Περί φασισμού

 

του Παναγιώτη Γαβάνα (εισαγωγή, μετάφραση, επιμέλεια)  

 

Ένα από τα φαινόμενα που συνοδεύει την κρίση του καπιταλισμού είναι και η άνοδος των ακροδεξιών/νεοφασιστικών οργανώσεων/κομμάτων σε χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας. Η άνοδος αυτή ήταν επόμενο ότι θα πυροδοτούσε μια σειρά από ζητήσεις μέσα στο χώρο της μαρξιστικής-κομμουνιστικής αριστεράς (και όχι μόνο). Η θεματολογία που «ανοίχτηκε» είναι μεγάλη: Μεταξύ των άλλων, ζητήματα που αφορούν στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, στην εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας στη Γερμανία (1933), σε θέματα που σχετίζονται με τον ορισμό του φασισμού, σε ζητήματα αντιφασιστικής τακτικής/στρατηγικής κ.α.

 

 

Οι μαρξιστές/κομμουνιστές στη διαμόρφωση της τακτικής και στρατηγικής τους είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη τους την μέχρι τώρα ιστορική πείρα, τις συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που λαμβάνουν χώρα στα άλλα κράτη –ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο φασισμό-, τις θεωρητικές αναζητήσεις στη Γερμανία, της χώρας εκείνης στην οποία ο φασισμός απέκτησε μια τεράστια μαζική βάση, η φασιστική τρομοκρατία και η καταστροφή ήταν τεράστιας έκτασης, ενώ ο κοινωνικός δαρβινισμός έφθασε σε έναν έσχατο ρατσισμό ο οποίος τελικά κορυφώθηκε στη προσπάθεια μιας ολοκληρωτικής εξόντωσης του ευρωπαϊκού εβραϊσμού, τέλος, της χώρας εκείνης απ΄ όπου ξεκίνησαν δυό παγκόσμιοι πόλεμοι.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εκτιμήσαμε ότι θα βοηθούσε στον προβληματισμό που αναπτύσσεται στο χώρο της αριστεράς στην Ελλάδα, η μετάφραση δυό κειμένων απ΄ τη Γερμανική γλώσσα που σχετίζονται άμεσα με τα προαναφερθέντα ζητήματα.

 

Το πρώτο κείμενο είναι του RolfBecker (Ρολφ Μπέκερ) και αποτελεί μια διάλεξη η οποία εκφωνήθηκε κατά την διάσκεψη που διοργάνωσε το γερμανικό περιοδικό Ossietzky (Οσσίτσκυ)[1] στις 3 Οκτωβρίου 2008.

 

Ο Ρολφ Μπέκερ (γεννημένος το 1935) είναι ηθοποιός με πλούσια συγγραφική, πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Μεταξύ των άλλων, είναι μέλος του συνδικάτου ver.di, ανήκει στους συνιδρυτές που απονέμουν το βραβείο Χάινριχ Χάινε (Βερολίνο), υποστήριξε τη διεθνή επιτροπή για την υπεράσπιση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, υποστηρίζει επίσης την απελευθέρωση του Mumia Abu-Jamals, αφροαμερικανού δημοσιογράφου καταδικασμένου σε θάνατο στις ΗΠΑ κ.α.

 

Το δεύτερο κείμενο είναι του KurtGossweiler (Κουρτ Γκόσβάιλερ) (γεννημένος το 1917), ιστορικού, με πλούσια συγγραφική δουλειά (μεταξύ των άλλων δίδαξε στην Ακαδημία Επιστημών της ΛΔ Γερμανίας). Κύριοι τομείς της ερευνητικής του δουλειάς αποτελούν ο γερμανικός φασισμός (ναζισμός), η ιστορία του εργατικού κινήματος, η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και του αναθεωρητισμού. Ο Κουρτ Γκόσβάιλερ είναι επίσης γνωστός στην Ελλάδα από μεταφράσεις κειμένων του που δημοσίευσε παλιότερα, μεταξύ των άλλων, η εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Το κείμενο του Γκοσβάιλερ αποτελεί μια κριτική σε απόψεις που εκφράζει ο Μπέκερ για το φασισμό, χωρίς να τις απορρίπτει συνολικά, αλλά επικεντρώνεται στα κύρια ζητήματα διαφωνίας.

 

***

 

Η δημοσίευση των δυό κειμένων είναι κατά τη γνώμη μας σημαντική κυρίως για τρεις λόγους. Ένας πρώτος λόγος αφορά στον ορισμό του φασισμού. Το τελευταίο διάστημα έχουν δει το φως της δημοσιότητας στη χώρα μας διάφορα άρθρα στα οποία οι συγγραφείς τους επικαλούνται τον ορισμό του φασισμού, όπως αυτός διατυπώθηκε απ΄ τον Μπρεχτ[2]. Το που οδηγεί η υιοθέτηση του μπρεχτικού ορισμού περί φασισμού, αυτό ελπίζουμε να γίνει αντιληπτό απ΄ το κείμενο του Γκόσβαιλερ. Οι αρθρογράφοι όμως αυτοί προχωρούν ένα ακόμη βήμα παραπέρα ταυτίζοντας αυθαίρετα το φασισμό με τον καπιταλισμό («φασισμός = καπιταλισμός) ορίζοντας το φασισμό υποκειμενικά, βολουνταριστικά, παραθέτοντας «ελαφρά την καρδία» μια σειρά από «ορισμούς» που καμιά σχέση δεν έχουν με τα αυστηρά κριτήρια που θέτει μια επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος[3]. Το ότι ο φασισμός είναι γέννημα-θρέμα του καπιταλισμού, δεν σημαίνει (κατ΄ ανάγκη) ότι καπιταλισμός και φασισμός είναι έννοιες ταυτόσημες! Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν οι αρθρογράφοι αυτοί έχουν συνειδητοποιήσει στο που καταλήγουν τα γραφόμενά τους, βέβαιο όμως είναι ότι οι «ορισμοί» που παραθέτουν λίγη σχέση έχουν με το μαρξισμό!

 

Αναφορικά με την πιο πάνω προβληματική, -στο ζήτημα πάντα που σχετίζεται με τον ορισμό του φασισμού-, το ερώτημα «Μπρεχτ ή Δημητρώφ;», πιθανώς πολλούς αναγνώστες να τους εκπλήξει. Δεν πρόκειται όμως για ένα υποθετικό, αλλά για ένα πραγματικό ερώτημα πάνω στο οποίο οι δυό αυτοί κομμουνιστές έδωσαν μια διαφορετική απάντηση, έναν διαφορετικό ορισμό για το φασισμό, απ΄ τον οποίο προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα που αφορούν άμεσα στην αντιφασιστική τακτική και στρατηγική των μαρξιστικών επαναστατικών κομμάτων, όπως την πολιτική συμμαχιών και το ρόλο της μικροαστικής τάξης. Το να αποσιωπάται σκόπιμα η στρατηγική που χάραξε σ΄ αυτό το ζήτημα το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935) και να εισάγεται «αθώα» απ΄ την πίσω πόρτα ο ορισμός περί φασισμού του Μπρεχτ, αξιοποιώντας το κύρος του προκειμένου ένα τμήμα της κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ) να τεκμηριώσει το πρόγραμμά του, -μεταξύ των άλλων την προτεινόμενη από αυτό πολιτική συμμαχιών («Λαϊκή Συμμαχία»)-, δείχνει την ιδεολογική φτώχεια και την ανικανότητά του να διδαχτεί από την ιστορική πράξη.

