Οι πολίτες επιμένουν στην ιδέα του έθνους-κράτους

Του ΚΩΣΤΑ ΡΑΠΤΗ*

 

Αν το πρώτο μέρος της έρευνας του γνωστού αμερικανικού ινστιτούτου πολιτικών ερευνών Pew, που διεξήχθη σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες και δημοσιοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου, με αντικείμενο τη στάση των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην Ε.Ε., κατέδειξε ότι ο ευρωσκεπτικισμός δεν αποτελεί βρετανική ιδιαιτερότητα, αλλά πανευρωπαϊκό φαινόμενο, με πρωταθλήτρια μάλιστα την Ελλάδα, το δεύτερο μέρος, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 13 Ιουνίου, δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της απόστασης ανάμεσα στη γνώμη του κοινού και τις συγκεκριμένες επιλογές των “28” στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

 

 

Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι, παρά την μεγάλη αποδοχή που έχει η ιδέα ενός περισσότερο ενεργού ρόλου της Ευρώπης στα παγκόσμια πράγματα, όπως ζητά το 74% των ερωτηθέντων στην έρευνα, οι πολίτες επιμένουν στην ιδέα του έθνους-κράτους που πρέπει πρωτίστως να επικεντρώνει στην αντιμετώπιση των δικών του προβλημάτων, όπως ζητά το 56% , σε αντιδιαστολή με το 40% που προκρίνει ως προτεραιότητα τη βοήθεια σε άλλα κράτη.

 

Την ίδια στιγμή, η συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας που διαμορφώνει το πλαίσιο της Ε.Ε. σε συνδυασμό με μια αίσθηση υποχώρησης της βαρύτητας της Ευρώπης, οδηγεί σε μια διάχυτη αίσθηση ότι υποχωρεί η βαρύτητα των επιμέρους χωρών. Πέραν της Ελλάδας, όπου διόλου τυχαία αυτή τη γνώμη έχει το 65% των πολιτών, το ίδιο πιστεύει 52% των Ιταλών και το 46% των Γάλλων. Στον αντίποδα μόνο 11% των Γερμανών έχουν την εκτίμηση ότι μειώθηκε η βαρύτητα της χώρας τους.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εκτιμήσεις για το τι ιεραρχούν ως απειλή οι Ευρωπαίοι πολίτες. Λόγου χάρη, λίγες μέρες πριν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κληθούν να αποφασίσουν για την παράταση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, οι πολίτες μάλλον έχουν αντίθετη γνώμη, καθώς μόλις 31% των Γερμανών, 34% των Γάλλων, 28% των Βρετανών (όσο και αν η κυβέρνηση Cameron είναι εκ των υπερμάχων των κυρώσεων) θεωρούν τη Ρωσία μείζονα απειλή. Εξαίρεση αποτελούν οι Πολωνοί που αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως μείζονα απειλή σε ποσοστό 71%. Πάντως, 51% των Ευρωπαίων πολιτών (και το 69% των Ελλήνων) απορρίπτουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο την πολιτική της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας και μόνο το 33% την εγκρίνει.

 

Επιπλέον, το 48% των Ευρωπαίων πολιτών κατά μέσο όρο (και το 89% των Ελλήνων) επιθυμεί στενότερους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία έναντι 43% που προκρίνει μια σκληρή στάση απέναντί της. Με εξαίρεση τη Σουηδία, όπου το 71% των πολιτών επιθυμούν σκληρή στάση, για λόγους που προφανώς έχουν να κάνουν με τους ιδιαίτερους ανταγωνισμούς στη Βαλτική, σε καμία από τις υπόλοιπες χώρες το ποσοστό δεν ξεπερνά το 50%. Ακόμη και στην ιστορικά καχύποπτη έναντι της Ρωσίας Πολωνία το 42% των πολιτών επιθυμούν στενότερη οικονομική συνεργασία έναντι 41% που επιθυμούν σκληρότερη στάση.

