Οι τράπεζες από το 1000 έως σήμερα

Του Γ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ*

 

1. ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ

 

Η κρίση που ξέσπασε το 2008 είχε στο επίκεντρό της τις τράπεζες. Φυσικά δεν ήταν μια κρίση των τραπεζών γιατί αν ήταν έτσι ελάχιστους θα ενδιέφερε. Ήταν μια κρίση που αγκαλιάζει κυρίως την ίδια την παραγωγή και ολόκληρο το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού έχοντας, στη συγκεκριμένη φάση της, τη μορφή της κρίσης του τραπεζικού συστήματος.. Γιατί όμως όλοι επικεντρώνονται στις τράπεζες; Γιατί όλο το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο έχει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τις τράπεζες; Πως ο καπιταλισμός έφτασε στον απίθανο παραλογισμό να ισχυρίζεται σοβαρά πως «το πρόβλημα βρίσκεται πως οι τράπεζες δεν παρέχουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία»;

 

 

Από πού έως που οι ιδιωτικές τράπεζες είναι οι κάτοχοι του χρήματος του οποίου η έκδοση και η κυκλοφορία είναι υπόθεση των κρατών; Από πού έως που το σύνολο της παραγωγής και της οικονομικής ζωής πρέπει να εξαρτάται από τον τραπεζικό δανεισμό; Από πού έως που το χρήμα δε βρίσκεται στα χέρια των παραγωγών, άμεσων ή έστω και έμμεσων, αλλά στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια και η οποιαδήποτε παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα έφτασε να εξαρτάται από το δανεισμό και μόνο από το δανεισμό;

 

Στα παραπάνω ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποια απάντηση με μια σειρά τριών άρθρων. Η προσπάθεια θα επικεντρωθεί στη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των τραπεζών και του ρόλου τους από τις αρχές της εμφάνισής τους στις βόρειες πόλεις της Ιταλίας ως τα σήμερα. Η ιστορική αυτή εξιστόρηση πιστεύω πως μπορεί να καταδείξει όχι μόνο τις μεταβολές στη δομή και στο ρόλο του τραπεζικού συστήματος αλλά και τις μεταβολές στον ίδιο τον καπιταλισμό μέχρι τη μετάβασή του στον ολοκληρωτικό παρασιτισμό.

 

Η πίστωση, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ των χώρων πλεονασμού εμπορευμάτων ή χρήματος και των χώρων έλλειψης τους. Μέσω της πίστωσης εμπορεύματα ή χρήματα ρέουν από το χώρο πλεονασμού προς τον χώρο έλλειψης. Η πίστωση επομένως είναι στενά συνδεδεμένη με το εμπόριο και είναι ουσιαστικά παράγωγο του εμπορίου. Μόνο προς το τέλος της περιόδου που μελετάμε έγινε ένας χωρισμός μεταξύ εμπόρου και τραπεζίτη. Στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών η διάκριση μεταξύ εμπόρου και τραπεζίτη ήταν αδύνατη.

 

Αρχίζουμε την εξιστόρησή μας από το 1.000, και έχουμε σαν κέντρο αναφοράς τη δυτική και βόρεια Ευρώπη Οι κανονιστικές διατάξεις της Εκκλησίας, πιστές στις γραφές, απαγόρευαν και καταδίκαζαν με δριμύτητα το δανεισμό με τόκο. Μια όμως και οι Εβραίοι δεν θεωρούνταν αδελφοί με τους χριστιανούς, η απαγόρευση δεν ίσχυε γι αυτούς και ουσιαστικά ήσαν οι μόνοι που είχαν τη δυνατότητα νόμιμου εντόκου δανεισμού. Παρά όμως αυτές τις απαγορεύσεις, οι ανάγκες του εμπορίου και της οικονομίας ήσαν άλλες, και αυτές είχαν επιβληθεί ουσιαστικά στην εμπορική πρακτική, στην οποία η πίστωση ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Τόσο στις εμποροπανηγύρεις όσο και στις διάφορες εμπορικές πόλεις η πίστωση είχε επεκταθεί, ιδιαίτερα μεταξύ των νοτίων Ευρωπαίων. Στην πραγματικότητα ένας από τους πρώτους δανειστές ήταν η ίδια η Εκκλησία, και η πρώτη Τράπεζα ήταν το μοναστικό τάγμα των Ναϊτών οι οποίοι είχαν αναλάβει το ρόλο του θησαυροφύλακα για τους θησαυρούς του κράτους της Ιερουσαλήμ. Η Εκκλησία υποστήριζε ότι δεν δάνειζε με τόκο φυσικά.

 

Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η εκκλησιαστική απαγόρευση παρακάμπτονταν είτε με την εγγραφή του δανείου για μεγαλύτερο ποσό του πραγματικά δανειζόμενου, είτε με την πληρωμή και αποπληρωμή του με διαφορετικά νομίσματα και πλασματικά υπολογισμένες ισοτιμίες. Οι πρώτοι δανειστές ήταν κυρίως Ιταλοί. Μια και η βόρεια Ιταλία λεγόταν συνολικά Λομβαρδία, ο δρόμος όπου οι Ιταλοί δανειστές έστηναν τα καταστήματά τους ονομάστηκε και “Οδός Λομβαρδών”. Κάθε μεγάλη Ευρωπαϊκή Δυτική πόλη σχεδόν, έχει και μια οδό που λέγετε οδός Λομβαρδών, όπως στο Λονδίνο η Lombard Street. Πέρα από τους Λομβαρδούς γνωστοί ήσαν και οι δανειστές από την πόλη Κάορ της Γαλλίας, με το όνομα Καορσινοί, οι οποίοι δρούσαν συχνά και ως ενεχυροδανειστές παρέχοντας ενυπόθηκες πιστώσεις με επιτόκιο από 20% έως 40%.

 

Από τον δέκατο τρίτο αιώνα οι παραπάνω δανειστές έγιναν ισχυρότεροι από τους Εβραίους και κυριάρχησαν ουσιαστικά στο χώρο της πίστωσης. Η στάση της Εκκλησίας υποχρεωτικά άλλαξε μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα. Η καταβολή τόκου επετράπη ως καταβολή ενός τέλους που εισέπραττε ο δανειστής έναντι του ρίσκου που αναλάμβανε, και υπό την προϋπόθεση ότι το δάνειο χρησιμοποιείτο για την άσκηση εμπορικής η επαγγελματικής δραστηριότητας. Ορισμένοι ηγεμόνες άρχισαν να επιβάλουν νόμιμα επιτόκια με συνηθέστερο ύψος επιτοκίου δύο πενών ανά λίρα την εβδομάδα η 43,4% ετησίως. Δανειστές άρχισαν να συμμετέχουν στην εμπορική δραστηριότητα ως πιστωτές, τόσο με τη μορφή της commenda, όσο και της παραλλαγή της την colleganta.

 

Οι πλούσιοι έμποροι ήσαν συνήθως και οι τραπεζίτες διότι αυτοί είχαν και τα απαιτούμενα διαθέσιμα χρηματικά ποσά για δανεισμό. Η πίστωση πήρε και την πρώιμη μορφή της μετοχικής εμπορικής επιχείρησης, όπως αυτή αναπτύχθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα στις ιταλικές πόλεις και ιδιαίτερα στη Γένοβα διαδόθηκε η πρακτική της επιταγής και της συναλλαγματικής. Η επιταγή, η οποία είχε περισσότερο τοπική χρήση, και η συναλλαγματική που χρησιμοποιείτο για συναλλαγές μακρινών αποστάσεων περισσότερο, ήσαν σημαντικά εργαλεία για την ανάπτυξη του εμπορίου. Όχι μόνο αποφεύγονταν οι κίνδυνοι μεταφοράς χρημάτων, αλλά ως αναβαλλόμενες πληρωμές, έδιναν την δυνατότητα σε κάποιον να ασχοληθεί με το εμπόριο αγοράζοντας ουσιαστικά με πίστωση και πληρώνοντας όταν το εμπόρευμα είχε πουληθεί.

 

Μετά το 1350 διαδόθηκε η πρακτική, οι έμποροι που είχαν δοσοληψίες ιδιαίτερα με ξένους, στα λιμάνια και στα εμπορικά κέντρα να διατηρούν λογαριασμούς σε τοπικούς αργυραμοιβούς ώστε οι πληρωμές να γίνονται μέσω πιστωτικών επιστολών χωρίς τη χρήση και διακίνηση μετρητών. Οι πρακτικές αυτές διευκόλυναν τις εμπορικές πρακτικές στο επίπεδο της μεταβίβασης χρημάτων. Οι Ιταλοί αργυραμοιβοί δέχονταν καταθέσεις και εξέδιδαν αποδείξεις πληρωτέες επί τη εμφανίσει.

 

Οι σπουδαιότερες δραστηριότητες των πρώτων τραπεζών ήταν η εξαργύρωση πιστωτικών επιστολών, αλλά κι η χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων ακόμη και από καταθέσεις. Αρκετά νωρίς αναπτύχθηκε επίσης και το σύστημα που σήμερα ονομάζουμε ράντες, από το rent (εισόδημα). Αντί κάποιοι να δανειστούν με υποθήκη, αναλάμβαναν την υποχρέωση να πληρώνουν στο δανειστή ένα συγκεκριμένο ποσό σε τακτά χρονικά διαστήματα. Την τακτική της ράντας την χρησιμοποιούσαν και πόλεις για να δανειστούν χρήματα από ιδιώτες. Για τις ράντες γράφει ο Ferguson «Πήραν μια από τις δύο μορφές: rentes heritables ή διαρκής ροές εισοδήματος που ο αγοραστής μπορούσε να κληροδοτήσει στους κληρονόμους του ή rentes viageres η οποία τελείωνε με το θάνατο του αγοραστή. Ο πωλητής, αλλά όχι ο αγοραστής, είχε το δικαίωμα να εξαγοράσει τη ράντα με την αποπληρωμή της. Μέχρι τα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα η πώληση τέτοιων ετήσιων εισοδημάτων αύξανε κατά 7%, κατά προσέγγιση, τα εισοδήματα στην Ολλανδία». (FERGUSON: THE ASCENT OF MONEY. A FINANCIAL HISTORY OF THE WORLD σ 74)

 

Οι Ιταλοί, ως οι πρωτοπόροι του τραπεζικού συστήματος, ίδρυσαν μεγάλες τράπεζες με υποκαταστήματα σε πολλές εμπορικές πόλεις σε όλη την Ευρώπη. Οι Bardi, Peruzzi, Medici απέκτησαν τεράστια χρηματικά ποσά με τις τραπεζικές εργασίες τους και με την διαχείριση και τον δανεισμό χρημάτων στους ηγεμόνες. Κατά τους δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο αιώνες τράπεζες καταθέσεων ιδρύθηκαν στη Βενετία- πάνω από εκατό- στη Γένοβα, στη Φλωρεντία. Οι εμποροτραπεζικοί ιταλικοί οίκοι διατηρούσαν υποκαταστήματα στη Μπρυζ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βύργη στο Άμστερνταμ αλλά και στην Ανατολή.

 

Οι Peruzzi με τα 18 υποκαταστήματα, oί Acciauoli με τα 17 και οι μεγάλοι Medici με τα 8 υποκαταστήματα και τον τεράστιο πλούτο. «Με ένα κεφάλαιο 20.000 φλορινιών το 1402 και με δέκα επτά το πολύ ανθρώπων στην υπηρεσία τους πραγματοποίησαν κέρδη 151.820 φλορινιών μεταξύ 1397 και 1420-περίπου 6.326 φλορίνια ετησίως- ένα ποσοστό δηλαδή επιτοκίου 32% ετησίως» (FERGUSON σ 45) γράφει ο Ferguson για τους Medici.

 

Το επιτόκιο δεν ήταν φυσικά σταθερό και άρχιζε από ένα 5% για γνωστό και φερέγγυο πρόσωπο, ανέβαινε στο 12% με 15% για όχι πολύ γνωστό πρόσωπο, για να φθάσει το 50% ή και το 100% για ηγεμόνες, οι οποίοι ήσαν πασίγνωστοι ως κακοπληρωτές, ή για παρακινδυνευμένες δραστηριότητες. Η κρίση του δεκάτου τετάρτου αιώνα είχε δυσμενή αποτελέσματα και στους τραπεζικούς οίκους της Ιταλίας. Έχοντας δανείσει μια σειρά ηγεμόνων, η αδυναμία τους να πληρώσουν, οδήγησε πολλούς τραπεζικούς οίκους σε κατάρρευση. Οδηγήθηκαν σε πτώχευση οι τράπεζες Buonsigniori, Cerchi και Frescobaldi στην Τοσκάνη-( CLOUGH-RAPP: EΥΡΩΠΑΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ σ 147 )- και λίγο αργότερα, το 1343, κατέρρευσαν οι μεγάλοι τραπεζικοί οίκοι των Peruzzi, Bardi και Acciauoli. Οι Bardi και Peruzzi καταστράφηκαν δανειοδοτώντας τον Εδουάρδο τον Γ της Αγγλίας, κατά τον εκατονταετή πόλεμο, και ο οποίος αρνήθηκε να τους πληρώσει. Το ίδιο συνέβη και με τον Γάλλο μεγαλοτραπεζίτη Coeur ο οποίος δάνεισε την άλλη πλευρά. Τους Γάλλους. Το τελικό όμως αποτέλεσμα ήταν να πέσει θύμα ραδιουργιών και να καταστραφεί.

 

Η πρακτική όμως των τραπεζικών εργασιών είχε μεταναστεύσει βορειότερα με την χωρική επέκταση του εμπορίου προς βορρά. Κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα oί Fuggers με έδρα το Augsburg, δημιούργησαν ένα γιγάντιο εμποροτραπεζικό οίκο, τέτοιου μεγέθους που μόνο oί Medici τους ξεπερνούσαν. Με δραστηριότητες στην πίστη, στην εξόρυξη, στην υφαντουργία και το εμπόριο στήνουν μια οικονομική αυτοκρατορία στην Ευρώπη, που όμως κι αυτή έμελλε να καταρρεύσει κατά την κρίση του δέκατου έβδομου αιώνα και πάλι λόγω χορήγησης πολιτικών δανείων, προς τους Αψβούργους αυτή τη φορά.

 

Μετά τις ιταλικές πόλεις η Αμβέρσα έγινε το μεγάλο τραπεζικό κέντρο, λόγω της θέσης της στο εμπόριο μπαχαρικών και υφαντών. Η παραχώρηση ειδικών προνομίων σε όσους εγκαθίσταντο στο έδαφός της, έκανε την Αμβέρσα μεγάλο εμπορικό κέντρο, αλλά όταν οι Ολλανδοί στα μέσα του δεκάτου πέμπτου αιώνα απέκτησαν τον έλεγχο του ποταμού Σκάλδη, επί των εκβολών του οποίου βρίσκεται η Αμβέρσα, και την απέκοψαν από τη θάλασσα η πόλη περιέπεσε σε μαρασμό. Νέα τραπεζικά ιδρύματα ιδρύθηκαν μετά την ανάκαμψη του δέκατου έκτου αιώνα. Η Τράπεζα του Rialto στη Βενετία ιδρύεται το 1507 και χειρίζεται καταθέσεις και μεταβιβάσεις κεφαλαίων, αλλά το εμπορικό κέντρο της Ευρώπης έχει μετακομίσει πλέον του Βορρά.

 

Μετά την Αμβέρσα τη σκυτάλη την παίρνει το Άμστερνταμ. Το Άμστερνταμ από τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν το εμπορικό κέντρο της Ευρώπης και ήταν αναμενόμενο να γίνει και τραπεζικό κέντρο. Το 1609 ιδρύεται η Τράπεζα της Ανταλλαγής ( Wisselbank ) του Άμστερνταμ. Η Τράπεζα του Άμστερνταμ ιδρύθηκε με πολιτική πρωτοβουλία των αρχών της πόλης και είχε σαν κύριο σκοπό να επιβάλει τάξη στο άναρχο Νομισματικό και πιστωτικό σύστημα που στηριζόταν στους αργυραμοιβούς. Η ανταλλαγή νομισμάτων γινόταν υποχρεωτικά στην Τράπεζα, η οποία δεχόταν επίσης καταθέσεις και ασκούσε έλεγχο στα νομισματοκοπεία.