 

Ένας δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη φιλολογία περί βοναπαρτισμού που αναπτύχθηκε από κάποιους αριστερούς στη χώρα μας, κυρίως την χρονική περίοδο της πρωθυπουργίας Λουκά Παπαδήμου. Μια αντίστοιχη αρθρογραφία αναπτύχθηκε την περίοδο εκείνη και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης για τα πρόσωπα των Σαρκοζύ και Μπερλουσκόνι -και είμαστε της γνώμης ότι η συζήτηση αυτή μεταφέρθηκε αυθαίρετα/μηχανιστικά στην Ελλάδα-, η οποία όμως στο μεταξύ «ξεφούσκωσε» σύντομα. Η κριτική του Γκόσβαιλερ στην αντίληψη περί φασισμού του Τάλχαιμερ[4], -ο οποίος κάνει χρήση της ανάλυσης του Μαρξ περί βοναπαρτισμού- επομένως και του Μπέκερ που την υποστηρίζει, σχετίζεται άμεσα μ΄ αυτό το θέμα, δεν αποτελεί όμως ολοκληρωμένη κριτική με την έννοια ότι η θεωρία που ανέπτυξε ο Τάλχαιμερ είναι πιο σύνθετη. Όμως αυτό δεν ήταν δυνατό να συμβεί σε ένα άρθρο που διαπραγματεύεται μια σειρά θέματα. Εντούτοις, είμαστε της γνώμης ότι ο Γκόσβαιλερ ασκεί κριτική σε ένα μέρος του πυρήνα αυτής της θεωρίας, και απ΄ αυτή την άποψη αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα, χωρίς φυσικά να γίνεται ταύτιση των απόψεων του Τάλχαιμερ με αυτές των αριστερών εδώ στην Ελλάδα. Είναι όμως αξιοπρόσεκτο, ότι ανακυκλώνονται σε ένα άλλο επίπεδο εσφαλμένες αντιλήψεις που διατυπώθηκαν στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1920 με αρχές της δεκαετίας του 1930.

 

Ιδιαίτερα όμως σημαντική είναι κατά την άποψή μας η ανάλυση των ιστορικών γεγονότων στη Γερμανία (τρίτος σημαντικός λόγος) απ΄ τον Γκόσβαιλερ της περιόδου λίγο πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, καθώς και αυτής λίγο πριν το τσάκισμα του φασισμού. Σε σχέση με τα παραπάνω, αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα διάφορα ντοκουμέντα που παραθέτει -κάποια από αυτά πιθανώς να είναι άγνωστα στο ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

 

Τέλος, σε ό,τι αφορά στη μετάφραση των κειμένων, για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου τους έχουμε εισάγει σε αγγύλες ([…]) σύντομες πληροφορίες, ενώ όπου κρίναμε αναγκαίο προσθέσαμε στο τέλος κάποιες σημειώσεις και παραπομπές. Οι υπογραμμίσεις στα κείμενα –όπου υπάρχουν- είναι των συγγραφέων. Την αποκλειστική ευθύνη για την ορθότητα της απόδοσης των κειμένων φέρει ο μεταφραστής.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Φασισμός – ένας δρόμος εξόδου από την κρίση;*

 

του Ρόλφ Μπέκερ

 

Που οδηγεί η σημερινή οικονομική κρίση; Μπορεί να λυθεί στα πλαίσια της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης πραγμάτων; Ποιες θα είναι οι πολιτικές της συνέπειες;

 

Το 1935 ο Μπέρτ[ολντ] Μπρεχτ ως αποτέλεσμα της τότε οικονομικής κρίσης σημειώνει: «Οι υποθέσεις του καπιταλισμού δεν μπορούν τώρα να γίνουν σε διάφορες χώρες (ο αριθμός τους αυξάνεται) χωρίς πλέον την ωμότητα. Μερικοί πιστεύουν ακόμη ότι αυτό θα γινόταν. Μια ματιά όμως στα βιβλία των λογαριασμών τους θα πείσει αργά ή γρήγορα για το αντίθετο. Αυτό είναι απλά ένα ζήτημα χρόνου» («Φασισμός και καπιταλισμός», Μεγάλη έκδοση Βερολίνου/Φρανκφούρτης [GBA] 22/105). Το φασιστικό καθεστώς στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, η άνοδος των φασιστικών κινημάτων σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες και ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος επιβεβαιώνουν τα λόγια του. Αυτό που κάποτε ο Μπρεχτ ονόμασε ως πολιτική συνέπεια της οικονομικής κρίσης, σήμερα συνοδεύει ήδη την κρίση ή μπορεί να προβλεφτεί ότι προηγείται της κρίσης –ανάλογα με το πώς χρονολογούμε την αρχή της: αν αυτή ξεκινά με την κρίση πετρελαίου το 1975 (και από τότε είναι κυκλικά ανοδική) ή αν αυτή ξεκινά με το «σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας» το 2008.

 

Διαφορετικά [απ΄ ό,τι ο Μπρεχτ], ο Δημητρώφ ερμήνευσε το ίδιο έτος, το 1935, το φασισμό ως «την ανοιχτή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των περισσότερο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ο Μπρεχτ αντίθετα ορίζει το φασισμό σαν «μια ιστορική φάση, στην οποία εισήλθε ο καπιταλισμός και από την άποψη αυτή κάτι το καινούργιο και ταυτόχρονα το παλιό». Αυτός «δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός». («Πέντε δυσκολίες στο γράψιμο της αλήθειας», GBA 22/74)[5]. Το ότι έτσι ο Μπρεχτ έθεσε υπό αμφισβήτηση την τεκμηρίωση της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου, αυτό είναι αναγκαίο να τονιστεί σε άλλο σημείο. Όπως αναδεικνύουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τονίζει [και] αυτός «το ζήτημα της ιδιοκτησίας, το οποίο ενδεχομένως να έχει πάρει επίσης περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη μορφή, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος». Το συμπέρασμά του: «Η μεγάλη αλήθεια της εποχής μας (που ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί πέρα για πέρα, αλλά και χωρίς τη συνειδητοποίησή της καμιά άλλη αλήθεια με βάρος δεν μπορεί να βρεθεί), είναι ότι η ήπειρός μας βυθίζεται στη βαρβαρότητα επειδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής διατηρείται με τη χρήση της βίας. Τι ωφελεί να γράφουμε με τόλμη, ότι η κατάσταση στην οποία βυθιζόμαστε είναι βάρβαρη (και είναι αλήθεια), όταν δεν λέμε καθαρά ποια είναι η αιτία που μας οδηγεί στην κατάσταση αυτή; Πρέπει να πούμε ότι γίνονται βασανισμοί, γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας». Ο Μπρεχτ, απευθυνόμενος σ΄ αυτούς που γράφουν, ζητά: «Για τις συνθήκες βαρβαρότητας που επικρατούν στη χώρα μας πρέπει να πούμε την αλήθεια, δηλαδή, ότι μπορεί να γίνει αυτό που θα εξαφανίσει αυτές τις συνθήκες, δηλαδή αυτό με το οποίο θα αλλάξουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας». Και κατονομάζει τους βασικούς παραλήπτες: «Επιπλέον, πρέπει να την πούμε σ΄ εκείνους, που υποφέρουν περισσότερο απ΄ όλους τους άλλους κάτω από το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας και που η μεταβολή του τους αφορά περισσότερο απ΄ όλους, δηλαδή στους εργάτες. Και σ΄ εκείνους που μπορούμε να τους φέρουμε για συμμάχους, γιατί κι εκείνοι δεν έχουν καμιά ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής [ΠΓ: «έστω κι αν συμμετέχουν στα κέρδη» -αυτό το τελευταίο παραλείπεται από τον Ρολφ Μπέκερ] (GBA 22/74).

 

Όταν ο Μπρεχτ το 1935 ζητούσε αυτό το πράγμα, το γερμανικό εργατικό κίνημα είχε ήδη συντριβεί. Γνώριζε ότι το μήνυμά του απ΄ την εξορία ελάχιστα θα μπορούσε να φτάσει σ΄ αυτό. Το μήνυμα αυτό απευθυνόταν σ΄ εκείνους που δεν υπέφεραν ακόμη απ΄ το φασιστικό καθεστώς, και επιπλέον σε μας που γεννηθήκαμε μετέπειτα: «Δεν θα θελα να θριαμβολογείτε: Η μήτρα απ΄ την οποία αυτός σύρθηκε είναι ακόμη γόνιμη» («Αλφαβητάριο πολέμου»). Περισσότερο απ΄ ό,τι η προειδοποίηση, ο ορισμός αυτός διατυπωμένος πριν την επίθεση της Γερμανίας στις χώρες της Ευρώπης και την Σοβιετική Ένωση –και πριν το Άουσβιτς, μας κάνει να σκεφτούμε: «Για να μπει στην αποφασιστική πάλη με το προλεταριάτο του, πρέπει ο καπιταλισμός να απαλλαχτεί ακόμη και απ΄ τους τελευταίους δισταγμούς του, να πετάξει από πάνω του και τις δικές του έννοιες, τη μια μετά την άλλη, ελευθερία, προσωπικότητα, τον ίδιο τον ανταγωνισμό. Έτσι εμφανίζεται για πρώτη φορά μια μεγάλη και επαναστατική ιδεολογία στην πιο κατώτερη μορφή πρόστυχης αγυρτείας, θρασύτατης δωροδοκίας, κτηνώδους δειλίας, ακριβώς στην φασιστική μορφή, στην τελική της πάλη, και ο πολίτης δεν εγκαταλείπει τον χώρο πάλης προτού αυτός πάρει την πιο βρώμικη μορφή εμφάνισης» (GBA 22/105).

