Παναγιώτης Ηφαιστος
Κάθε διεθνές ζήτημα άμα τεθεί ενώπιο ενός πολιτικού επιστήμονα του διεθνούς συστήματος –πχ το επεισόδιο του σχεδίου Άτσεσον– ακαριαία κατηγοριοποιείται και αρχίζει η εξέτασή του σε αναφορά με τα τρία επίπεδα ανάλυσης: Του Ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Η λογική αλληλουχία μιας τέτοιας εξέτασης είναι, ιεραρχικά, πρώτον, η αναζήτηση λογικών ερμηνειών για την ένταξη του ερωτήματος στο διεθνές σύστημα, δεύτερον, η αναζήτηση στρατηγικών και σκοπών εντός των κρατών που το φωτίζουν, τρίτον, εξέταση αυτών των στρατηγικών και σκοπών κατά κράτος, τέταρτον, επιδίωξη βάσιμων εκτιμήσεων για την κατανομή ισχύος και πέμπτον, προσπάθεια σταθεροποίησης ερμηνευτικών πορισμάτων γενικότερου χαρακτήρα απαλλαγμένων συνδρόμων προφητειών του παρελθόντος ή του μέλλοντος.
Η επιτυχία ποτέ δεν είναι δεδομένη και γι’ αυτό υπάρχει μόνιμη βάσανος συνάρτησης των λεπτομερειών με τις γενικότερες διαπιστωμένες τάσεις (πχ μακροχρόνιες στρατηγικές ή πάγια χαρακτηριστικά των ηγεμονικών στρατηγικών), πειθαρχημένη περιγραφική αντικειμενικότητα, εστίαση του ενδιαφέροντος σε σημαντικά γεγονότα και σημαντικούς σκοπούς ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάλυσης, προσπάθεια κατανόησης τι ενέχει διαχρονική και τι στιγμιαία σημασία, παραμερισμό γνωμών, προθέσεων και δικών προθέσεων, εστίαση στην σχέση αιτίων και αιτιατών υπό περιπτωσιολογικό πρίσμα αλλά και υπό το πρίσμα πιο εδραιωμένων τυπολογιών στρατηγικής συμπεριφοράς, ανάδειξη διλημμάτων και προβλημάτων, εκτιμήσεις ρίσκου χωρίς τολμηρές εκτιμήσεις και προφητείες και αναζήτηση διδαγμάτων ηθικοπρακτικών και κοινωνικοπρακτικών προεκτάσεων.
Επειδή στο πεδίο της πολιτικής σκέψης η πολιτική θεολογία αφθονεί και επειδή στο μεγάλο αλισβερίσι του πνεύματος –το κυριότερο εκ των οποίων είναι το παρασιτικό αλισβερίσι στους ακαδημαϊκούς χώρους όπως διαμορφώθηκαν τους τελευταίους αιώνες– οι πασαρέλες είναι πολλές, θα εμείνουμε σε μερικά ακόμη βασικά, ουσιώδη, αναγκαία και μη εξαιρετέα επιστημονικά και επιστημολογικά ζητήματα που προτάσσονται σε κάθε θεώρηση της διεθνούς πολιτικής. Αρχίζουμε με ιεραρχικά αντίστροφη αναφορά στα προαναφερθέντα τρία επίπεδα ανάλυσης.
