Μένω ή φεύγω

Το δίλημμα των καιρών, μηχανισμός της εξουσίας

Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από τη Ρήξη φ. 99
O Κωστής Μοσκώφ περιέγραφε ότι, στην πορεία διαμόρφωσης του ελληνισμού, αναπτύχθηκε ένας συλλογικός μηχανισμός αντιμετώπισης των περιόδων κρίσης. Οι Έλληνες είτε ανέβαιναν στο βουνό, επιβιώνοντας σε ορεινές κοινότητες (ή γίνονταν αντάρτες, θα προσθέταμε), είτε έφευγαν στο εξωτερικό, ζητώντας διέξοδο στην μετανάστευση. Άλλωστε, ας θυμηθούμε τις βιωματικές και εκπαιδευτικές μας αναφορές για του «Διγενή τα κάστρα», τις ορεινές αυτόνομες κοινότητες, την κλεφτουριά και τους αντάρτες, αλλά και τον ελληνισμό της διασποράς.

Τολμώντας να διευρύνουμε τη θέση του ιστορικού, θα λέγαμε πως αναφερόταν σε μια μορφή συλλογικού ασυνειδήτου  διαμόρφωσης των λαών, που επηρεάζεται από τη γεωγραφική θέση, τη γεωμορφολογία του εδάφους, τους υλικούς και ιστορικούς όρους γέννησής του, την ψυχοσύνθεση, τον τρόπο παραγωγής, τη μυθιστορία και τις παραδόσεις τους, κ.α. Είναι ενδεικτικό το πώς διαφορετικοί πολιτισμοί (είτε ως έθνη, είτε ως λαοί, είτε ως κρατικές οντότητες, κ.λπ.) διαμορφώνονται, στο διάβα της ιστορίας τους, με διαφορετικές φαντασιακές και υλικές αφετηρίες.
Δεν είναι τυχαίο το ότι  ο νεοαμερικανικός ιμπεριαλισμός (πολιτικός ή οικονομικός) μοιάζει να συνδέεται με την τάση επέκτασης και κατάκτησης των τεράστιων εκτάσεων από τους αποικιοκράτες, για να θυμηθούμε το… «πώς κατακτήθηκε η Δύση». Αντίστοιχα, άλλοι πολιτισμοί έχουν μια περισσότερο κυκλική φιλοσοφία πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής (Κινέζοι, Ιάπωνες, Αφρικανοί, κ.ά.). Επίσης, πρώην αχανείς δεσποτικές αυτοκρατορίες είχαν συγκεντρωτική τάση ανάπτυξης, που επηρέαζε ακόμα και επαναστατικές απόπειρες στην ιστορία τους (Ιράν, Ρωσία, Κίνα, κ.ά.).

