Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Οικονομίας

ΙΟΒΕ:

Οι επιμέρους εξελίξεις στην ελληνική οικονομία στο τρίμηνο που μεσολάβησε από την τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ ήταν συνολικά ευνοϊκές. Στο δημοσιονομικό τομέα, το πρωτογενές πλεόνασμα που διαμορφώθηκε χρονολογικά νωρίτερα και οριστικοποιήθηκε  σε σημαντικό ύψος,  σημαίνει ότι το πρόγραμμα υπερέβη τους στόχους του και ότι η προσαρμογή ήταν εντονότερη από ότι αναμενόταν. Οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν, κατ’ ελάχιστον, μια αποφασιστικότητα από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής και την επί της ουσίας προσπάθεια ώστε να επανέλθει η οικονομία σύντομα σε δημοσιονομική ισορροπία. 

 

Θετικό πρόσημο υπάρχει επίσης αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις,  καθώς νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις κινούνται προς την κατεύθυνση της προώθησης του ανταγωνισμού. Η ουσιαστική – στην πράξη και όχι στα λόγια – απελευθέρωση των αγορών και γενικότερα της οικονομικής δραστηριότητας, αποτελεί αδιαπραγμάτευτο όρο ώστε να υπάρξει στην ελληνική οικονομία νέα παραγωγή και αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Η έννοια αυτής της απελευθέρωσης αφορά τόσο το πλέγμα των κανόνων και συμπεριφορών που ευνοούν την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, όσο και αυτών που τεχνητά στρεβλώνουν τους όρους προς όφελος των υφιστάμενων παραγωγών και σε βάρος της εν δυνάμει νέας παραγωγής και επιχειρηματικότητας.

Από κοινού, οι θετικές εξελίξεις στο δημοσιονομικό μέτωπο και σε αυτό των μεταρρυθμίσεων επέτρεψαν την ολοκλήρωση της ιδιαίτερα παρατεταμένης διαπραγμάτευσης με την τρόικα, γεγονός θετικό καθώς επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό την άρση της αβεβαιότητας για το προσεχές χρονικό διάστημα. Συνακόλουθα, η πρόσφατη επιτυχής έξοδος στις διεθνείς αγορές, για δημόσιο δανεισμό σε μικρή κλίμακα, επικυρώνει ότι και οι ιδιώτες επενδυτές είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν έμπρακτα την πορεία την οποία έχουν συμφωνήσει και εκτελούν η ελληνική κυβέρνηση και οι εταίροι. Το γεγονός έχει διπλή θετική σημασία, τόσο από πλευράς σηματοδότησης, προς κάθε κατεύθυνση, όσο και γιατί μεταθέτει εγγύτερα την άμβλυνση του πολύ σημαντικού προβλήματος χρηματοδότησης της οικονομίας, γεγονός απαραίτητο για την επιβίωση υγιών επιχειρήσεων, για νέες επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Άλλωστε, είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης αλλά και της ευρωπαϊκής κρίσης συνολικότερα, οι αγορές έπαιξαν πολύ ουσιαστικό ρόλο, ενίοτε και καταλυτικό, ακόμη και για τη δημιουργία νέων θεσμών και μηχανισμών που απουσίαζαν. Είναι λοιπόν σημαντικό ότι υπάρχει σε αυτή τη συγκυρία μια εξωτερική θετική αποτίμηση των πεπραγμένων και ιδίως των όσων μπορεί να αναμένονται. 

Θετικό πρόσημο μπορεί να καταγραφεί και για τις εξελίξεις στο άμεσο περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, στη ζώνη του ευρώ. Ο  κίνδυνος ρήξης στο κοινό νόμισμα απομακρύνθηκε και επιβεβαιώθηκε η αποφασιστικότητα των αρχών δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση. Η σημαντική άμβλυνση της σχετικής αβεβαιότητας είναι ουσιώδης, καθώς αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα αποτέλεσε κύριο επιβαρυντικό παράγοντα στις κάθε είδους οικονομικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών κατά το διάστημα της κρίσης. 

Οι σημαντικές θετικές εξελίξεις που περιγράφονται παραπάνω, όπως και άλλες, δεν επιτρέπεται όμως να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας έχουν οριστικά λυθεί. Αντίθετα, θα ήταν απαράδεκτο, τουλάχιστον από οικονομική άποψη αλλά σχεδόν σίγουρα και από κοινωνική (ιδίως με τα υφιστάμενα ποσοστά ανεργίας και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού), να θεωρηθεί ότι, εφόσον πλέον η οικονομία φαίνεται να ισορροπεί, η προσπάθεια ουσιαστικής προσαρμογής μπορεί να εγκαταλειφθεί. Ναι μεν υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις για μια πορεία ανάπτυξης, αλλά χωρίς εμβάθυνση των πραγματικών αλλαγών σε καίριους τομείς, αυτή θα είναι αναιμική, θέτοντας μεσοπρόθεσμα σε αμφισβήτηση και την ίδια τη δημοσιονομική προσαρμογή.