 

Σημαντικά μου φαίνονται:

 

– Η σύνδεση της κριτικής στο φασισμό με την κριτική στον καπιταλισμό που κάνει ο Μπρεχτ και επομένως η σύνδεση με το ζήτημα της ιδιοκτησίας: «Πρέπει να πούμε ότι γίνονται βασανισμοί, γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας». Το Γκουαντάναμο και το Αμπού Γκρέϊμπ καθώς και όλα τα άλλα εργαστήρια ανάκρισης, οι μαρτυρίες των οποίων αξιολογούνται επίσης εδώ σ΄ αυτή τη χώρα, χρησιμεύουν –χωρίς ακόμη να μπορεί να γίνει λόγος περί φασιστικών σχέσεων- στα πλαίσια των «υπαρκτών» δημοκρατιών, στην εξασφάλιση των υπαρκτών σχέσεων κυριαρχίας.

 

– Η παρουσίαση της παρακμής των αξιών απ΄ τον Μπρεχτ: η «απαλλαγή» των κάποτε επαναστατικά αποκτημένων με αγώνες αξιών και εννοιών «όπως ελευθερία, δικαιοσύνη, προσωπικότητα, ο ίδιος ο ανταγωνισμός “προς όφελος” της πιο κατώτερης μορφής πρόστυχης αγυρτείας, της θρασύτατης δωροδοκίας, της κτηνώδους δειλίας». Και αυτό το βιώνουμε σήμερα, αλλά διαφορετικά απ΄ την εποχή που γράφτηκε το κείμενο του Μπρεχτ, όχι κάτω από φασιστικά, αλλά κάτω από –αν και αυξανόμενα περιορισμένες- δημοκρατικές σχέσεις. Τα ψέματα για την αιτιολόγηση του πρώτου επιθετικού πολέμου με την συμμετοχή τής από το 1989 «επανενωμένης» Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, η συχνότητα των περιπτώσεων διαφθοράς στην οικονομία και την πολιτική, η μείξη της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία, η επιδιωκόμενη δραστηριοποίηση της μπούντεσβερ [γερμανικού στρατού] στο εσωτερικό [της χώρας], οι ψεύτικες αιτιολογήσεις για τη δικαιολόγηση της μεταχείρισης των προσφύγων, και όχι τελευταία, αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται ως «Mainstream» [επικρατούσα τάση] και επιβάλλεται ως «κοινή γνώμη», μας παρακινούν τώρα ήδη, στα πλαίσια των ακόμη λειτουργικά ικανών αστικών δημοκρατιών, να αναλογιστούμε για τις «δυσκολίες κατά την γραφή (και έκφραση) της αλήθειας».

 

– Η υπόδειξη του Μπρεχτ προς τους παραλήπτες όλων εκείνων που κατανοούν: προς εκείνους οι οποίοι «υποφέρουν περισσότερο κάτω απ΄ τις σχέσεις ιδιοκτησίας», τον εργαζόμενο και άνεργο πληθυσμό. Παλιότερα είχαν απαγορευτεί ήδη στη Γερμανία όλα τα κόμματα και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, τα μέλη τους εξαναγκάστηκαν [να πάνε] στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο[6], το προσωπικό τους υποβιβάστηκε σε οπαδούς των επιχειρηματιών, τα ενεργά στελέχη τους καταδιώχτηκαν, κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Η εργατική τάξη σαν ιστορικό υποκείμενο το οποίο θα μπορούσε να αποφασίσει επαναστατικά για το ζήτημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», δεν υπήρχε πλέον μετά την χωρίς αγώνα ήττα το 1933. Έτσι όπως δεν υπάρχει επίσης αυτή και σήμερα. Περιστασιακά κινδυνεύουμε να αντιδράσουμε σ΄ αυτό το «όχι ακόμη», διστακτικά, με αμφιβολία, αν όχι και αρνητικά ενόψει των ασήμαντων εκτιμήσεων, να ξεπεραστεί η κυρίαρχη παθητικότητα κυρίως στον εργοστασιακό και συνδικαλιστικό τομέα, ας αφήσουμε δε το να αρχίσουμε τον αγώνα ενάντια στο Χαρτς 4[7] και την Ατζέντα 2010[8] –διαφορετικά απ΄ ό,τι κάνουν οι εργοστασιάρχες και η κυβέρνηση, οι οποίοι προετοιμάζονται για την παρακολούθηση των πολιτών μέχρι και την κινητοποίηση της μπούντεσβερ μέσα στην ίδια τους χώρα για την καταπίεση πιθανών αναταραχών. Όταν γίνεται λόγος για «αναγκαίους περιορισμούς» της δημοκρατίας, για να προστατευτεί και να διατηρηθεί τάχα η δημοκρατία που βρίσκεται σε κίνδυνο, ευνοείται στην πραγματικότητα η αστική ταξική κυριαρχία.

 

Στις 28 Φλεβάρη 1942, μετά από μια επίσκεψη του Λίον Φόϋχτβάνγκερ σε αυτόν, στη κοινή περίοδο της εξορίας τους στις ΗΠΑ, ο Μπρεχτ σημειώνει: «Η πιο αδιέξοδη απ΄ όλες τις τάξεις, η μικροαστική, εγκαθίσταται δικτατορικά στην πιο αδιέξοδη κατάσταση του καπιταλισμού. Η δικτατορία είναι φαινομενική μόνο καθόσον επιβάλλεται ανάμεσα στις τάξεις που εξακολουθούν να υπάρχουν. Έτσι το φυσικό (οικονομικό) βάρος της μεγαλοαστικής τάξης (Γιούνγκερμαν) επιτυγχάνεται οξυμένα και δεν κυβερνάται “με την έννοια” της μικροαστικής τάξης. Αυτή είναι μια τάξη υπηρετών, τάξη υπηρετών της γροθιάς, αλλά η γροθιά έχει μια σχετική αυτονομία. Η βιομηχανία αποκτά τον ιμπεριαλισμό της, αλλά πρέπει να τον πάρει, όπως αυτή τον αποκτά, τον χιτλερικό» (GBA 27/63).

 

Ο Μπρεχτ αναφέρει εδώ τρία σημαντικά κριτήρια για την κατάσταση της αστικής δημοκρατίας και τη φασιστική αντίληψη της εξουσίας: την μικροαστική τάξη, η οποία «εγκαθίσταται δικτατορικά», την «πιο αδιέξοδη κατάσταση του καπιταλισμού» και τη βιομηχανία, η οποία «πρέπει να πάρει τον ιμπεριαλισμό της, όπως αυτή τον αποκτά». Ο Μπρεχτ δεν αναφέρει πηγές τις οποίες συσχετίζει με αυτές τις παρατηρήσεις, αλλά πολλά δείχνουν ότι σ΄ αυτές ανήκουν, αυτά που έγραψε ο Μαρξ για την κατάσταση στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1848: «Έτσι λοιπόν η αστική τάξη με το να καταδικάζει σαν “σοσιαλιστικό” ό,τι προηγούμενα εξυμνούσε σαν “φιλελεύθερο”, ομολογεί πως το ίδιο το δικό της συμφέρον την προστάζει να απαλλαχτεί από τον κίνδυνο της αυτοκυβέρνησης, πως για να αποκαταστήσει την ησυχία στη χώρα πρέπει, πριν απ΄ όλα, να κάνει να ησυχάσει το αστικό της κοινοβούλιο, πως για να διατηρήσει ανέπαφη την κοινωνική της δύναμη, πρέπει να τσακίσει την πολιτική της δύναμη, πως οι ιδιώτες αστοί μπορούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις άλλες τάξεις και να απολαμβάνουν ανενόχλητα την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τη θρησκεία και την τάξη μόνο με τον όρο να καταδικαστεί η τάξη τους στην ίδια πολιτική εκμηδένιση με τις άλλες, πως για να σώσει το πουγκί της πρέπει να αρνηθεί το στέμμα και το ξίφος, που πρέπει να την υπερασπίζει, θα πρέπει να κρέμεται ταυτόχρονα σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από το κεφάλι της» (MEW, τόμ. 8, σ. 154).

