίκευση τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν, τουλάχιστον στήν αἰτιολογική ἔκθεση, γιατί ὑπάρχει σοβαρό ἐνδεχόµενο καί ἄλλες ὁµάδες ἀπό ἐκεῖνες πού πιθανόν θέλει νά προστατεύσει ἡ νοµοθετική παρέµβαση ἐπικαλούµενοι τό γενετήσιο (σεξουαλικό κατά τήν αἰτιολογική ἔκθεση καί τό νόµο) προσανατολισµό τους νά ἐπιδιώξουν τήν ἐφαρµογή τῆς διάταξης. Τό ἴδιο ἰσχύει καί ὡς πρός τήν ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τῆς “ταὐτότητας τοῦ φύλου”».
Μέ ἄλλα λόγια, στίς δύο τελευταῖες αὐτές παρατηρήσεις της ἡ ΚΕΝΕ ἐπισηµαίνει τόν κίνδυνο νά ὑπάρξει κατάχρηση τοῦ νόµου λόγω τῶν ἀόριστων ἐννοιῶν πού προαναφέρθηκαν. Ἡ κατάχρηση αὐτή θά ἔχει ὡς συνέπεια νά µπλεχτοῦν στά «γρανάζια» τοῦ µηχανισµοῦ ποινικῆς καταστολῆς πρόσωπα πού δέ θά ἔχουν διαπράξει κανένα ἔγκληµα. Νά στιγµατισθοῦν ἀδίκως τά πρόσωπα αὐτά ὡς ἐγκληµατίες καί νά στερηθοῦν ἀδίκως τήν προστατευόµενη ἀπό τό ἄρθρο 5 παρ. 3 τοῦ Συντάγµατος προσωπική τους ἐλευθερία. Ὁ νοµοθέτης καµία σηµασία δέν ἔδωσε στίς ἐπισηµάνσεις τῆς ΚΕΝΕ σχετικά µέ αὐτόν τόν τόσο σοβαρό κίνδυνο. Ὥστε λοιπόν ἡ Πολιτεία νοιάζεται µόνο γιά τά “ἰδιαίτερα εὐάλωτα” θύµατα τῶν ἐκδηλώσεων ρατσισµοῦ καί ξενοφοβίας! Ἀδιαφορεῖ προκλητικά γιά τούς πολῖτες πού κινδυνεύουν νά καταστοῦν εὐάλωτα θύµατα τῆς αὐταρχικῆς ἄσκησης τῆς ποινικῆς ἐξουσίας ἐκ µέρους της! Καί ἔχει τό θράσος νά ἀναφέρεται –στήν ἴδια µάλιστα τήν αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ “ἀντιρατσιστικοῦ” νόµου- στά δικαιώµατα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί ἀξιοπρέπειας καί στό συνταγµατικά κατοχυρωµένο σεβασµό καί τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου!
1. Δηµοσιευµένη ἠλεκτρονικά σέ http://eur–lex.europa.eu/legal–content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32008F0913&rid=1
2. Δηµοσιευµένο ἠλεκτρονικά σέ http://to–synoro.blogspot.com/2013/05/blog–post_2708.html