Τα παραπάνω υποδηλώνονται και από τις εξελίξεις στα κύρια μεγέθη της οικονομίας αλλά και από την προσεκτικότερη ανάγνωση των επιμέρους συνιστωσών τους, όπως καταγράφεται στην έκθεση. Η εντυπωσιακή αποκατάσταση της ισορροπίας στα δίδυμα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και αυτό του εξωτερικού ισοζυγίου, έγινε κατά κύριο λόγο με «μεταφορά» της ανισορροπίας στην πλευρά της παραγωγής και της αγοράς εργασίας.  Πλέον το ζητούμενο είναι να υπάρξουν το συντομότερο δυνατό σημαντικοί ρυθμοί ανάπτυξης και μείωση της ανεργίας, χωρίς να εκτροχιασθούν εκ νέου τα ελλείμματα. Για να επιτευχθεί αυτό, το κλειδί είναι η βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας που θα επιτρέψει την αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, καθώς και την αναγκαία μεταφορά σημαντικών οικονομικών πόρων προς τους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, επιτυγχάνοντας παράλληλα και υποκατάσταση εισαγωγών.

Η λανθασμένη εκτίμηση ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι πλέον απαραίτητες θα μπορούσε δυνητικά να υιοθετηθεί είτε από όσους αντιμάχονται συνολικά και από θέση αρχής το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής είτε και από όσους το αντιλαμβάνονται ως ένα πρόγραμμα που θα μπορούσε να επιτύχει χωρίς να αλλάξει τη δομή της οικονομίας. Η ανάγνωση των δεδομένων, όμως, οδηγεί σε ένα σαφές συμπέρασμα. Παρά τις αμφιβολίες πολλών, η ελληνική οικονομία απέφυγε μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία που απειλούσε να τη θέσει εκτός τροχιάς για ένα ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα – η σημασία του γεγονότος αυτού δεν μπορεί ούτε πρέπει να υποτιμηθεί. Όμως, ταυτόχρονα, το δίλημμα που ουσιαστικά τέθηκε ήταν το πώς θα κλείσει η ανισορροπία ανάμεσα στο επίπεδο κατανάλωσης και στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όσο η αύξηση της ανταγωνιστικότητας καθυστερεί, η παραγωγή, η απασχόληση και η κατανάλωση αναγκαστικά θα παραμένουν καθηλωμένες στα σημερινά τους επίπεδα.

Συνεπώς, το καίριο ζήτημα των δομικών μεταρρυθμίσεων όχι μόνο δεν είναι λήξαν ή δευτερεύον αλλά είναι απολύτως επείγον και αποτελεί πλέον το μόνο δρόμο για τη δημιουργία εισοδημάτων με διατηρήσιμο τρόπο, τη μείωση της ανεργίας και συνολικά τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των ελλήνων πολιτών.

Άλλωστε, τόσο αναφορικά με τις επενδύσεις όσο και με τις εξαγωγές, η εικόνα της τελευταίας διετίας οφείλει να δημιουργεί προβληματισμό καθώς αυτές κινούνται σε χαμηλά επίπεδα. Βέβαια, οι επενδύσεις (και οι εξαγωγές, στο βαθμό τουλάχιστον που απαιτούν επενδύσεις) κάθε άλλο παρά ευνοούνται σε ένα περιβάλλον οξείας και παρατεταμένης αβεβαιότητας. Άρα, η ουσιαστική άμβλυνση της αναμένεται να έχει θετική και άμεση επίδραση.  Όμως θα πρέπει να είναι σαφές ότι η μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο παραγωγής συνολικά εκκρεμεί. Η σημαντική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας είχε έως τώρα μόνο περιορισμένη θετική επίδραση στις επενδυτικές αποφάσεις. Ο κύριος λόγος είναι, πέρα από την αβεβαιότητα και το κλίμα αστάθειας, ότι δεν έχουν προωθηθεί στον απαιτούμενο βαθμό σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τουλάχιστον όχι με τρόπο που οι συμμετέχοντες στην οικονομία και η ελληνική κοινωνία να θεωρούν μη αναστρέψιμο και ένα αξιόπιστο σήμα για τη μετάβαση σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας.