 

Με άλλα λόγια, συσχετιζόμενα με την μεταβίβαση της εξουσίας στους Ναζί το 1933: Για να διατηρήσουν την οικονομική τους εξουσία, έπρεπε οι Γερμανοί επιχειρηματίες να εμπιστευτούν την πολιτική τους εξουσία στους φασίστες. Σχετικά μ΄ αυτό ο Άουγκουστ Τάλχαιμερ τεκμηρίωσε την ανάλυσή του για τον φασισμό στις αρχές τής τότε παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το 1929, στο «Ενάντια στο Ρεύμα», περιοδικό του KPD-Oposition [ΚΚ Γερμανίας-Αντιπολίτευση]: «Η κοινωνική κυριαρχία της μπουρζουαζίας έφτασε σε αντίφαση με την πολιτική της κυριαρχία. Προετοιμάζει την πολιτική της παραίτηση για να σώσει και να σταθεροποιήσει την ταξική κυριαρχία της. Η μπουρζουαζία διαισθάνεται σαφώς εκ των προτέρων, ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός εμφυλίου πολέμου. Αναγκαία γι΄ αυτό είναι η προετοιμασία ενός μεγάλου χεριού και μια οξεία πολιτική και κοινωνική κρίση. Σήμερα θα σήμαινε γι αυτήν κάτι τέτοιο “ένα άλμα στο σκοτάδι”. Και γι’ αυτό το ίδιο το άλμα απαιτείται ένας άλτης εκτός, πάνω ή μέσα στις γραμμές των πολιτικών του κοινοβουλίου. Ο δικτάτορας δεν είναι ακόμη εδώ. Αν όμως δημιουργηθούν οι συνθήκες –τότε θα βρεθεί κατά κάποιο τρόπο και κάπου το αναγκαίο πρόσωπο. Δεν χρειάζεται να είναι ούτε “ήρωας”, ούτε τίποτα το εξαιρετικό. Αν είναι έτοιμες οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες γι’ αυτό, αυτό αρκεί, όπως δείχνει η ιστορική πείρα, ο πιο πρόστυχος αχυράνθρωπος γι΄ αυτό (…). Έτσι λοιπόν ωριμάζει βήμα το βήμα η κρίση του κοινοβουλευτισμού στη Γερμανία, η οποία πρέπει να εκβάλλει γενικά σε μια κρίση της αστικής κυριαρχίας» («Ενάντια στο Ρεύμα»), 2ο έτος, αρ. 16).

 

Σήμερα δεν μπορεί να γίνει ακόμη λόγος για μια «πολιτική παραίτηση» των αστικο-κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων στα μεγάλα βιομηχανικά κράτη. Σίγουρα όμως [μπορεί να γίνει λόγος] για μια οικονομική και κοινωνική κρίση η οποία απειλεί να επεκταθεί σε μια πολιτική –«Γενικά, σε μια κρίση της αστικής κυριαρχίας». Η σύγχυση στις κοινοβουλευτικές αντιπροσωπεύσεις της κυρίαρχης τάξης μπορεί να «διαβαστεί» απ΄ τις αντιφατικές τους δηλώσεις –ανεξάρτητα απ΄ το αν είναι οι ΗΠΑ ή η Ευρώπη. Η σημερινή κρίση, η έκτασή τής οποίας δεν μπορεί ακόμη να «διαβαστεί», αφορά, διαφορετικά απ΄ ό,τι στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 1928-1933, όχι μόνο μερικά, αλλά όλα τα βιομηχανικά έθνη. Αν οι πολιτικοί όπως και τα μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για τις «παγκόσμιες επιδράσεις της κρίσης», [το κάνουν γιατί] έτσι αποφεύγουν απλά να την κατονομάσουν σαν κρίση του καπιταλισμού. Η μεταφορά των βαρών στους πληθυσμούς –ιδιωτικοποίηση των κερδών, κοινωνικοποίηση των μη υπολογίσιμων ακόμη απωλειών- αφορά όλα τα βιομηχανικά έθνη και επιπλέον τις λεγόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου οι οποίες εξαρτώνται από την παραγωγή πρώτων υλών. Εθνικοί ιδιαίτεροι δρόμοι, όπως αυτοί των δυνάμεων του άξονα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο υπό την ηγεμονία της Γερμανίας, φαίνεται παρά τις αυξανόμενες αντιφάσεις μεταξύ των καπιταλιστικών ηγεμονικών δυνάμεων, να έχουν αποκλειστεί –ακόμη και για τις ίδιες τις ΗΠΑ.

 

«Με ποιο τρόπο υπερβαίνει η μπουρζουαζία τις κρίσεις;». Η απάντηση από τους Μαρξ και Ένγκελς η οποία τέθηκε ως ερώτηση στο Κομμουνιστικό τους Μανιφέστο, είναι: «Αφενός, με την αναγκαστική καταστροφή ενός αριθμού παραγωγικών δυνάμεων αφετέρου, εκπορθώντας νέες αγορές και εκμεταλλευόμενη εντατικότερα τις παλιές. Κάνοντας τι δηλαδή; Ανοίγοντας το δρόμο σε κρίσεις περισσότερο ολόπλευρες και εκτεταμένες, και ελαχιστοποιώντας τα μέσα αποτροπής τους». Η «καταστροφή μιας μάζας παραγωγικών δυνάμεων» γίνεται αυτό το διάστημα καθημερινή εμπειρία. «Η εντατικότερη εκμετάλλευση παλιών αγορών» με τις αντίστοιχες συνέπειες για την κοινωνική θέση της μάζας του πληθυσμού δρομολογείται. Παρομοίως, η «κατάκτηση νέων αγορών» μέσω της συνέχισης των πολέμων –η περικύκλωση της Ρωσίας άρχισε ήδη με την εισβολή του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία.

 

Ακόμη κι αν το κεφάλαιο –διαφορετικά απ΄ ό,τι το 1933- δεν βρίσκεται μπροστά σε μια «αποφασιστική πάλη με το προλεταριάτο του», όπως γράφει ο Μπρεχτ στις σημειώσεις του «Η εξαίρεση και ο κανόνας» (1933), εξαρτάται απ΄ το ότι πρέπει να «δειχτεί, με ποιο τρόπο προωθεί αδιάκοπα την ταξική πάλη η τάξη που ιδιοποιείται, ακόμη κι εκεί όπου η τάξη που παράγει στο μεγαλύτερο μέρος της δεν παλεύει. Η τάξη που ιδιοποιείται ενεργεί σε όλες τις περιπτώσεις έτσι όπως την διατάζει η αναμονή της αντίστασης της τάξης που παράγει» (GBA 24/109). Η μείωση της σημασίας και η ανοχή σε φασιστικές ομαδούλες όπως το NPD [ΠΓ: «Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας» -ένα από τα πιο γνωστά νεοναζιστικά κόμματα] δεν πηγάζει ακόμη απ΄ την κρίση της αστικής κυριαρχίας, σίγουρα όμως από την περιστασιακή βερμπαλιστική σκέψη, να μπορέσουν κάποτε οι οπαδοί τους να οργανοποιήσουν την εξασφάλιση κυριαρχίας. Το γεγονός ότι οι φασίστες παρεμβαίνουν αυξητικά στα κοινωνικά φλέγοντα ζητήματα τα οποία θα πρεπε βασικά να παλεύονται από τα συνδικάτα, αυτό πολύ λίγο λαμβάνεται υπόψη. Ακόμη περισσότερο: Η παραπέρα παθητικότητα της εργατικής τάξης προσφέρει, διαφορετικά απ΄ ό,τι θέλουν να κάνουν πιστευτό οι αστοί ιδεολόγοι, όχι μόνο καμιά εγγύηση της τωρινής κοινωνικής τάξης [πραγμάτων], το αντίθετο: μόνο στηριγμένο πάνω στην παθητικότητα και τον αποπροσανατολισμό των μαζών, μπορεί να φτάσει ένα αντεπαναστατικό κίνημα προς την εξουσία. Η διέξοδος είναι, όπως και η αλήθεια, συγκεκριμένη: αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας! «Όποιος θέλει, ο κόσμος να μείνει, όπως είναι, δεν θέλει, αυτός να μείνει» (Έριχ Φριντ).

