Καθώς η Βρετανία αποσυνδέεται από την ΕΕ και ο εθνικισμός αναδύεται σε όλη την ήπειρο, ο ρεαλισμός απαιτεί να προκαλέσουμε ένα πολύτιμο αλλά υβριστικό μύθο για αυτό το υπερεθνικό οικοδόμημα – πως το μεγάλο ευρωπαϊκό σχέδιο έχει κρατήσει τις συγκρούσεις σε απόσταση επί δεκαετίες.
Σίγουρα, η αρχική στρατηγική των ιδρυτών της ΕΕ, κατά την οποία επιχείρησαν να εμπλέξουν το εθνικό κράτος δε ένα δίκτυο οικονομικών σχέσεων για να εξασφαλίσουν έμμεσα την ειρήνη, κατάφερε να αυξήσει τη συνεργασία μεταξύ έως τότε εχθρικών κρατών. Ο στόχος, κατά τη διάσημη φράση του γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν, ήταν ο πόλεμος να γίνει «όχι μόνο αδιανόητος αλλά και υλικά αδύνατος».
Ωστόσο, αυτό είχε κόστος. Έχει δημιουργήσει στις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ τη συνήθεια να περιφρονούν την κοινή γνώμη και τη δημοκρατική διαδικασία, μεταξύ άλλων και σε σχέση με δημοψηφίσματα που παράγουν το «λάθος» αποτέλεσμα. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο πίσω από την άνοδο των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων στην ΕΕ. Και ο ισχυρισμός πως η οικονομική αλληλεξάρτηση, μέσα από την κοινότητα άνθρακα και χάλυβα τη δεκαετία του 1950 αρχικά και την ευρύτερη ΕΕ στη συνέχεια, έχει γλιτώσει την Ευρώπη από τις αρχαίες εχθρότητές της, δεν είναι μόνο φαντασιώδης, αλλά και βασίζεται σε μια παρανόηση της σχέσης μεταξύ οικονομικών και εθνικής ασφάλειας.
Η ιδέα του εμπορίου ως παράγοντα της ειρήνης έχει τις ρίζες της τουλάχιστον στον 18ο αιώνα και τον γάλλο πολιτικό θεωρητικό Μοντεσκιέ, ο οποίος υποστήριξε στο De L’Esprit Des Loix πως η επιθυμία για οικονομικό κέρδος μπορεί να περιορίσει τα καταστροφικά πάθη της ανθρώπινης φύσης. Η σκέψη είχε απήχηση στην άλλη όχθη της Μάγχης και μεταμορφώθηκε στον φιλελεύθερο διεθνισμό του 19ου αιώνα, τον οποίο στήριξε ο αντι-ιμπεριαλιστής Ρίτσαρντ Κόμπντεν. Η μεγάλη της στιγμή ήρθε το 1910 με τη δημοσίευση του The Great Illusion από τον Νόρμαν Έντζελ, βρετανό πολιτικό που υποστήριξε πως τα οικονομικά κόστη της νίκης σε έναν πόλεμο πάντα ξεπερνούν τα κέρδη. Πολλοί θεώρησαν πως η θέση του σημαίνει πως ο πόλεμος είναι μάταιος και συνεπώς πλέον απίθανος. Η απογοήτευση ήρθε το 1914.
Η ιδέα πως η οικονομική αλληλεξάρτηση περιορίζει τη στρατιωτική επιθετικότητα έχει αποδειχθεί παρ’ όλα αυτά ανθεκτική. Εκτός του ότι ενέπνευσε τους ιδρυτές της ΕΕ, βρίσκεται και στην επίσημη διακήρυξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Πολλοί ακαδημαϊκοί, συμπεριλαμβανομένου του κατόχου Νόμπελ οικονομολόγου του Γέιλ Ρόμπερτ Σίλερ, το πιστεύουν ακράδαντα. Και πράγματι υπάρχουν στοιχεία αλήθειας σε αυτή τη θέση. Η οικονομική αλληλεξάρτηση αναμφίβολα αυξάνει το οικονομικό κόστος της σύγκρουσης.