 

Επιπλέον, σε πείσμα της προσπάθειας να προβληθούν συγκεκριμένες κατηγορίες απειλών ως μείζονες, όπως π.χ. οι κυβερνοεπιθέσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών θεωρεί ότι προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, ή η παγκόσμια οικονομική αστάθεια, είναι πολύ πιο σημαντικά και υπαρκτά.

 

Ως προς το προσφυγικό ζήτημα, η ανασφάλεια που γεννά είναι εξίσου μεγάλη τόσο σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία στις οποίες και παραμένει εγκλωβισμένος ο κύριος όγκος των προσφύγων που επιθυμούν να μετακινηθούν προς άλλες χώρες, όσο και σε χώρες όπως η Πολωνία με την Ουγγαρία, στην εσωτερική πολιτική ζωή των οποίων τα κόμματα εξουσίας κατεξοχήν επένδυσαν σε μιαν αυταρχική ρητορική. Αντίθετα, σε χώρες μαζικής εγκατάστασης προσφύγων, όπως η Γερμανία ή η Σουηδία, τα ποσοστά όσων θεωρούν τους πρόσφυγες ως “απειλή” είναι μειοψηφικά (31% και 24% αντίστοιχα), αποδεικνύοντας ότι η μόνιμη εγκατάσταση και ενσωμάτωση αποτελούν απάντηση στα όποια αρνητικά αντανακλαστικά.

 

Αντίστοιχη δυσπιστία για έναν από τους υποτιθέμενους ακρογωνιαίους λίθους των σύγχρονων διεθνών σχέσεων, δηλ. τα ανθρώπινα δικαιώματα ως κριτήριο διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής εμφανίζεται σε χώρες όπως η Γαλλία, η Πολωνία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία και η Ιταλία, σύμπτωμα ενδεικτικό και αυτό μιας έλλειψης εμπιστοσύνης στον τρόπο με τον οποίο δομείται σήμερα η διεθνής κοινότητα.

 

Αυτό αντανακλάται και στη διάθεση της πλειοψηφίας των πολιτών να παραμείνουν οι αμυντικές δαπάνες στα ίδια επίπεδα ή και να μειωθούν – με την εξαίρεση των Πολωνών και των Ολλανδών που επιθυμούν να τις δουν να αυξάνονται. Ενδεικτικό ωστόσο μιας ορισμένης ανασφάλειας και αίσθησης γεωπολιτικής αστάθειας το γεγονός ότι σε μια χώρα με τόσο μεγάλη οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα, το 27% των πολιτών ζητούν ακόμη και να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες, ενώ το 47% δέχονται να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα.

 

Όμως η “ελληνική εξαίρεση” από τις συναινέσεις της Δύσης, αισθητή ήδη από το πρώτο μέρος της έρευνας του Ινστιτούτου Pew, γίνεται εμφανέστατη σε ένα άλλο ερώτημα: το 69% των Ελλήνων έχει αρνητική γνώμη για το ΝΑΤΟ (και μόλις το 25% θετική), όταν το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά σε πανευρωπαϊκό μέσο όρο το 30% και σε καμία άλλη χώρα οι αρνητικές γνώμες δεν υπερτερούν τις θετικές. Είναι μάλιστα ακόμη πιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτό το 69% δεν μπορεί προφανώς να αναχθεί στην ιδεολογική επιρροή της Αριστεράς.

 

Όλα αυτά καταδεικνύουν μιαν αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στις πολιτικές επιλογές των εθνικών κυβερνήσεων ή των θεσμών της Ε.Ε. και της πραγματικής βούλησης των Ευρωπαίων πολιτών. Και δεν είναι η πρώτη φορά, αν αναλογιστούμε ότι οποτεδήποτε μετά το 1990 ερωτήματα που αφορούσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τέθηκαν στην κρίση της λαϊκής βούλησης, το αποτέλεσμα ήταν είτε απορριπτικό είτε οριακά θετικό. Ωστόσο, στις μέρες μας αυτό τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά δομικής κρίσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, σε ένταση και κλίμακα που οι μέχρι τώρα τρόποι αντιμετώπισής του, από την αποσιώπηση έως την αποφυγή καταφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, δύσκολα μπορούν να το συγκαλύψουν.

 

*Πηγή: Capital.gr