Διεύρυνση του ΝΑΤΟ και στρατηγικές συμμαχίες

του Παναγιώτη Γαβάνα

Διεύρυνση του ΝΑΤΟ και στρατηγικές συμμαχίες

Οι ιθύνοντες του ΝΑΤΟ αποφάσισαν ότι «η πόρτα του ΝΑΤΟ παραμένει ανοιχτή για όλες τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες που θέλουν να γίνουν μέλη του». «Στόχος [του ΝΑΤΟ] είναι μια ενωμένη και ελεύθερη Ευρώπη η οποία βασίζεται πάνω σε κοινές αξίες» και τον στόχο αυτό τον υπηρετεί κανείς καλύτερα μέσω της «τελειωτικής ενσωμάτωσης όλων των ευρωπαϊκών κρατών στις επιθυμητές ευρωατλαντικές δομές». Το ΝΑΤΟ επομένως διατυπώνει την πρόθεσή του να ενώσει μακροπρόθεσμα κάτω απ΄ τη στέγη του την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.

 

Παρόλα αυτά μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια παρουσίασε ρυθμούς επιβράδυνσης. Αυτό σχετίζεται αφενός με το γεγονός ότι τώρα μια προσέγγιση με τη Ρωσία, η οποία σταδιακά αρχίζει να δυναμώνει, είναι μόνο δυνατή, αν το ΝΑΤΟ δεν επεκτείνει παραπέρα τα εδαφικά του σύνορα κατά μήκος των ρωσικών συνόρων. Αφετέρου ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας το 2008 έδειξε πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί για το σύνολο του ΝΑΤΟ σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης η πρόσληψη σ΄ αυτό ανατολικοευρωπαϊκών κρατών.

Παρά την επιβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ «συνεχίζει και αναπτύσσει τις συνεργασίες του με την Ουκρανία και τη Γεωργία στις επιτροπές, όπως αποφάσισε το ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι το 2008», υπάρχουν όμως αμφιβολίες κυρίως για τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη-μέλη σχετικά με την ειλικρίνεια των δυνάμεων που ηγεμονεύουν στο ΝΑΤΟ. Έτσι για παράδειγμα στην Τσεχία υπάρχει η άποψη, ότι η πολιτική των ανοιχτών θυρών απέναντι σε χώρες όπως η Γεωργία, δεν αποτελούν πλέον κανένα θέμα. Ναι μεν το ΝΑΤΟ διαβεβαίωσε ότι «θέλει να προωθήσει την ευρωατλαντική ενσωμάτωση στα Δυτικά Βαλκάνια» μολαταύτα το προτσές διεύρυνσης συνολικά έχασε την ορμή του. Οι γενικές και μη υποχρεωτικές για τα κράτη-μέλη διατυπώσεις στη νέα στρατηγική αντίληψη που αφορά σε διάφορες συνεργασίες του ΝΑΤΟ, αποτελούν ένα τεκμήριο. Αυτό όμως σημαίνει ότι η πολιτική των ανοιχτών θυρών θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί ξανά εκ νέου, αν πολιτικά κριθεί αναγκαίο ή εμφανίζεται ως δυνατή.

Το προτσές παραμέλησης πρόσληψης στο ΝΑΤΟ εν δυνάμει νέων μελών, βαδίζει παράλληλα με μια ελαφρά μετατόπιση προσέγγισης κρατών, οργανώσεων, εταιριών κτλ που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ. Αφενός θα πρεπε περισσότερο και άλλα κράτη να συνεργαστούν με το ΝΑΤΟ μέσω «ευέλικτων σχημάτων» -σύμφωνα πάντα με το στρατηγικό ντοκουμέντο-, αφετέρου το ΝΑΤΟ θέτει ως στόχο του συνεργασίες με μη-κρατικές οργανώσεις και οργανισμούς –ΜΚΟ, καθώς και με ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας- όπως επίσης με ισχυρούς υπερεθνικούς θεσμούς όπως ο ΟΗΕ. Η προσφορά συμμαχιών προς τον ΟΗΕ δεν πρέπει να κατανοηθεί έτσι ότι αναγνωρίζεται ως μια παγκόσμια οργάνωση η οποία αποφασίζει για τη διατήρηση και αποκατάσταση της συλλογικής ασφάλειας. Αντιθέτως, το ΝΑΤΟ βλέπει τον ΟΗΕ σαν μια δύναμη μεταξύ των πολλών: Στην ανάγκη συμμαχεί και αποφασίζει μαζί του Το ποιος είναι ο μάγειρας και ποιο το γκαρσόνι είναι καθαρό.

Στόχος του ΝΑΤΟ είναι η δημιουργία ενός «πολυστρωματικού δικτύου σχέσεων συνεργασίας με κράτη και οργανώσεις σε όλη την υφήλιο». Εδώ οι ιθύνοντες της ΕΕ και των ΗΠΑ συμφωνούν καθ΄ ολοκληρία.

Ο διευθυντής του «European Union Institute for Security Studies», Alvaro de Vasconcelos, γράφει γι αυτό το θέμα: «Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται όλες τις παγκόσμιες οργανώσεις, παλιές και νέες, ώστε να μπορέσουν να δομήσουν μια νέα διεθνή τάξη»[19]. Αυτή όμως η στροφή προς τα πολυμερή δίκτυα ασφάλειας δεν σχετίζεται με την πίστη για μια κοινή λύση των συγκρούσεων, αλλά με τη γνώση, ότι πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μπορούν να υλοποιηθούν αποτελεσματικότερα σ΄ αυτό το modus operandi (τρόπος του ενεργείν). Στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ η αντίληψη αυτή διατυπώνεται καθαρά: «Αν καταπονούμε υπερβολικά τα στρατιωτικά μας μέσα ή αν δεν κατορθώνουμε να χρησιμοποιούμε συμπληρωματικά όργανα, ή αν δρούμε χωρίς τους συμμάχους μας, τότε επιβαρύνουμε το στρατό μας, οι Αμερικανοί πρέπει να σηκώσουν μεγαλύτερα βάρη και η ηγεμονία μας θα ταυτίζεται πάρα πολύ με τη στρατιωτική δύναμη»[20].

***

Η σχέση μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ

Η συνεργασία μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ είναι ιδιαίτερης και αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της υπερατλαντικής συμμαχίας. Ενόσω το ΝΑΤΟ αποτελεί τη δυτική στρατιωτική συμμαχία η οποία έχει τις ρίζες της στην περίοδο του ψυχρού πολέμου και στην οποία κυριαρχούν οι ΗΠΑ, η ΕΕ στη σημερινή της μορφή αποτελεί κυρίως προϊόν της περιόδου 1989/90, η οποία (ΕΕ) βρίσκεται κάτω απ΄ την ηγεμονία της επαναδυναμωμένης Γερμανίας και της Γαλλίας. Μεταξύ των δυό ιμπεριαλιστικών πόλων ΗΠΑ και ΕΕ, υπάρχει εδώ και δεκαετίες μια διαμάχη η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση και η οποία έφθασε στην κορύφωσή της κατά την ανοιχτή αντιπαράθεση πριν τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003. Στο πυρήνα της η διαμάχη αυτή αφορούσε στην κατανομή εξουσίας στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και επομένως στην κατανομή των καθηκόντων και στις εκάστοτε αξιώσεις.

