Γράφει ο Θανάσης Κανιάρης
Αν κάποιος αναζητά την άτακτη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, σε μια περίοδο που εκδηλώνεται η πιο άγρια και φονική επίθεση σε βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων, απάντηση μπορεί να βρει στις τρεις αυτές αφίσες.
Όπως πολύ καλά φαίνεται, πρόκειται για τις αφίσες του ΠΑΜΕ, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, εν όψει της απεργίας στις 12 Νοέμβρη.
Τι παρατηρεί κανείς, διαβάζοντας τα αιτήματα που προβάλουν;
ΠΑΜΕ, ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, καταγγέλλουν από κοινού την επιχειρούμενη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης, τις φοροεπιδρομές, τις κατασχέσεις κατοικίας, τους πλειστηριασμούς, την επίθεση σε βάρος των μισθών και των συντάξεων.
Το διεκδικητικό πλαίσιο του ΠΑΜΕ, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, είναι κοινό. Θα μπορούσε να κυκλοφορήσει μια μόνο αφίσα με την προβολή αιτημάτων των τριών αυτών συνδικαλιστικών φορέων. Κατά τα άλλα και με δεδομένο το κοινό διεκδικητικό πλαίσιο, θα γίνουν και πάλι ξεχωριστές συγκεντρώσεις.
Αυτό που κυριαρχεί και στα προβαλλόμενα αιτήματα, είναι το «ΟΧΙ». Μάλιστα η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ, έχουν κάνει ένα βήμα μπροστά, καθώς θέτουν ζήτημα κατάργησης των μνημονίων, κάτι που δεν κάνει το ΠΑΜΕ.
Η γενική εικόνα πάντως δεν αλλάζει. Οι κυβερνητικές και εργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, οι οποίες έχουν καταγγελθεί ότι τα χρόνια της άγριας λεηλασίας των λαϊκών κατακτήσεων, λειτουργούσαν – και λειτουργούν και σήμερα – σαν πέμπτη φάλαγγα στο στρατόπεδο των εργαζομένων, εμφανίζονται σε κοινό διεκδικητικό πλαίσιο με το ΠΑΜΕ.
Και όμως το διεκδικητικό πλαίσιο του «ΟΧΙ», όχι μόνο δεν συσπειρώνει τους εργαζόμενους, αλλά ευθύνεται για την κατάσταση διάλυσης του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας. Βέβαια η άρνηση αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αλλά όταν η άρνηση δεν συνοδεύεται από θέση – από την άρνηση της άρνησης για τα θυμηθούμε και τη διαλεκτική – τότε το προκύπτον αποτέλεσμα είναι αρνητικό.
Και ερχόμαστε τώρα στην καρδιά του προβλήματος. Η εργατική τάξη, το λαϊκό κίνημα, βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης και των άγριων πολιτικών λιτότητας που ακολούθησαν, χωρίς πρόγραμμα θέσεων από την σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, που θα συσπείρωνε το λαό και θα λειτουργούσε σαν ζώνη άμυνας, ενάντια στην ιταμή επίθεση που εξαπέλυσε ο δυτικός ιμπεριαλισμός και τα εγχώρια στηρίγματα του κατά του λαϊκού παράγοντα.
Με λίγα λόγια η κατάσταση έχει ως εξής. Από την μια πλευρά, από αυτή των επιτιθέμενων δυνάμεων, υπάρχει ένα στρατηγικό σχέδιο δράσης (μνημόνια), το οποίο προωθείται μεθοδικά με στόχο την καθυπόταξη του εχθρού λαού.
Αντίθετα, και ενώ η επίθεση είχε ξεκινήσει και βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, στο στρατόπεδο των εργαζομένων επικρατούσε πλήρης σύγχυση και αταξία. Και αυτό επειδή οι «στρατηγοί» των αμυνόμενων, δεν είχαν φροντίσει να καταρτήσουν πρόγραμμα άμυνας, και αντεπίθεσης, στοιχεία αναγκαία και ζωτικά για τη διεξαγωγή μίας πολεμικής αναμέτρησης. Γιατί αυτό που συντελείται μπροστά στα μάτια μας τα τελευταία 5,5 χρόνια, είναι πόλεμος. Αγριος ταξικός πόλεμος με δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, δυστυχώς από την μια μόνο πλευρά, αυτή των εργαζομένων.
Γιατί δεν εκπονήθηκε τώρα σχέδιο άμυνας και αντεπίθεσης από την πλευρά του στρατοπέδου των εργαζομένων, όπως προτάσσουν και οι στοιχειώδεις κανόνες της στρατηγικής του πολέμου;
Απλούστατα, γιατί οι «στρατηγοί» οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι να καταρτήσουν ένα τέτοιο σχέδιο, εκόντες, άκοντες, δούλευαν για το αντίπαλο στρατόπεδο. Αυτή ήταν και η «προδοσία» των «στρατηγών». Λέμε εκόντες, άκοντες γιατί στην πρώτη περίπτωση έχουμε συνειδητή υπονόμευση του εργατικού κινήματος από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΣΕ και της ΑΔΕΔΥ. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε τις ολέθριες συνέπειες του ¨αριστερού¨ οπορτουνισμού, που ανεξάρτητα από προθέσεις, αντικειμενικά, οδηγεί το κίνημα σε ενσωμάτωση.