Η πολλαπλή κρίση της Ελλάδας εκφράζεται μέσω μιας νέας αποικιοκρατίας από τις καπιταλιστικά κυρίαρχες χώρες του Κέντρου, προεξάρχουσας της Γερμανίας, στην παρούσα συγκυρία. Το παραπάνω δεδομένο, αντάμα με την επίθεση του κράτους στα 2/3 της κοινωνίας, ενεργοποιεί τον ίδιο μηχανισμό επιβίωσης. Παίρνει τη μορφή διλήμματος: Μένω ή Φεύγω; τροφοδοτώντας την ανάλυση της κρίσης και την αντίσταση σ’ αυτή με νέα πολιτικά και ανθρωπολογικά δεδομένα.
Πολλές κινήσεις, που ξεπηδούν από τα «αριστερά», ορθώς διατυπώνουν το παραπάνω ερώτημα, εφόσον η μετανάστευση χιλιάδων νέων εξειδικευμένων επιστημόνων, ή μεμονωμένων ανθρώπων και οικογενειών, εντάσσεται στη νέα αποικιοκρατία και τον διεθνή ταξικό καταμερισμό του κεφαλαίου.
Το ζήτημα είναι ευαίσθητο και συναισθηματικά εύφλεκτο, όπως όλα τα ζητήματα όπου συνυπάρχουν η προσωπική επιβίωση και η ανάγκη για συλλογικό όραμα.
Η παράδοση της επιβίωσής μας: «αντάρτης» ή «μέτοικος», μετατρέπεται σε προσωπική απόφαση και επιλογή, που πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό στην κάθε περίπτωση.
Όμως, είναι χρήσιμο να δούμε κάποιες ιδεολογικές και πολιτικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων, που φωτίζουν το ζήτημα.
Το παραπάνω δίλημμα και η μετανάστευση εντάσσονται στο συνολικότερο πλαίσιο της «φιλελεύθερης» παγκοσμιοποίησης, που ξεκινά με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η ιδεολογική κυριαρχία του μονοπολικού, ομογενοποιημένου κόσμου, εκφράστηκε τόσο από δεξιά, όσο και από αριστερά.
Η ιμπεριαλιστική και, ταξικά, νεοφιλελεύθερη «ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπων», συνηχούσε με τις μεταμοντέρνες «αριστερές» διακηρύξεις περί «πολιτών του κόσμου», «ατομικών» δικαιωμάτων, «παγκόσμιας πατρίδας», κ.ά., έστω κι αν, αρχικά, είχαν μορφή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
Το ιδεολογικό έδαφος για τη μετακίνηση πληθυσμών είχε στρωθεί. Σημασία έχει το μετακινούμενο άτομο και όχι ο τόπος. Η πολυσύνθετη έννοια μιας πατρίδας, ή του γενέθλιου εδάφους, σχετικοποιείται και αποδυναμώνεται. Ουσιαστικό είναι το αέναο ταξίδι μιας προσωπικής επιβίωσης ή επιτυχίας, όπου γης. Είναι ασήμαντη η υπεράσπιση μας πατρίδας και του τόπου, ακόμα και ως προϋπόθεση για την ταξική ή οντολογική απελευθέρωση του ανθρώπου. Σημαντική είναι η «εξαγωγή» της καταξίωσης ή μιας ταξικής απελευθέρωσης, σε προσωπικό και αεθνικό επίπεδο.
Αυτή η πλανητική αλλαγή επηρέασε και την αντίσταση των λαών. Ελάχιστα αυθεντικά λαϊκά αντάρτικα εκφράστηκαν την τελευταία δεκαετία, σε σχέση με τα χρόνια του ’60 και του ’70, όταν τα δυτικά κινήματα αμφισβήτησης αναφέρονταν και στον αγώνα των γηγενών πληθυσμών, που έμεναν να αντισταθούν στον τόπο μας. Στις μέρες μας, επαναστατικό υποκείμενο είναι πια όσοι μεταναστεύουν, όσοι φεύγουν.
Η μετανεωτερικός μηδενισμός των εννοιών «πατρίδα», «τόπος», «πολιτισμός», «αντίσταση», σύμφυτος με την ηγεμονία των «δυτικών ιδεών» του νεοκαπιταλισμού, ωθεί ανθρώπους να δαπανούν τεράστια ποσά για τη μετανάστευσή τους και όχι για την   οργάνωση πατριωτικών και λαϊκών κινημάτων αντίστασης.
Σε αντίθεση με την παλιά μετανάστευση, όπου οι κοινότητες των μεταναστών οργάνωναν αντιστασιακό αγώνα, καμπάνιες κ.α, για την απελευθέρωση της πατρίδας τους, στις νέες συνθήκες οι κινητοποιήσεις τους αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στις συνθήκες της χώρας υποδοχής.
Η ποιοτική αυτή διαφορά δείχνει τη νίκη του εκσυγχρονιστικού μηδενισμού –όπως περιέγραφε ο Νίκος Ψυρούκης– σε έννοιες όπως η τάξη, η πατρίδα, ο αντιιμπεριαλισμός, η εθνική απελευθέρωση κ.α.
Η ταξική απάντηση του κεφαλαίου στην εργασία και τις κατακτήσεις της, ιδιαίτερα στον  δυτικά αναπτυγμένο κόσμο,  εκφράστηκε και μέσω της τεράστιας μετανάστευσης πληθυσμών.  Ο Μπλερ και οι επιτελείς του μιλούσαν για την ανάγκη να εισαχθούν ξένοι εργάτες (εκτεθειμένοι στην εργοδοτική χειραγώγηση και εκμετάλλευση) προκειμένου να σπάσει η εσωτερική ακαμψία της εργατικής τάξης, καθώς ο μισθός ήταν άκαμπτος και έπρεπε να γίνει ελαστικός.
Η παγκοσμιοποίηση έδινε λύση στα προβλήματα κερδοφορίας του κεφαλαίου, διατηρώντας ανοικτή τη ροή μεταναστών, ως σταθερή βάση εργαζομένων που δουλεύει με οποιοδήποτε τίμημα, ρίχνοντας τα μεροκάματα και το κόστος εργασίας.
Ακόμα και οι παλιότεροι μετανάστες, που αποκτούσαν δικαιώματα, γρήγορα θα έρχονταν αντιμέτωποι με νέους, πιο φθηνούς εργαζόμενους.
Στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο εντάσσεται και η αποψίλωση των εξαρτημένων –όπως η Ελλάδα– χωρών από τους νέους τους, που αποτελούν ένα υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Βέβαια, ανάμεσα στους νέους που φεύγουν, υπάρχουν αυτοί που το στοίχημα της επιστροφής είναι διαρκές και συνδέεται με την ελπίδα αναγέννησης της χώρας, και αυτοί που, «σαν έτοιμοι από καιρό»,  παγκοσμιοποιημένοι  «επιστήμονες», λοιδορούν την κατάντια της Ελλάδας και, αν ποτέ γυρίσουν, αυτοί ή τα παιδιά τους, θα είναι οι «νέοι Μαυροκορδάτοι», ή οι προνομιούχοι γιάπηδες της πολιτικής και της οικονομίας.
Πέρα από την υλική ανάγκη του καθενός, που είναι υπαρκτή και σεβαστή, ή τις προσωπικές αξίες που έχει, μόνο ένας νέος  ριζοσπαστικός και δημοκρατικός πατριωτισμός θα οδηγούσε σε συλλογικές δράσεις και πολιτικές,  ικανές να πείσουν τους πιθανούς μέτοικους να μείνουν και να αγωνιστούν για την «Ελλάδα που χάνεται».
Ένας τέτοιος πατριωτισμός υπερβαίνει τον διαχωρισμό Αριστερά – Δεξιά, με το νόημα που τον γνωρίσαμε, αλλά έρχεται από αριστερά, υπό την έννοια ότι είναι ενάντια στον καπιταλισμό και τις αξίες του.
Δεν είναι τυχαίο πως ελάχιστη μετανάστευση συναντάμε στη Χώρα των Βάσκων, όπου οι πολίτες αυτοοργανώνονται με κοινοτικούς και συνεταιριστικούς θεσμούς, ή σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Σε τόπους δηλαδή, που το εθνικό και το ταξικό ζήτημα είναι αλληλένδετα και σε άμεση αλληλεπίδραση. Στην Ελλάδα, το ζητούμενο είναι να το καταλάβει αυτό η όποια «αριστερή» πρόταση θέλει να αποκαλείται «ριζοσπαστική».

 

http://ardin-rixi.gr/archives/15495