Στις δηλώσεις της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισσαβώνα, τονίστηκε ιδιαίτερα η σημασία της ΕΕ. Βασική αιτία γι΄ αυτό αποτελούν τα εσωτερικά οικονομικά και στρατιωτικά προβλήματα των ΗΠΑ, τα οποία αφήνουν στην Ουάσιγκτον λίγες δυνατότητες επιλογής απ΄ το να αναλάβει την προσπάθεια να μεταθέτει όλο και περισσότερο τα «βάρη της παγκόσμιας πολιτικής τάξης πραγμάτων» στους ευρωπαίους συμμάχους της. Σε σχέση μ΄ αυτό τα κράτη της ΕΕ διεκδικούν περισσότερα δικαιώματα συναπόφασης στο ΝΑΤΟ, στο οποίο μέχρι τώρα οι ΗΠΑ έπαιζαν σχεδόν το πρώτο και μοναδικό βιολί. Ακόμη τα κράτη της ΕΕ αναμένουν ότι οι ΗΠΑ θα υποχωρήσουν απ΄ την αντίσταση που προβάλλουν ενάντια σε μια παραπέρα στρατιωτικοποίηση της ΕΕ, η οποία δημιουργεί επίσης στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να είναι σε θέση να διεξάγει πολέμους στην ανάγκη και χωρίς τις ΗΠΑ.

Δυό απ΄ τα ουσιαστικά σημεία διαμάχης μεταξύ των δυό πολιτικών και οικονομικών πυλώνων της συμμαχίας, των ΗΠΑ και της ΕΕ, φαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα έχουν λυθεί. Αφενός οι συντάκτες της νέας στρατηγικής αντίληψης διαπιστώνουν ότι η κοινή άμυνα θα συνεχιστεί «πάνω στη βάση της αλληλεγγύης, των κοινών στόχων και της ίσης κατανομής βαρών» -ιδιαίτερα η κοινή χρηματοδοτική κατανομή βαρών αποτελεί εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ένα βασικό αίτημα των ΗΠΑ προς την ΕΕ ως προϋπόθεση για περισσότερα δικαιώματα συναπόφασης στο ΝΑΤΟ. Αφετέρου οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την ΕΕ σαν ισότιμο συνέταιρο κάνοντας αποδεκτή την ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας με την οποία η ΕΕ μετατρέπεται σε στρατιωτική ένωση, η οποία η ίδια πλέον αναλαμβάνει καθήκοντα εξοπλισμού, αλλά και αναγνωρίζοντας την πολιτική ασφάλειας της ΕΕ ως συνιστώσα της: «Το ΝΑΤΟ αναγνωρίζει την σημασία μιας ενισχυμένης και ευρωπαϊκής άμυνας. Χαιρετίζουμε την ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας η οποία θέτει τα πλαίσια για την ΕΕ, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει καλύτερα τους κινδύνους για την κοινή ασφάλεια». Τα αποσπάσματα στο νέο στρατηγικό ντοκουμέντο του ΝΑΤΟ που αναφέρονται στη σχέση του προς την ΕΕ παλιότερα δεν ήταν τόσο σαφή στη διατύπωσή τους, ενώ αντίθετα απ΄ το τωρινό καταλήγει κανείς σχετικά εύκολα στο συμπέρασμα μιας μετατόπισης του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Η ΕΕ για πρώτη φορά κατατάσσεται σαν «ένας μοναδικός και ουσιαστικός συνέταιρος του ΝΑΤΟ», παρόλο που οι ΗΠΑ στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας χαρακτηρίζουν το ΝΑΤΟ σαν «βάση της ευρωπαϊκής ασφάλειας»[21]

Παρ΄ όλες τις υπερατλαντικές προσεγγίσεις, οι ευρωπαίοι κυρίως δεν είναι ευχαριστημένοι με την κατάσταση του ΝΑΤΟ: «Πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στο θεσμικό επίπεδο κάθε άλλο παρά αρμονικές είναι»[22]. Και η Nicole Gnesotto απ΄ το «European Institute for Security Studies» σημειώνει παραπέρα: «Οι πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στους δυό σε καμιά περίπτωση δεν είναι ικανοποιητικές»[23]. Η κατάσταση αυτή έχει διάφορες αιτίες. Αφενός οι ΗΠΑ μετατοπίζουν την εστίασή τους αυξητικά προς την Ανατολή, μακριά απ΄ την Ευρωζώνη. Ο Barack Obama δεν κάνει ανέξοδα λόγο για έναν επερχόμενο «ειρηνικό αιώνα»[24]. Αφετέρου η ΕΕ θέλει να αυξήσει τη σχετική της ανεξαρτησία απ΄ το ΝΑΤΟ και να δρα πλέον σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα. Έτσι θα αποτελούσε απλά «μια συνιστώσα μιας ανώτερης στρατηγικής συμμαχίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ»[25] μεταξύ των πολλών.

Αυτή η αξίωση της ΕΕ να βλέπει στο ίδιο επίπεδο τις δυό συμμαχίες, οφείλεται στο γεγονός ότι ο αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ αυτών που δίνουν χρήματα (ΕΕ) και των πολεμιστών (ΗΠΑ), σταδιακά φαίνεται να εκμηδενίζεται. Η ΕΕ αναλαμβάνει στρατιωτικά όλο και περισσότερο τη «δική της ευθύνη»: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον σε θέση ή δεν θέλουν να αναλάβουν το συνολικό φάσμα διαχείρισης των κρίσεων στον κόσμο. Η υποχώρηση της Αμερικής απ΄ αυτή την άποψη υποχρεώνει την Ευρώπη να δρα στο μέλλον με μεγαλύτερη ένταση»[26]. Το ερώτημα είναι: με ποιο τρόπο;

Η ΕΕ και το ΝΑΤΟ συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει μια ισχυρότερη σύμπλεξη των δυό: «Η στρατηγική συνεργασία με την ΕΕ» αναφέρει το νέο στρατηγικό ντοκουμέντο του ΝΑΤΟ, πρέπει «να ενισχυθεί στο πνεύμα της αμοιβαίας ειλικρίνειας, της διαφάνειας, της συμπληρωματικότητας και του σεβασμού για την αυτονομία και τη θεσμική ακεραιότητα των δυό οργανώσεων». Επιπλέον το κείμενο στο σημείο αυτό αφήνει χώρο για διάφορες εικασίες, οι οποίες βασίζονται πάνω σε αντιτιθέμενα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ. Επειδή, αφενός θα μπορούσε κανείς με βάση το στρατηγικό ντοκουμέντα να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι θα υπάρξει μια μεγαλύτερη σύμπλεξη και ένας καθαρός καταμερισμός εργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, κατά τον οποίο η ΕΕ προσφέρει τα πολιτικά (zivil) και οι ΗΠΑ τα στρατιωτικά μέσα –ισότιμα-, αφετέρου όμως θα ήταν επίσης δυνατό, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ να «παίξουν συμπληρωματικούς και αμοιβαία ενισχυτικούς ρόλους για να διατηρήσουν τη διεθνή ειρήνη και τη διεθνή ασφάλεια».

Η πολιτική ασφάλειας της ΕΕ συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού της βραχίονα θα μπορούσε να αναπτυχθεί «στη μορφή ενός ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ»[27] και έτσι να προωθηθεί μια βαθμιαία απόσπαση της ΕΕ απ΄ τις ΗΠΑ –κατ΄ αναλογία και απ΄ το ΝΑΤΟ. Το προτσές αυτό, το οποίο ιστορικά περιγράφηκε πιο πάνω με τη λέξη-κλειδί «αυτονομία» και που σήμερα καταγράφεται με την έννοια «συμπληρωματικότητα», ασφαλώς και δεν θα ήταν προς το συμφέρον των ΗΠΑ ενώ θα αδυνάτιζε το ΝΑΤΟ μακροπρόθεσμα και αμετάκλητα.