 

Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων που κυκλοφορούσαν, αλλά και οι διαφορετικές αξίες που είχαν ανάλογα με τη χρονολογία και τον τόπο κοπής, περιέπλεκε πολύ τις διαδικασίες κατάρτισης των ισοτιμιών. Έπρεπε να είναι κάποιος πολύ ειδικός για να μπορεί να καθορίζει την αξία κάθε νομίσματος. Ένα εγχειρίδιο για τους “Μεταπράτες Χρήματος” που εκδόθηκε το 1606 από το ολλανδικό Κοινοβούλιο, κατέγραψε 341 αργυρά και 505 χρυσά νομίσματα. Ένα χάος επικρατούσε στο νομισματικό σύστημα της Ευρώπης και η Τράπεζα της Ανταλλαγής έβαλε τάξη για λογαριασμό των εμπόρων και της ολλανδικής κυβέρνησης.

 

Η σημαντικότερη όμως λειτουργία της ολλανδικής Τράπεζας ήταν αυτή των εναλλακτικών χρηματοπιστώσεων, τη μεταφορά δηλαδή χρηματικών ποσών με εντολή των καταθετών της. Το μόνο δικαίωμα που δεν της εκχωρήθηκε ήταν αυτό της δανειοδότησης. Η τελευταία όμως αρχή καταστρατηγήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Άρχισε να δίνει δάνεια προς την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Μετά το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα η εταιρεία δεν πήγαινε και τόσο καλά. Με τον Αγγλο ολλανδικό πολέμου του 1780 οι ολλανδικές απώλειες ήταν σημαντικές και η Τράπεζα έδωσε πάλι δάνεια. Το 1819 η Τράπεζα του Άμστερνταμ έθεσε τέλος στις εργασίες της.

 

Μετά την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ και άλλες τράπεζες με Δημόσιο χαρακτήρα και παρόμοια χαρακτηριστικά άρχισαν να ιδρύονται. Στο Ρότερνταμ, στο Ντελφ, στη Μιλνλμπουργκ. Φύλακες -τράπεζες, κατά την έκφρασή του Galbraith. Η Τράπεζα του Αμβούργου ιδρύθηκε το 1619. Η Τράπεζα όμως που έκανε το επόμενο καινοτόμο βήμα ήταν ένας κλάδος της Τράπεζας του Άμστερνταμ, η Τράπεζα της Στοκχόλμης ιδρυμένη το 1656. Το 1661 εξέδωσε έντυπες υποσχέσεις πληρωμής, τα τραπεζογραμμάτια, τα οποία και έθεσε σε κυκλοφορία. Η Τράπεζα της Στοκχόλμης ήταν λοιπόν η Τράπεζα που εξέδωσε χαρτονομίσματα.

 

Αν και το βήμα ήταν επαναστατικό, μπορούμε να δούμε μια συνέχεια στις τραπεζικές πρακτικές που μας οδήγησε στην έκδοση τραπεζογραμματίων. Από την πιστωτική επιστολή στην επιταγή και την συναλλαγματική, και μάλιστα στην μεταβιβάσιμη συναλλαγματική και επιταγή με οπισθογράφηση. Ένα άλλο βήμα ήταν ότι, με την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε ένα Δημόσιο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ήταν φερέγγυο στις δοσοληψίες του και την ασφάλεια που παρείχε στις καταθέσεις. Αυτό η Τράπεζα του Άμστερνταμ το έκανε φανερό όταν, το 1672 οι στρατιές του Λουδοβίκου του ΙΔ’ πλησίασαν το Άμστερνταμ, και στον πανικό που δημιουργήθηκε, οι έμποροι πολιόρκησαν την Τράπεζα ζητώντας τα χρήματά τους πίσω. Όλοι ικανοποιήθηκαν, αλλά μόλις βεβαιώθηκαν ότι τα χρήματα τους υπήρχαν στην Τράπεζα και μάλιστα ασφαλή, δεν ήθελαν πια να τα πάρουν. Το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ εμπόρων καταθετών και Τράπεζας είχε εμπεδωθεί. Το βηματισμό, και στο ζήτημα της Δημόσιας Τράπεζας, είχε δοθεί πάλι από τις ιταλικές πόλεις με την ίδρυση στη Βενετία, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, μιας Δημόσιας βραχύβιας Τράπεζας.

 

Η καινοτομία επομένως της Τράπεζας της Στοκχόλμης ήταν σημαντική γιατί μπορούσε μια Τράπεζα να κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα από όσες ήταν οι καταθέσεις της. Η πείρα είχε δείξει ότι ποτέ δεν συμπίπτουν χρονικά οι απαιτήσεις των καταθετών για ανάληψη των χρημάτων τους από μια τράπεζα. Από την εμπειρία και πάλι ήταν γνωστό ότι ένα 25 με 30% της αξίας των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων αν αποτελούσαν οι καταθέσεις, αρκούσαν για να καλυφθεί η ζήτηση σε χρήμα των καταθετών. Για να γίνει εφικτό όμως ένα τέτοιο βήμα, ήταν αναγκαία η εμπιστοσύνη των πελατών στην φερεγγυότητα της τράπεζας. Το πρώτο βήμα έγινε όμως και η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία.

 

Πολλά είχαν αλλάξει όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, από τον δέκατο τρίτο αιώνα οπότε άρχισαν να ιδρύονται και να δρουν οι τράπεζες. Η κυρία αλλαγή ήταν ότι σε μια σειρά χώρες, οι αφερέγγυοι ηγεμόνες με τα ασταθή και ιδιωτικά μόνο έσοδά τους, είχαν πλέον δώσει τη θέση τους στα σύγχρονα συγκεντρωτικά εθνικά κράτη με δημόσια οικονομική βάση στηριγμένη στη φορολογία. Τα έσοδα των κρατών όχι μόνο αυξάνονταν αλλά και μπορούσαν να προγραμματιστούν μακροχρόνια. Πέρα όμως από την αύξηση των εσόδων αυξάνονταν και τα έξοδα, και μάλιστα αλματωδώς.

 

Οι τράπεζες είναι πλέον δανειστές του κράτους σε ένα θεσμικό όμως επίπεδο και όχι σε ιδιωτική βάση, όπως ήταν ο δανεισμός των ηγεμόνων. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ιδρύεται το 1694 η Τράπεζα της Αγγλίας, με ιδιώτες χρηματοδότες η οποία θα δάνειζε την αγγλική κυβέρνηση με 1,2 εκατομμύρια στερλίνες και με επιτόκιο 8%. Η ιστορία της ίδρυσης της Τράπεζας της Αγγλίας δεν κρύβει πίσω της τον ορθολογισμό και την υπολογισμένη μεθοδικότητα της ίδρυσης της Τράπεζας του Άμστερνταμ.

 

Είναι μια ιστορία που περισσότερο αντανακλά το κλίμα της εποχής και την καταραμένη ανάγκη στην οποία βρισκόταν ο Άγγλος βασιλιάς, ο Γουλιέλμος της Οράγγης. Ένας παράξενος Σκωτσέζος, ο William Paterson, του πρότεινε την ίδρυση μιας Τράπεζας με μετοχικό κεφάλαιο 1,2 εκατομμύρια λίρες, όσες χρειαζόταν δηλαδή ο βασιλιάς. Όταν πουλιόντουσαν οι μετοχές ο Γουλιέλμος θα δανειζόταν ολόκληρο το ποσό και η Τράπεζα θα πρoχωρούσε στην έκδοση τραπεζογραμματίων του ίδιου ποσού, με την υπόσχεση της κυβέρνησης ότι θα πλήρωνε. Με την εγγύηση του Δημοσίου δηλαδή, όπως το λένε κάποιοι σήμερα.

 

Τα τραπεζογραμμάτια θα δίνονταν σαν δάνειο σε επιλεγμένους ιδιώτες και η Τράπεζα θα έπαιρνε τόκο τόσο από το δάνειό του κράτους, όσο και από το δάνειο των τραπεζογραμματίων στους ιδιώτες! Για το ίδιο ποσό λοιπόν θα εισέπραττε διπλό τόκο! Η συμφωνία φυσικά έκλεισε και η Τράπεζα ξεκίνησε τις εργασίες της με ένα διοικητικό Συμβούλιο, τον διοικητή, τον υποδιοικητή, δεκαεπτά υπαλλήλους και δύο θυρωρούς με μισθό είκοσι πέντε λίρες το χρόνο. Ο Paterson έπαιρνε φυσικά 2.000 λίρες το χρόνο, αλλά σε λίγο αποχώρησε αφού μάλωσε με όλους προσπαθώντας να προωθήσει τα συμφέροντα και μιας αντίπαλης τράπεζας, της τράπεζας με το συγκινητικό όνομα Τράπεζα του Ταμείου των Ορφανών.

 

Η αρχική ιδέα του Paterson, την οποία δεν είχε καταφέρει να πουλήσει, ήταν η ίδρυση μιας αποικίας στον ισθμό του Παναμά. Μετά τη φυγή του από την Τράπεζα της Αγγλίας πήγε στη Σκωτία, μάζεψε 1.200 πρόθυμους, βρήκε και πρόθυμους χρηματοδότες και βάζει πανιά για τον Παναμά. Έφυγαν με πέντε πλοία αλλά όλοι σχεδόν έχασαν την ζωή τους και μαζί τους και η γυναίκα και το παιδί του Paterson, o οποίος μόλις που γλίτωσε.

 

Φυσικά σε όλο αυτό το διάστημα είχε μεταβληθεί και η πολιτική και το μέγεθος του επιτοκίου. Μετά το 1500 τα επιτόκια στη Δυτική Ευρώπη σταθεροποιούνται κυμαινόμενα μεταξύ 5% με 10% περίπου. Στην Antwep μεταξύ 1530 και 1562 κυμαίνονταν από το 7% ως 12%. Στη Λυών πάλι, για την ίδια περίοδο, έχουμε το ίδιο επιτόκιο από 7% ως 12%, αν και παρουσιάζονται και περίοδοι με χαμηλότερο επιτόκιο. Το 1674 η Γαλλική Κρατική Τράπεζα Αποταμιεύσεων έδινε επιτόκιο 5% στις αποταμιεύσεις. Αποσπασματικά στοιχεία μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε επιτόκια, για μακροχρόνιες υποθήκες, μεταξύ ενός κατώτατου 4% στη Γερμανία, Ιταλία και Ολλανδία, και ενός μέγιστου 10% με 14% στην Αγγλία. Στην Ολλανδία το επιτόκιο για ιδιωτικά δάνεια κυμαινόταν μεταξύ 1.75% και 4,5% την περίοδο 1651-1714. ( TUMA: ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ σ 365-366 ).

 

Από τα παραπάνω στοιχεία εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα ότι όσο περνούσε ο χρόνος η πτώση του επιτοκίου ήταν εμφανής και αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά την όλο και μεγαλύτερη προσφορά χρήματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τα επιτόκια ήσαν χαμηλότερα σε χώρες που κυριαρχούσαν οικονομικά, όπως η Ολλανδία το δέκατο έβδομο αιώνα, αλλά και τη μείωσή τους όσο ο πλούτος αυξανόταν. Όσο περισσότερο ήταν το συσσωρευμένο χρήμα σε μια χώρα τόσο μικρότερο ήταν και το επιτόκιο.

 

Συνεχίζοντας με την Τράπεζα της Αγγλίας, ο δανεισμός του αγγλικού κράτους συνοδευόταν και με μια σειρά προνομίων που εκχωρήθηκαν στην Τράπεζα. Σκοπός της ίδρυσης της ήταν να ασχολείται με όλα τα είδη τραπεζικών εργασιών, και με αποκλειστικό προνόμιο στην έκδοση τραπεζογραμματίων. Εκτός των παραπάνω, ο καταστατικός χάρτης της Τράπεζας εξασφάλιζε ότι καμιά άλλη Τράπεζα δεν μπορούσε να έχει περισσότερους από έξι εταίρους, απαγορευόταν επομένως η ίδρυση οποιασδήποτε άλλης μετοχικής Τράπεζας. Το δικαίωμα αυτό το διατήρησε η Τράπεζα της Αγγλίας ως το 1833, οπότε και επετράπη η ίδρυση και λειτουργία μετοχικών τραπεζών χωρίς όμως εκδοτικό δικαίωμα.

 

Στο διάστημα ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα η Τράπεζα της Αγγλίας πέρασε δύο κρίσεις, στις οποίες θα αναφερθούμε γιατί είναι χαρακτηριστικές των κρίσεων του Νομισματικού και πιστωτικού συστήματος και για τους επόμενους αιώνες, αν και εδώ εμφανίστηκαν σε μια πρώιμη μορφή βεβαίως, μιας και τώρα διαμορφωνόταν το πιστωτικό και Νομισματικό σύστημα με τη σύγχρονη μορφή του.

 

Η πρώτη κρίση εμφανίσθηκε ευθύς με τη λειτουργία της Τράπεζας. Ας πάμε όμως λίγο πίσω, πριν την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας. Οι χρυσοχόοι, οι οποίοι λόγω του ότι είχαν χρηματοκιβώτια και ασφαλείς χώρους φύλαξης πολύτιμων αντικειμένων, δέχονταν προς φύλαξη χρήματα ιδιωτών, ιδίως εμπόρων. Στην Αγγλία, αρχικά, την φύλαξη των χρημάτων των εμπόρων την αναλάμβανε το Νομισματοκοπείο. Το 1640 ο Κάρολος ο Α’, για να εκβιάσει τους εμπόρους και να του χορηγήσουν δάνειο, αρνήθηκε να απελευθερώσει τις καταθέσεις τους στο Νομισματοκοπείο όποτε αυτοί εστράφησαν προς τους χρυσοχόους. Αυτοί, έχοντας στη διάθεσή τους αυτές τις καταθέσεις άρχισαν να χορηγούν δάνεια, να μετατρέπονται δηλαδή σε μικρούς τραπεζίτες, και κάποιοι από αυτούς άρχισαν να εκδίδουν και ένα είδος τραπεζογραμματίων τα ονομαζόμενα “Γραμμάτια των χρυσοχόων”.

 

Η ίδρυση και λειτουργία της Τράπεζας της Αγγλίας έθετε επομένως σε κίνδυνο τις τραπεζικές δουλειές των χρυσοχόων. Αντέδρασαν αμέσως, και γνωρίζοντας από πείρα τον τρόπο έκδοσης των τραπεζογραμματίων, αγόρασαν τραπεζογραμμάτια της Τράπεζας και κατόπιν απαίτησαν την ταυτόχρονη εξαργύρωση τους. Η Τράπεζα αντιδρώντας με τη σειρά της αρνήθηκε απλά να τα εξαργυρώσει. Η επίθεση των χρυσοχόων, η πρώτη επίθεση στο χαρτονόμισμα, έπεσε στο κενό. Η Τράπεζα στηριζόταν πια σε μια μεγάλη δύναμη, το κράτος.

 

Η δεύτερη κρίση ήταν αυτή που εκδηλώθηκε όταν το 1745, ο εγγονός του Ιάκωβου του Β’ βάδισε κατά του Λονδίνου, και οι κάτοχοι τραπεζογραμματίων αξίωσαν πάλι την εξαργύρωση τους. Η Τράπεζα της Αγγλίας ανταπεξήλθε στην πρόκληση για να γίνει από τον δέκατο ένατο αιώνα το ποιό φερέγγυο ίσως τραπεζικό κατάστημα στον κόσμο. «Γύρω στα 1770 η Τράπεζα της Αγγλίας είχε γίνει η μοναδική πηγή σχεδόν χαρτονομίσματος στο Λονδίνο, αν και οι εκδόσεις των γραμματίων από επαρχιακές τράπεζες, κράτησαν μέχρι και τον επόμενο αιώνα. Οι ιδιωτικές τράπεζες αντιθέτως γίναν τόποι για καταθέσεις. Όταν κάναν δάνεια οι καταθέσεις ήταν και όχι η κυκλοφορία των γραμματίων που μεγάλωναν….Με το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα η Τράπεζα της Αγγλίας είχε εξαλείψει τα γραμμάτια των μικρότερων αντιπάλων της στο Λονδίνο τουλάχιστον». ( GALBRAITH: ΤΟ ΧΡΗΜΑ σ 41 ).

 

Αν και η κύρια αποστολή της Τράπεζας ήταν, όπως και στην αρχή της, η χορήγηση δανείων προς το κράτος. Ο Πιτ ήταν μάλιστα ο πλέον απαιτητικός και ανηλεής απαιτητής δανείων από την Τράπεζα. Στο τέλος του αιώνα, το 1797, η Τράπεζα ανέστειλε το δικαίωμα εξαγοράς των τραπεζογραμματίων και των καταθέσεων με χρυσό και αργυρό. Η σημασία της Τράπεζας της Αγγλίας για το κράτος αλλά και για την κυρίαρχη πλέον αστική τάξη της, φαίνεται από το ότι όταν ο λόρδος Γκόρντον οδήγησε τους διαδηλωτές στο Λονδίνο -όταν διαμαρτύρονταν ενάντια στο νόμο για την ανακούφιση των καθολικών- η Τράπεζα έγινε ο κύριος στόχος τους. Ήταν το σύμβολο του κατεστημένου. Όσο κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τις καθολικές περιοχές του Λονδίνου έφτανε πάντα καθυστερημένη η Αστυνομία. Όταν πολιορκήθηκε η Τράπεζα στάλθηκε ιππικό και η Τράπεζα άρχισε να φρουρείται από το στρατό.

