90 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή

του Γεώργιου Κουρκούτα , καθηγητή-φιλόλογου

Το 1822, σε μια εκτεταμένη προσπάθεια αντιποίνων από την μεριά των Τούρκων, καταστρέφεται ολοσχερώς η Χίος, το πανέμορφο αυτό νησί του Αιγαίου. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, διότι, σε μία Ευρώπη που κυριαρχούσε η προκατάληψη για τα κίνητρα των επαναστάσεων των λαών (βλέπε Ιερά Συμμαχία), απεκάλυπτε τον θανάσιμο κίνδυνο για τον υπόδουλο Ελληνισμό από την συνέχιση της Τουρκικής κατάκτησης, αλλά και την ακραία βαρβαρότητα των Οθωμανών Τούρκων. Τότε ο φιλελληνισμός αυξήθηκε και χαρακτηριστικά αναφέρουμε εδώ δύο από τις εκφράσεις του: Ο περίφημος πίνακας του Ευγενίου Ντελακρουά και το ποίημα του Βίκτωρος Ουγκώ με τίτλο «Το Ελληνόπουλο».

Το 1922, μετά από 100 χρόνια, σαν μοιραίο παιχνίδι του χρόνου και της μοίρας, η έναντι της Χίου λαμπρή πόλη της Σμύρνης καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Τούρκους. Την πυρπόληση την συνοδεύουν σφαγές που δεν έχουν σε τίποτε να υστερήσουν αυτών της Χίου. Και ένα κρίσιμο σημείο: Και στις δύο σφαγές οι Δυτικοί Χριστιανοί περιόρισαν τον ρόλο τους στον σιωπηλό παρατηρητή, αν δεν ενίσχυσαν την τουρκική εγκληματικότητα.

Ένας σπουδαίος Ευρωπαίος ιστορικός υπήρξε ο Γάλλος Εδουάρδος Ντριώ. Ήταν ένας από τους λίγους Δυτικούς που επεσήμαναν τον αισχρό ρόλο των Δυτικών Δυνάμεων (κυρίως των Αγγλογάλλων από την μεριά της Αντάντ) έναντι της Ελλάδος κατά την περίοδο 1914-1922. Στο κορυφαίο βιβλίο του με τίτλο «Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Από το Κίνημα των Νεοτούρκων (1908) μέχρι τη συνθήκη της Λωζάννης (1923)» (που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1999 στα ελληνικά σε μετάφραση και σχόλια του Κώστα Μπαρμπή από τις εκδόσεις «Πελασγός») ο Ντριώ επιχειρεί έναν παραλληλισμό των δύο αυτών τραγωδιών που με διαφορά 100 ετών έπληξαν τον Ελληνισμό, για να τονίσει στους, Δυτικοευρωπαίους κυρίως, αναγνώστες του την διαρκή απειλή για τον πολιτισμό που αποτελεί η τουρκική επεκτατικότητα.

Αναφέρει ο Ντριώ στο ανωτέρω βιβλίο του (σελίδες 407-408):

«Η πυρπόληση της Σμύρνης θα παραμείνει, αναμφίβολα, ξεχωριστό γεγονός στην διαδρομή των αιώνων, αφού θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μήπως ήταν σοβαρότερο συμβάν από την άλωση της Πόλης το 1453. Σημαδεύει την εκατονταετηρίδα των σφαγών της Χίου και προέρχεται από ίδια άγρια ένστικτα. Όσοι ένιωθαν ντροπή, επειδή ήταν και οι ίδιοι ένοχοι, την απέδωσαν ορθά στους Τούρκους. Επικαλούνται το ότι η πυρκαγιά ξέσπασε τρεις μέρες μετά τη φυγή των Ελλήνων [στρατιωτών] και την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους και το ότι σώθηκε η τουρκική συνοικία, ενώ όλες οι άλλες – η χριστιανική, η ελεύθερη, η ελληνική και η αρμενική – καταστραφήκαν και μετατράπηκαν σε αποκαΐδια με τον πιο μεθοδικό τρόπο.

Η Σμύρνη ήταν το «άνθος της Μεσογείου»: 350.000 κάτοικοι, πολλοί Γάλλοι, μητρόπολη ελληνογαλλική, θαυμαστός κήπος με τα απλωμένα περίχωρα της, λιμάνι με σπουδαία κίνηση, σύμβολο αυτών που θα μπορούσαν να πετύχουν «από κοινού» Ελλάδα και Γαλλία για την οργάνωση και την αξιοποίηση της Ανατολής. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και η έδρα τριών μητροπολιτών ή επισκόπων, ορθοδόξου, καθολικού και της αρμενικής Εκκλησίας. Άρα ήταν η «Άπιστη», η «Γκιαούρ Ιζμίρ»: επομένως ήταν καταδικασμένη σε θάνατο.

Η «Γκιαούρ Ιζμίρ» δεν υπάρχει πια. Αμερικανικές μαρτυρίες έχουν περιγράψει τη φρίκη των σφαγών και της πυρκαγιάς: συγκλονιστικότερη είναι η περίπτωση του μητροπολίτη Χρυσοστόμου, που παραδόθηκε από τον στρατηγό Νουρεντίν στην μανία του όχλου, σπρώχτηκε μέσα σε ένα κουρείο για να του αφαιρέσουν τα ράσα και να τον αναγκάσουν να φορέσει άσπρη κελεμπία, ύστερα ξυλοκοπήθηκε άγρια, ποδοπατήθηκε, σκεπάστηκε με φτυσίματα και ακαθαρσίες, του τσάκισαν τα πόδια, του ξερίζωσαν τα γένια, του έκοψαν τα αυτιά και του έβγαλαν τα μάτια. Με ανάλογο τρόπο είχε μαρτυρήσει, πριν εκατό χρόνια, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ της Κωνσταντινουπόλεως, κατά το αιματοβαμμένο Πάσχα του 1821: υπάρχει μία φρικιαστική ενότητα και συνέχεια σε αυτήν την θηριώδη γενοκτονική πολιτική των Τούρκων…