***

Ρωσία και ΝΑΤΟ

Η τρίτη Σύνοδος κορυφής μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο απ΄ το 2002, όταν αυτές οι συναντήσεις απέκτησαν πλέον τυπικό χαρακτήρα, ήταν περισσότερο συμβολική παρά αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την ουσία. Η συνάντηση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας στα πλαίσια της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισσαβώνα ήταν η πρώτη απ΄ την περίοδο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας τον Αύγουστο του 2008. Δυό χρόνια όμως πριν τη συνάντηση αυτή, δεν οδήγησε ο πόλεμος, αλλά κυρίως το σχέδιο των ΗΠΑ για ένα πυραυλικό σύστημα, στη διακοπή των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ.

Παρόλη την ανάδειξη της Συνάντησης του ΝΑΤΟ με τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας Medwedev – η Angela Merkel τόνισε στη συνεύντευξη Τύπου ότι ο ψυχρός πόλεμος έχει φτάσει πραγματικά στο τέλος του- τόσο τα αποτελέσματα της Συνάντησης όσο και οι διατυπώσεις στο στρατηγικό ντοκουμέντο είναι συγκρατημένα.

Η Ρωσία είναι η μοναδική μεγάλη δύναμη, η οποία δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ και παρόλα αυτά κατονομάζεται στο ντοκουμέντο. Το ΝΑΤΟ στη νέα στρατηγική αντίληψή του παραδέχεται την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας –κάτι που θεωρείται αυτονόητο για τις διεθνείς σχέσεις. Ιδιαίτερα επισημαίνεται ότι «το ΝΑΤΟ για τη Ρωσία δεν αποτελεί απειλή» και ότι με τη Ρωσία θα πρεπε να κλειστεί μια συμφωνία ώστε η θέση των ρωσικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη να γίνει πιο διαφανής και να απομακρυνθούν τα όπλα που βρίσκονται κοντά στο έδαφος των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, επειδή σύμφωνα με τους ιθύνοντες του ΝΑΤΟ θα πρεπε πριν «γίνουν παραπέρα βήματα, να ληφθεί υπόψη η δυσαναλογία της ύπαρξης των ρωσικών πυρηνικών όπλων μικρού βεληνεκούς». Ωστόσο οι κρατικοί και κυβερνητικοί παράγοντες του ΝΑΤΟ δήλωσαν ότι επιδιώκουν «μια πραγματική στρατηγική συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ». Γι΄ αυτό θα πρεπε, κατά τη γνώμη τους, η Μόσχα να συνδεθεί με το σχέδιο και την υλοποίηση του βαλλιστικού πυραυλικού συστήματος στα διάφορα πεδία της πολιτικής, και όπου υπάρχουν κοινά σημεία να γίνει συνεργασία.

Συγκεκριμένα, ο Medwedev και οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν στη Λισσαβώνα σε τρία σημεία. Να γίνει μια πρώτη συνάντηση για μια κοινή ανάλυση περί απειλών στον 21ο αιώνα σε επίπεδο υπουργών Άμυνας τον Ιούνη του 2011, τη συνεργασία στο πυραυλικό σύστημα –η Ρωσία επιμένει για μια πλήρη ανταλλαγή πληροφοριών και τη συμμετοχή στην ανάληψη ευθυνών για το πυραυλικό σύστημα- και την κοινή συνέχιση της πάλης ενάντια στην «τρομοκρατία». Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα, ότι η Ρωσία θα εξασφαλίσει στο ΝΑΤΟ έναν καλύτερο λογιστικό εφοδιασμό προς το Αφγανιστάν και ότι θα παραδώσει στο Αφγανιστάν ελικόπτερα. Παραπέρα, συμφωνήθηκε ότι το ΝΑΤΟ και η Ρωσία θα διεξάγουν από κοινού τον αγώνα ενάντια στα ναρκωτικά και την ισλαμική τρομοκρατία, ότι θα συνεργαστούν κατά τις Συναντήσεις κορυφής των G8 και G20 και ότι θα παλέψουν από κοινού ενάντια στην αύξηση των όπλων μαζικής καταστροφής. Συνολικά αυτά τα αποτελέσματα της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανεπαρκή. Επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό την τωρινή υπάρχουσα κατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στις δυό πλευρές, η οποία σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζεται από δυσπιστία.

Οι αποφάσεις δεν μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός, ότι κυρίως τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θέλουν να αποφύγουν μια προσέγγιση με τη Ρωσία και ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή δεν έχει σε καμιά περίπτωση διακοπεί. Το πώς το ΝΑΤΟ παραταξικοποιείται στο θέμα «Ρωσία», αυτό φαίνεται απ΄ την αξιολόγηση εγγράφων της Πρεσβείας των ΗΠΑ, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα απ΄ το wikileaks. Από αυτά προκύπτει ότι τα κράτη της Βαλτικής θα συμφωνούσαν σε μια πιο φιλική και ανοιχτή πολιτική απέναντι στη Ρωσία πριν τη Σύνοδο κορυφής στη Λισσαβώνα, μόνο αν τους δινόταν η υπόσχεση ότι θα υπήρχε σχέδιο σε περίπτωση ανάγκης να αμυνθούν στρατιωτικά απέναντι σε μια επίθεση. Ο εν δυνάμει επιτιθέμενος δεν κατονομάζεται μεν στα έγγραφα, είναι όμως φανερό ότι πρόκειται για τη Ρωσία. Γι΄ αυτό και οι ανατολικοευρωπαίοι επέμεναν να συμπεριληφθεί μέσα στο στρατηγικό ντοκουμέντο του ΝΑΤΟ μια διατύπωση, όπου θα τονιζόταν η συλλογική άμυνα σε περίπτωση επίθεσης. Το γερμανικό περιοδικό Spiegel online λίγο πριν τη Σύνοδο κορυφής στη Λισσαβώνα παρέθεσε τα λόγια του υπουργού των Εξωτερικών του Λουξεμβούργου Jean Asselborn, όπου εκφράζεται το βασικό πρόβλημα στη σχέση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία: «Οι ανατολικοευρωπαίοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ βλέπουν στη Ρωσία κυρίως ένα κίνδυνο, όταν οι άλλοι βλέπουν έναν στρατηγικό σύμμαχο».

Ουσιαστικά αυτό που θα πρέπει να τονιστεί, είναι, ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον σε θέση να προσπεράσει εύκολα τις ρωσικές θέσεις όπως αυτό συνέβαινε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όχι μόνο η ΕΕ, όπως γράφει η διευθύντρια του «Finnish Institute of International Affairs» και πρώην Φιλανδή υπουργός Εξωτερικών Teija Tiliikainen, αλλά και οι ΗΠΑ πρέπει «να αντιμετωπίσουν μια άλλη Ρωσία απ΄ ό,τι αυτή της δεκαετίας του 1990. Σαν συνέπεια της παγκόσμιας μετατόπισης δυνάμεων και εν μέρει εξαιτίας των ενεργειακών της αποθεμάτων καθώς και του πυρηνικού δυναμικού της, η Ρωσία βλέπει νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη της επιρροής της και του διεθνούς της γοήτρου»[28], και η Μόσχα έγινε ξανά ένα απ΄ τα κέντρα διεθνούς δύναμης. Γερμανοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η Ρωσία δεν χρειάζεται το ΝΑΤΟ.