 

Η αρχή της ίδρυσης Δημόσιας Τράπεζας στη Γαλλία είναι εξαιρετικά όμοια με αυτή της Αγγλίας αλλά το τέλος τελείως διαφορετικό. Η αρχή έγινε και στη Γαλλία με μια πρόταση ενός συμπατριώτη του Paterson, του επίσης Σκωτσέζου John Law. Φτάνοντας ο Law στη Γαλλία, το 1716, έχοντας κατασπαταλήσει μια σεβαστή περιουσία και ζώντας από τη χαρτοπαιξία, πείθει τον αντιβασιλιά Φίλιππο, Δούκα της Ορλεάνης, να υπογράψει βασιλικό διάταγμα, στις 2 Μαΐου του 1716 ,δίνοντας άδεια στον Law και τον αδελφό του να ιδρύσουν τράπεζα με κεφαλαίο έξι εκατομμύρια γαλλικές λίρες ποσό ίσο με 250.000 αγγλικές λίρες. Η Τράπεζα είχε φυσικά εκδοτικό δικαίωμα, και ποιός ήταν ο κύριος δανειζόμενος; Φυσικά το γαλλικό κράτος το οποίο βρισκόταν σε εξαιρετική οικονομική πίεση με τα έξοδα του να είναι διπλάσια των εσόδων του. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα τραπεζογραμμάτια για να ξοφλήσει τους πιστωτές της και να πληρώσει τα έξοδα της .

 

Τα γραμμάτια γίνονταν αποδεκτά και για την αποπληρωμή φόρων και μια κι ο Law διακήρυττε ότι τα γραμμάτια του εξαργυρώνονταν με την αξία του βάρους του μετάλλου κατά την ημέρα έκδοσής του τραπεζογραμματίου, αυτά γνώρισαν μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που το περιεχόμενο σε πολύτιμο μέταλλο των νομισμάτων συνεχώς μειωνόταν. Για ένα διάστημα, πράγματι, τα τραπεζογραμμάτια του Law είχαν πραγματική αξία. Ιδρύθηκαν υποκαταστήματα στη Λυών στη Λα Ροσέλ την Τουρτην την Αμιένη και την Ορλεάνη. Το 1718, η τράπεζα έγινε βασιλικό ίδρυμα με μοναδικό μέτοχο το βασιλιά. Μετά την πρώτη επιτυχία ο αντιβασιλιάς γλυκάθηκε και πρότεινε και νέα έκδοση και ο Law συμφώνησε. Αντιλαμβανόμενος όμως ότι θα δημιουργείτο πρόβλημα με την κάλυψη των γραμματίων δημιούργησε ένα πολύπλοκο σύστημα.

 

Το “σύστημα του Law” κατέρρευσε και μαζί του κι η βασιλική Τράπεζα αλλά και η εμπιστοσύνη των Γάλλων στις τράπεζες. Τόσο δυσάρεστη ήταν αυτή η εμπειρία για τους Γάλλους που όταν το 1776, ο πρωθυπουργός Τουργκο ίδρυσε πάλι μια μεγάλη δημόσια Τράπεζα δεν έφερε το όνομα Τράπεζα άλλα Caisse Escompte. Οι λόγοι της κατάρρευσης της βασιλικής Τράπεζας της Γαλλίας ήσαν πολλοί: ανεπάρκεια του αρχικού κεφαλαίου, υπερβολική έκδοση τραπεζογραμματίων και η ριψοκίνδυνη πολιτική της ήσαν οι κυριότεροι από αυτούς.

 

Η ανάπτυξη της παραγωγής και του εμπορίου κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα είχε σαν αποτέλεσμα και την αύξηση του όγκου του κυκλοφορούντος χρήματος. Η αύξηση του συνολικού χρηματικού ποσού κατά το διάστημα 1500-1700 πρέπει να ανερχόταν στο 600% κατά τους Clough και Rapp. ( CLOUGH-RAPP σ 250). Σαν χρηματικό ποσό εννοείται εδώ όχι μόνο το μεταλλικό νόμισμα αλλά και οι συναλλαγματικές και τα τραπεζογραμμάτια. Μετά την κατάρρευση του “συστήματος του Law”, στη Γαλλία η μετοχική μορφή σύστασης εταιρειών εγκαταλείφθηκε πέφτοντας σε ανυποληψία. Το ίδιο περίπου συνέβη και στην Αγγλία την ίδια περίοδο, όταν η φούσκα της εταιρείας της Νότιας θάλασσας έσκασε και για τη σύσταση μετοχικής εταιρείας απαιτείτο πλέον ειδική άδεια από τον αγγλικό Κοινοβούλιο. Ο Νόμος περί Απάτης που απαιτούσε την άδεια του κρατικού Κοινοβουλίου έπαψε να ισχύει από το 1825.

 

Η αρχή των τραπεζών συνδέεται επομένως στενά με το εμπόριο του οποίου και υπήρξε βοηθός και υπηρέτης. Παράλληλα όμως με αυτό ένα ακόμη χαρακτηριστικό του τραπεζικού συστήματος αναδεικνύεται από την αρχή του. Ο δανεισμός ηγεμόνων και κρατών. Μέσα από αυτές της δύο διεργασίες το τραπεζικό σύστημα μεταλλασσόταν με αργούς ρυθμούς χωρίς να χάσει όμως ποτέ, κατά την περίοδο αυτή, το κύριο χαρακτηριστικό του. Αυτό του συνεργάτη και βοηθού του εμπόρου.

 

2. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ

 

Η λειτουργία των μεγάλων, κρατικών ή ημικρατικών, τραπεζών εξακολουθούσε να είναι, όπως και στο ξεκίνημά τους, ο δανεισμός των κυβερνήσεων κυρίως. Στη Βρετανία η κυβέρνηση Πιτ ήταν πάντα πιεστική και απαιτητική προς την Τράπεζα της Αγγλίας για την χορήγηση δανείων. Η Τράπεζα συνέχισε να επεκτείνει το δανεισμό της, ανταποκρινόμενη στη ζήτηση, την εποχή κατά την οποία η Βρετανία αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Όταν η τάση αντιστράφηκε και πολλοί καταθέτες ζήτησαν τα χρήματά τους πίσω μαζικά, η Τράπεζα τις Αγγλίας ή θα οδηγείτο σε πτώχευση ή θα προχωρούσε πάλι σε αναστολή πληρωμών. Από τη δύσκολη θέση την έβγαλαν οι Γάλλοι τραπεζίτες οι οποίοι της απέστειλαν χρυσό από την Τράπεζα της Γαλλίας.

 

Ο δανεισμός συνέχισε να επεκτείνεται, καθώς η αγγλική οικονομία μεγεθυνόταν, και ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό χρυσού διέρρεε στο εξωτερικό. Η διαδικασία αυτή επιβραδυνόταν, όταν η Τράπεζα της Αγγλίας το έκρινε αναγκαίο, με την αύξηση του επιτοκίου δανεισμού ιδιαίτερα προς τις άλλες τράπεζες. Με νόμο του 1833 η αγγλική κυβέρνηση είχε ήδη εξαιρέσει τις τράπεζες από τους νόμους περί τοκογλυφίας. (Galbraith Το χρήμα σ 47). Πέρα από την πολιτική του επιτοκίου η ημιδημόσια Τράπεζα κατέφευγε στην πώληση κυβερνητικών τίτλων και εισέπραττε και εμπορικά χρεόγραφα επιτρέποντας τους να λήξουν.

 

Με τους παραπάνω τρόπους γινόταν κάτοχος χρήματος το οποίο και αφαιρούσε από τις άλλες τράπεζες υποχρεώνοντάς τες σε περιστολή του δανεισμού αφού μόνο με δανεισμό από την Τράπεζα της Αγγλίας μπορούσαν πια να αντλήσουν χρήματα αλλά με υψηλό επιτόκιο. Με τις παραπάνω ρυθμίσεις και πολιτικές η Τράπεζα της Αγγλίας ήλεγχε το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του. Ο έλεγχος αυτός δεν ήταν φυσικά κοινωνικά ουδέτερος ούτε υπήρχε μια απλά τεχνοκρατική εκδοχή των ρυθμίσεων και των παρεμβάσεων στο νομισματικό σύστημα. «Η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας ήταν το όργανο μιας κυρίαρχης τάξης. Μια από τις εξουσίες που η Τράπεζα έπαιρνε από την κυρίαρχη αυτή τάξη, ήταν το να επιβάλει δυσκολίες. Μπορούσε να κατεβάσει τις τιμές και τους μισθούς, και να αυξήσει την ανεργία. Αυτά ήταν τα διορθωτικά μέτρα όταν εξαφανίζονταν ο χρυσός. Όταν η ευφορία ήταν υπερβολική.» γράφει ο Galbraith. (Galbraith Το χρήμα σ 50). Ότι συνέβαινε τότε ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τα ίδια συμφέροντα, οι ίδιες τακτικές.

 

Στη Γαλλία, παρά την έντονη καχυποψία απέναντι στις τράπεζες, μετά το αποτυχημένο εγχείρημα του Law, οι ανάγκες ήσαν τέτοιες που επέβαλαν στο Ναπολέοντα να ανασυγκροτήσει ένα μικρό ίδρυμα έκδοσης γραμματίων στο Παρίσι. Στόχος του Ναπολέοντα ήταν «να επεκτείνει τις δυνατότητες χρηματοδότησης, ιδίως για να μειώσει τα επιτόκια» όπως γράφει ο Cottrell (στο Aldcroft-Ville Η Ευρωπαϊκή Οικινομία 1750-1914 σ 318). Το κρατικό αυτό ίδρυμα, η Τράπεζα της Γαλλίας, εξασφάλισε το μονοπώλιο έκδοσης τραπεζογραμματίων στο Παρίσι το 1803. Οι μέτοχοι και οι διευθυντές του προήρχοντο από την haute banque. Η Τράπεζα βρισκόταν υπό συνεχή κρατική παρακολούθηση και μετά την παλινόρθωση κυριάρχησε μια τάση εχθρική προς την Τράπεζα και την επέκτασή της. Η κριτική του Jacques Laffitte και οι ιδέες του Saint-Simon για τη σύνδεση της τραπεζικής με τη βιομηχανική ανάπτυξη επηρέασαν ουσιαστικά την εξέλιξη πολλών ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.

 

Η αρχή του δέκατου ένατου αιώνα βρήκε τη Βρετανία σε πόλεμο και την Τράπεζα της Αγγλίας να έχει αναστείλει το δικαίωμα εξαγοράς των τραπεζογραμματίων και τη μετατροπή τους σε χρυσό. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν να εξαφανιστούν τα μικρά μεταλλικά νομίσματα τα οποία αποθησαυρίζονταν. Η τράπεζα τότε, για να διευκολύνει τις συναλλαγές τύπωσε χαρτονομίσματα μικρής αξίας, της μιας και των δύο λιρών. Από το 1802 η συναλλαγματική ισοτιμία της στερλίνας με το φράγκο και το μάρκο γνώρισε γρήγορη πτώση και μεγάλες ποσότητες χρυσού κατευθύνθηκαν έξω από τη Βρετανία. Καθώς οι τιμές πολλών αγαθών, αλλά και του χρυσού, αυξάνονταν στην Βρετανία των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα μια μεγάλη συζήτηση άρχισε γύρω από τη φύση του χρήματος.

 

Μια συζήτηση διεξήχθη στο βρετανικό κοινοβούλιο για να διερευνήσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Το μεγάλο ερώτημα ήταν αν είχαν υποτιμηθεί τα τραπεζογραμμάτια της Τράπεζας της Αγγλίας ή αν είχε ανέβει η τιμή του χρυσού. Εκτός από τα μέλη της βουλής των Κοινοτήτων στη συζήτηση πήρε μέρος και ο Ricardo. Η συζήτηση δεν κατέληξε πουθενά και η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα μια και «Τότε, όπως και σήμερα, ήταν ακαθόριστο το τι έκανε έναν άνθρωπο νομισματικό εμπειρογνώμονα» όπως ισχυρίζεται ο Galbraith (Galbraith Το χρήμα σ 42). Η μετατρεψιμότητα επανήλθε στην Βρετανία το 1821, μετά τη λήξη του πολέμου, και τα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν ελεύθερα να μετατρέπονται σε χρυσό στην παλιά τιμή ανταλλαγής.

 

Σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, παρουσιάστηκαν περιπτώσεις μαζικής απαίτησης μετατροπής των τραπεζογραμματίων σε χρυσό. Στην Βρετανία τέτοιες ισχυρές πιέσεις μετατρεψιμότητας εκδηλώθηκαν στις κρίσεις του 1825, του 1833 με την πιο θεαματική αυτή του 1890 όταν κινδύνευσε με κατάρρευση ο τραπεζικός οίκος των Baring λόγω του ότι βρέθηκε να κατέχει 21 εκατομμύρια αφερέγγυες ομολογίες της Αργεντινής. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις η κρίση αντιμετωπιζόταν με άνοδο του επιτοκίου από την κεντρική Τράπεζα.

 

Το 1844 ψηφίστηκε στη Βρετανία ο Νόμος περί Τραπεζών. «Ο νόμος αυτός υπήρξε η πρώτη προσπάθεια καπιταλιστικού κράτους να προβεί σε συστηματική ρύθμιση της προσφοράς του χρήματος για να επιτύχει μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh (Λαπαβίτσας-Itoh Πολιτική Οικονομία του Χρήματος και του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος σ 25). Στην ψήφιση του νόμου αποφασιστική ήταν η συμβολή της λεγόμενης Σχολής της Κυκλοφορίας-απογόνου της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος του Ricardo- και πρόγονος των σημερινών μονεταριστικών απόψεων. Πριν την ψήφιση του νόμου η Τράπεζα της Αγγλίας εφάρμοσε τον λεγόμενο «κανόνα του Palmer» σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα έπρεπε να κατέχει τίτλους που θα ισοδυναμούσαν με τα δύο τρίτα του παθητικού της και τα αποθέματα σε χρυσό να αποτελούν το υπόλοιπο του ενεργητικού της. Ο «κανόνα του Palmer» ήταν ένας εμπειρικός κανόνας ο οποίος ουσιαστικά επέβαλε τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας να είναι περίπου ίσα με το ένα τρίτο των τραπεζογραμματίων της που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.

 

Ο Νόμος περί Τραπεζών του 1844, που αποτέλεσε και τον καταστατικό χάρτη της Τράπεζες της Αγγλίας, χώρισε την τράπεζα σε δύο τμήματα. Το Εκδοτικό και το Τραπεζικό. Το ενεργητικό του εκδοτικού τμήματος κατείχε το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων σε χρυσό και άργυρο-ο τελευταίος δεν έπρεπε να είναι περισσότερος από το ένα τέταρτο του συνολικού ποσού- και το παθητικό το μεγαλύτερο μέρος των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων. Η ποσότητα των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων βρισκόταν επομένως, σε κάθε στιγμή, σε ευθεία αναλογία με τα αποθέματα χρυσού που κατείχε η Τράπεζα. Το ενεργητικό του Τραπεζικού τμήματος κατείχε κυρίως τις προεξοφλημένες συναλλαγματικές και τίτλους του δημοσίου. Το τμήμα αυτό μπορούσε να προσθέσει άλλες 14 εκατομμύρια λίρες στο παθητικό του ασφαλισμένο από κρατικούς τίτλους.