 

[ΠΓ: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ossietzky στις 13.02.2009]

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Πολιτική συμμαχιών ενάντια στο φασισμό**

 

Σκέψεις σχετικά με την διάλεξη του Ρολφ Μπέκερ κατά την διάσκεψη – Οσσίτσκυ (03.10.2008)

 

Του Κουρτ Γκόσβαϊλερ

 

Η διάλεξη δίνει αφορμή για πολλαπλή χαρά: αφενός εξαιτίας του πολύ δικαιολογημένου ζητήματος σχετικά με τις πολιτικές συνέπειες της τωρινής κρίσης και της ανεπιφύλακτης στηλίτευσης τής ήδη προχωρημένης αποδιοργάνωσης των αστικο-δημοκρατικών σχέσεων, επομένως της σαφούς δήλωσης για τον καπιταλισμό σαν γέννημα-θρέμα του φασισμού, κυρίως όμως εξαιτίας της προσωπικότητας που έκανε αυτή την διάλεξη: είναι ιδιαίτερα αξιόλογο το να ακούγονται και να διαβάζονται αυτά από ανθρώπους που ανήκουν στο σώμα των ηθοποιών. Αφετέρου, ως ιστορικός, δεν μπορώ να συμφωνήσω με όλες τις απόψεις που αφορούν στο φασισμό, τις οποίες απήγγειλε ο Ρολφ Μπέκερ.

 

Αυτό [ισχύει για παράδειγμα] όταν πιστεύει ότι μπορεί ή πρέπει να γίνει αντιπαράθεση του χαρακτηρισμού του φασισμού απ΄ τον Μπρεχτ, σαν πιο σωστό απ΄ τον πιο γνωστό ορισμό του Δημητρώφ: «Διαφορετικά [απ΄ ό,τι ο Μπρεχτ] ο Δημητρώφ ερμήνευσε το ίδιο έτος, το 1935, τον φασισμό ως «την ανοιχτή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των περισσότερο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου» Ο Μπρεχτ [αντίθετα] ορίζει τον φασισμό σαν «μια ιστορική φάση, στην οποία εισήλθε ο καπιταλισμός», και ότι μπορεί «να καταπολεμηθεί μόνο σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς και ο πιο δόλιος καπιταλισμός»… το ότι έτσι ο Μπρεχτ έθεσε υπό αμφισβήτηση την τεκμηρίωση της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου, αυτό είναι αναγκαίο να τονιστεί σε ένα άλλο σημείο. Όπως αποδεικνύουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τονίζει [και] αυτός το ζήτημα της ιδιοκτησίας, το οποίο ενδεχομένως να έχει πάρει επίσης περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη μορφή, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος».

 

Ο Ρολφ Μπέκερ βλέπει τη διαφορά στον χαρακτηρισμό του φασισμού από τον Δημητρώφ και τον Μπρεχτ, στο ότι ο Δημητρώφ ορίζει τον φασισμό σαν τη δικτατορία μόνο ενός μέρους της τάξης των καπιταλιστών, ενώ ο Μπρεχτ αντιθέτως, βλέπει στον φασισμό τη μορφή κυριαρχίας του καπιταλισμού σε μια νέα ιστορική φάση στην οποία έχει πλέον αυτός τώρα εισέλθει.

 

Ο Δημητρώφ αντιθέτως διαπιστώνει, ότι για το γκρέμισμα του φασισμού, οι δυνάμεις οι οποίες θέλουν την υπέρβαση του καπιταλισμού, δηλαδή, κυρίως οι κομμουνιστές και οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες [ΠΓ: υπενθυμίζουμε ότι η εισήγηση του Δημητρώφ παρουσιάστηκε το 1935, όταν την περίοδο εκείνη οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες είχαν μια διαφορετική πολιτική απ΄ ό,τι σήμερα], από μόνοι τους δεν αρκούν, αλλά ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί, αν συνεργαστούν όλοι οι αντίπαλοι του φασισμού και αναλάβουν μαζί την πάλη ενάντια στον κοινό εχθρό, τον φασισμό.

 

Πρότυπο γι αυτό αποτέλεσε το Λαϊκό Μέτωπο που σχηματίστηκε στη Γαλλία το 1934, το οποίο κατάφερε μια συντριπτική ήττα στους φασίστες σταυροφόρους. Ο Ρολφ Μπέκερ παραπέμπει στο «ότι ο Μπρεχτ… έθεσε υπό αμφισβήτηση την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου». Προς τούτο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι η θέση του Μπρεχτ είναι σωστή, ενώ εκείνη του Δημητρώφ την θεωρεί λαθεμένη. Αυτό μολαταύτα μείωσε αισθητά τη χαρά μου για την διάλεξή του, επειδή έπρεπε να αναρωτηθώ, για το αν ο Ρολφ Μπέκερ δεν έπρεπε να πει, ότι όποιος απορρίπτει την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, τότε θα πρέπει πρώτα να απορρίψει την αντιχιτλερική συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας –όπως βέβαια έκανε στην πράξη ο Άουγκουστ Τάλχαιμερ ο οποίος εκτιμάται απ΄ αυτόν.

 

Πόσο ακριβά θα πρεπε να είχαν πληρώσει οι λαοί και ολόκληρη η ανθρωπότητα που καταπιέστηκαν από τον φασισμό;!

 

Σε μένα –που βίωσα τα τέλη της δεκαετίας του ΄20 και τη δεκαετία του ΄30 και τις αντιπαραθέσεις στο KPD [Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας] και στον Σύνδεσμο της Νεολαίας του την σωστή γραμμή στη πάλη ενάντια στο φασισμό σαν νέος κομμουνιστής-, αντιλήφτηκα από μια διατύπωση προς το τέλος της διάλεξης του Ρολφ Μπέκερ, σε ποιο σημείο πρέπει να αναζητηθεί -για μένα κατ΄ αρχή ακατανόητη- η απόρριψη της θέσης του Δημητρώφ. Εκεί υπάρχει μια πρόταση η οποία αρχίζει έτσι: «Ακόμη κι αν το κεφάλαιο –διαφορετικά απ΄ ό,τι το 1933- δεν βρίσκεται μπροστά σε μια «αποφασιστική πάλη με το προλεταριάτο του…»

 

***

 

Ο φασισμός ως πρόληψη ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση;

 

Ο Ρολφ Μπέκερ πιστεύει λοιπόν, ότι το 1933 η γερμανική μπουρζουαζία απειλήθηκε με ανατροπή απ΄ την προλεταριακή επανάσταση, και για το λόγο αυτό εγκαθίδρυσε προληπτικά τη φασιστική δικτατορία.

 

Θα μπορούσε μάλιστα εδώ να στηριχτεί στις εκτιμήσεις της καθοδήγησης του KPD των ετών 1930-1935, καθώς επίσης και στην εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρώφ στο 7ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ).

 

Όσο περισσότερο οξυνόταν η κρίση, όσο μεγαλύτερες μάζες εργαζομένων αναζητούσαν ένα αντικαπιταλιστικό διέξοδο από την κρίση, τόσο περισσότερο ήταν πεπεισμένη η καθοδήγηση του KPD και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ότι ωρίμαζε η στιγμή η οποία θα έκανε δυνατό στο KPD να οδηγήσει αυτές τις μάζες στην επίθεση εφόδου ενάντια στο καπιταλισμό. Γι΄ αυτό επέμενε σταθερά, ότι ο επόμενος στόχος της πάλης τους θα πρεπε να είναι η Σοβιετική Γερμανία, επομένως η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη κάτω απ΄ την καθοδήγηση του KPD.