Το ΝΑΤΟ όμως χρειάζεται τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ έχουν την ανάγκη συνεργασίας με τη Μόσχα για σημαντικά ζητήματα, όπως συγκρούσεις και τριβές στο Αφγανιστάν και το Ιράν. Γι΄ αυτό και στην Ουάσιγκτον δεν επιδιώκουν καμιά πολιτική σύγκρουσης με τη Μόσχα. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν και τα λόγια του Barack Obama: «Εν μέρει και μέσω της νέας εκκίνησης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας πήραμε σημαντική βοήθεια απ΄ τους Ρώσους για να επιβάλλουμε στο Ιράν κυρώσεις οι οποίες είναι σκληρότερες απ΄ ό,τι προβλέψαμε»[29]. Η ΕΕ επίσης για τους δικούς της λόγους αναγκάζεται να προσεγγίσει τη Ρωσία προκειμένου να προωθήσει λύσεις στη βάση της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής της. Η εξάρτηση της ΕΕ απ΄ τα ενεργειακά αποθέματα της Ρωσίας και η άμεση ασφάλεια της ΕΕ και των γειτονικών της κρατών αφορούν επίσης τα ζωτικά συμφέροντα της Μόσχας. Το ερώτημα που τίθεται είναι: με ποιο τρόπο πρέπει να συμπεριφερθεί το ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία;

«Το στρατηγικό συμφέρον της ΕΕ, το οποίο συμμερίζονται εμφανώς και οι ΗΠΑ, είναι, να αποφευχθεί ένας μετωπικός διπολισμός στην Ευρώπη»[30]. Αυτό όμως μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν η Ρωσία δεν συμμετέχει στην οικοδόμηση μιας συμμαχίας στην Ασία με οριοθέτηση προς το ΝΑΤΟ, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την Shanghai Cooperation Organization. Γι΄ αυτό και οι Γερμανοί στρατηγικοί αναλυτές ζητάνε μια ταυτόχρονη επιδίωξη συμμαχίας και περιορισμού. Οι ΗΠΑ σχετικά μ΄ αυτό είναι ακόμη πιο επιθετικές διατυπώνοντας τη θέση ότι θέλουν μια «σταθερή, ουσιαστική, πολυδιάστατη σχέση με τη Ρωσία»[31].

Το εάν είναι δικαιολογημένες, κυρίως οι ελπίδες των Γερμανών και των Γάλλων, ότι με το τέλος του ψυχρού πολέμου ξεκινά μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με τους Ρώσους, αυτό είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον. Ο Wladimir Putin ονειρεύεται ήδη μια πανευρωπαϊκή αγορά απ΄ τη Λισσαβώνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Ο πρώην γερμανός καγκελάριος και σήμερα οικονομικός λομπίστας Gerhard Schröder φάνηκε να ενθουσιάζεται μ΄ αυτή την ιδέα. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, σ΄ αυτά τα ευρασιατικά παιχνίδια σκέψης, φαίνεται επομένως να παίζουν ένα δεύτερο ρόλο, που σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί να τορπιλίσει μια τέτοιου είδους εξέλιξη.

Μέχρι όμως οι τάσεις αυτές να σταθεροποιηθούν, η συνεργασία και οι εκατέρωθεν περιορισμοί στις σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας θα επικρατούν.

***

10. Πολεμικά σενάρια

Αφγανιστάν

«Το ΝΑΤΟ σήμερα έχει εμπλακεί στη μεγαλύτερη επιχείρηση εδάφους της ιστορίας του –πολύ έξω απ΄ τη παραδοσιακή σφαίρα επιρροής του». Η επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, την οποία η ίδια η καγκελάριος της Γερμανίας κατά την τρίτη επίσκεψή της στο Αφγανιστάν την χαρακτήρισε ως «πόλεμο»[32], παίζει πολύ μικρό ρόλο στη νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ. Η μοναδική αναφορά στο στρατηγικό ντοκουμέντο στο οποίο γίνεται λόγος για την επιχείρηση στο Αφγανιστάν, τεκμηριώνει, παρά του ότι δεν τονίζεται ιδιαίτερα το θέμα, τα προβλήματα που έχει το ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. «Τα μαθήματα απ΄ τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα στα Δυτικά Βαλκάνια και στο Αφγανιστάν, κάνουν σαφές, ότι είναι αναγκαία μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική και στρατιωτική προσέγγιση για μια αποτελεσματικότερη διαχείριση κρίσεων». Ανάμεσα σ΄ αυτές τις γραμμές γίνεται παραδεκτό ότι η αποκλειστικά στρατιωτική αντιπαράθεση με τις αμέτρητες ομάδες, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται όλες με τους Ταλιμπάν και που αξιοποιούνται πάντα απ΄ τα δυτικά ΜΜΕ ενάντια στους Αφγανούς οι οποίοι πολεμούν το ΝΑΤΟ, δεν έχει οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών μετά τη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τόνισε στους αντιπροσώπους του Τύπου, ότι στο Αφγανιστάν μπορεί να έχει επιτυχία μόνο μια πολιτική λύση.

Παρόλα αυτά είναι καθαρό ότι το λιγότερο στο στρατιωτικό τομέα και στο σχεδιασμό του ΝΑΤΟ δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει τίποτα, όπως τόνισαν ο στρατηγός David Petraeus, ο οποίος είναι ανώτατος διοικητής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, και ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας zu Guttenberg. Θέλουν να συνεχίσουν με τις μέχρι τώρα μεθόδους –π.χ. τις στοχευόμενες δολοφονίες και τα βασανιστήρια- παρόλη τη δημόσια κριτική που έχει ασκηθεί, ακόμη και απ΄ τον Αφγανό πρόεδρο-μαριονέτα, ενάντια στις επιθέσεις μη επανδρωμένων αεροπλάνων και τις νυχτερινές κατ΄ οίκον έρευνες και παρόλο που οι μέθοδες αυτές παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Παρά του ότι κατά τη Σύνοδο κορυφής στη Λισσαβώνα έγινε προσπάθεια απ΄ τους πολεμοχαρείς του ΝΑΤΟ να υποβαθμιστεί το θέμα «Αφγανιστάν», εν τούτοις αυτό γίνεται de facto.

Ουσιαστικά το ΝΑΤΟ αποφάσισε σε ειδική συνάντηση με τον Αφγανό πρόεδρο Hamid Karzai μια σταδιακή «μεταβίβαση της ευθύνης», μια ενισχυμένη υποστήριξη κατά τη δημιουργία των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας (στρατός και αστυνομία) και μια στρατηγική συνεργασία μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Αφγανιστάν. Ήδη στις 20 Ιουλίου του 2010 ο Karzai διαβεβαίωσε μπροστά στους αντιπροσώπους 70 κρατών κατά τη Συνδιάσκεψη για το Αφγανιστάν στην Καμπούλ, ότι μπορεί να ηγηθεί ο ίδιος στο δικό του κράτος με το να στηριχτεί η κυβέρνηση στις δικές της ένοπλες δυνάμεις και στη γερή χρηματοδότηση της διεθνούς κοινότητας. Το ΝΑΤΟ ακολούθησε απλώς τυπικά αυτή την επιθυμία.

Το νέο επίπεδο συνεργασίας, κατά την Angela Merkel, βρίσκεται τώρα στη μεταβίβαση της ευθύνης για την ασφάλεια στην αφγανική κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ σταδιακά θα αποσύρει τις δυνάμεις του απ΄ το Αφγανιστάν και πιθανώς η «αποχώρηση» θα έχει τελειώσει μέχρι το 2014. Ο στρατηγός David Petraeus όμως εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι πραγματικά ρεαλιστική μια τέτοια αποχώρηση.

Μολαταύτα κατά τη μεταβατική φάση μεταξύ 2011 και 2014 η ένταση του πολέμου στο Αφγανιστάν δεν θα μειωθεί σταδιακά. Σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα το ΝΑΤΟ θέλει να ακολουθήσει μια διπλή στρατηγική.