 

Ο νόμος του 1844 παραχωρούσε στην Τράπεζα της Αγγλίας μονοπώλιο στην έκδοση τραπεζογραμματίων σε όλη τη χώρα θέτοντας ποσοτικά όρια, που μειώνονταν με το χρόνο, στο εκδοτικό δικαίωμα των υπόλοιπων τραπεζών. Ο Νόμος περί Τραπεζών στηρίχθηκε στη θεωρητική προσέγγιση του νομίσματος και του ρόλου του από τη Σχολή της Κυκλοφορίας, του ιδεολογικού προκατόχου του μονεταρισμού. Κατά την κρίση του 1847 ο Νόμος ανεστάλη, κάτω από τη νομισματική πίεση που δημιούργησε η κρίση. Το θεωρητικό υπόβαθρό του έδειξε από την αρχή τη λαθεμένη έδρασή του καθώς, σε κάθε κρίση που ακολούθησε ο Νόμος αναστελλόταν. Ο όγκος του χρυσού που βρισκόταν σε κυκλοφορία στη Βρετανία το 1856 ανέρχονταν, σε αξία, στα 75 εκατομμύρια λίρες ενώ το 1895 υπολογίζεται στα 92,5 εκατομμύρια λίρες η αξία του κυκλοφορούντος χρυσού, εκ των οποίων τα 30 εκατομμύρια βρίσκονταν πιθανά στα χέρια τραπεζιτών, ενώ ο όγκος όλων των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων από 39 εκατομμύρια λίρες έφτασε μόλις τα 40 εκατομμύρια. (Λαπαβίτσας Itoh σ 330).

 

Το 1800 η καχυποψία των Γάλλων απέναντι στις τράπεζες, μετά την κατάρρευση του συστήματος του Low, υποχώρησε και ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας. Αμέσως σχεδόν μετά την πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας η κεντρική Τράπεζα της Πρωσίας έγινε η Κεντρική Τράπεζα του Ράϊχ το 1875. Ανάμεσα στα σημαντικά νομίσματα καθιερώθηκε μια σταθερή σχέση ανταλλαγής ενώ μέσα στην κάθε χώρα τα τραπεζογραμμάτια ήσαν ελεύθερα μετατρεπτά σε χρυσό. Οι κεντρικές τράπεζες ήσαν αυτές που καθόριζαν την τακτική και προστάτευαν τη μετατροπή των τραπεζογραμματίων σε χρυσό.

 

Παράλληλα με τις επιτυχημένες ή αποτυχημένες προσπάθειες για την ίδρυση και λειτουργία δημόσιων τραπεζών, λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη πολλές μικρές τράπεζες, τοπικού περισσότερο χαρακτήρα. Ενώ οι δημόσιες μεγάλες τράπεζες είχαν ως κύριο στόχο την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών των κρατών, οι μικρές τράπεζες είχαν προσανατολίσει τη δράση τους κυρίως στην εξυπηρέτηση του εμπορίου. Σκοπός τους δεν ήταν η χορήγηση μακροχρονίων δανείων αλλά βραχυχρόνιων, έως ένα χρόνο το πολύ, κυρίως με την εξόφληση συναλλαγματικών. Όλη η λειτουργία η πρακτική και η δομή των τραπεζών ήταν τέτοια που να εξυπηρετεί το εμπόριο. Η ιστορική πορεία γέννησης και ανάπτυξης των τραπεζών είναι άρρηκτα δεμένη με το εμπόριο και αποτελούσε ένα λειτουργικό συμπλήρωμα του. Οι μεταβολές και η επέκταση του εμπορίου αντανακλώνταν στις μεταβολές και την επέκταση των τραπεζικών και χρηματιστηριακών εργασιών και αυτές με τη σειρά τους επιδρούσαν στο εμπόριο.

 

Μετά από αιώνες εμπειρίας και δραστηριότητας είχε αναπτυχθεί ένα δίκτυο χρηματοπιστωτικών εταιρειών-συνήθως προσωπικών ή συνεταιρικών- οι οποίες κάλυπταν την ανάγκη χρηματοδότησης του εμπορίου και του κράτους κυρίως. Κατά την πρώτη πεντηκονταετία του δέκατου ένατου αιώνα στη βορειοδυτική Ευρώπη σημειώθηκαν μεταβολές στον πιστωτικό τομέα αν και ακόμη η πίστη και η προσφορά κεφαλαίων ήταν δραστηριότητα των ιδιωτών. Όλο και περισσότερα άτομα δραστηριοποιούνταν στον τομέα της χρηματοδότησης καθώς οι ανάγκες αυξάνονταν με την παραγωγική και οικονομική μεγέθυνση. Από τη δεκαετία του 1830 αναπτύχθηκαν, σχετικά γρήγορα, στη Βρετανία οι συμμετοχικές εμπορικές τράπεζες. Οι έμποροι ήσαν εκείνοι οι οποίοι, παραδοσιακά, παρείχαν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και ο αριθμός των εμπόρων που παρείχαν τέτοιες υπηρεσίες μεγάλωσε αρκετά κατά τον δέκατο ένατο αιώνα.

 

Οι μεταβολές στην οικονομία της Βρετανίας, κατά το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, επέφεραν μεταβολές και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. «Η εδραίωση της βρετανικής αυτοκρατορίας, η μετατόπιση της βάσης της βρετανικής κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης από την υφαντουργία προς τον σίδηρο, το ατσάλι και τους σιδηροδρόμους, καθώς και η εμφάνιση του Σίτυ του Λονδίνου ως κέντρου της παγκόσμιας χρηματοδότησης, μετέβαλαν τη λειτουργία και τη δομή του βρετανικού πιστωτικού συστήματος» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh (Λαπαβίτσας, Itoh σ 92)

 

Όμιλοι χρηματοπιστωτικών οίκων δημιουργούνταν σε αρκετές από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Στο Παρίσι η haute banque ήταν ένας τέτοιος χρηματοπιστωτικός οίκος με καταγωγή από Ελβετούς Ουγενότους. Το 1815 ο όμιλος είχε κεφάλαιο ύψους τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων. Υπό την ηγεσία του Jacques Laffitte, από το 1814 ως το 1820, ο όμιλος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα πραγματικό επενδυτικό όμιλο για τη στήριξη της βιομηχανικής ανάπτυξης χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ένας άλλος οίκος ήταν αυτός που δημιουργήθηκε από την εβραϊκή οικογένεια των Rothchilds. Στη Βρετανία και στην ηπειρωτική Ευρώπη οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιούσαν τη μορφή των πιστωτικών ορίων, με τον καθορισμό δηλαδή ενός ανώτατου ορίου χρηματοδότησης, για την υποστήριξη πραγματικών εμπορικών εγχειρημάτων και καλύπτονταν από προεξοφλητικά εμπορικά χρεόγραφα.

 

Οι δραστηριότητες αρκετών από τους χρηματοπιστωτικούς οίκους δεν περιορίζονταν μόνο στη χρηματοδότηση του εμπορίου αλλά επεκτείνονταν στη βιομηχανία και, από το 1820 και μετά, στους σιδηροδρόμους. Αν και η μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση ήταν αρχικά σπάνια από τον δέκατο ένατο αιώνα πυκνώνουν τα παραδείγματα πιο μακρόχρονων χρηματοδοτήσεων. Οι Rothchilds του Παρισιού χρηματοδότησαν τους γαλλικούς σιδηροδρόμους καθώς και γαλλικά και βελγικά μεταλλεία και σιδηρουργεία. Το ίδιο έκανε και το παράρτημα της τράπεζας στη Βιέννη χρηματοδοτώντας τους αυστριακούς σιδηροδρόμους καθώς και μεταλλεία. Η Banque Seilliere συνενώθηκε με τον εμπορικό οίκο Μπουάγκ για να επαναλειτουργήσει το σιδηρουργείο στο Le Creusot το 1836. (Landes Ο Πλούτος και η Φτώχεια των Εθνών σ 334). «Αυτές οι μικρές εταιρείες είχαν περισσότερο εύρος και επιφάνεια από όση φαινόταν» γράφει ο Landes. Στις μικρότερες πόλεις ιδρύονταν μικρότεροι οίκοι που κάλυπταν την ανάγκη χρηματοδότησης μιας μικρότερης περιοχής όπως, για παράδειγμα η Tadeaux Freres, που ιδρύθηκε το 1809 στη Λιμόζ.

 

Η κρίση του 1830 έκανε φανερή την ανάγκη αλλαγών στον τρόπο χρηματοδότησης και οι αδελφοί Pereire πρότειναν την ίδρυση μιας προεξοφλητικής τράπεζας η οποία θα στηριζόταν στο κράτος και σε ιδιώτες. Οι πραγματικές αυτές ανάγκες, αλλά και η επίδραση των ιδεών του Saint-Simon, οδήγησαν στη δημιουργία εναλλακτικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Η πρώτη τράπεζα της νέας αυτής μορφής ήταν η Comptoir d’Escompte του 1830-32. Ένας νέος τύπος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προσπαθούσε να δημιουργηθεί. Η μετοχική επενδυτική τράπεζα.

 

Το νομικό καθεστώς όμως στη Γαλλία, για τη σύσταση εταιρειών, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τη σύσταση μετοχικών εταιρειών. Οι πρώτες λοιπόν επενδυτικές τράπεζες αναγκάστηκαν, από το Ναπολεόντειο κώδικα, να λειτουργήσουν ως societes en commandite στις οποίες μόνο ο αφανής εταίρος είχε περιορισμένη ευθύνη. Τα πιο πρώιμα παραδείγματα τέτοιων τραπεζών στην Ευρώπη ήσαν οι ημιδημόσιες Societe General στις Βρυξέλλες και η Seehanblurg στο Βερολίνο.

 

Το 1837 ο Jacques Laffitte ίδρυσε την Caisse General du Commerce et de l’ Industrie η οποία δεχόταν τοκοφόρες καταθέσεις και έκανε επενδύσεις στη βιομηχανία τόσο στη Γαλλία όσο και αλλού. Η βελγική Societe General, ιδρυμένη από το Γουλιέλμο τον Α’, ανέπτυξε γρήγορα τις εργασίες της και μέσα σε τρία χρόνια, από το 1835 ως το 1839, οργάνωσε τριάντα μία επιχειρήσεις με συνολικά κεφάλαια 100 εκατομμυρίων φράγκων. Η ίδρυση όμως της Τράπεζας του Βελγίου, το 1835, οδήγησε σε σύγκρουση της δύο τράπεζες με αποτέλεσμα η κρίση του 1838 να οδηγήσει στην αποκάλυψη της βασικής αδυναμίας των επενδυτικών τραπεζών, την αδυναμία δηλαδή ρευστοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων σε περίοδο κρίσης, αλλά και την ανυπαρξία δανειστή έσχατης ανάγκης όπως αναφέρει ο Cottrell.

 

Τα ίδια αιτήματα χρηματοδότησης, της βιομηχανίας κυρίως, προβάλλονταν και στις γερμανικές χώρες. Χρηματοπιστωτικοί οίκοι, παρόμοιοι με τους γαλλικούς, δημιουργήθηκαν, από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και στις γερμανόφωνες χώρες. Στις περιοχές αυτές οι ιδιωτικοί αυτοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι είχαν το όνομα Hofbankiers και στη Βιέννη του 1830 κυριαρχούσαν οι όμιλοι Baron Sina και Arnstein & Eskeles. Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των τραπεζικών αυτών ομίλων κατευθυνόταν στο εμπόριο και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Η πρακτική αυτή ήταν εκείνη που στη Βρετανία έγινε γνωστή ως εμπορική τραπεζική (merchant banking). Η χρηματοδότηση είχε γίνει μάλλον αρκετά εύκολη. «Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η τραπεζική αυτή, παρά το ancien regime (του παλαιού καθεστώτος), μπορούσε να κινητοποιήσει άφθονους χρηματοοικονομικούς πόρους και μάλιστα φθηνά-μερικές φορές με κόστος χαμηλότερο από εκείνο του Λονδίνου» διαπιστώνει ο Platt.

 

Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1848 και η κοινωνική έκρηξη που τη συνόδευσε, αλλά και η ίδια η ανάπτυξη και ωρίμανση της βιομηχανίας και του καπιταλισμού, είχε αντίκτυπο και στον τραπεζικό τομέα. Εκείνο που ουσιαστικά είχε αλλάξει ήταν ότι η χρηματοδότηση της βιομηχανίας και των σιδηροδρόμων απαιτούσε πλέον αρκετά κεφάλαια. Ο παλιός τρόπος χρηματοδότησης δεν αρκούσε πλέον. Το 1848 ιδρύθηκαν νέα τραπεζικά ιδρύματα στη Γαλλία, η Credit Foncier και η Credit Mobiller έχοντας σα στόχο τους την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η Credit Mobiller είχε σχεδιαστεί ως γενική τράπεζα αν και προερχόταν ουσιαστικά από την χρηματοδότηση των σιδηροδρόμων.

 

Η τράπεζα αναπτύχθηκε γρήγορα και το 1856 χειριζόταν τη χρηματοδότηση δεκαέξι μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων με συνολική κεφαλαιοποίηση ενός εκατομμυρίου φράγκων. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε το ένα πέμπτο της κεφαλαιοποίησης όλων των χρεογράφων που αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Παρ’ ότι ο βαθμός επίδρασης της Credit Mobiller και των τραπεζών του είδους της στην εκβιομηχάνιση αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των μελετητών είναι μάλλον σωστό πως αποτέλεσαν ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ των παλιών οικογενειακών χρηματοπιστωτικών οίκων και των σύγχρονων τραπεζών.

 

«…και η Γαλλία δημιούργησε ένα κοπάδι από caisses (ταμεία)-μετοχικές συνεταιρικές επιχειρήσεις περιορισμένης ευθύνης (commadites par action) για να χρηματοδοτήσουν τη βιομηχανία μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα» γράφει ο Landes (Landes σ 335). Το καθεστώς της Γαλλίας άρχισε να ευνοεί τη δημιουργία νέων πιστωτικών ιδρυμάτων σε βάρος των παλιών εκδοτικών τραπεζών και η Credit Mobiller αναδιοργανώθηκε ενώ ο Emile Pereire ίδρυσε το 1854 την Comptoir National d’ Escompte de Paris.

 

«Η Γαλλία ήταν το χωνευτήρι της αλληλεπίδρασης μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων» επισημαίνει ο Cottrell Την εποχή αυτή όμως το κεφάλαιο δεν έλειπε και οι τράπεζες του είδους της Credit Mobiller δεν ήσαν τόσο απαραίτητες και η τράπεζα διαλύθηκε το 1867. «Οι Γάλλοι επενδυτές μπορούσαν να δημιουργήσουν και να πληρώσουν για τις αναπτυξιακές τράπεζες, διότι η χώρα είχε ήδη συσσωρεύσει πολύ ιδιωτικό κεφάλαιο. Σ’ αυτό το σημείο, στην πραγματικότητα-και σε αντίθεση με τον ιστορικό μύθο-η Credit Mobiller και οι μιμητές της στη Γαλλία δεν ήταν και πολύ αναγκαίοι» (Landes σ 336). Μάλλον ισχύει η άποψη που διατυπώνει ο Cottrell πως «Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, η Credit Mobiller, αλλά και πολλοί μιμητές της, σε όλη την Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα, δεν αποτελούσε επαναστατική ασυνέχεια στη χρηματοοικονομική εξέλιξη. Μάλλον, ήταν ένα εξελικτικό βήμα, μια απάντηση στη μεταβαλλόμενη φύση του κεφαλαίου και του καπιταλισμού».

 

Το 1863 ιδρύθηκε η Credit Lyonnais για να ανταποκριθεί στις ανάγκες χρηματοδότησης των βιομηχανιών μεταλλουργίας, μεταξιού και χημικών της Lyon αλλά γρήγορα επεκτάθηκε σε εθνικό επίπεδο έχοντας, από το 1878 και μετά, εβδομήντα υποκαταστήματα, μερικά εκ των οποίων στο εξωτερικό. Έκτοτε η Credit Lyonnais έγινε η μεγαλύτερη τράπεζα της Γαλλίας με καταθέσεις που ανέρχονταν στα 193 εκατομμύρια φράγκα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αν και ξεκίνησε ως επενδυτική τράπεζα η Credit Lyonnais κατάφερε να μεταβάλλει τις εργασίες της, ανταποκρινόμενη στις μεταβολές του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, δεχόμενη καταθέσεις, μεταβιβάζοντας χρηματικά ποσά και χορηγώντας πιστώσεις.

 

Στη Γερμανία οι αναπτυξιακές τράπεζες είχαν καλύτερη τύχη από αυτές της Γαλλίας κατορθώνοντας να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους και να παίξουν ένα διαφορετικό ρόλο. Χρηματοδοτούσαν βιομηχανίες εποπτεύοντας τις επιδόσεις τους, ανέπτυσσαν εμπορική δραστηριότητα και ήσαν ταυτόχρονα και τράπεζες καταθέσεων. Η δραστηριότητα αυτή των γερμανικών τραπεζών είχαν σαν αποτέλεσμα την άμεση σχέση των τραπεζών με τη γερμανική βιομηχανία και τον διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης του γερμανικού από τον αγγλικό, για παράδειγμα, καπιταλισμό. Οι μεγαλύτερες από αυτές τις τράπεζες ήσαν η Darmstadter Bank, ιδρυμένη το 1853 σαν ακριβές αντίγραφο της Credit Mobiller, η Deutsche Bank, η Discontogesellschaft ιδρυμένη στο Βερολίνο το 1851 στο πρότυπο της Comptoir d’ Escompte, και η Dresdner Bank.