Ωστόσο, άλλοι παράγοντες προσφέρουν καλύτερη εξήγηση για τη μεταπολεμική ειρήνη. Στο επικίνδυνο πυρηνικό περιβάλλον κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο, η ύπαρξη ενός κοινού εχθρού κατά τον Ψυχρό Πόλεμο βοήθησε να φέρει κοντά τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η εξημέρωση των διακρατικών εχθροτήτων επίσης διευκολύνθηκε από τη στρατιωτική ομπρέλα των ΗΠΑ. Πάνω από όλα, η Γερμανία, έχοντας γνωρίσει τρομερές ήττες σε διαδοχικούς πολέμους, λογικά δεν είχε καμία επιθυμία για μια τρίτη αυτο-προκληθείσα καταστροφή. Μέσα στην ΕΕ συνολικά, η όρεξη για συγκρούσεις έχει μειωθεί σημαντικά για το προβλέψιμο μέλλον. Για τα λαϊκιστικά κόμματα, οι σημερινοί εχθροί είναι η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση, οι Βρυξέλλες και άλλες υποθετικές απειλές για την εθνική ταυτότητα.
Στον σκληρό κόσμο έξω από την ΕΕ, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για το ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση περιορίζει αποτελεσματικά τη στρατιωτική επιθετικότητα – δείτε τις παρεμβάσεις της Ρωσίας στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία. Για μια ακόμη φορά, ο εθνικισμός υπερτερεί των οικονομικών συμφερόντων.
Η πιο διακριτική αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικής και οικονομικών στην ΕΕ έχει να κάνει με την ευρωζώνη. Εδώ, η οικονομική αλληλεξάρτηση αποδεικνύεται ως πηγή αυξανόμενων τριβών. Στην ουσία, η παλιά ισορροπία της πολιτικής εξουσίας στην Ευρώπη έχει εσωτερικευτεί σε μια ασταθή νομισματική ένωση, με τη διαφορά πως η Γερμανία έχει αναδειχθεί σε ηγεμόνα, επιμένοντας στη λιτότητα μέσα από την κρίση της ευρωζώνης και παρουσιάζοντας πρωτοφανή πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών. Απουσία μιας σωστής υποδομής – κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, πλήρους τραπεζικής ένωσης, κοινοποίησης των υποχρεώσεων του χρέους – το κοινό νόμισμα έχει μετατραπεί σε μηχανισμό δημιουργίας ενδημικών ανισορροπιών.
Αυτό ταιριάζει λιγότερο στον τρόπο σκέψης του Κόμπντεν και περισσότερο σε αυτόν του Τζον Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος υποστήριξε σε ομιλία στο Δουβλίνο το 1933 πως το το ελεύθερο εμπόριο σε συνδυασμό με τη διεθνή κινητικότητα κεφαλαίων ήταν συνταγή για «εντάσεις και εχθρότητες».
Από την ίδρυσή της, η ΕΕ έχει αναμφίβολα πετύχει πολλά. Όμως η ιδέα πως ήταν η κύρια δύναμη ειρήνης και σταθερότητας στη μεταπολεμική Ευρώπη είναι εξαιρετικά υπερβολική, και η αυξημένη οικονομική αλληλεξάρτηση μέσω της νομισματικής ένωσης έχει γίνει πλέον συνταγή πολιτικής και οικονομικής αναταραχής. Καθώς η πολιτική ελίτ εξετάζει την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού, δε θα πρέπει να ξεχάσει πόσες φορές στην ευρωπαϊκή ιστορία η ταυτότητα κυριάρχησε των συμφερόντων. Ο πόλεμος μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών-μελών παραμένει αδιανόητος για τους μη μυθικούς λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Η επιστροφή στον καταστροφικό προστατευτισμό είναι ένα άλλο ζήτημα.
http://sofokleous10.gr/top-story/403881-%CE%BF-%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CE%AF%CE%BF%CF%85