Αφενός οι δυτικές ένοπλες δυνάμεις θα αποσυρθούν απ΄ τα εδάφη εκείνα του Αφγανιστάν στα οποία δεν διεξάγεται ανοιχτός πόλεμος, και αυτός θα μετατοπιστεί στα πεδία εκείνα όπου υπάρχουν πιο εντατικές αντιπαραθέσεις. Για το λόγο αυτό και η μείωση των ενόπλων δυνάμεων, όπως τόνισε ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, συνδέεται με τα αποτελέσματα των ένοπλων συγκρούσεων.

Αφετέρου το ΝΑΤΟ αλλάζει την πολεμική τακτική του: «Από τώρα και μέχρι το 2014 θα καταβάλλουμε σταθερά όλες τις προσπάθειες ώστε να εκπαιδεύσουμε τις αφγανικές ένοπλες δυνάμεις, έτσι που όλο και περισσότερο να είναι σε θέση να αναλάβουν την ευθύνη. Αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για μεταβίβαση»[33], διευκρινίζει ο Obama για τις προθέσεις του ΝΑΤΟ. Η εκπαίδευση των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας αποτελεί έτσι αυξητικά το κυριότερο καθήκον της στρατιωτικής επιχείρησης. Κεντρικός στόχος είναι μέσα στο 2012 η αφγανική αστυνομία και ο στρατός να ξεπεράσουν συνολικά τους 300.000.

Η μεταβίβαση της ευθύνης επομένως δεν σημαίνει το τέλος του πολέμου ούτε την απόσυρση των νατοϊκών στρατιωτικών μονάδων, αλλά την αφγανοποίηση του πολέμου και την προσαρμογή της τακτικής του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. Αντί να διεξάγουν ανοιχτά τον πόλεμο, οι πολεμοχαρείς του ΝΑΤΟ θέλουν να αποτραβήξουν τους στρατιώτες τους στο δεύτερο κρίκο και να χρηματοδοτήσουν το προτεκτοράτο τους. Οι ένοπλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ απλά πρέπει να εκπαιδεύσουν «μόνο» τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας, δηλ. την αστυνομία και το στρατό. Αυτή η στρατηγική της μεταβίβασης, κατά τον Nicola Sarkozy, είναι μια ευρωπαϊκή στρατηγική.

Η προσαρμογή απ΄ τις επιχειρήσεις στο θέατρο του πολέμου σε επιχειρήσεις εκπαίδευσης και ο τονισμός για σχηματισμό κράτους αντί του πολέμου, έτσι ελπίζουν οι ευρωπαίοι διπλωμάτες κατά τους «New York Times», δίνει στους ευρωπαίους περισσότερο χρόνο και ηρεμεί την αποθάρρυνση στον πληθυσμό. Ο τακτικός νέος προσανατολισμός επομένως αποτελεί το λιγότερο ένα ηρεμιστικό χάπι. Μολαταύτα πίσω απ΄ τη νέα τακτική κρύβονται επίσης συγκεκριμένα συμφέροντα. Μετά από 10 χρόνια πολέμου είναι πλέον αρκετά καθαρό ότι ο πόλεμος για το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να κερδηθεί. Επιπλέον, οι δαπάνες για τον πόλεμο χτυπούν ήδη το καμπανάκι για τα κράτη που πλήττονται απ΄ την καπιταλιστική κρίση. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η προτεραιότητα που δόθηκε στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν, στενεύει τα όρια και τα αποθέματα για τις νατοϊκές επιχειρήσεις σε άλλα μέρη του κόσμου.

Η επίσημη γλώσσα του ΝΑΤΟ για την επιχείρηση-Αφγανιστάν, κάνει τη λεπτή διάκριση μεταξύ πολεμικής επιχείρησης και πρακτικής και χρηματοδοτικής εκπαίδευσης, καθώς και του στρατιωτικού εξοπλισμού απ΄ τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Obama ανέφερε: «Πρέπει να εξασφαλιστεί ο στόχος, ότι δεν θα εμπλακούμε πλέον σε πολεμικές επιχειρήσεις όπως λαμβάνουν χώρα αυτές σήμερα»[34]

Αυτό όμως δεν σημαίνει –όπως ήδη αναφέρθηκε- ότι πραγματικά θα αποχωρήσουν όλες οι στρατιωτικές μονάδες απ΄ τη χώρα ή ότι είναι δυνατή η συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις χαμηλής έντασης. Στη πραγματικότητα το ΝΑΤΟ θα «τελειώσει» τον πόλεμο στο Αφγανιστάν όσο «τέλειωσε» και αυτός μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Τι σημαίνουν όμως τα παραπάνω; Τα πλεονεκτήματα της νέας στρατηγικής του ΝΑΤΟ για το Αφγανιστάν είναι προφανή. Οι στρατιωτικές μονάδες του ΝΑΤΟ θα έχουν λιγότερα θύματα και παρόλα αυτά θα δρουν μυστικά και ελεύθερα ενάντια στους «τρομοκράτες» -και ενάντια σ΄ εκείνους οι οποίοι υπολογίζονται ως τέτοιοι- και με μεθόδους οι οποίες καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως έχει αποκαλυφθεί από αφγανικά και ιρακινά πρωτόκολλα. Το αφγανικό καθεστώς θα εξακολουθεί να είναι εκτεθειμένο χρηματοδοτικά και στρατιωτικά στην ιμπεριαλιστική Δύση, ενόσω τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θα λειαίνουν τους προϋπολογισμούς τους ώστε να είναι σε θέση να έχουν ξανά περισσότερα στρατιωτικά αποθέματα. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ κυρίως, θα εξακολουθούν να έχουν στρατιωτικές βάσεις σε μια γεωστρατηγικά σημαντική περιοχή, η οποία μεταξύ των άλλων, χρησιμεύει στη στρατιωτική περικύκλωση του Ιράν. Επιπλέον, τα σχέδια των αγωγών φυσικού αερίου, τα οποία πρωταρχικά προέβλεπαν την προμήθεια ενέργειας στη Κίνα και στο Ιράν μέσω του νότιου Αφγανιστάν, δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν όσο διάστημα συνεχίζεται ο πόλεμος στο Αφγανιστάν. Στη περίπτωση δε που η τωρινή αφγανική κυβέρνηση αποφασίσει η ίδια πραγματικά για το αν θα συνεχιστεί ο πόλεμος, οι ΗΠΑ έχουν μια τόσο μεγάλη επιρροή, που παρόλα αυτά, τα σχέδια αυτά δεν πρόκειται να υλοποιηθούν. Όχι τελευταία, η σταδιακή «κόσμια» απόσυρση του ΝΑΤΟ απ΄ το Αφγανιστάν τού δίνει τη δυνατότητα για απολαβές απ΄ τη στρατιωτική του αποτυχία. Το ότι τώρα στον εμφύλιο πόλεμο θα στέλνονται Αφγανοί αντί των νατοϊκών μονάδων, αποδεικνύει μολαταύτα περισσότερο τη μισαλλοδοξία τής άλλοτε νομιμότητας της ιμπεριαλιστικής εισβολής στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.

Η τακτική προσαρμογή της διεξαγωγής του πολέμου στο Αφγανιστάν αντιστοιχεί στις συμφωνίες μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ηγεσίας του αφγανικού καθεστώτος, καθώς και στο περιεχόμενο της νέας στρατηγικής αντίληψης του ΝΑΤΟ. Τη θέση για την άμεση συμμετοχή στο πόλεμο και των επιθετικών επιχειρήσεων, την παίρνουν τώρα με την πρόφαση περί οικοδόμησης του κράτους, πολυμερείς επιτροπές διαχείρισης κρίσεων, που σκοπό έχουν την υποστήριξη του τοπικού δορυφορικού καθεστώτος, το οποίο θα κάνει τη βρώμικη δουλειά για τη Δύση.