Γιατί έγινε αυτό, η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Στην κρίσιμη αυτή μάχη, στην ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ βρέθηκαν συνδικαλιστικά στελέχη τα οποία ψυχή τε και σώματι είχαν προσχωρήσει στην αστική τάξη. Λειτουργούσαν σαν πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτή είναι η σήψη και η βαθιά παρακμή του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Στην περίπτωση του ΠΑΜΕ η περίπτωση βεβαίως είναι διαφορετική. Φυσικά και τα συνδικαλιστικά του στελέχη, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με ανδρείκελα του τύπου Παναγόπουλων, των Πολυζογόπουλων και Πρωτοπαπάδων που βύθισαν το συνδικαλιστικό κίνημα στα τάρταρα.
Το πρόβλημα για το ΠΑΜΕ έχει να κάνει με τις τυχοδιωκτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ και στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι οποίες παράγουν τα πιο «ανθυγιεινά» αποτελέσματα. Τον οικονομισμό και τον συντεχνιασμό, επιλογές οι οποίες το φέρνουν σε κοινές θέσεις με την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Οι οποίες, σε διατεταγμένη υπηρεσία, έχουν αποκτήσει ειδικότητα στην προώθηση οικονομίστικων και συντεχνιακών αιτημάτων, τα οποία, διαλύουν και δεν συσπειρώνουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Ποιο θα έπρεπε να ήταν το σχέδιο άμυνας και αντεπίθεσης που θα έπρεπε, ως όφειλαν, να καταρτήσουν οι «στρατηγοί»;
Η άμυνα βέβαια περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που δέχονται την εχθρική επίθεση. Το εργατικό κίνημα θα πρέπει να παλέψει ενάντια στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνικής ασφάλισης, των ιδιωτικοποιήσεων, ενάντια στις φοροεπιδρομές, την συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, τον σφαγιασμό των μισθών και των συντάξεων, την κατάργηση των μνημονίων. Αυτές είναι οι θέσεις άμυνας, οι οποίες εκφράζουν την άρνηση της εργατικής τάξης στη επιχειρούμενη βίαιη υποβάθμιση της θέσης της στην ελληνική κοινωνία.
Είπαμε όμως ότι η ΑΡΝΗΣΗ είναι αναγκαίο στοιχείο της ταξικής πάλης, αλλά όταν δεν συνοδεύεται και από την προβολή ΘΕΣΗΣ, οδηγεί το εργατικό κίνημα σε ενσωμάτωση.
Ποια θα έπρεπε να ήταν η ΘΕΣΗ του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μπροστά στη νέα κατάσταση που δημιούργησε η οικονομική κρίση και οι πολιτικές των μνημονίων;
Η οικονομική κρίση για μια ακόμη φορά κατέδειξε τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος. Η εκδήλωση της επιβεβαίωσε την κατάρρευση της στρατηγικής του διεθνούς κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία η «νεοφιλελεύθερη» «απο»ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων, θα οδηγούσε στην κοινωνία της αέναης ανάπτυξης, όπου δεν θα είχαν θέση οι οικονομικές κρίσεις. Τα ιδεολογήματα αυτά κυριολεκτικά έγιναν συντρίμμια και θρύψαλα. Από την άλλη ήταν προφανές, ότι ο καπιταλισμός για να επουλώσει τις βαθιές πληγές που δημιουργήθηκαν από την οικονομική κρίση, έπρεπε να χύσει αίμα. Όχι το δικό του, αλλά των εργαζομένων.
Αν το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο, στεκόταν στα πόδια του, έπρεπε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη δεινή θέση του βαριά τραυματισμένου από την κρίση καπιταλισμού και να περάσει στην αντεπίθεση.
Ειδικά για την Ελλάδα, ποια θα έπρεπε να ήταν τα στοιχεία μιας τέτοιας αντεπίθεσης.
Αυτά θα έπρεπε να ενσωματωθούν σε ένα πρόγραμμα προωθημένων αλλαγών και ανατροπών στην οικονομία και την κοινωνία. Αλλαγές – λέμε εμείς – που θα άνοιγαν το δρόμο στη σοσιαλιστική προοπτική.
Ένα τέτοιο προωθημένο πρόγραμμα που θα συσπείρωνε την απειλούμενη από την επίθεση του ιμπεριαλισμού εργατική τάξη της χώρας, θα είχε σαφείς αντιμονοπωλιακούς – αντιιμπεριαλιστικούς στόχους πάλης, όπως την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, την αποφασιστική φορολόγηση του κεφαλαίου παράλληλα με τη δραστική μείωση της φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων, κοινωνική ασφάλιση, περίθαλψη, υγεία, παιδεία αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα με απαγόρευση της επιχειρηματικής δράσης τους ευαίσθητους αυτούς κοινωνικούς τομείς.
Η κατάρτιση ενός τέτοιου προγράμματος, είναι πρώτα και κύρια μέλημα του αγωνιζόμενου λαού.
Αυτό που θα θέλαμε να επισημάνουμε, είναι ότι κορωνίδα ενός τέτοιου προγράμματος λαϊκής αντεπίθεσης, δεν θα μπορούσε παρά να είναι το αίτημα της ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΙΤΚΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ.
Αυτό είναι το αίτημα των αιτημάτων στη σημερινή συγκυρία. Και εκεί πρέπει να υπάρξει η μέγιστη δυνατή συσπείρωση του λαϊκού παράγοντα.
Πηγή Εργατικός αγώνας