Πρώτο επίπεδο: Άνθρωπος. Ο Άνθρωπος ότι και να πιστεύουμε παραμένει γεγονός ότι εξ αντικειμένου είναι πολιτειακά ενταγμένος. Γωνιές στον πλανήτη όπου κανείς θα μπορούσε να διαφύγει την πολιτειακή ένταξη πλέον δεν υπάρχουν. Πολιτικά ορθολογιστικά μιλώντας και επειδή κανείς δεν μπορεί να κατέβει μέσα στον άγνωστο υπαρξιακό ψυχικό και πνευματικό πυρήνα των όντων, ο άνθρωπος σταθμίζεται και εκτιμάται πολιτικά αναφορικά με τον τρόπο που είναι ενταγμένος στο πολιτειακό περιβάλλον. Μεταξύ άλλων, οι βαθμίδες συμμετοχής του στο πολιτικό γίγνεσθαι, η πίστη και η νομιμοφροσύνη στην πολιτική κοινότητα στην οποία ανήκει, οι βαθμίδες ιδιωτείας ή πολιτειακά συμβατών πολιτικών στάσεων και η θέση του στην πολιτική ιεραρχία. Κανείς βουλιάζει στο βούρκο των ασυναρτησιών και των δικών ιδιοτελών προθέσεων –και πολλοί έτσι βουλιάζουν, διολισθαίνοντας συχνά και στο χείριστο είδος πολιτικής σκέψης, την απόδοση συλλογικών ευθυνών– αν δεν κατανοήσει ότι η ανθρώπινη φύση είναι παντελώς άγνωστη στις αισθήσεις. Η δίκη προθέσεων ιστορικών προσώπων είναι στοχαστική και πολιτική αθλιότητα. Η ανθρώπινη φύση είναι ευμετάβλητη και αστάθμητη και μπορεί να κυμαίνεται άγρια και απρόβλεπτα πάνω στο εκκρεμές όπου στον ένα πόλο είναι το κατά εποχή και κατά συγκυρία πολιτικά προσδιορισμένο ηθικά «χείριστο» ή «βέλτιστο» και το «θηριώδες και απολίτιστο» ή το «αγαθό και ενάρετο». Μέτρο στάθμισης εκτίμησης της κάθε ατομικής ανθρώπινης φύσης δεν υπάρχει παρά μόνο ένα: Οι βαθμίδες προσαρμογή της ανθρώπινης ετερότητας στις πολιτικά πολιτισμένες προϋποθέσεις ενός έκαστου πολιτειακού βίου ανάλογα με την περίπτωση, την εποχή και την συγκυρία. Αυτές όπως λογικό κυμαίνονται ανάλογα με την πολιτική ανάπτυξη του πολιτικού πολιτισμού στις βαθμίδες της δημοκρατίας –όχι των ιδεολογικά και δογματικά προσδιορισμένων καθεστώτων αλλά τις καθοδικής ή ανοδικής φοράς κίνησης προς την πολιτική ελευθερία– και στις βαθμίδες κοσμοθεωρητικής δέσμευσης στην συλλογική Ελευθερία. Συλλογική Ελευθερία η οποία, όπως είναι επίσης λογικό, προηγείται του πολιτικού πολιτισμού της δημοκρατίας ή καλύτερα αποτελεί προγραμματική προϋπόθεσή του. Αυτά είναι μερικά από τα πολλά κριτήρια που προσδιορίζουν τις βαθμίδες και ποιότητες της πολιτειακής συγκρότησης και που αξιολογούν το άτομο ως πολίτη πάνω στο ευρύ φάσμα του εκκρεμούς των κοσμοθεωρητικών, ηθικών, νομικών και εθιμικών στάσεων και συμπεριφορών. Δεδομένου μάλιστα ότι η ανθρώπινη φύση είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη και αστάθμητη μόνο πολιτικές τυπολογίες την σταθμίζουν και εκτιμούν και όχι οι δίκες προθέσεων και ο ημέτερος υποκειμενικός κόσμος. Σπαρτιάτης ήταν τόσο ο Λεωνίδας όσο και ο Εφιάλτης πλην ο δεύτερος Μήδισε και ο πρώτος αποτύπωσε την διαχρονική υπέρτατη στάση υπεράσπισης της Ελευθερίας. Αμφότερα είναι φαινόμενα που ερμηνεύονται πολιτικά και όχι με παρατηρήσεις του υπαρξιακού τους πυρήνα ο οποίος μας είναι άγνωστος. Εκτός αυτής της λογικής μόνο «αστυνομικές» αρμοδιότητες υπάρχουν. Οι δε επιθυμητές αξιολογήσεις μπορούν να γίνονται μόνο σύμφωνα με σταθεροποιημένα κοσμοθεωρητικά και πολιτικά πρότυπα για την (συλλογική) Ελευθερία. Τέλος, όσον αφορά τον άνθρωπο, πρέπει να πούμε ότι πάντοτε στην ιστορία της πολιτικής οργάνωσης υπήρχαν λιγότερο ή περισσότερο πολιτικά αξιολογήσιμα φαινόμενα που σχετίζονται με άτομα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαθμίδας ιδιωτείας. Είναι εκείνα τα άτομα που διαφεύγουν εν μέρει ή εν όλω της πολιτειακής ένταξης και των δια-πολιτειακών (διεθνών) ελέγχων. Αυτοί μπορεί να είναι ανεξάρτητες μεταβλητές ή αντίστοιχα εξαρτημένες μεταβλητές πρακτικών ιδιωτείας ή στον διακρατικό ανταγωνισμό εξαρτημένες μεταβλητές άλλων κρατών εχθρικών προς το δικό τους. Η ιδιωτεία, δηλαδή, είναι και αυτή ένα πολιτικό φαινόμενο το οποίο υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να σταθμιστεί και να εκτιμηθεί.