 

Μεταξύ του 1870 και του 1913 η λογιστική αξία του ενεργητικού αυτών των τραπεζών αυξήθηκε από 600 εκατομμύρια μάρκα περίπου σε 17,5 δισεκατομμύρια μάρκα. Καθώς ένα μέρος του ενεργητικού αυτού ήταν μετοχές βιομηχανιών το ποσοστό συμμετοχής των γερμανικών τραπεζών στη βιομηχανία αυξήθηκε από 6% το 1870 σε πάνω από 20% το 1913. Το μεγαλύτερο μέρος της συμμετοχής των τραπεζών ήταν στη βαριά βιομηχανία. Η επίδραση της Credit Mobiller μπορεί να εντοπιστεί επίσης σε τραπεζικές επιχειρήσεις που ίδρυσαν οι Rothchilds όπως η Credit-Anstalt της Βιέννης και η Berliner Handelsgsellchaft της περιόδου 1856-57.

 

Από τα μέσα περίπου του δέκατου ένατου αιώνα οι επενδυτικές τράπεζες είχαν αρχίσει να αναλαμβάνουν, σε κάποιο βαθμό, τη βιομηχανική χρηματοδότηση και κάποιες τράπεζες είχαν ήδη σημαντικά συμφέροντα στη βιομηχανία και ιδιαίτερα στη βαριά. Η βαθιά και μακροχρόνια ύφεση που άρχισε το 1873 επηρέασε σοβαρά τις επενδυτικές τράπεζες δημιουργώντας σοβαρές ζημιές σε αρκετές από αυτές. Στη Γαλλία η Credit Lyonnais αποφάσισε να απεμπλακεί από τη βιομηχανική τραπεζική. Μετά το 1873 οι βιομηχανικές τραπεζικές εργασίες, κι ενώ άρχιζε η μεγάλη ύφεση στις καπιταλιστικές χώρες και η ανησυχία μεγάλωνε, αναπτύχθηκαν μπαίνοντας σε μια νέα βάση προτιμώντας τις βραχυχρόνιες πιστώσεις σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες.

 

«Ωστόσο, οι ρίζες της βιομηχανικής τραπεζικής είχαν εισχωρήσει σε στέρεο έδαφος ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1870… Αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στις τραπεζικές πρακτικές της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Αγγλίας, αυτή πρέπει να δημιουργήθηκε από τη δεκαετία του 1890 και μετά» γράφει ο Cottrell (στο Aldcroft-Ville Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914 σ 327). Στη Γερμανία, καθώς η κρίση εκδηλώθηκε σχετικά ήπια και σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις στα μεγάλα χρηματιστήρια της Γερμανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης των μεγάλων γερμανικών τραπεζών. Από τη δεκαετία του 1910 τα συνολικά ίδια κεφάλαια των γερμανικών τραπεζών ανέρχονταν στο 23,5% του ενεργητικού τους σε σύγκριση με το 9,7 των βρετανικών τραπεζών.

 

Κατά την κρίση που ξεκίνησε το 1873 και συνεχίστηκε ως τη δεκαετία του 1890 πολλές τράπεζες πτώχευσαν σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στο χρηματιστηριακό κραχ στη Λυόν του 1882 πτώχευσε η Τράπεζα της Λυόν, η Τράπεζα του Λίγηρα και λίγο μετά η «Union Generale». Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, κι ενώ η ύφεση υποχωρούσε, άρχισε να επανακάμπτει και η βιομηχανική τραπεζική. Στη Γερμανία όπου η βιομηχανική τραπεζική είχε συνέχεια από την κατασκευή των σιδηροδρομικών δικτύων στη χρηματοδοτική στήριξη των μεγάλων βιομηχανιών και κατά τη διάρκεια της κρίσης, η τακτική συνεχίστηκε και κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

 

Η ίδια διαδικασία της συγκέντρωσης και συγκεντρωποίησης, που παρατηρήθηκε για το σύνολο των επιχειρήσεων κατ’ αυτή την περίοδο, παρατηρείται και στις τράπεζες της Γερμανίας. Κατά την κρίση του 1873 εβδομήντα τράπεζες πτώχευσαν και πριν προλάβει να τελειώσει η κρίση του 1873 έρχεται η κρίση του 1901 η οποία και ξεκαθάρισε, για την ώρα, την κατάσταση στις γερμανικές τράπεζες. Η «Deutsche Bank» απορροφά 49 άλλες τράπεζες, η «Dresdner Bank» απορροφά 46 και η «Disconto Bank» απορροφά άλλες 28.

 

Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα η πολιτική ενοποίηση της Ιταλίας συνοδεύτηκε από την βιομηχανική ανάπτυξη ιδιαίτερα της βόρειας Ιταλίας με τον υδροηλεκτρισμό, την ανάπτυξη της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, της βιομηχανίας χημικών και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε και στην ανάπτυξη των τραπεζών από τη δεκαετία του 1880. Στην ανάπτυξη των ιταλικών τραπεζών υποβοήθησαν, με την προσφορά πόρων, και γερμανικές τράπεζες. Την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα οι μεγαλύτερες ιταλικές τράπεζες ήσαν η Banca Commerciale Italiana, η οποία ιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1894 με κεφάλαια της γερμανικής Otto Joel, και η Credito Italiano. Το 1870 ιδρύθηκε στη Γένοβα η τράπεζα της Γένοβας η οποία το 1895 αγόρασε την τράπεζα Vonwiller και άλλαξε το όνομά της σε Credito Italiano ενώ το1880 ιδρύθηκε η Banco di Roma.

 

Οι Banca Commerciale Italiana και Credito Italiano αναπτύχθηκαν γρήγορα και έφθασαν να ελέγχουν πάνω από το 60% του συνολικού ενεργητικού όλων των μεγάλων ιταλικών τραπεζών. Οι δύο τράπεζες συνεργάζονταν στη διάθεση χρεογράφων αλλά και σε ένα ολόκληρο πλέγμα χρηματοπιστωτικών εργασιών. Ακολουθώντας το παράδειγμα των γερμανικών τραπεζών χορηγούσαν και δάνεια μακροχρόνια σε βιομηχανικές επιχειρήσεις μετατρέποντάς τες σε συμμετοχικές και αποκτώντας έτσι σημαντική συμμετοχή στη μεγάλη βιομηχανία. Η Banca Commerciale Italiana επένδυε όλο και περισσότερο σε υδροηλεκτρικούς σταθμούς, με την αρχή να γίνεται με την Societa Edison, αλλά και σε άλλες μεγάλες βιομηχανίες όπως με τον παραγωγό υπερφωσφορικών λιπασμάτων Unione Italiana Concimi.

 

«Η πείρα της Ιταλίας από το 1890 ως το 1914 δείχνει, ίσως, ένα ακραίο αποτέλεσμα στη βιομηχανική-χρηματοοικονομική οργάνωση που προέκυψε από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη «νέα» τράπεζα και την έναρξη της οικονομικής μεγέθυνσης» γράφει ο Cottrell (στο Aldcroft-Ville σ 332).

 

Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα τα κέρδη και οι αποταμιεύσεις της ευρωπαϊκής αστικής τάξης αυξάνονταν σαν αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης. Εκτός, επομένως, από τους παραπάνω ρόλους των τραπεζών αυτές έπαιζαν ένα κεντρικό ρόλο στις χρηματοοικονομικές ροές προς το εξωτερικό. Μέχρι το 1850 η Βρετανία ήταν ο κυριότερος εξαγωγέας χρηματοδοτικού κεφαλαίου στον κόσμο. Παρ’ όλες τις δυσκολίες στον καθορισμό αυτών των ροών εκτιμάται ότι το 1870 οι εξαγωγές κεφαλαίου της Βρετανίας ανέρχονταν από 0,5 ως 0,7 δισεκατομμύρια στερλίνες. Οι παλαιές τράπεζες ήσαν ο κύριος φορέας της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης κατά την πρώτη πεντηκονταετία του δέκατου ένατου αιώνα. Στη Βρετανία ο ρόλος αυτός εξακολουθούσε να είναι έργο των παλιών τραπεζών μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη αυξανόταν συνεχώς ο ρόλος των νέων επενδυτικών τραπεζών.

 

Στις αμερικανικές αποικίες τράπεζες άρχισαν να ιδρύονται κατά την πρώτη πεντηκονταετία του δέκατου όγδοου αιώνα, ιδιαίτερα στη Νέα Αγγλία, στη Βιρτζίνια και στη Νότια Καρολίνα. Η πιο σημαντική από τις πρώτες αυτές τράπεζες ήταν το «Εργοστάσιο της Αγροτικής Τράπεζας της Μασαχουσέτης», το οποίο εξέδωσε έντοκα τραπεζογραμμάτια με ονομαστικό τόκο σε αυτούς που συνέβαλαν στα κεφαλαιουχικά αποθέματα και με ασφάλεια την ακίνητη περιουσία των μετόχων. (Galbraith Το χρήμα σ 63). Η προσπάθεια όμως αυτή ανακόπηκε από τη Βρετανία η οποία αποφάσισε την εφαρμογή και στις αποικίες του Νόμου περί μετοχικών εταιρειών που ίσχυε στη Βρετανία.

 

Μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας άρχισαν και οι προσπάθειες για την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας στις ΗΠΑ. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ξεκίνησε τις εγγραφές, για συμμετοχή στο μετοχικό της κεφάλαιο, το 1791 και σύμφωνα με το καταστατικό της είχε το προνομιακό δικαίωμα να διατηρεί ονομαστικό κεφάλαιο 10 εκατομμυρίων δολαρίων με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αναλαμβάνει την υποχρέωση της ενίσχυσής του με 2 εκατομμύρια δολάρια. Το σύνολο των μετοχών της Τράπεζας ανερχόταν στις 25.000 μετοχές με ανώτατο όριο κατοχής από ένα άτομο τις 1.000 μετοχές. Τελικά η Τράπεζα άρχισε να λειτουργεί με 675.000 δολάρια μετρητά. Στα επόμενα είκοσι χρόνια η Τράπεζα δημιούργησε οκτώ υποκαταστήματα.

 

Οι υπόλοιπες τράπεζες στις ΗΠΑ ήσαν λίγες. Κατά το 1805 γύρω στις 75 τράπεζες λειτουργούσαν στις ΗΠΑ, όλες στις ανατολικές πολιτείες. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ επέβαλε αρκετούς περιορισμούς στην εξαργύρωση των γραμματίων εκείνων των τραπεζών που δεν τα αντάλλασαν αμέσως με κέρματα, αν και σε αρκετές περιπτώσεις βοήθησε κάποιες από τις καλές πολιτειακές τράπεζες όταν αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Όπως και στη Βρετανία η Κεντρική Τράπεζα είχε αρκετούς οι οποίοι αρνούνταν να αποδεχτούν το ρόλο της ως ρυθμιστή.

 

Ταυτόχρονα ένα κύμα καχυποψίας διέτρεχε τις ΗΠΑ για το ρόλο των τραπεζών. Το κλίμα αυτό ενισχύθηκε από τις άλλες τράπεζες οι οποίες έβλεπαν τον έλεγχο που ασκούσε η Κεντρική Τράπεζα σαν εμπόδιο στα σχέδιά τους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μην εγκριθεί το καταστατικό της Κεντρικής Τράπεζας το 1810. Τα παραπάνω οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού των τραπεζών κατά την αμέσως επόμενη περίοδο. Οι πολιτειακές τράπεζες από 88 το 1811 έγιναν 208 το 1815. Μόνο στην Πενσυλβάνια και με μια μονάχα απόφαση του νομοθετικού σώματος κυρώθηκαν τα καταστατικά 37 τραπεζών. «Κάθε τοποθεσία που ήταν αρκετά μεγάλη για να έχει μια εκκλησία, μια ταβέρνα ή ένα σιδηρουργείο, θεωρήθηκε κατάλληλο μέρος για τη δημιουργία μιας τράπεζας» γράφει ο Galbraith (Το χρήμα σ 83).

 

Το 1814 έγραφε ο Jepherson: «Πάντοτε ήμουν ο εχθρός των τραπεζών. Όχι αυτών που προεξοφλούσαν σε κέρματα αλλά αυτών που επέβαλαν τα δικά τους χαρτονομίσματα στην κυκλοφορία και έτσι εξαφάνιζαν τα κέρματά μας. Ο ζήλος μου εναντίων αυτών των ιδρυμάτων ήταν τόσο θερμός και ξεκάθαρος για το κατεστημένο των τραπεζών των Ηνωμένων Πολιτειών, που με περιγελούσε σαν να ήμουν μανιακός, αυτή η αγέλη των τραπεζοεμπόρων που γύρευαν να αρπάξουν από το λαό τα απατηλά και άκαρπα κέρδη τους…» (αναφέρεται στο Galbraith Το χρήμα σ 80).

 

Το νομισματικό χάος που δημιουργήθηκε από το 1812 και μετά έκανε αναγκαία και πάλι την ύπαρξη μιας ελεγκτικής και ρυθμιστικής αρχής με αποτέλεσμα την ίδρυση, το 1816, της Δεύτερης Κεντρικής Τράπεζας της οποίας όμως ήταν, και αυτής, σύντομη η ζωή της. Μετά τη δεύτερη επανεκλογή του Τζάκσον ως προέδρου των ΗΠΑ η Δεύτερη Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έχασε κάθε εξουσία επί των τραπεζών και κάθε ρυθμιστικό ρόλο στη νομισματική πολιτική.

 

Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τον αριθμό των πολιτειακών τραπεζών στις ΗΠΑ από το 1811 ως το 1860.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

 

ΕΤΟΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

1811

88

1820

307

1830

329

1840

901

1850

814

1860

1.562

 

Πηγή: ΝΙΕΜΙ: The U.S Economy σ 193

 

Παρά την αύξηση του αριθμού των τραπεζών, όπως βλέπουμε στον πίνακα, τράπεζες δημιουργούνταν συνεχώς και τράπεζες πτώχευαν. Το 1871-72 29 τράπεζες ανέστειλαν τις εργασίες τους, το 1873-74 ανέστειλαν τις εργασίες τους 98. Το 1878 έγιναν 140 αναστολές πληρωμών, το 1893 έγιναν 496 ενώ το 1908 έγιναν 155. Το 1907 και το 1908 έκλεισαν 246 τράπεζες. Στον επόμενο πίνακα βλέπουμε τον αριθμό των τραπεζών στις ΗΠΑ σε διάφορες χρονικές περιόδους καθώς και το ενεργητικό τους.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

 

 

ΕΘΝΙΚΕΣ

ΜΗ ΕΘΝΙΚΕΣ

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ (εκατομμύρια δολάρια)

ΑΡΙΘΜΟΣ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ (εκατομμύρια δολάρια)

ΑΡΙΘΜΟΣ

1863

66

17

1.466

1.192

1.466

1870

1.612

1.566

325

215

325

1880

2.076

2.036

1.279

1.364

650

1890

3.484

3.062

4.717

3.296

2.250

1900

3.731

4.944

9.322

6.444

5.007

1910

7.138

9.892

18.013

13.030

14.348

1920

8.024

23.267

22.885

29.827

20.635

1930

7.247

28.828

17.026

45.462

15.798

1940

5.16

36.81

9.912

42.913

9.238

 

ΠΗΓΗ: ΝΙΕΜΙ σ 196

 

Στην κρίση του 1907, κι ενώ ο πανικός διέτρεχε για μία ακόμη φορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυβέρνηση ανέλαβε να σώσει με χρηματικές ενισχύσεις τις παραπαίουσες και χρεοκοπημένες τράπεζες και τους πιστωτικούς οργανισμούς. Τα κράτη λειτουργούν με μεγάλη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Προκειμένου να σωθεί η Εταιρεία Επενδύσεων της Αμερικής «Ο Κορτήλιου (υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ) δεν είχε δικαίωμα να καταθέσει κρατικά κεφάλαια σε μια εταιρεία επενδύσεων. Αυτό ήταν λεπτομέρεια. 35 εκατομμύρια κατατέθηκαν αμέσως στις εθνικές τράπεζες και με την ίδια γρηγοράδα αναδανείστηκαν στην Εταιρεία Επενδύσεων της Αμερικής» γράφει ο Galbraith (Το χρήμα σ 123). Η ταξική αλληλεγγύη σε όλο της το μεγαλείο.