 

Στο ζήτημα, του ότι η κυρίαρχη τάξη θα φέρει στην εξουσία το φασισμό από φόβο προς την επανάσταση, έκανε λόγο επίσης ο Δημητρώφ στην εισήγησή του, όταν σημείωνε: «Οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι… επιδιώκουν να προλάβουν την άνοδο των δυνάμεων της επανάστασης με το τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος των εργατών και αγροτών και την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, τον προμαχώνα του παγκόσμιου προλεταριάτου. Γι΄ αυτό χρειάζονται το φασισμό».

 

Κι εγώ ήμουν κάποτε πεπεισμένος ότι η Γερμανία βρίσκεται μπροστά στην απόφαση: Σοβιετική Γερμανία ή φασισμός, και ότι ο φασισμός αποτελεί το τελευταίο όπλο της μπουρζουαζίας ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση. Και όπως το KPD και οι οργανώσεις της νεολαίας του –τότε ήμουν μέλος του Σοσιαλιστικού Συνδέσμου Μαθητών (SSB), της κομμουνιστικής μαθητικής οργάνωσης (η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την σοσιαλδημοκρατική μαθητική οργάνωση SSG, την Σοσιαλιστική Μαθητική Κοινότητα),- ήμουν πλήρως αισιόδοξος, ότι αυτή η πάλη θα τέλειωνε με την ίδρυση της Σοβιετικής Γερμανίας. Συμφωνούσα επομένως με την υπερτίμηση των δικών μας κομμουνιστικών δυνάμεων, οι οποίες τότε στην Κομμουνιστική Διεθνή και τα κόμματά της, ιδιαίτερα επίσης και στο KPD, που επικρατούσε, και με τις σεχταριστικές εσφαλμένες εκτιμήσεις, που οδήγησαν στην «Θέση περί σοσιαλφασισμού» απέναντι στην ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας. Η εσφαλμένη εκτίμηση του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και οι σεχταριστικές τους συνέπειες διήρκεσαν περισσότερο και από την [περίοδο] της ανόδου του φασισμού, και στα χρόνια μεταξύ 1933 μέχρι 1935 έγινε δυνατό να εκτοπιστούν μετά από σκληρή πάλη μέσα στην ΚΔ και στο KPD, και τελικά έγινε η υπέρβασή τους στο 7ο Παγκόσμιο Συνέδριο της ΚΔ και της Συνδιάσκεψης του KPD στις Βρυξέλλες, και οι δυό το 1935.

 

Ο Ρολφ Μπέκερ όμως επαναλαμβάνει με τη διατύπωσή του, ότι το 1933 το κεφάλαιο στη Γερμανία βρισκόταν «μπροστά σε μια αποφασιστική πάλη με το προλεταριάτο του», την εσφαλμένη εκτίμηση του υπαρκτού συσχετισμού δυνάμεων το 1932 από το KPD.

 

Μια νηφάλια παρατήρηση των εκλογικών αποτελεσμάτων για το 1930 και το 1932 κάνουν ωστόσο καθαρό, ότι το κεφάλαιο δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση επειδή δεν υπήρχαν γι΄ αυτό οι προϋποθέσεις.

 

Εκλογές στο Ράιχστακ[γερμανική βουλή] Σεπτέμβριος 1930 Νοέμβριος 1932
Υπέρ του φασισμού(NSDAP και DNVP) 8,8 εκατομμύρια 14,7 εκατομμύρια
Ενάντια στο φασισμό(KPD, SPD, Κέντρο, Dt. Dem. P.) 19,5 εκατομμύρια 18,8 εκατομμύρια
Υπέρ της Σοβιετικής Γερμανίας(KPD) 4,5 εκατομμύρια 5,9 εκατομμύρια
Ενάντια στη Σοβιετική Γερμανία(όλοι εκτός από το KPD) περίπου 30 εκατομμύρια περίπου 30 εκατομμύρια

 

——————————————-

 

[Σημείωση ΠΓ: NSDAP (NationalsozialistischeDeutscheArbeiterpartei = Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα). Είναι το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ.

 

DNVP (DeutschnationaleVolkspartei = Εθνικογερμανικό Λαϊκό Κόμμα). Συμμετείχε στο πραξικόπημα του Καπ. Η ιδεολογία του ήταν ένα κράμα κυρίως εθνικισμού, αντισημιτισμού, μοναρχικού συντηρητισμού κ.α.

 

KPD (Kommunistische Partei Deutschlands = ΚομμουνιστικόΚόμμαΓερμανίας)

 

SPD (Sozialdemokratische Partei Deutschlands = ΣοσιαλδημοκρατικόΚόμμαΓερμανίας)

 

Dt. Dem. P. ή DDP (Deutsche Demokratische Partei = ΓερμανικόΔημοκρατικόΚόμμα). Προσδιορίζεται σαν ένα φιλελεύθερο κόμμα. Λειτούργησε κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης]

 

——————————————-

 

Όχι, ενόψει αυτής της αδυναμίας των επαναστατικών δυνάμεων και της δύναμης των φασιστικών αποθεμάτων της μονοπωλιακής μπουρζουαζίας για την χρησιμοποίησή τους ενάντια σ΄ αυτές, η μονοπωλιακή μπουρζουαζία μπορούσε μάλιστα να επιθυμεί μια απόπειρα εξέγερσης, διότι θα της δινόταν η ευκαιρία για ένα συντριπτικό αντιχτύπημα.

 

Αυτό που φοβόταν πραγματικά το μονοπωλιακό κεφάλαιο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.

 

Κατά τις εκλογές για το Ράιχστακ, που έγιναν το Νοέμβριο του 1932, το NSDAP σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές για το Ράιχστακ, που έγιναν προηγουμένως –στις 31 Ιουλίου 1932- δεν αύξησε άλλο τις δυνάμεις του, αλλά πήρε 2 εκατομμύρια ψήφους λιγότερους, και από τα 13,7 εκατομμύρια πέφτει στα 11,7 εκατομμύρια ψήφους, και σε βουλευτές από τους 230 έπεσε στους 196.

 

Υπήρχε επομένως ο κίνδυνος, ότι αν διαλυόταν το Ράιχστακ και προκηρύσσονταν νέες εκλογές, η τάση αυτή θα μπορούσε να συνεχιστεί. Έτσι όμως το στρατηγικό σχέδιο των βασικών κύκλων της μονοπωλιακής μπουρζουαζίας, [δηλαδή] να επιτευχθεί ο χρονικά μακρύς μάταιος επιδιωκόμενος στόχος της εξουδετέρωσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να αντικατασταθεί από ένα καθεστώς ανεξάρτητο απ΄ το κοινοβούλιο με νόμιμο τρόπο, με μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία χάρη στις ψήφους του NSDAP, ακυρώθηκε.

 

***

 

Γερμανική μονοπωλιακή μπουρζουαζία και φασισμός

 

Η γερμανική μονοπωλιακή μπουρζουαζία από την επανάσταση του Νοέμβρη[9] και την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών[10], δεν έχασε ποτέ από τα μάτια της τον απώτερο στόχο, την ρεβάνς για την ήττα στον πόλεμο με τις «εχθρικές δυνάμεις» και την επανάσταση στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η πρώτη απόπειρα έγινε ήδη το 1920 με το πραξικόπημα του Καπ[11]. Η αποτυχία του χάρη στη μαζική ένοπλη αντίσταση της εργατικής τάξης έκανε την πλειοψηφία εκείνων οι οποίοι έπαιρναν τις αποφάσεις της κυρίαρχης τάξης, να καταλήξουν στο συμπέρασμα, ότι ο επιδιωκόμενος στόχος πιθανώς δεν θα πρεπε να αναζητηθεί πλέον με το δρόμο ενός βίαιου πραξικοπήματος, αλλά θα πρεπε να επιτευχθεί με τον νόμιμο, κοινοβουλευτικό δρόμο. Γι΄ αυτό όμως ήταν αναγκαία μια πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, και αυτήν υποσχόταν ότι θα την παρέχει το χιτλερικό κόμμα. Όταν τώρα το Νοέμβριο του 1932 το NSDAP αντί να αυξήσει τις δυνάμεις του υπέστη μια τέτοιου είδους απώλεια ψήφων, τους μονοπωλιστές υποκινητές τούς κατέλαβε πανικός.