Δεύτερο επίπεδο: Κράτος. Τα προαναφερθέντα μας οδηγούν στο δεύτερο επίπεδο: Το πολιτικό άτομο υπάρχει μόνο στον πολιτειακά ενταγμένο βίο τον οποίο και κρίνουμε σύμφωνα με τις εκάστοτε οντολογικές, ανθρωπολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Η σύμμειξη και μέθεξη του απέραντου πνευματικοψυχικού κόσμου των πολιτών με όσα κριτήρια και παράγοντες του αισθητού κόσμου γνωρίζουμε, προσδιορίζει τις ανά πάσα στιγμή οντολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε πολιτικά οργανωμένης κοινωνικής οντότητας. Προσδιορίζει επίσης τις βαθμίδες και τις ποιότητες κοινωνικοπολιτικής ωριμότητας στην προαναφερθείσα ανοδική ή καθοδική φορά του πολιτικού πολιτισμού. Τι μπορούμε λοιπόν να περιγράψουμε και να διδαχθούμε από την συγκρότηση των κρατών ή άλλων δρώντων στις κλίμακες, βαθμίδες και ιεραρχίες εάν κανείς επιχειρήσει να εξετάσει την διαδρομή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1945 μέχρι σήμερα. Πως κινείται, πως δομείται, πως λειτουργεί και πως συγκροτείται το διεθνές σύστημα της Βεστφαλίας μεταπολεμικά και μεταψυχροπολεμικά με δεδομένο ότι αποτελείται από κυρίαρχα κράτη που δεν αποδέχονται καμιά εξουσία εκτός του δικού τους κράτους. Πως κρίνονται σημαντικά χαρακτηριστικά και λειτουργίες που αφορούν τις ιεραρχίες και την κατανομή συμφερόντων σε αναφορά με ζητήματα όπως η κρατική κυριαρχία, η συνεπαγόμενη διεθνής αναρχία, οι συναρτημένοι –με αυτή την αναρχία– διεθνείς θεσμοί, η κρατική ισχύς ως μέσο επιβίωσης ή ως μέσο πρόκλησης διεθνών αλλαγών και τα μονιμότερα χαρακτηριστικά της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων απόρροια του μεγέθους τους, των στρατηγικών τους βλέψεων ή και των φόβων επιβίωσης από κινδύνους που προέρχονται από άλλες μεγάλες δυνάμεις. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι σημασία έχει να εκτιμήσουμε όχι το καθεστώς κάθε κράτους αλλά τις βαθμίδες πολιτικής του ανάπτυξης και τον τρόπο που θέτει την ιεραρχία των σκοπών της διεθνούς πολιτικής. Ποιες ήταν για παράδειγμα οι βαθμίδες ανάπτυξης του νεοελληνικού κράτους τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και πως αυτό συνδέεται με την εξωτερική πολιτική στην ιεραρχία της τυπολογίας των εθνικών συμφερόντων. Για να μιλήσουμε υπαινιχτικά, από τις ποιοτικές βαθμίδες τέτοιων πορισμάτων της πολιτικής επιστήμης της διεθνούς πολιτικής είναι που κρίθηκαν τα συμφέροντα της Ελλάδας –όπως κάθε άλλου κράτους και πρωτίστως σε αναφορά με την επιβίωση και την ευημερία– όταν η πανεπιστημιακά παραγόμενη γνώση ή γνώμη οδηγούσε σε ορθές ή αντίστροφα λανθασμένες εκτιμήσεις του μεταψυχροπολεμικού περιβάλλοντος ή του χαρακτήρα και των λειτουργιών της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας και των διεθνών θεσμών.