 

Παράλληλα οι κρίσεις ανέδειξαν πάλι την αναγκαιότητα ύπαρξης Κεντρικής Τράπεζας στις ΗΠΑ κυρίως ως δανειστή ύστατης στιγμής. Το 1913 ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το Νομοσχέδιο για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. «Ξεπήδησε από τον πανικό του 1907, με την τρομακτική του επιδημία τραπεζικών πτωχεύσεων. Η χώρα είχε κουραστεί, μια για πάντα, από την αναρχία της κλυδωνιζόμενης ιδιωτικής τραπεζικής» έγραψε ο Samuelson. Με το νομοσχέδιο δε δημιουργήθηκε μια Κεντρική Τράπεζα αλλά μέχρι και δώδεκα τράπεζες με την εξουσία να ανήκει σε όλες Αν και ο κύριος στόχος της ίδρυσης της FED ήταν η αποφυγή των χρηματοπιστωτικών πανικών η ρύθμιση του νομισματικού συστήματος και η δράση του συστήματος ως δανειστή της ύστατης στιγμής, οι κρίσεις κάθε άλλο παρά αποφεύχθηκαν. Στα είκοσι χρόνια πριν την ίδρυση του συστήματος είχαν πτωχεύσει 1.148 τράπεζες ενώ στα είκοσι χρόνια μετά την ίδρυσή του έκλεισαν 15.502 τράπεζες.

 

Η FED δεν ήταν μια κεντρική Τράπεζα του τύπου των Κεντρικών Τραπεζών των ευρωπαϊκών χωρών. Έχει ως μέλη της τράπεζες και λειτουργούσε περισσότερο ως ένας συλλογικός τραπεζίτης και πολύ λιγότερο ή καθόλου ως ένας κρατικός οργανισμός ελέγχου και καθορισμού της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής. Στη διοίκησή της συμμετέχουν τόσο κρατικοί παράγοντες όσο και μεγάλοι τραπεζίτες φροντίζοντας πρωτίστως για τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών. Στα εννεαμελή διοικητικά συμβούλια των τραπεζών του συστήματος τα έξι μέλη διορίζονταν από τις συμμετέχουσες στο σύστημα τράπεζες και τα τρία από την κυβέρνηση. Οι εθνικές τράπεζες συμμετείχαν υποχρεωτικά στο σύστημα ενώ οι πολιτειακές συμμετείχαν αν το επιθυμούσαν. Το 1929 το 65% των τραπεζών δεν είχε ενταχθεί στο σύστημα. Οι τράπεζες μέλη ήσαν υποχρεωμένες να διατηρούν ένα ελάχιστο αποθεματικό, σαν αντίκρισμα για τις καταθέσεις τους, σε χρυσό ή σε ισοδύναμο του χρυσού βάσει βεβαιώσεων του υπουργείου οικονομικών.

 

Τα αποτελέσματα της πολιτικής της FED ήσαν η μεγαλύτερη συγκέντρωση, ίσως νομοτελειακά, και συγκεντροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο Galbraith αναφερόμενος στο Samuelson γράφει: «Παρατηρεί πως η σημασία των αποφάσεων του σώματος που καθορίζει την κύρια πολιτική του συστήματος, της Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς, κάνει τα μέλη του, με δικαιολογημένη υπερβολή, ίσως «την πιο ισχυρή ομάδα ιδιωτών στην Αμερική»». Τα μέτρα που χρησιμοποιούσε η FED ήσαν τα κλασσικά, και φυσικά αναποτελεσματικά μέτρα, που έπαιρναν και παίρνουν πάντα οι κεντρικές τράπεζες στις χώρες του καπιταλισμού για την αποφυγή των κρίσεων. «Μια κρίση, όταν είναι σοβαρή, αποδείχτηκε πως ξεπερνάει τις δυνατότητες του Ομοσπονδιακού συστήματος» κατά τον Galbraith (Το χρήμα σ 127). Το 1935 η περιφερειακή οργάνωση με τις μέχρι και δώδεκα αποκεντρωμένες ομοσπονδιακές τράπεζες εγκαταλείφτηκε και η χώρα απέκτησε μια Κεντρική Τράπεζα.

 

Κατά τη δεκαετία του 1920 οι τράπεζες έπαιξαν ένα καθοριστικό ρόλο στην άνοδο των μετοχών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης χρηματοδοτώντας την κερδοσκοπία. Η αγοραπωλησία χρεογράφων γινόταν με την παραχώρηση κεφαλαίων από τις εμπορικές τράπεζες οι οποίες χρησιμοποιούσαν κατόπιν τις ίδιες αυτές μετοχές ως ενέχυρο και έπαιρναν δάνεια από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Η χρηματοδότηση αυτή από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα έπαιξε ένα ρόλο στη δημιουργία της φούσκας στα χρεόγραφα. Ο ρόλος αυτός δεν πρέπει να μεγαλοποιηθεί αφού τα δάνεια από 23 δισεκατομμύρια δολάρια το 1921 ανήλθαν μόνο στα 30 δισεκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 1929. Τα δάνεια όμως προς τους χρηματομεσίτες που κατευθύνονταν στο χρηματιστήριο ανέβηκαν από 810 εκατομμύρια δολάρια το 1921 σε 2,5 δισεκατομμύρια στις αρχές του 1929 ενώ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1929 δανείζονταν 400 περίπου εκατομμύρια δολάρια το μήνα.

 

Τα παραπάνω δείχνουν απλά πως υπήρχε πολύ πλεονάζον χρήμα στις ΗΠΑ αυτή την περίοδο. Οι τράπεζες δάνειζαν αυτό το πλεονάζον χρήμα με εξαιρετικά επιτόκια, της τάξης του 12% ή και παραπάνω. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε κάπου την χρηματιστηριακή άνοδο και την κερδοσκοπία της περιόδου πρέπει μάλλον να ψάξουμε στη μεγάλη αύξηση των κερδών των βιομηχανιών που ήταν αποτέλεσμα του ελέγχου των τιμών, της καθήλωσης των μισθών και της μείωσης της φορολογίας. Όλα αυτά άφηναν υψηλό αδιάθετο πλεόνασμα που κάπου έπρεπε να τοποθετηθεί για να αποδώσει κέρδη.

 

Ενώ η κρίση στις ΗΠΑ συνεχιζόταν τα αποθεματικά των τραπεζών αυξάνονταν συνεχώς. Το 1932 οι τράπεζες μέλη του Ομοσπονδιακού συστήματος είχαν, κατά μέσο όρο, 256 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα αποθεματικά απ’ όσο επέβαλαν οι καταθέσεις τους. Το 1933 τα πλεονασματικά αποθεματικά ανήλθαν στα 528 εκατομμύρια δολάρια, το 1934 στα 1,6 δισεκατομμύρια και το 1936 έφτασαν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Το 1940, κι ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεκινήσει, τα πλεονασματικά αποθεματικά έφτασαν, κατά μέσο όρο, τα 6,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις από 5,1% του διαθέσιμου εισοδήματος το 1940 έφτασαν το 1944 στο 25%. Το χρήμα πλεόναζε λοιπόν στις ΗΠΑ ενώ η κρίση συνεχιζόταν αλλά και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. .

 

Η κρίση του 1920 είχε σαν αποτέλεσμα πολλές τράπεζες στις ΗΠΑ να οδηγηθούν σε πτώχευση. Το 1921 έκλεισαν 505 τράπεζες και η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920. Οι περισσότερες πτωχεύσεις αφορούσαν μικρές πολιτειακές τράπεζες ο αριθμός των οποίων συνεχώς μειωνόταν. Η επέκταση και το βάθεμα της κρίσης το 1930 οδήγησαν σε μεγάλους κλυδωνισμούς το τραπεζικό σύστημα, σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο. Ιδιαίτερα οι τράπεζες που είχαν υπερδανείσει σε βιομηχανίες που επλήγησαν από την κρίση οδηγήθηκαν σε χρεωκοπία. «Μετά το 1920, η πραγματική σφαγή άρχισε, και μετά το 1929 έφτασε τα όρια της ευθανασίας. Σε τέσσερα χρόνια, ξεκινώντας απ’ το 1930, περισσότερες από εννιά χιλιάδες τράπεζες και τραπεζίτες έπεσαν στο πεδίο της μάχης». (Galbraith Το χρήμα σ 120). Το 1930 έκλεισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες 1.345 τράπεζες και το 1931 άλλες 2.294. Οι περισσότερες από τις τράπεζες αυτές δραστηριοποιούνταν κυρίως στην αγροτική οικονομία.

 

Κατά τη διάρκεια του 1932 οι περισσότερες τράπεζες στις ΗΠΑ, με διάφορες δικαιολογίες, έμειναν κλειστές αφού δεν είχαν χρήματα να δώσουν στους καταθέτες τους. Στο τέλος του 1933 οι μισές από της τράπεζες που υπήρχαν πριν την έναρξη της κρίσης είχαν εξαφανιστεί. Κατά τη δεκαετία του 1930 τρεις τράπεζες κυριαρχούν στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ. Η «Chase National Bank» η «Νational City Bank of New York» και η «Guaranty Trust Co». Η διαδικασία της συγκέντρωσης βρισκόταν πάλι στο απόγειό της.

 

Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τον αριθμό των τραπεζών των ΗΠΑ και το ενεργητικό τους από το 1920 ως το 1970.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

 

 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

FRM

ΌΧΙ FRM

 

ΑΡΙΘΜΟΣ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

1920

30.909

53.094

9.398

33.618

20.893

13.891

1930

24.273

74.290

8.315

47.349

15.364

16.776

1940

15.076

79.729

6.398

57.846

8.136

9.958

1950

14.676

179.165

6.882

133.724

7.264

23.190

1960

14.019

282.872

6.214

204.146

6.933

37.183

1970

14.187

611.305

5.804

431.543

7.683

98.368

 

ΠΗΓΗ: ΝΙΕΜΙ σ 204

 

Στις ευρωπαϊκές χώρες η τραπεζική κρίση πήρε τη μεγαλύτερη διάστασή της το καλοκαίρι του 1931, αρχής γενομένης με την κατάρρευση της Austrian Credit Anstalt η οποία είχε συγκεντρώσει τα δύο τρίτα των συνολικών τραπεζικών καταθέσεων στην Αυστρία. Μέσα σε σύντομο διάστημα η τραπεζική κρίση επεκτάθηκε στη Γερμανία και στην ανατολική Ευρώπη αρχικά. Η τραπεζική κρίση οδήγησε σε μεγάλη ζήτηση κεφαλαίων και σε ισχυρή πίεση, ιδιαίτερα προς τη Βρετανία από την οποία και διέρρευσαν προς το εξωτερικό 200 εκατομμύρια στερλίνες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1931. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το καπιταλιστικό σύστημα στηρίχθηκε στην πολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ και στην αυξημένη οικονομική και παραγωγική ικανότητά της.

 

«Αθρόα προσφορά χρηματικού κεφαλαίου προς δανεισμό από τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρατηρήθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της μακράς οικονομικής άνθισης, η οποία στηρίχθηκε στην ύπαρξη αδρανούς χρήματος ατόμων και εταιρειών και στην ομαλή εξόφληση των χρεών» (Λαπαβίτσας Itoh σ 388). Η ύπαρξη αυτού του χρήματος είχε σαν αποτέλεσμα τα επιτόκια να παραμείνουν χαμηλά σε όλη αυτή την περίοδο. Τα ονομαστικά επιτόκια κυμαίνονταν από 4 ως 6 τοις εκατό στις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες και με πραγματικούς όρους ήσαν γύρω στο 2% μεταξύ 1960 και 1967.

 

Υποστηρίζω πως ο διαχωρισμός αυτός του κεφαλαίου σε παραγωγικό, εμπορικό και χρηματοπιστωτικό είναι απλά ακαδημαϊκή σύλληψη και σε μια καμιά ιστορική στιγμή δεν υπήρξε ένας τέτοιος απόλυτος διαχωρισμός. Το ένα μετατρεπόταν στο άλλο με σχετική ευκολία και ενώ τη μια στιγμή ο κάτοχος χρήματος ήταν έμπορος την επόμενη μπορεί να ήταν βιομήχανος ή τραπεζίτης. Οι δραστηριότητες αυτές μπορεί να ασκούνται την ίδια στιγμή και παράλληλα από το ίδιο άτομο ή την ίδια εταιρία. Το μόνο κριτήριο που καθορίζει το που θα τοποθετηθεί το κεφάλαιο είναι το κέρδος. Τη διαδικασία αυτή μπορούμε να την παρακολουθήσουμε ιδιαίτερα στην Ασία και στη Λατινική Αμερική όπου πολλοί έμποροι, ιδιαίτερα Βρετανοί, εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων.

 

Και ο ίδιος ο Jones υποστηρίζει: «Ακόμη και το 1870 η διάκριση μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών ήταν δυσδιάκριτη. Ο Gibbs γεφύρωσε τους δύο αυτούς κόσμους-και δεν ήταν ο μόνος. Οι επιχειρήσεις όλων των εμπορικών οίκων συνδέονταν στενά με τραπεζικές εργασίες μέσα από την παροχή πίστης σε προμηθευτές και πελάτες, αλλά και με την εμπλοκή τους σε συναλλαγές με ξένο συνάλλαγμα» (Geoffrey Jones: Από τους Εμπόρους στις Πολυεθνικές. σ 74). Και αυτό δεν ίσχυε μόνο κατά την περίοδο που αναφέρει πιο πάνω ο Jones αλλά για μακρύτερο χρονικό διάστημα όπως και ο ίδιος σε πολλά σημεία υποστηρίζει.

 

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα οι τράπεζες επεξέτειναν τη δράση της και εκτός της χώρας που είχαν τη βάση τους ιδρύοντας υποκαταστήματα σε άλλες χώρες. Το 1913 η βελγική «Societe Generale» έχει τα τρία πέμπτα του ενεργητικού της σε αξίες εξωτερικού εκτός Βελγίου. Στην Αυστρία, στη Ρωσία, στον Καναδά, στην Αργεντινή και στη Νέα Καληδονία. Η Deutsche Bank έχει θυγατρικές στην Αργεντινή, στο Περού, στη Βολιβία, στη Βραζιλία, στη Ουρουγουάη και στην Ισπανία ενώ είχε συμμετοχές στην Ελβετία, στο Ιράκ και στην Κίνα και συμφέροντα στην Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεντρική Αμερική, στην Ανατολική και στη Νότια Αφρική. Η Disconto Bank είχε θυγατρικές στη Βρετανία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στη Βραζιλία και στη Χιλή συμμετοχές στο Βέλγιο, στην Ιταλία, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στο Καμερούν, στη Γουινέα, στην Ασία, στη Φιλανδία και στη Ρωσία. Οι βρετανικές τράπεζες είχαν, το 1910, περισσότερα από 500 υποκαταστήματα και πρακτορεία σε όλο τον κόσμο. Οι γαλλικές 104 υποκαταστήματα, οι γερμανικές 70 και οι ολλανδικές 68.

 

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου δύο από τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της Βρετανίας επένδυσαν σε υπερπόντιες τράπεζες. Η Barclays απέκτησε τρεις τράπεζες που λειτουργούσαν στις Δυτικές Ινδίες και στη Δυτική Αφρική, την Αίγυπτο και στη Νότια Αφρική. Αποτέλεσμα της επέκτασης αυτής ήταν η δημιουργία ενός πολυπεριφερειακού ομίλου, ο οποίος ιδρύθηκε το 1925, με το όνομα Barclays DCO ο οποίος λειτουργούσε έχοντας πλήρη αυτονομία απέναντι στη μητρική εταιρεία. Η δεύτερη τράπεζα που προχώρησε σε εξαγορές στο εξωτερικό ήταν η Lloyds Bank η οποία αγόρασε μεγάλο μερίδιο της Bank of London & South America καθώς και μια τράπεζα με υποκαταστήματα στην Ινδία και την Αίγυπτο οι οποίες λειτουργούσαν και αυτά με πλήρη αυτονομία σε σχέση με τη μητρική τράπεζα.

 

Την πολιτική της τραπεζικής επέκτασης ακολούθησαν και οι γαλλικές τράπεζες κατά την ίδια περίοδο. Το 1919 ιδρύθηκε η «Τράπεζα της Συρίας και του Λιβάνου», η «Banque d’ Etat» το 1925 και η «Τράπεζα της Μαδαγασκάρης» το 1925. Οι Γάλλοι καπιταλιστές επενδύουν στις αποικίες με προτίμηση στο εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες με ποσοστά 39% και 10% αντιστοίχως.