 

Ένας από αυτούς ήταν ο τραπεζίτης Κουρτ Φράϊχερ φον Σρέντερ. Κατά την ανάκρισή του στη Δίκη της Νυρεμβέργης [που αφορούσε στην εταιρία] IG-Farben, έκανε στις 21 Ιουλίου 1947 για αυτόν και τους συνενόχους του [μια] δήλωση σχετικά με την ανακήρυξη του Χίτλερ σε καγκελάριο του Ράιχ:

 

«Όταν η κατάσταση στη Γερμανία με καγκελάριο τον Σλάιχερ[12] χειροτέρευσε παραπέρα στους τελευταίους μήνες του έτους 1932, ο Χίτλερ και ο Πάπεν[13] κατάλαβαν ότι θα ήταν πιο ευνοϊκό να κατέληγαν σε συνεργασία. Όταν είδα τον Πάπεν τον Δεκέμβριο μου είπε: “Πιστεύω ότι τώρα θα ήταν δυνατό να γίνει μια συνάντηση για να διαφωτιστούν τα επίμαχα σημεία. Πρέπει να βρούμε μια δυνατότητα συνεργασίας των δεξιών κομμάτων”. Αυτή είναι η προϊστορία της συνάντησης του Χίτλερ και του Πάπεν στο σπίτι μου. Στις 4 Ιανουαρίου 1933 συναντήθηκαν ο Χίτλερ, ο φον Πάπεν, ο Χες[14], ο Χίμλερ[15] και ο Κέπλερ[16] στο σπίτι μου στην Κολωνία…

 

Οι γενικές προσπάθειες των ανδρών της οικονομίας [ΠΓ: όταν ο Σρέντερ μιλά στην κατάθεσή του για «οικονομία» εννοεί τους κύκλους της μονοπωλιακής μπουρζουαζίας] σκόπευαν στο να βρεθεί ένας ισχυρός φύρερ στη Γερμανία, ο οποίος θα ερχόταν στην εξουσία και θα σχημάτιζε μια κυβέρνηση η οποία θα παρέμεινε στην εξουσία για μακρό χρονικό διάστημα. Όταν το NSDAP στις 6 Νοεμβρίου του 1932 δέχεται το πρώτο του [κοινοβουλευτικό] χτύπημα, υπερβαίνοντας επομένως έτσι το ανώτατο όριό του, έγινε ιδιαίτερα επείγουσα μια υποστήριξη από την γερμανική οικονομία.

 

Ένα κοινό συμφέρον της οικονομίας βρισκόταν στο φόβο για τον μπολσεβικισμό και την ελπίδα ότι οι εθνικοσοσιαλιστές –με μιας στην εξουσία- θα έθεταν μια σταθερή πολιτική και οικονομική βάση στη Γερμανία.

 

Ένα παραπέρα κοινό συμφέρον ήταν η επιθυμία να εφαρμοστεί το οικονομικό πρόγραμμα του Χίτλερ, μέσα στο οποίο υπήρχε ένα σημαντικό σημείο, ότι η ίδια η οικονομία θα πρεπε να κατευθυνθεί προς τη λύση των προβλημάτων που τίθενταν από την πολιτική ηγεσία … Παραπέρα, αναμενόταν μια άνθηση της οικονομικής κατάστασης [η οποία] θα γινόταν με μοίρασμα μεγάλων παραγγελιών από το κράτος.

 

Σ΄ αυτή την συνάφεια θα πρέπει να αναφερθεί: μια σχεδιασμένη αύξηση της γερμανικής βέρμαχτ [γερμανικός στρατός] από τον Χίτλερ από τους 100.000[17] στους 300.000 άνδρες, η οικοδόμηση εθνικών οδών,… παραγγελίες για την βελτίωση των συγκοινωνιών, ιδιαίτερα των σιδηροδρόμων, και η υποστήριξη τέτοιου είδους βιομηχανιών, όπως της κατασκευής αυτοκινήτων και αεροσκαφών, επομένως και οι βιομηχανίες που συνδέονται με αυτές. Ήταν γενικά γνωστό ότι ένα από τα πιο σημαντικά σημεία του προγράμματος του Χίτλερ ήταν η κατάργηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και η αποκατάσταση μιας ισχυρής Γερμανίας τόσο απ΄ την στρατιωτική όσο και από την οικονομική σκοπιά…

 

Το οικονομικό πρόγραμμα του Χίτλερ ήταν στην οικονομία γενικά γνωστό και χαιρετίστηκε από αυτήν» (Παρατίθεται σύμφωνα με την: Ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος, τόμ. 4, Βερολίνο 1966, σ. 604-607).

 

Με όλη τη σαφήνεια ο Σρέντερ εξέφρασε την άποψη ότι αυτοί φοβήθηκαν μια αποσύνθεση του NSDAP αν η πραγματοποίηση του «Προγράμματος του Χίτλερ», -το οποίο δεν ήταν τίποτα άλλο απ΄ το δικό τους πρόγραμμα για ρεβάνς μέσα και έξω από τη χώρα- θα γινόταν αδύνατη για μακρύ χρονικό διάστημα, αν όχι για πάντα, την οποία [πραγματοποίηση] έβλεπαν ότι ήταν πολύ κοντά. Σ΄ αυτή την περίπτωση υπήρχε η απειλή για ένα πισωγύρισμα στη μισητή κοινοβουλευτική δημοκρατία και την επιστροφή στον ήδη ξεπερασμένο εξαναγκασμό για συλλογικές διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα υπό την προεδρική δικτατορία των καγκελάριων Μπρύνιγκ[18] και Πάπεν, αντί της ήδη επιτευχθείσας υπαγόρευσης των μισθών από τους επιχειρηματίες με την επικύρωση του κράτους.

 

Αυτό –και όχι μια επανάσταση- ήταν που φοβήθηκε η μονοπωλιακή μπουρζουαζία και σε κάθε περίπτωση ήταν αποφασισμένη να μην το επιτρέψει. Οι κενολογίες του Σρέντερ για «φόβο από τον μπολσεβικισμό» λάμβαναν υπόψη τους προφανώς τη συμπάθεια για μια αντικομουνιστική, αντισοβιετική στάση των Αμερικανών κατηγόρων. Για έναν φόβο από μια «μπολσεβίκικη κατάκτηση της εξουσίας» στη Γερμανία, δεν χρειαζόταν και δεν μπορούσε, όπως δείχτηκε, να γίνει λόγος απ΄ την γερμανική κυρίαρχη τάξη το 1932/33. Σίγουρα όμως [θα μπορούσε να γίνει λόγος] για την ανησυχία περί σχεδιασμένης κατάκτησης «ζωτικού χώρου στην Ανατολή», στην Πολωνία και κυρίως στη Σοβιετική Ένωση, που περιέγραφε ο Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο αγών μου». Η κατάκτηση αυτή θα πρεπε επίσης να ξεχαστεί.

 

Όχι ο φόβος για επανάσταση, αλλά η μεγάλη πείνα για έναν πόλεμο-ρεβάνς, για το δεύτερο άδραγμα για την παγκόσμια εξουσία, για τον κατακτητικό και καταστρεπτικό πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, ήταν αυτά που ώθησαν τη γερμανική μονοπωλιακή μπουρζουαζία να εγκαθιδρύσει τη φασιστική δικτατορία.

 

Αυτόν τον παράγοντα όμως –γίνεται εδώ η παρεμβολή- δεν τον παρέβλεψε ο Δημητρώφ στην εισήγησή του, λέγοντας απλά (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω), ότι η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία χρειάζεται το φασισμό επίσης για την προετοιμασία της στρατιωτικής επίθεσης ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

 

Προϋπόθεση γι΄ αυτό όμως ήταν ότι μπήκαν στην άκρη το γρηγορότερο δυνατό όλοι οι αγώνες συμφερόντων των διάφορων ομάδων της μονοπωλιακής μπουρζουαζίας και ότι έγινε μια γρήγορη συμφωνία για τη μεταβίβαση της εξουσίας στο κόμμα του Χίτλερ. Αυτό συνέβηκε κατά την συνάντηση στον Σρέντερ στις 4 Ιανουαρίου όπως επίσης σε μερικές παραπέρα συναντήσεις πριν τις 30 Ιανουαρίου 1933.

