Του Άριστου Μιχαηλίδη από τον Φιλελεύθερο
Αν πρέπει να διατυπώσει κανείς με δυο κουβέντες τις απόψεις του Σενέρ Λεβέντ για το Κυπριακό, μπορεί να πει ότι: θεωρεί ότι η λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας είναι διχοτομική, ότι η Τουρκία είναι κατοχική χώρα και πιστεύει σε μια λύση ενιαίου κράτους, που θα μας απαλλάσσει «από τον ζυγό της Τουρκίας». Αυτά ως συμπεράσματα από τα καθημερινά του κείμενα. Εκτός από το ότι είναι θαυμαστό να μας καλεί ένας Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος, να αγωνιστούμε για να απαλλαγούμε από τον τουρκικό ζυγό, υπάρχει κι ένα παράδοξο. Ότι ενοχλούνται Ελληνοκύπριοι από αυτά που λέει. Τόσο πολύ που του κάνουν επιθέσεις χειρότερες από αυτές που του κάνουν οι Γκρίζοι Λύκοι. Προχτές, στην εφημερίδα που αρθρογραφεί ο Λεβέντ, την εφημερίδα «Πολίτης», διαβάσαμε κείμενο από καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, κάποιου Καίσαρα Μαυράτσα, υπό τον τίτλο «οι αρλούμπες και η σύγκλιση των άκρων». Είναι γνωστό, βέβαια, ότι έκανε πολλά καλά το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Αναβάθμισε και την επιστημοσύνη του τόπου. Έκανε όμως και πολλά κακά. Το κυριότερο είναι ότι γέμισε τον τόπο ειδικούς αρλουμπολόγους, καθηγητές της σαχλαμάρας. Ο κ. Μαυράτσας, λοιπόν, έγραφε: «Δεν έχω, όμως, πλέον καμίαν αμφιβολία για το ότι ο πολιτικός του λόγος είναι ανόητος, γραφικός και συχνά χυδαίος». «Οι απόψεις του Λεβέντ για τη λύση του Κυπριακού ταυτίζονται με τις πιο ακραίες θέσεις του ελληνοκυπριακού εθνικισμού». Εδώ είναι και το δικό μας ενδιαφέρον. Διότι στη συνέχεια γράφει ότι δεν τον εκπλήττει που πρόσφατα αυτή στήλη στήριξε τον Λεβέντ. Διότι, κατά τους άλογους ακροβατισμούς του, ο υποφαινόμενος είναι ο ακραίος ελληνοκυπριακός εθνικισμός. Δηλαδή, ο Τουρκοκύπριος, που υποστηρίζει ότι πρέπει να βρούμε λύση που «θα μας απαλλάσσει από τον τουρκικό ζυγό» (φράση του Λεβέντ) είναι ανόητος και γραφικός και ο Ελληνοκύπριος, που συμφωνεί μαζί του είναι «εθνικιστής».
Να χαιρόμαστε τους επιστήμονες, που διδάσκουν τα παιδιά μας. Τι τους διδάσκουν είναι προφανές. Ότι δεν υπάρχει τουρκικός ζυγός στην Κύπρο, ότι η ΔΔΟ είναι συνώνυμο της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας, και ότι όποιος έχει άλλη άποψη είναι ακραίος ή ανόητος. Ένας φωτισμένος επιστήμονας δεν μπορεί να τσουβαλιάζει τις αντίθετες απόψεις και να τους βάζει ταμπέλες. Μπορεί να τις απορρίπτει με την επιστημονική του γνώση, αλλά το τσουβάλιασμα είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων που ξέρουν ότι λένε σαχλαμάρες, αλλά προσπαθούν να πείσουν ότι πρόκειται για επιστημονικές σαχλαμάρες, άρα αδιαμφισβήτητες. Κι αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο βάζοντας ταμπέλες σε όσους απορρίπτουν τις σαχλαμάρες τους.
Το ερώτημα όμως, είναι γιατί ενοχλούνται αυτοί οι πεφωτισμένοι νεοκύπριοι όταν ακούνε κάποιους να μιλούν για ελευθερία ή δημοκρατία ή ακόμα και για πραγματική ομοσπονδία; Τι μπαίνει στο μάτι τους όταν μιλά κανείς για τον τουρκικό ζυγό και την ανάγκη να εξασφαλίσουμε το μέλλον της πατρίδας μας με βιώσιμες συμφωνίες, και αισθάνονται την ανάγκη να τον αποδοκιμάζουν με τόσο γενικευμένους αφορισμούς; Και πόθεν κέρδισε τη νομιμότητα ένας αρθρογράφος να τσουβαλιάζει ανθρώπους στον «ελληνοκυπριακό εθνικισμό» με την επίφαση της «επιστημοσύνης»;
Επειδή παράγινε το κακό με την υστερία των πεφωτισμένων που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι αναχρονιστικές φαντασιώσεις να μιλάμε για την ελευθερία της κατεχόμενης πατρίδας μας, θα αναδημοσιεύσουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από ανοικτή επιστολή της μεγάλης δημοσιογράφου και συγγραφέως, Λιλής Ζωγράφου, του 1972. Κι όποιος θέλει, ας το πάρει ως απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα. Η Λιλή Ζωγράφου απευθυνόταν «προς τους επιχορηγημένους του ιδρύματος Φορντ», συμμετέχοντας στη συζήτηση των διανοουμένων, που χρηματοδοτούνταν από τους Αμερικάνους μέσα στη δικτατορία. Έγραφε: «Μα ποιοι είμαστε, λοιπόν; Είμαστε έθνος εμείς; Μην είμαστε καμιά φυλή της κεντρώας Αφρικής από τις ελάχιστες που ξεχάστηκαν στις βαθιές ζούγκλες; Έτσι ασύστολα που διαμαρτυρόμαστε, έτσι ξεδιάντροπα που επαιτούμε; Ούτε ένα ντύμα ντροπής δεν κρατήσαμε. Ούτε τις αναστολές των κοινών γυναικών δεν έχομε. Αυτές, τουλάχιστον, κρατήθηκαν μακριά από το επάγγελμα, επί ένα μήνα, όταν πρωτομπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Δεν είναι το ίδιο, θα μου πείτε. Φτάνει το κρυφτούλι. Το ίδιο είναι».
http://ardin-rixi.gr/archives/198000