 

Η ίδια διαδικασία επέκτασης ακολουθήθηκε και από τις τράπεζες των ΗΠΑ. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τη αμερικανική τραπεζική επέκταση μεταξύ 1918-1975.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

 

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ

1918

1939

1950

1960

1975

ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ

31

47

49

55

419

ΥΠΕΡΑΤΛΑΝΤΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΗΠΑ

4

8

12

22

 

ΕΥΡΩΠΗ

26

16

15

19

166

ΑΣΙΑ

0

18

19

23

125

ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

 

 

 

4

17

ΑΦΡΙΚΗ

 

 

 

1

5

ΣΥΝΟΛΟ

61

89

95

124

732

 

ΠΗΓΗ: BEAUD σ 258,324

 

Η περίοδος επομένως μετά τη βιομηχανική επανάσταση χαρακτηρίζεται από συνέχεια και από ρήξη στον τομέα των τραπεζικών εργασιών. Συνέχεια που σχετίζεται με τις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες της παροχής πίστωσης στο εμπόριο και τον δανεισμό των κρατών. Ρήξη παρουσιάζεται στον τομές της μακροχρόνιας πίστωσης στο χώρο της βιομηχανίας. Μέσω αυτής οι τράπεζες συνέβαλαν στη βιομηχανική επέκταση αλλά με διαφορετική ένταση στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες. Κατά την ίδια περίοδο, και ιδιαίτερα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι τράπεζες επεξέτειναν τις δραστηριότητές τους εκτατικά κυρίως. Η κρίση του 1929 ήταν η πρώτη ουσιαστικά περίπτωση κατά την οποία η τραπεζική τακτική της μόχλευσης ενέτεινε και ενίσχυσε την χρηματιστηριακή και τραπεζική κρίση. Φυσικά η κρίση του 1929, όπως και όλες οι κρίσεις, δεν είναι αποτέλεσμα των τραπεζικών πρακτικών αλλά οι τραπεζικές πρακτικές είναι αποτέλεσμα των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού που αντικειμενικά οδηγούν στις κρίσεις.

 

3. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟ ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟ

 

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η δομή και ο ρόλος των τραπεζών εξακολούθησε την προ του πολέμου πορεία. Η σύνδεση μεταξύ του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου έγινε βαθύτερη και στενότερη. Η διαδικασία αυτή είχε αρχίσει νωρίτερα, ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πήρε γενικευμένο και καθολικό χαρακτήρα. Οι μεγάλες στιγμές των τραπεζών πάντως δεν είχαν έρθει ακόμη. Αν και είχαν κάνει ήδη μια πρόβα στον παρασιτισμό και την κερδοσκοπία στη γη στα ακίνητα και στις μετοχές, κατά τη δεκαετία του 1920, ο καπιταλισμός μετά τον πόλεμο εξακολουθούσε να έχει ισχυρές αναπτυξιακές δυνατότητες και υψηλή κερδοφορία στην παραγωγή. Οι εθνικοποιήσεις τραπεζών στις καπιταλιστικές χώρες κατά τη δεκαετία του 1950 και ’60 είχαν σαν αποτέλεσμα την παραπέρα σύνδεση του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου και σαν στόχο τους την καθολική λειτουργία των τραπεζών προς όφελος της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της αποτροπής δυσμενών για το πολιτικό σύστημα εξελίξεων στις ευρωπαϊκές χώρες.

 

Η δεκαετία του 1970 είναι μια δεκαετία αποφασιστικής σημασίας για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Μια σειρά από καθοριστικής σημασίας μεταβολές συντελούνται σε αυτό. Το ποσοστό κέρδους μειώνεται. Η επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία παίρνει όλο και μεγαλύτερη ένταση αρχίζοντας από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται. Αρχίζει η πιστωτική επέκταση. Καθώς οι εργαζόμενοι, σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, προσπαθούν να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο αφού εξαντλήσουν πρώτα τις καταθέσεις τους στρέφονται κατόπιν στο δανεισμό. Η διαδικασία αυτή θα έχει σαν αποτέλεσμα την υποθήκευση των περιουσιακών τους στοιχείων από τη μια και από την άλλη την όλο και μεγαλύτερη μεταφορά πλούτου στις τράπεζες. Η συνεχής μειώσεις της φορολόγησης του κεφαλαίου έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση και των κρατικών εσόδων με τα κράτη να στρέφονται επίσης προς το δανεισμό. Η υποχώρηση του συνδικαλιστικού κινήματος και της επιρροής των εργατικών κομμάτων στη δυτική Ευρώπη και η όλο και εντεινόμενη αδυναμία του μπλοκ των σοσιαλιστικών χωρών.

 

Η δομή και ο ρόλος των τραπεζών μεταβαλλόταν σε όλο αυτό το διάστημα, μετά το 1970, κατά την οποία γνώρισε μεγάλη επέκταση η χρηματοδότηση της κατανάλωσης και η δημιουργία όλο και περισσότερων υποκαταστημάτων σε όλο και περισσότερες χώρες όλων των ηπείρων. Η διαδικασία αυτή είχε πολλαπλά αποτελέσματα. Τροφοδοτούσε την ανάπτυξη των υπό ανάπτυξη χωρών, υποβοηθώντας την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε πολλές χώρες, και μεταφέροντας πόρους από τις χώρες αυτές στις καπιταλιστικές μητροπόλεις.

 

«Οι πιστωτικοί και χρηματοδοτικοί μηχανισμοί της παγκόσμιας οικονομίας έχουν επηρεαστεί σημαντικά από την επανάσταση της πληροφορικής…. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους επέτρεψε στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους πέραν του συνηθισμένου και να εισβάλουν σε οικονομικές περιοχές που κατά παράδοση ανήκαν σε άλλους… Οι αλλαγές αυτές συνέβαλλαν και ταυτόχρονα επωφελήθηκαν από τη βαθμιαία απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών αγορών κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh. (Λαπαβίτσας Itoh σ 404).

 

Οι βαθύτερες αιτίες των βαθιών αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δε βρίσκονται κυρίως στις μεταβολές στην τεχνολογία αλλά στην ίδια τη μεταβολή που υπέστη ο καπιταλισμός στις αναπτυγμένες χώρες από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Οι μεταβολές αυτές συνδέονται πρωτίστως με την ίδια την παραγωγική βάση και με τη υπέρμετρη συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου και με τις μεταβολές στο χρήμα και τις λειτουργίες του. Η τεράστια επέκταση του δανεισμού των ιδιωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς και των κρατών είχε σαν αποτέλεσμα και την ανάλογη αύξηση του χρήματος κάθε μορφής. Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε την αύξηση αυτή του χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Εύκολα παρατηρούμε την κατακόρυφη αύξησή του ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Βλέπουμε παράλληλα πως η τεράστια αυτή αύξηση του όγκου του χρήματος είναι τελείως αποσυνδεδεμένη από τη βιομηχανική παραγωγή αλλά και τη συνολική παραγωγή γενικότερα.

 

Διάγραμμα 1

 

---000_f1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: goldnews.bullionvault.com/inflation_money_gol.

 

Η τεράστια αυτή δημιουργία χρήματος και χρηματικής επέκτασης έφερε στο επίκεντρο της οικονομικής ζωής των αναπτυγμένων χωρών τις τράπεζες οι οποίες ήσαν ταυτόχρονα οι δημιουργοί και οι διαχειριστές αυτού του χρήματος. Ιδιαίτερα σοβαρή ήταν η χρηματοπιστωτική κρίση της δεκαετίας του 1980 η οποία συνόδευσε τις σημαντικές μεταβολές που συντελέστηκαν αυτή την περίοδο στις αναπτυγμένες χώρες. Αποτέλεσμα της κρίσης αυτής ήταν η χρεοκοπία πολλών τραπεζών. Οι τράπεζες που απέμειναν διαχειρίζονταν πλέον ένα όλο και μεγαλύτερο πλούτο, αφενός επειδή ήσαν λιγότερες, και αφετέρου επειδή ο συσσωρευμένος χρηματικός πλούτος μεγάλωνε στις αναπτυγμένες χώρες αδυνατώντας να χρησιμοποιηθεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τις αποτυχίες των τραπεζών από το 1934 μέχρι το 2009 καθώς και τις μεταβολές στο ενεργητικό και στις καταθέσεις τους, κατά το ίδιο διάστημα, στις ΗΠΑ. Παρατηρούμε τη μεγάλη άνοδο τόσο των καταθέσεων όσο και του ενεργητικού των τραπεζών κατά τις περιόδους των κρίσεων και ιδιαίτερα κατά την κρίση του 2008 οπότε και το ενεργητικό των αμερικάνικων τραπεζών απογειώθηκε.

 

Διάγραμμα 2

 

---000_f2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: http://applicant.com/top-10-chilling-statistics-of-the-us-economy/

 

Στο διάγραμμα βλέπουμε τη μεγάλη έξαρση των τραπεζικών αποτυχιών στις ΗΠΑ κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι αποτυχίες των τραπεζών κατά την κρίση του 2008 ήσαν πολύ λιγότερες από αυτές της δεκαετίας του 1980 αφενός μεν λόγω του ότι είχαν μειωθεί ήδη αρκετά και αφετέρου επειδή τα κράτη έσπευσαν να τις προστατεύσουν με ένα πακτωλό χρημάτων που τους παραχώρησαν. (Σύμφωνα με το «Νιούζγουικ» το ποσό που διέθεσαν οι ΗΠΑ στις τράπεζες ανέρχεται στο τερατώδες ποσό των 3,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ενώ το αντίστοιχο στην Ε.Ε ανέρχεται στα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια περίπου. Προς το παρών φυσικά.)

 

Η συσσώρευση χρηματικού πλούτου και διαφόρων μη παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων στις αναπτυγμένες χώρες ήταν εντυπωσιακή ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Το γεγονός αυτό επέβαλε αρχικά την άσκηση πολιτικών πιέσεων από τη μεριά των αναπτυγμένων χωρών, και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, για την ελεύθερη διακίνησή των κεφαλαίων και την άρση κάθε φραγμού. Η επίτευξη του πολιτικού αυτού στόχου κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών οργανισμών για την επικερδή αξιοποίησή τους.

 

Την εξαιρετικά αρνητική πλευρά της λεγόμενης απελευθέρωσης από κάθε κανονισμό της ροής κεφαλαίων δέχονται ακόμη και απολογητές και εκφραστές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γράφει ο J. Stiglitz, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας σε μια κρίσιμη φάση της διαδικασίας αποκανονικοποίησης των αγορών και ο οποίος δε μπορεί να κατηγορηθεί για αντιπάθεια προς το κεφάλαιο: «Οι δυτικές τράπεζες επωφελήθηκαν από τη χαλάρωση των ελέγχων της κεφαλαιαγοράς στη Λατινική Αμερική και την Ασία, αλλά αυτές οι περιοχές υπέφεραν όταν οι εισροές κερδοσκοπικού ζεστού χρήματος (χρήματος που εισέρχεται και εξέρχεται από μια χώρα, άλλοτε εν μια νυκτί και άλλοτε σε λίγο παραπάνω χρόνο, ανάλογα με το αν ένα εθνικό νόμισμα θα υπερτιμηθεί ή θα υποτιμηθεί) που είχαν διοχετευτεί μέσα στις χώρες ξαφνικά αντιστράφηκαν.» (J. Stiglitz. Η Μεγάλη Αυταπάτη. σ 51).

 

Η παραπάνω περίοδος χαρακτηρίζεται και από τη επέκταση των νέου τύπου χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων με στόχο την κερδοφορία για το τεράστιο συσσωρευμένο χρηματικό κεφάλαιο στις αναπτυγμένες χώρες. Πέρα λοιπόν από τις γνωστές παραδοσιακές τράπεζες, που δέχονται καταθέσεις και χορηγούν δάνεια, δημιουργήθηκαν ιδιωτικές τράπεζες, private banking, με στόχο την κερδοφόρα εκμετάλλευση των χρημάτων των πλούσιων μια και το ελάχιστο των καταθέσεων σε αυτές είναι συνήθως άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Άλλος τύπος τραπεζών είναι οι επενδυτικές τράπεζες οι οποίες δε δέχονται καταθέσεις αλλά παίζουν το διαμεσολαβητή μεταξύ των δανειζόμενων κρατών ή επιχειρήσεων με τους δανειστές, ενώ παρέχουν και διάφορων τύπων διευκολύνσεις και συμβουλές για τη συγχώνευση επιχειρήσεων και τις αποκρατικοποιήσεις. Οι παλιοί τύποι τραπεζών εξακολούθησαν φυσικά να υπάρχουν και να αναπτύσσονται με ρυθμούς ταχύτατους μέσα από τις διαδοχικές κρίσεις της περιόδου που εξετάζουμε.

 

Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία υπήρχε νομική υποχρέωση για το διαχωρισμό των δραστηριοτήτων μεταξύ των εμπορικών και των επενδυτικών τραπεζών και γι αυτό ο διαχωρισμός είναι πιο εκτεταμένος από τις άλλες αναπτυγμένες χώρες. Η διάκριση αυτή όμως ατονεί όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου και όλο και περισσότερες τράπεζες τείνουν να προσφέρουν κάθε τύπου χρηματοοικονομική υπηρεσία. Στις υπόλοιπες χώρες η αυτή διάκριση δεν υφίσταται και οι παραδοσιακές τράπεζες επεξέτειναν τις δραστηριότητές τους σε όλους τους τομείς.

 

Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τα μεγαλύτερα τραπεζικά κέντρα του κόσμου κατά το 2008 και το σύνολο των καταθέσεων σε αυτά.

 

Διάγραμμα 3

 

---000_f3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: WWW.IFSL.ORG.UK

 

Πρέπει να επισημάνουμε πως από το σύνολο των καταθέσεων στις βρετανικές τράπεζες οι μισές τουλάχιστον προέρχονται από καταθέσεις ξένων. Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε των αριθμό των τραπεζών και των υποκαταστημάτων τους για τις χώρες που αποτελούν τα μεγαλύτερα παγκόσμια τραπεζικά κέντρα.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

 

ΧΩΡΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ

ΗΠΑ

7.085

82.547

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

2.169

39.565

ΙΤΑΛΙΑ

799

34.146

ΓΑΛΛΙΑ

394

27.875

ΕΛΒΕΤΙΑ

327

3.488

ΒΡΕΤΑΝΙΑ

324

10.300

ΙΑΠΩΝΙΑ

150

12.000

 

ΠΗΓΗ: WWW.IFSL.ORG.UK

 

Στον πίνακα 6 που ακολουθεί βλέπουμε τις είκοσι μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο καταταγμένες ως προς το σύνολο του ενεργητικού τους σε εκατομμύρια δολάρια κατά το 2009.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

 

 

ΧΩΡΑ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ROYAL BANK OF SCOTLAND

ΒΡΕΤΑΝΙΑ

3.483.179

14.355,33

DEUTSCHE BANK AG

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

3.068.724

2.035,67

BARCLAYS PLC

ΒΡΕΤΑΝΙΑ

2.977.491

3.035.53

BNP PARIBAS

ΓΑΛΛΙΑ

2.891.948

19.267,10

CREDIT AGRICOLE SA

ΓΑΛΛΙΑ

2.303.497

38.138,50

UBS AG

ΕΛΒΕΤΙΑ

1.881.246

273,58

JP MORGAN

ΗΠΑ

1.746.242

1.785

SOCIETE GENERALA

ΓΑΛΛΙΑ

1.574.478

1.011,56

BANK OF TOKYO-MITSUBISHI UFG

ΙΑΠΩΝΙΑ

1.494.350

12.000,15

BANK OF AMERICA

ΗΠΑ

1.471.631

3.020,04

BANCO SANTANDER SA

ΙΣΠΑΝΙΑ

1.462.493

5.569.22

UNI CREDIR SPA

ΙΤΑΛΙΑ

1.456.892

9.313,48

ING BANK

ΟΛΛΑΝΔΙΑ

1.441.673

731,5

INDUSTRIAL & COMMERCIAL BANK OF CHINA

ΚΙΝΑ

1.430.038

48.954,86

HSBC BANK PLC

ΒΡΕΤΑΝΙΑ

1.340.437

1.155,91

CITIBANK NA

ΗΠΑ

1.231.154

751

CREDIT AGRICOLE AND INVESTMENT BANK

ΓΑΛΛΙΑ

1.194.749

7.533,79

SUMITOMO MITSUI BANKING CORPORATION

ΙΑΠΩΝΙΑ

1.162.096

6.670,54

CHINA CONSTRUCTION BANK CORPORATION

ΚΙΝΑ

1.107.350

34.250,18

CREDIT GROUP SUISSE

ΕΛΒΕΤΙΑ

1.092.764

43,88

 

ΠΗΓΗ: http://www.bankersalmanac.com/addcon/infobank/bank-rankings.aspx

 

Στον πίνακα φαίνεται η ανάπτυξη των κινέζικων τραπεζών οι οποίες κατατάσσονται πλέον μέσα στην εικοσάδα των μεγαλύτερων τραπεζών του κόσμου και μεγαλώνουν με ταχύτατους ρυθμούς εκμεταλλευόμενες τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών στα σημαντικότερα τραπεζικά κέντρα κατά το 2009 σύμφωνα με τον International Financial Services London.