Τρίτο επίπεδο: Διεθνές σύστημα. Λογικά έχει ήδη γίνει κατανοητός ο αλληλένδετος χαρακτήρας των τριών επιπέδων ανάλυσης και κυρίως του τρόπου που ο άνθρωπος συνδέεται με το κράτος και το κράτος με το διεθνές σύστημα. Το κρατικό γίγνεσθαι και κυρίως η εθνοκρατική του συγκρότηση τους τελευταίους αιώνες προσδιόρισε τα ήδη αναφερθέντα χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής και του πολιτικού ορθολογισμού ή αντίστροφα του πολιτικού ανορθολογισμού: Κρατική κυριαρχία, διεθνής αναρχία, εξαρτημένοι διεθνείς θεσμοί, εθνική ανεξαρτησία ως υπέρτατη κοσμοθεωρητική δέσμευση που προσδιορίζει την Ελευθερία όσων εθνοκρατών είναι πολιτικά κυρίαρχα, σωστή κατανόηση της ισχύος ενδοκρατικά και διακρατικά και σωστή κατανόηση της απουσίας παγκόσμιας πολιτικής ανθρωπολογίας και παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Σωστή επίσης σύγκριση με τις κοσμοσυστημικές δομές της προ-νεοτερικής εποχής που προϋποθέτει μια σωστή κατανόηση της συνεπαγόμενης εθνοκρατοκεντρικής δομής. Όλως ιδιαιτέρως ως προς το τελευταίο, δύο επισημάνσεις: Πρώτον, η εξόχως πολιτικά αναπτυγμένη προ-νεοτερική εποχή (πριν τον 15ο αιώνα) δεν ήταν ανθρωπολογικά εξομοιωτική και δεν ήταν γραμμικά πολιτικά εξισωτική. Για να μην επεκταθούμε στο ανθρωποκεντρικά ώριμο κοσμοσυστημικό Υπόδειγμα της Βυζαντινής Οικουμένης αναφέρουμε μόνο ότι σε καμιά ιστορική φάση της προ-νεοτερικής εποχής δεν παρατηρήθηκε κυριαρχία ιδεολογικών αντιλήψεων παρόμοιων με τα πολιτικά εξισωτικά και ανθρωπολογικά εξομοιωτικά ιδεολογικά δόγματα της μοντερνιστικής εποχής. Ακόμη και στις πιο δεσποτικές εποχές και με την εξαιρουμένων των λεηλασιών και εθνοκαθάρσεων εκ μέρους πολλών ηγεμονιών του παρελθόντος, η κοινωνική ετερότητα του κάθε έθνους εντός των αυτοκρατοριών προσδιόριζε και τον τρόπο της πολιτικής και πολιτισμικής του συγκρότησης όσο και, ανάλογα με τις βαθμίδες των κατά περίπτωση πολιτικών ιεραρχιών, την συμμετοχή του κάθε έθνους στο κοσμοσυστημικό πολιτικό γίγνεσθαι. Δεύτερον, η αντιστροφή αυτών των ιστορικών τάσεων μετά τον 16ο αιώνα οδήγησε σε δύο αντίρροπες τάσεις. Από την μια πλευρά η εδαφικά οριοθετημένη εθνοκρατική συγκρότηση (παρακάμπτω το πώς έγινε υπό μοντερνιστικό πρίσμα, καθότι έχει εξεταστεί εκτενώς στο Κοσμοθεωρία των Εθνών) η οποία εισερχόμενοι στον 20 αιώνα είχε ήδη ριζώσει βαθύτατα εμπεδώνοντας το προαναφερθέν καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας με όλα τα συμπαρομαρτούντα που κωδικοποιήθηκαν και ή επικυρώθηκαν στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1945. Αυτό το σύστημα δεν είναι καλό ή κακό αλλά Υπαρκτό και επιδεχόμενο περιγραφής και ερμηνείας. Αφετέρου, την αλλόκοτη και αντίρροπη τάση των ανθρωπολογικά και πολιτικά