Η αποτυχία του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν ήταν ένας απ΄ τους λόγους που διάφοροι δυσαρεστημένοι οπαδοί του χαιρέτησαν την αλλαγή της πολιτικής κατεύθυνσης για το Αφγανιστάν –όπως το κόμμα των «Πρασίνων» στη Γερμανία. Στη πραγματικότητα όμως ακολουθούν την κυρίαρχη πολιτική και δεν βρίσκονται σε καμιά περίπτωση στην απέναντι όχθη απ΄ αυτήν.

Παραπέρα, είναι καθαρό –κι αυτό προκύπτει απ΄ την Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ καθώς και των δηλώσεων, όπως της Angela Merkel,- ότι η ειρήνη στο Αφγανιστάν δεν πρέπει να διαχωριστεί απ΄ τη διευθέτηση του πολέμου στο Πακιστάν. Η δημιουργία οργανώσεων και ομάδων απ΄ τις ΗΠΑ από κοινού με τη μυστική υπηρεσία του Πακιστάν ISI τη δεκαετία του 1980, τις οποίες έστρεψαν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, προξένησαν στις ΗΠΑ, οι οποίες σήμερα βρίσκονται σε παρακμή, μια βαριά ήττα. Σήμερα οι επιθέσεις της CIA με μη επανδρωμένα βομβαρδιστικά κοντά στα σύνορα του Πακιστάν για την επιλεκτική δολοφονία «ύποπτων» ατόμων έχουν γίνει στο μεταξύ ρουτίνα, σαν να μην έγινε καμιά αλλαγή κυβέρνησης στο Λευκό Οίκο. Και βέβαια, η επιτροπή απονομής των βραβείων Νόμπελ για να τιμήσει όλες αυτές τις «προσπάθειες» απένειμε το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη στον Obama και πριν από λίγο καιρό στην ΕΕ. Η υποκρισία σ΄ όλο της το μεγαλείο.

Κλείνοντας αυτή την ενότητα οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι στο Αφγανιστάν, είτε με τη νέα είτε με την παλιά στρατηγική του ΝΑΤΟ, εξακολουθεί να μαίνεται ο πόλεμος –με τη δραστήρια συμμετοχή της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ένα τέλος δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

***

Ιράν

Το Ιράν στη νέα στρατηγική αντίληψη του ΝΑΤΟ δεν κατονομάζεται ανοιχτά όπως και άλλοι εν δυνάμει εχθροί. Και παρόλα αυτά σημαντικά αποσπάσματα του ντοκουμέντου απευθύνονται ενάντια στο Ιράν και την πολιτική του. Το ότι η Τουρκία κατάφερε να αποφευχθεί ο κατονομασμός του Ιράν στο κείμενο, δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα.

Το ότι το Ιράν βρίσκεται στο στόχαστρο του ΝΑΤΟ, προκύπτει επίσης απ΄ το αρχικό σχέδιο της νέας στρατηγικής αντίληψης. Η επιτροπή-Albright είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ιράν εξαιτίας της πιθανής απόκτησης απ΄ αυτό πυρηνικών όπλων, της γεωγραφικής του θέσης η οποία σχετίζεται με σημαντικούς δρόμους εμπορίου (στενά του Ορμούζ) καθώς και των μεγάλων αποθεμάτων του σε πετρέλαιο, αποτελεί πιθανό θέατρο πολέμου του ΝΑΤΟ μέσα στη δεκαετία. Οι αρχηγοί κρατών όμως στη Λισσαβώνα τελικά δεν προχώρησαν τόσο πολύ. Στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας μολαταύτα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρέθεσε επιπλέον λόγους για την εχθρική στάση της απέναντι στο Ιράν: «Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν θέτει σε κίνδυνο εδώ και δεκαετίες την ασφάλεια της περιοχής και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης δεν τηρεί τις διεθνείς της υποσχέσεις. Επιπρόσθετα, με το παράνομο πυρηνικό της πρόγραμμα υποστηρίζει την τρομοκρατία, υπονομεύει την ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων και αρνείται στον πληθυσμό της καθολικά δικαιώματα. Στα πολλά χρόνια, στα οποία δεν αναμίχτηκε κανείς στην πολιτική του Ιράν, αυτές οι τάσεις δεν αντιστράφηκαν. Το αντίθετο, η συμπεριφορά του Ιράν έχει γίνει ακόμη πιο απειλητική»[35]

Λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση αυτής της θέσης, δεν πρέπει να εκπλήσσει, ότι οι βαλλιστικοί πύραυλοι και η προμήθεια πυρηνικών και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής στην ανάλυση κινδύνων που κάνει το ΝΑΤΟ, την βρίσκει κανείς ξανά στη νέα στρατηγική αντίληψη. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και απ΄ το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Εκεί διατυπώνεται η θέση, ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη απειλή για τον αμερικάνικο πληθυσμό απ΄ ό,τι τα άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, ιδιαίτερα όταν βίαιοι εξτρεμιστές ή άλλα κράτη προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα»[36]

Η τωρινή κυβέρνηση των ΗΠΑ στην πολιτική της απέναντι στο Ιράν, διαφέρει απ΄ την προηγούμενη του George Bush jr. μόνο στη διαβάθμιση και φέρει το ίδιο έντονα τις θέσεις της στο ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση Obama δεν βλέπει σε καμιά περίπτωση στο ίδιο ύψος τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, αλλά τις θέτει μπροστά στην επιλογή «μαζί μας ή εναντίον μας»: «Αν η Βόρειος Κορέα παραιτηθεί απ΄ το πυρηνικό της πρόγραμμα και το Ιράν τηρήσει τις διεθνείς του υποχρεώσεις που σχετίζονται με το πυρηνικό του πρόγραμμα, τότε θα μπορέσουν να ακολουθήσουν παραπέρα το δρόμο της μεγαλύτερης πολιτικής και οικονομικής ενσωμάτωσης στη διεθνή κοινότητα. Αν όμως αγνοήσουν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις, τότε θα λάβουμε πολλά μέτρα ώστε να τις απομονώσουμε και να τις αναγκάσουμε στη διατήρηση των διεθνών κανόνων για τη μη διάδοση [των πυρηνικών]»[37]

Η προσπάθεια να απομονωθεί το Ιράν έχει ήδη προχωρήσει και μοιάζει με το προτσές απομόνωσης του ιρακινού καθεστώτος του Saddam Hussein. Η στρατιωτική περικύκλωση μέσω εν δυνάμει εχθρικών μονάδων και των συμμάχων τους συμπληρώνεται με οικονομικές κυρώσεις απ΄ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τον Ιούνιο και την ΕΕ τον Ιούλιο του 2010. Στο επίπεδο του ΟΗΕ αποτέλεσε τον τέταρτο γύρο κυρώσεων και η ΕΕ αποφάσισε τους πιο αυστηρούς περιορισμούς στην ιστορία της, οι οποίες όπως και αυτές των ΗΠΑ υπερβαίνουν σε οξύτητα τα μέτρα που επέβαλε ο ΟΗΕ. Σύμφωνα με τις ηγεμονικές δυνάμεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας και της ΕΕ, αυτές οι κυρώσεις στοχεύουν στο να παραιτηθεί το Ιράν απ΄ το υποτιθέμενο πυρηνικό του πρόγραμμα, το οποίο, σύμφωνα με τις κατηγορίες τους, έχει σαν στόχο την κατασκευή πυρηνικής βόμβας. De facto όμως τα εμπάργκο αυτά στοχεύουν στο να αδυνατίσουν στρατιωτικά και οικονομικά το Ιράν, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στην αύξηση της φτώχειας του πληθυσμού και στην καταστολή στο εσωτερικό της χώρας.