 

Διάγραμμα 4

 

---000_f4

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: WWW.IFSL.ORG.UK

 

Το ενεργητικό των μεγαλύτερων 1.000 τραπεζών αυξήθηκε κατά 6,8% μεταξύ των ετών 2008 και 2009 σύμφωνα με τον International Financial Services London ενώ είχαν αυξηθεί κατά 250 % κατά την πρώτη οκταετία του 2000. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατείχαν το 56% των παγκόσμιων καταθέσεων το 2009 ενώ κατείχαν το 61% το 2007. Το μερίδιο των ασιατικών τραπεζών αυξήθηκε από 12% σε 14% κατά την περίοδο 2008/2009 ενώ οι τράπεζες της Αμερικής αύξησαν επίσης το μερίδιό τους από 11% σε !3% κατά το ίδιο διάστημα. Σημαντικός ήταν ο ρόλος των κρατών στην παραπάνω διαδικασία με τη αθρόα χρηματοδότηση των τραπεζών μετά το 2008, αλλά και η ρευστοποίηση πολλών τίτλων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή του ενεργητικού και των κερδών των 1.000 μεγαλύτερων τραπεζών στον κόσμο κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα.

 

Διάγραμμα 5

 

---000_f5

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: WWW.IFSL.ORG.UK

 

Στο διάγραμμα βλέπουμε την κατακόρυφη άνοδο των κερδών των 1.000 μεγαλύτερων τραπεζών τα οποία μέσα σε μια πενταετία εκτοξεύτηκαν από τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια στα 800 δισεκατομμύρια. Και αυτό το στοιχείο αφορά μόνο τις 1.000 τράπεζες. Στο σύνολο του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος τα κέρδη υπερέβησαν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Στο ίδιο διάστημα βλέπουμε την επίσης μεγάλη αύξηση το σύνολο του ενεργητικού να αυξάνεται ακόμη και μέσα στην κρίση που ξέσπασε το 2008. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αρκεί να αναφέρουμε πως το ΑΕΠ της Γερμανίας, το 2006, ήταν 2,9 τρισεκατομμύρια δολάρια περίπου.

 

Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε την τεράστια αύξηση των κεφαλαίων που βρίσκονται κάτω από τη διαχείριση των θεσμικών επενδυτών στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι οποίες είναι κι εκείνες που κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στα κεφάλαια αυτά, από το 1990 ως το 2004. Οι κύριοι φορείς των κεφαλαίων αυτών είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οι επενδυτικές εταιρείες ή τράπεζες, τα αμοιβαία κεφάλαια και τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ το ύψος των κεφαλαίων αυτών έφτασε τα 45 τρισεκατομμύρια δολάρια και ήσαν ίσα με το 157,2% του ΑΕΠ του συνόλου των χωρών μελών του ΟΟΣΑ το 2003.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 7

 

 

1990

1995

2000

2003

2004

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

4,9

9,1

10,1

13,5

14,5

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

3,8

6,7

13,5

15

15,3

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

2,6

5,5

11,9

14

16,2

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

0,03

0,10

0,41

0,80

0,93

ΑΛΛΟΙ ΘΕΣΜΙΚΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

2,4

2,2

3,1

3,4

 

ΣΥΝΟΛΟ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

13,8

23,5

39

46,8

 

ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΟΟΣΑ

 

77,6

97,8

152,1

157,2

 

 

ΠΗΓΗ: ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. http://www.imf.org/external/pubs/ft/GFSR/2005/02/pdf/chp3.pdf

 

Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων υπό διαχείριση για τις σημαντικότερες καπιταλιστικές χώρες οι οποίες είναι κι εκείνες που αντιπροσωπεύουν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των κεφαλαίων αυτών. Τα υπό διαχείριση κεφάλαια χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Τα κεφάλαια των ασφαλιστικών εταιρειών, των συνταξιοδοτικών ταμείων και των επενδυτικών τραπεζών.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 8

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ. (σε δισεκατομμύρια δολάρια)

 

 

1990

1995

2000

2004

ΗΠΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

1884,9

2.803,9

3.997,7

5.310

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

2.427,3

4.196,9

6.479,3

6.545,3

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

1.154,6

2.731,5

6.454,9

7.787,8

ΙΑΠΩΝΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

1.503,5

2.226,6

2.474,6

2.972,8

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

371,4

705,6

748,7

872,1

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

331,7

411,7

462,6

565,5

ΒΡΕΤΑΝΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

472,3

838

1.475,7

1.736,2 (2003)

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

532,5

756,4

1.096

1.464

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

124,4

238

441

492,7

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

400,2

566,8

739,1

1.009,4 (2003)

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

150,9

314,5

326,6

462,4 (2003)

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

188,9

369,5

773,9

1.184,1

ΓΑΛΛΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

 

642,2

939,6

1.356,6 (2003)

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

 

703,5

1,128,2

1.769,1 (2003)

ΙΤΑΛΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

 

107,4

201,4

509,5

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

 

39

48,8

54,4

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

 

261,1

737,3

980,5

ΟΛΛΑΝΔΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

83,4

148,8

219,9

421

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

207,9

308,3

391,7

703,8

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

32,1

53,8

87

105,1

 

ΠΗΓΗ: ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. http://www.imf.org/external/pubs/ft/GFSR/2005/02/pdf/chp3.pdf

 

Στον επόμενο πίνακα βλέπουμε τη μεταβολή στην αξία των αμοιβαίων κεφαλαίων από το 1998 ως το 2004 για τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ευρώπη.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 9

 

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ. ( σε δισεκατομμύρια δολάρια)

 

 

1998

1999

2000

2001

2002

2003

2004

ΗΠΑ

5.525,2

6.846,3

6.964,7

6.975

6.390,4

7.414,4

8.106,9

ΙΑΠΩΝΙΑ

376,5

502,8

432

343,9

303,2

349,1

399,5

ΕΥΡΩΠΗ

2.740,7

3.199,3

3.290,3

3.160,7

3.440

4.641,2

5.572

 

ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ

ΗΠΑ

63,2

73,9

70,9

68,9

60,9

67,4

69,1

ΙΑΠΩΝΙΑ

9,5

11,2

9,1

8,3

7,6

8,1

8,6

ΕΥΡΩΠΗ

30,5

35,6

39,5

37,8

37,6

41,9

43,8

 

ΠΗΓΗ: ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. http://www.imf.org/external/pubs/ft/GFSR/2005/02/pdf/chp3.pdf

 

Τα περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση είναι τεράστια και μια εκτίμησή τους για το 2009 φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 10

 

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ

 

 

ΣΕ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ

ΕΤΟΣ

ΙΔΙΩΤΕΣ

32.800

2008

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

24.000

2008

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

18.900

2008

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

18.700

2008

ΑΚΙΝΗΤΑ

10.000

2006

ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

7.341

2008

ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

3.300

2007

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

1.500

2008

ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1.160

2007

REAL ESTATE INVESTMENT TRUST Ή REIT

764

2007

ΣΥΝΟΛΟ

118.465

 

 

Μια λίγο διαφορετική κατάταξη βλέπουμε στο παρακάτω διάγραμμα όπου και φαίνεται το τεράστιο μέγεθος αυτών των κερδοσκοπικών κεφαλαίων κατά το 2009.

 

Διάγραμμα 6

 

---000_f6

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: WWW.IFSL.ORG.UK

 

Στον τελευταίο πίνακα που παρουσιάζουμε βλέπουμε τις δέκα μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες και τα κεφάλαια που διαχειρίζονται κατά το 2009

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 11

 

ΟΙ 10 ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

 

 

ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ

JP MORGAN

5.455

BANK OF AMERICA MERRILL LYNCH

4.057

GOLDMAN SACHS

4.044

MORGAN STANLEY

3.578

CITI

3.394

CREDIT SUISS

3.029

DEUTSCHE BANK

2.800

UBS

2.785

BARCLAYS CAPITAL

2.026

RBS

1.542

 

 

 

ΠΗΓΗ: http://www.imf.org/external/pubs/ft/GFSR/2005/02/pdf/chp3.pdf

 

Μια και οι ακριβείς γνώσεις του μεγέθους των διαφόρων υπό διαχείριση κεφαλαίων είναι μάλλον αδύνατη, αρκούμεθα στις εκτιμήσεις όπως αυτή που φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί για τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου τα οποία από 300 δισεκατομμύρια δολάρια το 1999 εκτοξεύτηκαν στα 2,2 τρισεκατομμύρια το 2007. Η κερδοσκοπική αξιοποίηση των κεφαλαίων αυτών κατευθυνόταν προς τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου, προς τις χρηματαγορές και στο δανεισμό κρατών.

 

Τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία εμφάνισαν μείωση κατά τον πρώτο χρόνο της κρίσης, το 2008, για να αρχίσουν πάλι να αυξάνονται από το 2009.

 

Διάγραμμα 7

 

---000_f7

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θα ήταν όμως λάθος να μείνει ο αναγνώστης με τη λαθεμένη εντύπωση πως τα κέρδη των τραπεζών συνέχισαν να μειώνονται όπως έχουμε πει παραπάνω. Ο πακτωλός χρημάτων που διέθεσαν τα κράτη έπιασαν τόπο. Εν μέσω της κρίσης τα κέρδη των τραπεζών απογειώθηκαν. Κατά το γ τρίμηνο του 2010 τα κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων κατέγραψαν ρεκόρ κερδών ανερχόμενα στα 1,659 τρισεκατομμύρια δολάρια. Είναι το υψηλότερο ποσό, σε ονομαστική αξία, τριμήνου από τότε που οι αμερικάνικες αρχές τηρούν αρχεία. Εδώ και πάνω από 60 χρόνια δηλαδή. Το ρεκόρ αυτό οφείλεται κυρίως στα κέρδη του χρηματοοικονομικού τομέα. Τα κέρδη αυτού του τομέα ανήλθαν στα 367,5 δισεκατομμύρια δολάρια κατά το γ τρίμηνο έναντι 334,2 δισεκατομμυρίων κατά το β τρίμηνο. (www.economicpopulist.org και Υπουργείο Εμπορίου ΗΠΑ και διάγραμμα της S. Luis Fed)

 

Διάγραμμα 8

 

---000_f8

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Και όχι μόνο αυτό. Οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά ευοίωνες για τους καπιταλιστές και τις τράπεζές τους. Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τις προβλέψεις της IFSL για το 2012.

 

Διάγραμμα 9

 

---000_f9

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: WWW.IFSL.ORG.UK

 

Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών ο όγκος του χρήματος που κερδοσκοπεί στην αγορά συναλλάγματος ανέρχεται στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια αυξημένος κατά 20% σε σχέση με το 2007. Τα στοιχεία ανακοινώθηκαν την 1η Σεπτέμβρη του 2010 κι ενώ η κρίση χρέους στην ευρωζώνη ήταν σε εξέλιξη. Οι μεγαλύτεροι κερδοσκόποι ήσαν η Deutche Bank,  η Citigroup, η  UBS, η JP Morgan και η HSBC. Τα κυριότερα καπιταλιστικά κέντρα αγοράς συναλλάγματος ήσαν η Βρετανία, με ποσοστό 37,5% του παγκόσμιου τζίρου, οι ΗΠΑ με ποσοστό 17,9%, η Ιαπωνία με 6,2% και ακολουθούν η Ελβετία και η Σιγκαπούρη. Ο συνολικός όγκος του χρήματος στις αγορές συναλλάγματος είναι κατά 20 φορές περίπου μεγαλύτερος από το παγκόσμιο ΑΕΠ το οποίο ανέρχεται στα 58 τρισεκατομμύρια δολάρια.

 

Όπως σωστά είχε προβλέψει ο Marx: «Εκτός από αυτό μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή σχηματίζεται μια τελείως καινούρια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία, σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως σε λίγο ένα καινούριο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού και τελικά μετατρέπεται σε ένα τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων» (Marx Το Κεφάλαιο σ 649)

 

Ανακεφαλαιώνοντας και φτάνοντας στο τέλος τις σειράς αυτής των άρθρων για τις τράπεζας μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον ισχυρισμό του Κοτζιά. Διαχωρίζοντας τις φάσεις και τις μεταβολές στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ο Ν. Κοτζιάς γράφει: «Στην πρώτη φάση λειτούργησε (το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο) ως διαμεσολαβητής εξασφάλισης κεφαλαίου για το παραγωγικό κεφάλαιο. Ήταν πηγή ρευστότητας και χρηματοδότησης γι αυτό. Στη δεύτερη, άρχισε να το απομυζά. Του αποσπούσε όλο και μεγαλύτερο τμήμα των κερδών. Στην τρίτη έπαψε να λειτουργεί ως υποστηρικτής και συμμέτοχος των δραστηριοτήτων και κερδών του και έτεινε να αυτονομηθεί πλήρως. Άρχισε να απαιτεί όλο και μεγαλύτερο κέρδος. Εμφάνισε τη λειτουργία του όχι ως απλός απαραίτητη, αλλά ως, με μια έννοια μοναδική. Στην ουσία το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, από συνοδοιπόρος του παραγωγικού κεφαλαίου και αργότερα συμμέτοχος στα κέρδη, μετατράπηκε σε αυτόνομη σφαίρα που αντλούσε κέρδη από όλα τα σημεία του κόσμου με ρυθμούς πολλαπλάσιους εκείνων που επέτρεπαν οι πραγματικοί όροι. Αυτή η αυτονόμησή του από τους πραγματικούς όρους της οικονομίας έγιναν μπούμερανγκ εις βάρος του.» (Πρόλογος του Ν. Κοτζιά στο Η Κρίση του 2008 του Paul Krugman).

 

Η μόνη παρατήρηση στο παραπάνω απόσπασμα είναι πως στην πρώτη φάση οι τράπεζες έπαιζαν απλά το ρόλο του βοηθού του εμπορίου. Ο ρόλος τους αυτός συνεχίστηκε ως το τέλος σχεδόν του δέκατου ένατου αιώνα. Το ρόλο του χρηματοδότη της παραγωγής και της βιομηχανίας άρχισαν να τον παίζουν από την εποχή της ανάπτυξης των σιδηροδρόμων και μετά. Κεντρικό ρόλο στη βιομηχανική ανάπτυξη έπαιξαν οι τράπεζες σχετικά αργά και με διαφορετική ένταση στις διάφορες χώρες. Όσον αφορά τώρα την τελευταία περίοδο, αυτή που εξετάσαμε εδώ, η «αυτονόμηση από τους πραγματικούς όρους της οικονομίας» που αναφέρει ο Κοτζιάς είναι μια διαδικασία αντικειμενική η οποία συνδέεται με το σύνολο των μεταβολών που συντελέστηκαν στον καπιταλισμό από τη δεκαετία του 1970 και μετά.

 

Σημαντικότατος παράγοντας, που δε θα μας απασχολήσει τώρα, είναι η αυτονόμηση του ίδιου του κεφαλαίου από την παραγωγή με την κατάργηση ουσιαστικά της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και τη μετατροπή αυτής σε συλλογική ιδιοκτησία της αστικής τάξης και τη διεύθυνση και διοίκηση των επιχειρήσεων από συμβούλια τεχνοκρατών.

 

Τελειώνοντας αξίζει να θυμίσουμε την άποψη που είχε διατυπώσει από το 1840 ο Τουκ της Τραπεζικής Σχολής, ο οποίος αν και σφοδρός υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, έγραφε: «το ελεύθερο εμπόριο στο τραπεζικό σύστημα είναι συνώνυμο με το ελεύθερο εμπόριο στην απάτη». Αυτή η απάτη έχει γίνει πλέον το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Το δίλλημα μπαίνει πλέον επιτακτικά και ζητά από τις κοινωνίες άμεσα απάντηση. Ή οι τράπεζες, και ο παρηκμασμένος καπιταλισμός, ή εμείς. Μέση λύση δεν υπάρχει.

 

*http://eparistera.blogspot.gr/