εξισωτικών και ανθρωπολογικά εξομοιωτικών διεθνιστικών δογμάτων. Οι ανθρωπολογικά εξισωτικοί διεθνισμοί του 19ου και 20ου αιώνα γεννήθηκαν, κατά κάποιο τρόπο, εκ του γεγονότος της εθνοκρατοκεντρικής ανάπτυξης της διεθνούς πολιτικής και της νοσταλγίας των ανθρώπων να συνεχιστεί η κοσμοσυστημική δύο χιλιετιών μετά την κρατοκεντρική κλασική εποχή. Αφήνοντας κατά μέρος την συναρτημένη με τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της νεότερης εποχής ερμηνεία της γένεσης των ιδεολογιών, στο σημείο αυτό στεκόμαστε σ’ ένα τρισδιάστατο κύριο ζήτημα χωρίς την κατανόηση του οποίου δύσκολα γίνονται αντιληπτά πολλά από τα ελλείμματα της σύγχρονης εποχής και του κάθε κράτους ξεχωριστά: α) Η εθνοκρατοκεντρική πορεία μετά τον 16ο αιώνα έθρεφε, ταυτόχρονα, νοσταλγικές αναμνήσεις κοσμοσυστημικών εποχών οι οποίες. Αντί αυτό να οδηγήσει την πολιτική σκέψη στην αναζήτηση κοσμοσυστημικών προϋποθέσεων στα Υποδείγματα του παρελθόντος που λίγο πολύ άφηναν άθικτη την πνευματική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας κατάληξαν λόγω κυριαρχίας του μοντερνιστικού υλισμού στα κυρίαρχα υλιστικά ιδεολογικά δόγματα του 20ου αιώνα. Μια δηλαδή επίπεδη, εξισωτική και εξομοιωτική αντίληψη ένωσης του πλανήτη που παραγνωρίζει τις συλλογικές ουσίες και νοήματα παλιών και νέων εθνών. β) Η αλληλεπίδραση εθνοκρατικής υποστασιοποίησης, διεθνιστικών εκκλήσεων και υλιστικών κρατικών δομών προκάλεσε αλλόκοτες, παράδοξες και μπερδεμένες κρατικοεθνικιστικές συμπεριφορές που έφθαναν μέχρι τα άκρα μιας μονοσήμαντης ρατσιστικής νοηματοδότησης του Κοινωνικού: Συμπληγάδες, από την μια μονοσήμαντες αξιώσεις ένωσης του πλανήτη και από την άλλη καθοδική πορεία του πολιτικού πολιτισμού προς ζωώδεις ρατσιστικές αντιλήψεις. γ) Αναπόδραστα –και για κάθε λογικό πολιτικό επιστήμονα ορατό και αναμενόμενο– οι εκάστοτε ηγεμονικές δυνάμεις των δύο τελευταίων αιώνων δεν έχασαν την ευκαιρία να αδράξουν αυτά τα διεθνιστικά και ή κοσμοπολίτικα δόγματα για να μεταμφιέσουν οικουμενικιστικά τις πλανητικές αξιώσεις ισχύος στο πλαίσιο του πλανητικού τους ανταγωνισμού.
Πιστεύουμε λοιπόν ότι η μελέτη της ελληνικής περίπτωσης σε μια κομβική ιστορική στιγμή που καλύπτει τον Ψυχρό Πόλεμο και την μεταψυχροπολεμική εποχή προσφέρεται ως έξοχο παράδειγμα μελέτης των ποικίλων πτυχών του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής μέχρι όπως αυτό ταξιδεύει σε πολυτάραχες θάλασσες. Μια τέτοια ανάλυση είναι συγκρίσιμη με πολλές άλλες που αφορούν άλλες περιοχές, άλλα κράτη και παρόμοιες συνθήκες διεθνούς πολιτικής όπου λιγότερο ισχυρά περιφερειακά κράτη είτε λόγω απροσεξίας είτε λόγω ατυχίας βρέθηκαν στις συμπληγάδες των ηγεμονικών ανταγωνισμών.
www.ifestosedu.gr