Το ΝΑΤΟ με την πρακτική του αυτή συνεισφέρει στην προετοιμασία ενός πιθανού πολέμου ή το λιγότερο στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ενόσω οι ΗΠΑ δεν αποκλείουν τον πυρηνικό αφοπλισμό και την εισβολή σε άλλα κράτη, τα οποία κατά τη γνώμη τους παραβαίνουν τη Συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων, το ΝΑΤΟ εξοπλίζεται κυρίως για εν δυνάμει επιθέσεις απ΄ το Ιράν με βαλλιστικούς πυραύλους –με ή χωρίς πυρηνική κεφαλή- με τη βοήθεια του νέου πυραυλικού συστήματος. Ο Γάλλος πρόεδρος Sarkozy κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στη Λισσαβώνα δήλωσε απροκάλυπτα: «Η απειλή από μια πυρηνική επίθεση ξεκινά απ΄ το Ιράν».

Το Ιράν, αν ακολουθήσει κανείς την επιχειρηματολογία των ΗΠΑ, εκπληρώνει ταυτόχρονα πολλά κριτήρια για να προσδιοριστεί ως εχθρός, όπως αυτά παρατίθενται στη νέα στρατηγική αντίληψη του ΝΑΤΟ. Το εάν το ΝΑΤΟ σκέφτεται γι΄ αυτό να ξεκινήσει στα σοβαρά έναν πόλεμο, αυτό δεν μπορεί να το προγνώσει κανείς με βεβαιότητα. Ακόμη κι αν προετοιμαστεί το έδαφος για μια στρατιωτική επιδρομή από μια επιθετική προπαγάνδα η οποία θα εμπεριέχει τόσο ισλαμοφοβικά ιδεολογήματα όσο και σχετικοποιήσεις περί του ολοκαυτώματος, δεν μπορεί να προβλεφτεί ένας πόλεμος στο μέλλον. Η μεγάλη πολιτική έκρηξη μιας τέτοιας αντιπαράθεσης στη περιοχή, το ζήτημα της αξιοποίησης των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, οι αρνητικές εμπειρίες απ΄ τις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η επιβαρυμένη κατάσταση του προϋπολογισμού των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ –ιδιαίτερα των ΗΠΑ-, μια πιθανή αιρετική στάση της Τουρκίας στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και οι εσωτερικές τριβές που μπορούν να ακολουθήσουν σε περίπτωση σύγκρουσης, η συγκρατημένη στάση της ΕΕ απέναντι σε μια επιθετική επιχείρηση καθώς και άλλοι λόγοι, συνηγορούν ενάντια σ΄ έναν επιπρόσθετο πόλεμο στη Μέση Ανατολή κάτω απ΄ την ηγεμονία των ΗΠΑ.

Παρόλα αυτά οι στρατηγικοί στόχοι του ΝΑΤΟ και των μελών του, τα συγκεκριμένα βήματα στη διεθνή πολιτική, οι προπαγανδιστικές φλυαρίες οι οποίες εκστομίζονται στο όνομα των ιδεωδών του Διαφωτισμού περί ελευθερίας, δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που μετατράπηκαν σε μύθους, και η ανάλυση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, επιτρέπουν στο να καταλήξει κανείς επίσης στο αντίθετο συμπέρασμα.

***

11. Αστικές αξίες και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι

Το νέο στρατηγικό ντοκουμέντο του ΝΑΤΟ «Active Engagement, Modern Defence» αρχίζει και τελειώνει με το γνωστό ποίημα περί δυτικών αξιών και αρχών, οι οποίες σχηματίζουν το πλαίσιο των στρατηγικών στόχων της πολεμικής συμμαχίας. Οι αξίες αυτές δεν είναι απλά το αφετηριακό και το τελικό σημείο με τη μεταφορική σημασία του όρου, αλλά αποτελούν απαραίτητο συστατικό στοιχείο τόσο για την υποστήριξη στο «μέτωπο της πατρίδας» όσο και για τη νομιμοποίηση και την ιδεολογική κινητοποίηση των ανθρώπων στο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο, που στόχο έχουν την υποστήριξη των νατοϊκών πολέμων. Επειδή μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τα νέα πολιτικο-οικονομικά, και σε μεγάλο βαθμό, στρατιωτικά κέντρα εξουσίας στον κόσμο έχουν τις ρίζες τους σε διαφορετικές κουλτούρες, οι πολιτισμικές διαφορές σε αυξανόμενο βαθμό παίρνουν τη θέση των παλιών πολιτικο-ιδεολογικών διαφορών σαν κεντρικό προπαγανδιστικό στοιχείο.

Κυρίως η κυβέρνηση των ΗΠΑ κάνει σαφές, ότι η διατήρηση των δυτικών αξιών αποτελεί μέρος της πολιτικής της ασφάλειας. Στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας οι ΗΠΑ υπολογίζουν το «σεβασμό των γενικών αξιών»[38] πριν ακόμη απ΄ την ανανέωση της διεθνούς αξίωσής τους για ηγεμονία, όπου αναφέρονται και τα τέσσερα σημαντικά συμφέροντα της αμερικάνικης πολιτικής ασφάλειας.

Στη νέα στρατηγική αντίληψη διατυπώνεται στην αρχή η θέση, ότι το ΝΑΤΟ είναι «μια ασύγκριτη κοινότητα της ελευθερίας, της ειρήνης, της ασφάλειας και των κοινών αξιών». Και η τελευταία παράγραφος του ντοκουμέντου επιβεβαιώνει αναλυτικότερα αυτή την περιγραφή: «Η συμμαχία μας αναβλύζει ως πηγή ελπίδας επειδή βασίζεται στις κοινές αξίες της ατομικής ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κυριαρχίας του νόμου και επειδή ακολουθεί τον κοινό ουσιαστικό και διαρκή σκοπό, να εξασφαλίσει στα μέλη της την ελευθερία και την ασφάλεια. Αυτές οι αξίες και οι στόχοι είναι γενικοί και αιώνιοι και είμαστε προορισμένοι […] να τους υπερασπίσουμε»

Χωρίς την υπερεκτίμηση τέτοιου είδους διατυπώσεων με δυσκολία μπορεί να αμφισβητηθεί η λειτουργία τους ως κοινωνικο-ιδεολογικός συνδετικός κρίκος και μέσο για την κινητοποίηση των ανθρώπων. Πρέπει μόνο να θέσει κανείς το ερώτημα, εάν θα ήταν κάποτε σε θέση οι ΗΠΑ και τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη να νομιμοποιήσουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν χωρίς να οργανοποιήσουν τα αιτήματα χειραφέτησης περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδιαίτερα τα δικαιώματα των γυναικών.

***

Αντί επιλόγου

Παρόλη τη σκηνοθεσία και τα ωραία λόγια για τη νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ έως το 2020, η αναγέννησή του στη Λισσαβώνα απέτυχε. Η νέα στρατηγική αντίληψη δεν αποτελεί ένα πρωτοποριακό στρατηγικό ντοκουμέντο. Το ΝΑΤΟ ουσιαστικά συνεχίζει στον ίδιο δρόμο, όπως και παλιότερα. Σε τελική ανάλυση το ΝΑΤΟ δεν εφευρέθηκε εκ νέου στη Λισσαβώνα.