Τα παραπάνω δεδομένα δημιουργούν μια θετική δυναμική και καταδεικνύουν πως το 2013 μπορεί να είναι πράγματι το τελευταίο έτος ύφεσης στην τρέχουσα κρίση. Η επιστροφή στην ανάπτυξη από το τρέχον έτος είναι πια ένας στόχος εφικτός, αλλά η επίτευξη μιας ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα σταθερής και σε υψηλό επίπεδο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη δημιουργία συνθηκών που να προσελκύουν τους επενδυτές και χωρίς ουσιαστική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.

Στις απαραίτητες επιμέρους μεταρρυθμίσεις έχει αναφερθεί κατά καιρούς αναλυτικά το ΙΟΒΕ. Μάλιστα, σε εκδήλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, νωρίτερα αυτό το μήνα, παρουσιάστηκαν σχετικές ειδικές μελέτες που συντόνισε το Ίδρυμα, εμβαθύνοντας την έρευνα σε συγκεκριμένους τομείς: τις επενδυτικές διαδικασίες, τη διευκόλυνση των εξαγωγών, την ένταση του ανταγωνισμού και τις διαδικασίες των δημόσιων συμβάσεων και προμηθειών. Σε κάθε ένα από αυτά τα πεδία, εξετάστηκαν τρόποι παρακολούθησης της προόδου που έχει συντελεστεί και που συντελείται, ενώ υπήρξε εκτίμηση των θετικών επιδράσεων σε μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο.

 Όπως έχει παρατηρήσει και στο πρόσφατο παρελθόν το ΙΟΒΕ, χωρίς ουσιαστικές τομές η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται με υπερβολικά αργό ρυθμό και κυρίως συρρικνώνεται. Αν θεωρηθεί ότι πλέον κλείνει ένας κύκλος και ανοίγει ένας νέος, με χαμηλότερη αβεβαιότητα και συνολικά καλύτερες προοπτικές, θα ήταν ίσως χρήσιμο να γίνει κοινή συνείδηση ότι η επίτευξη σταθερά θετικών και σημαντικών ρυθμών ανάπτυξης και ασφαλώς η μείωση της ανεργίας δεν θα γίνει αυτόματα, αλλά διέρχεται από το μετασχηματισμό της οικονομίας, τόσο όσο αφορά την παραγωγική της βάση όσο και το ρόλο που παίζει ο δημόσιος τομέας σε αυτή.

Η ελληνική οικονομία έχει εξαιρετικές δυνατότητες και προσφέρει ευκαιρίες τόσο  βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα – αυτές δεν επιτρέπεται να παραμένουν και άλλο ανεκμετάλλευτες. Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί, μαζί με την εμβάθυνση των δομικών μεταρρυθμίσεων, πρέπει να αποτελέσουν την ουσιαστική βάση για το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, επίσης αντικείμενο εξειδικευμένης μελέτης από το ΙΟΒΕ. Ασφαλώς, το πρότυπο αυτό θα στηρίζεται στην εξωστρεφή και καινοτόμα επιχειρηματικότητα και όχι σε αυτή που για τα κέρδη της προσανατολίζεται, άμεσα ή έμμεσα, στο δημόσιο τομέα. Το πρότυπο αυτό θα πρέπει επίσης να αποτελέσει τον οδηγό για την ανανέωση της σχέσης της χώρας με τους εταίρους της στη νομισματική ένωση, σε νέα βάση, καθώς η ανάγκη για στροφή σε σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι επείγουσα.

Σε κάθε περίπτωση, και αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις, για την ελληνική οικονομία το ζήτημα είναι πλέον η εφαρμογή. Αυτή απαιτεί, στην πράξη, ένα συνδυασμό χαρακτηριστικών. Πρώτον, αποφασιστικότητα για ρήξεις με όσες ομάδες κερδίζουν βραχυπρόθεσμα από προνομιακές ρυθμίσεις ή από την ύπαρξη τεχνητών εμποδίων προς τρίτους, επιζητώντας την παρατεταμένη προστασία των όσων λαμβάνουν αποφάσεις πολιτικής και μεταθέτοντας το κόστος στο κοινωνικό σύνολο. Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, τη δημιουργία των ευρύτερων δυνατών πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων – στοιχείο απαραίτητο όχι μόνο γιατί εντέλει οι μεταρρυθμίσεις γίνονται για το κοινωνικό σύνολο και ευνοούν αυτό, αλλά και για τη διαχρονική αξιοπιστία του εγχειρήματος. Τρίτον, εξειδικευμένη γνώση των επιμέρους προβλημάτων, ώστε πέρα από τη συνολική κατεύθυνση να υπάρχει επιτυχής εφαρμογή στην πράξη. Συνολικά, η οικονομική πολιτική σε αυτό το σημείο πρέπει να επενδυθεί με μεγαλύτερη αξιοπιστία ενώ θα πρέπει να επιδειχθεί με σαφήνεια η ουσιαστική «ιδιοκτησία» του μεταρρυθμιστικού προγράμματος.