Πεντακόσιες χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις εξοντώθηκαν, με πρωτοφανείς μεθόδους αγριότητας. Διακόσιες ογδόντα χιλιάδες κάτοικοι της Σμύρνης και της γύρω περιοχής καταδιώχτηκαν και στριμώχτηκαν στην παραλία. Οι Τούρκοι τους έσπρωχναν στο νερό. Τα σκάφη στο λιμάνι δεν επαρκούσαν ή δεν ήταν έτοιμα να τους δεχτούν. Σε όλο το μήκος της αποβάθρας επέπλεαν σωροί από πτώματα και σε πλάτος πολλών μέτρων σχημάτιζαν ένα ανάχωμα, πάνω στο οποίο θα μπορούσε κανείς να βαδίσει…

Τα νεότερα σε ηλικία άτομα, κορίτσια ή αγόρια, οδηγήθηκαν στο εσωτερικό. Αλήθεια, τι απέγιναν; Όσοι επέζησαν, κατέφυγαν στην Ελλάδα, στην «μητέρα Ελλάδα», η οποία τους δέχτηκε όλους χωρίς να ρωτήσει ποια ήταν η εθνικότητα τους – ελληνική, αρμενική, ασσυριακή ή κιρκασιανή. Γυναίκες, γέροι, παιδιά, σε τρομερή κατάσταση σωματική και ψυχική, νηστικοί και μισόγυμνοι! Μέσα σε συνοικισμούς που κατασκευάστηκαν για να τους στεγάσουν, οι γριούλες και τα παιδιά κουβαλούσαν στο βλέμμα την φρίκη αυτών που είχαν δει. Επί εβδομάδες και μήνες πάνω στις στέγες των βαγονιών που τους μετέφεραν από την Θράκη στην Μακεδονία, στα ελληνικά καράβια που έσπευδαν να τους σώσουν, ανθρώπινα τσαμπιά κρεμόντανε από οτιδήποτε, κοπάδια πανικόβλητα από την καταιγίδα.

Η «Άπιστη Σμύρνη» δεν υπάρχει πια. Ούτε Έλληνες στην Ιωνία. Η εθνική δαντέλα των ελληνικών πληθυσμών, η οποία, κατά μήκος όλων των παραλίων της Μικράς Ασίας, αφηγούνταν στους χάρτες μας το εγχείρημα μιας χιλιόχρονης εγκατάστασης, κομματιάστηκε και βουτήχτηκε στο αίμα».

Ένα έγκλημα εις βάρος του πολιτισμού συνετελέσθη στα εδάφη της Μικράς Ασίας το 1922. Εκατό χρόνια δηλαδή μετά από την σφαγή της Χίου, ένα γεγονός που αποτελεί «χαρακτηριστικό» στοιχείο της Tουρκικής Ιστορίας: ένας λαός που ήρθε από τα βάρβαρα βάθη της Ασίας, ήλθε σε επαφή για εκατοντάδες χρόνια με λαούς πολιτισμένους ή και τους κατάκτησε (όπως ο δικός μας), αλλά η συνεισφορά του στον διεθνή πολιτισμό υπήρξε ελάχιστη. Ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες αφήνει πίσω του εγκλήματα και σφαγές. Μεγάλο θύμα του υπήρξε και ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, ενός χώρου που ανέδειξε κορυφαία στοιχεία και πνευματικές δημιουργίες που ως σήμερα κοσμούν τον παγκόσμιο πολιτισμό. Από τους Προσωκρατικούς της Ιωνίας μέχρι την πνευματική προσφορά της περιόδου του Βυζαντίου, η ανατολική πλευρά του Αιγαίου ήταν ένας φάρος πολιτισμού.

Σήμερα τι συμβαίνει; Τι έμεινε από μία τόση λαμπρή πορεία του παρελθόντος; Οι νέοι κατακτητές των εδαφών της Ιωνίας, από τον 14ο αιώνα ως τα σήμερα δηλαδή βλέπουν τις περιοχές αυτές σαν ένα τουριστικό αξιοθέατο που θα τους προσφέρει πολλά λεφτά. Οι αρχαιολογικοί χώροι όπου έλαμπε κάποτε το Ελληνικό φως, τώρα έχουν γίνει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά και παραχάραξης: Δεν είναι λίγες οι φορές που οι Τούρκοι μιλούν στους τουρίστες για τον Πολιτισμό των … προγόνων τους, αλλά όχι των Ελλήνων. Και εδώ, όπως και με τους Σκοπιανούς και τους Αλβανούς, έχουμε την διαρκή παραχάραξη της Ελληνικής Ιστορίας.

Αλλά η Μικρά Ασία, όπως εύστοχα είχε επισημάνει και ένας άλλος έντιμος Δυτικός διπλωμάτης, ο Αμερικανός πρόξενος Τζωρτζ Χόρτον (στο σπουδαίο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας») έγινε μετά από τόσα τουρκικά εγκλήματα «ένα νεκροταφείο Ελληνικών πόλεων». Αυτήν την εικόνα, αυτές τις στιγμές δεν μπορούμε να τις ξεχνάμε. Δεν πρέπει να τις ξεχνάμε. Αυτό είναι το ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε ως θυμίαμα στην μνήμη των χιλιάδων θυμάτων της Μικρασιατικής τραγωδίας, σε όλους αυτούς που άφησαν την ζωή στα εδάφη εκείνα με το όραμα της Ελληνικής Ιωνίας…

http://www.e-grammes.gr/article.php?id=5529