Το εάν εκπληρωθεί η επιθυμία του Barack Obama, το ΝΑΤΟ «να μη χάσει αυτό τον αιώνα σε τίποτα απ΄ τη σημαντικότητά του»[39], αυτό θα πρέπει πρώτα να επαληθευτεί στη πράξη ενόψει των οικονομικών και στρατιωτικών ανερχόμενων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κυρίως της Κίνας, της Βραζιλίας, της Ρωσίας και της ΕΕ, λαμβανομένου επίσης υπόψη τού όχι ιδιαίτερα επιτυχημένου πολέμου στο Αφγανιστάν καθώς και της στασιμότητας στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ –περί αξίωσης δε «να ανανεωθεί ο παγκόσμιος ηγεμονικός ρόλος των ΗΠΑ»[40], ούτε λόγος να γίνεται.

Αντί της βασικής νέας κατεύθυνσης, οι εκπρόσωποι των 28 κρατών-μελών συμφώνησαν για μεταρρυθμίσεις στο ΝΑΤΟ, οι οποίες μολαταύτα δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Στο μέλλον θα συνεχιστεί επίσης η επιβολή των υπερατλαντικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων με τη βία των όπλων –μόνο που αυτό δεν θα γίνεται πάντα άμεσα απ΄ τους νατοϊκούς στρατιώτες. Τη θέση μονομερών πολεμικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ και των πληρωμένων χειροκροτητών τους, θα την πάρουν στο άμεσο μέλλον κυρίως επιχειρήσεις πολυμερών συμμάχων και σε συνεννόηση με σημαντικές κρατικές και μη-κρατικές δυνάμεις της διεθνούς πολιτικής, με τους οποίους το ΝΑΤΟ θα συνεργαστεί μέσω της «διαχείρισης κρίσεων» για να αποτρέψει τις «νέες απειλές». «Peace Keeping» ή «stabilizing missions» δεν θα αρκούν μεν για τη λύση μιας διαμάχης με το Ιράν, στην αναγκαία περίπτωση και στρατιωτικά, καθώς και για τον περιορισμό της τοπικής δύναμης του Ιράν –ξεχωριστά όμως στρατιωτικά χτυπήματα ενδεχομένως θα μπορούν να το πετύχουν. «Επιχειρήσεις εκτός των συνόρων του ΝΑΤΟ, όπως στο Αφγανιστάν», σχολιάζει ένας απ΄ τους ιθύνοντες της ΕΕ, «θα αποτελούν περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα στο μέλλον του ΝΑΤΟ»[41]. Κυρίως, το ΝΑΤΟ θα στέλνει στους πολέμους τις ειδικές του δυνάμεις, οι οποίες –όπως στο Αφγανιστάν- το επόμενο χρονικό διάστημα θα εκπαιδεύουν ντόπιες δυνάμεις απ΄ τα καθεστώτα-μαριονέτες. Αυτούς τους συμμάχους θέλει το ΝΑΤΟ να εκπαιδεύσει και να χρηματοδοτήσει, ενισχύοντάς τους με νατοϊκούς στρατιώτες και αστυνομικούς των κρατών-μελών στις περιοχές συγκρούσεων. Σύμφωνα με το στρατηγικό ντοκουμέντο: «Θα αναπτύξουμε την ικανότητα εκπαίδευσης και οικοδόμησης τοπικών δυνάμεων σε ζώνες κρίσης, ώστε οι δυνάμεις αυτές να είναι όσο το δυνατό γρηγορότερα σε θέση να διατηρήσουν την ασφάλεια χωρίς διεθνή βοήθεια». «Στην επόμενη φάση της εξέλιξης του ΝΑΤΟ» -η τακτική του (αναπροσαρμογή)- θα αποτυπώνεται ο ιμπεριαλισμός ευρωπαϊκού χαρακτήρα. Η μετατόπιση θέσεων της κυβέρνησης των ΗΠΑ σε σχέση με την προηγούμενη του Bush, οι εμπειρίες, καθώς και η επιβάρυνση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν και η «συμμαχία των προθύμων» στο Ιράκ, όπως επίσης και η μεγαλύτερη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση απ΄ το 1929, συνεισέφεραν μολαταύτα στη δημιουργία των συνθηκών της παρούσας κατάστασης.

Η προσαρμογή της στρατηγικής του ΝΑΤΟ δεν σημαίνει μολαταύτα ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διεξάγει πλέον στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, στο Κοσσυφοπέδιο ή σε άλλες χώρες που αυτό θα κρίνει. Μάλιστα ένας ανώτατος αξιωματικός των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Συνόδου κορυφής στη Λισσαβώνα ανέφερε σε αντιπροσώπους του Τύπου, συγκεκριμένα στους «New York Times», ότι η στρατιωτική συμμαχία και στα επόμενα δέκα χρόνια δεν πρόκειται σίγουρα να παραιτηθεί απ΄ την πολεμική της γραμμή: «Κανένας δεν θα πρεπε να ερμηνεύσει τις αποφάσεις της Λισσαβόνας με τέτοιο τρόπο σαν να τέλειωσαν οι αγώνες. Μπροστά μας βρίσκονται ακόμη πολλές σκληρές αντιπαραθέσεις»[42].

Μολαταύτα οι στρατιωτικές επεμβάσεις θα αποτελούν την κορυφή του ιμπεριαλιστικού παγόβουνου και πάντα όχι το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των στόχων του. Ενόσω το ΝΑΤΟ θα διευρύνει τα εργαλεία επιβολής του και ο κόσμος θα αλλάζει, η ουσία του ΝΑΤΟ ως ιμπεριαλιστικού οργανισμού θα παραμένει η ίδια. Και ο νέος δυτικός ιμπεριαλισμός αυτής της δεκαετίας υπηρετεί την επέκταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που σκοπό έχει τη μεγιστοποίηση του κέρδους και τη διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κάτω απ΄ την πολιτική επικράτηση των κυρίαρχων τάξεων των ΗΠΑ και της ΕΕ.

***

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[19] ISS: 6

[20] NSS: 18

[21] NSS: 42

[22] ISS: 10

[23] ISS: 10

[24] Peter Schmitz: USA spotten über Zwergenmacht Europa. Spiegel online 09.12.2010

[25] ISS: 9

[26] ISS: 11-12

[27] ISS: 10

[28] ISS: 21

[29] Barack Obama. Mitschrift der Pressekonferenz beim NATO-Gipfel in Lissabon am 20.11.2010

[30] ISS: 7

[31] NSS: 44

[32] böl/dpa: Karzai lässt Merkel eiskalt abblitzen, Spiegel online, 18.12.2010

[33] Barack Obama. Mitschrift der Pressekonferenz beim NATO-Gipfel in Lissabon am 20.11.2010

[34] ό. ε.

[35] NSS: 26

[36] NSS: 4

[37] NSS: 24

[38] NSS: 17

[39] Barack Obama: Europa und Amerika – gemeinsam auf die Zukunft ausgerichtet. Στη: Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, Nr. 46, 21.11.2010, σελ. 5

[40] NSS: 1

[41] ISS: 5

[42] Judy Dempsey: NATO Sees Long-Term Role After Afghan Combat. Στο: New York Times, 20.11.2010

***

Το στρατηγικό ντοκουμέντο του ΝΑΤΟ που αποφασίστηκε στη Λισσαβώνα και που δόθηκε στη δημοσιότητα μπορούν να το βρουν οι αναγνώστες σε μορφή pdf στην αγγλική και γερμανική γλώσσα στις παρακάτω ηλεκτρονικές διευθύνσεις:

Αγγλικά:

http://www.nato.int/lisbon2010/strategic-concept-2010-eng.pdf

Γερμανικά:

http://www.nato.diplo.de/contentblob/2970688/Daten/971427/strat_Konzept_Lisboa_DLD.pdf

 

 

theheartofamerica.wordpress.com