 

Αυτά σε ό,τι αφορά τη σωστή τοποθέτηση της αντίληψης [εκείνης] η οποία είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένη, την οποία εξέφρασε ο Μπέκερ με λόγια, ότι [δηλαδή] στη Γερμανία το κεφάλαιο βρισκόταν σε μια αποφασιστική πάλη με το προλεταριάτο του το 1933, και για το λόγο αυτό προληπτικά εγκαθίδρυσε τη φασιστική δικτατορία.

 

Σωστό είναι και παραμένει φυσικά, ότι μια ρίζα του φασισμού ως μια νέα μορφή κυριαρχίας του κεφαλαίου τον 20ο αιώνα, προσπαθούσε να εκμηδενίσει το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος που προέκυψε από τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης, να καταπιέσει και να εξοντώσει όλες τις κομμουνιστικές οργανώσεις.

 

***

 

Ο ιμπεριαλισμός σαν ρίζα του φασισμού

 

Όμως αυτή είναι μόνο η μια ρίζα. Η άλλη βρίσκεται στη μετάβαση από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού προς τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στον ιμπεριαλισμό.

 

Στην ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό ο Λένιν καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι «στις ιδιαιτερότητες του ιμπεριαλισμού (ανήκει) η αντίδραση σε όλη τη γραμμή». «Ο ιμπεριαλισμός», γράφει παραπέρα στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία».

 

Η τάση του ιμπεριαλισμού για αντίδραση και βία έχει επομένως μια διπλή ρίζα –αυτή βρίσκεται αφενός στη φύση του, στην επιθετική τάση του για επέκταση της απεριόριστης κυριαρχίας του, αφετέρου αυτή πολλαπλασιάζεται συνεπεία της απειλής τής κυριαρχίας του απ΄ το επαναστατικό εργατικό κίνημα.

 

Αυτή τη διπλή ρίζα της τάσης για βία του χρηματιστικού κεφαλαίου, την περιέγραψε ήδη ο Ρούντολφ Χίλφερτιγκ στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ήταν ακόμη μαρξιστής, στο έργο του «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» που εκδόθηκε το 1910, το οποίο εκτιμήθηκε απ΄ τον Λένιν σαν μια «εξαιρετικά πολύτιμη θεωρητική ανάλυση».

 

Ο Χίλφερτιγκ γράφει σ΄ αυτό το έργο: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν θέλει ελευθερία, αλλά κυριαρχία… Για να διατηρήσει και να μεγαλώσει την υπερεξουσία του χρειάζεται το κράτος… Χρειάζεται ένα πολικά ισχυρό κράτος, το οποίο… δεν θα έχει ανάγκη να λαμβάνει υπόψη του τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα άλλων κρατών,… ένα κράτος που θα είναι σε θέση να μετατρέπει όλο τον κόσμο σε σφαίρες εναπόθεσης για το χρηματιστικό του κεφάλαιο. Το χρηματιστικό κεφάλαιο χρειάζεται επιτέλους ένα κράτος που θα είναι αρκετά ισχυρό για να κάνει επεκτατική πολιτική και να είναι σε θέση να προσαρτά νέες αποικίες… Έτσι η πολιτική εξουσία μετατρέπεται χωρίς κάθε φραγμό σε απαίτηση του χρηματιστικού καπιταλισμού…

 

Ταυτόχρονα η αυξητική δύναμη των εργατών ενισχύει την τάση του κεφαλαίου να δυναμώνει ακόμη παραπέρα η κρατική εξουσία σαν ασφάλεια ενάντια στις προλεταριακές διεκδικήσεις».

 

(Όλες οι παραθέσεις του Λένιν και του Χίλφερτιγκ μπορούν να βρεθούν με τις πηγές στο: Κουρτ Γκόσβαιλερ, Άρθρα για το φασισμό, 2 τόμοι, εκδ. Pahl-Rugenstein, Κολωνία 1988, τόμ. ΙΙ, σ. 580/81, άρθρο «Πηγές και παραλλαγές του φασισμού»).

 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η κυρίαρχη τάξη των φασιστικών κρατών δεν χρειάζεται να επεμβαίνει παντού για τους ίδιους λόγους, για την απόκρουση μιας απειλητικής προλεταριακής επανάστασης, για την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας.

 

Για τα φασιστικά καθεστώτα τα οποία δημιουργήθηκαν στις δεκαετίες της επαναστατικής μεταπολεμικής κρίσης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όπως στην Ουγγαρία με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Χόρτυ και στην Ιταλία με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μουσολίνι –αυτό αληθεύει.

 

Το 1933 όμως ο κόσμος του ιμπεριαλισμού δεν βρισκόταν πλέον σε μια μεταπολεμική, αλλά σε μια προπολεμική περίοδο, και για την ιμπεριαλιστική γερμανική μπουρζουαζία επρόκειτο για τη δημιουργία των εσωτερικών και εξωτερικών συνθηκών για έναν επιτυχημένο δεύτερο πόλεμο για παγκόσμια εξουσία.

 

***

 

Ποιος κυριαρχεί στο φασισμό;

 

Ακόμη μια δεύτερη αναφορά στη διάλεξη του Ρολφ Μπέκερ προκάλεσε την αντίρρησή μου ως ιστορικού, η αναφορά ότι: «Για να διατηρήσουν την οικονομική τους εξουσία, έπρεπε οι Γερμανοί επιχειρηματίες να εμπιστευτούν την πολιτική τους εξουσία στους φασίστες»

 

Ο Ρολφ Μπέκερ παρακινήθηκε σ΄ αυτή την άποψη, όπως αναφέρει ο ίδιος, μεταξύ των άλλων από τον Άουγκουστ Τάλχαιμερ. «Πάνω σ΄ αυτό ο Άουγκουστ Τάλχαιμερ, ο οποίος λαμβάνει ως βάση αυτή την πορεία σκέψης της ανάλυσής του για το φασισμό στις αρχές τής τότε παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 1929… Η κοινωνική κυριαρχία της μπουρζουαζίας έφθασε σε αντίφαση με την πολιτική της κυριαρχία. Προετοιμάζει την πολιτική της παραίτηση για να σώσει και να σταθεροποιήσει την ταξική της κυριαρχία».

 

Ο Ρολφ Μπέκερ ακολουθεί επομένως τον Τάλχαιμερ, ο οποίος με τη σειρά του στηρίζεται στη θεωρία του για το φασισμό, στον χαρακτηρισμό που δίνει ο Μαρξ περί βοναπαρτισμού –της κυριαρχίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα- στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη».

 

Ο Τάλχάιμερ πίστευε ότι στο φασισμό μπορεί να βρεθεί μια αντίστοιχη δομή κυριαρχίας όπως αυτή στο βοναπαρτισμό. Στο σύγγραμμά του «Περί φασισμού», υπάρχει για αυτόν ένας κοινός παρονομαστής βοναπαρτισμού και φασισμού, ότι οι δυό τους αποτελούν μια ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου, αλλά και οι δυό έχουν μια κοινή ασυνήθιστη μορφή:

 

«Η μορφή εμφάνισής τους είναι η αυτονόμηση της εκτελεστικής εξουσίας, η εκμηδένιση της πολιτικής κυριαρχίας της μπουρζουαζίας και η πολιτική υποταγή όλων των άλλων τάξεων της κοινωνίας κάτω απ΄ την εκτελεστική εξουσία. Το κοινωνικό ή το ταξικό περιεχόμενό της όμως είναι η κυριαρχία της μπουρζουαζίας και των ατομικών ιδιοκτητών πάνω στην εργατική τάξη και τα άλλα καπιταλιστικά εκμεταλλευόμενα στρώματα» (Παράθεση απ΄ το : «Φασισμός και καπιταλισμός. Θεωρίες για την κοινωνική προέλευση και τη λειτουργία του φασισμού», εκδ. από τον Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ, Φρανκφούρτη/Μ., 1967, σ. 28,31. Η υπογράμμιση από τον Κουρτ Γκόσβαιλερ).

 

Αυτό σημαίνει -για τον Τάλχαιμερ-, επομένως και για τον Μπέκερ-, ότι στη χιτλερική Γερμανία η εξουσία ήταν μοιρασμένη σε οικονομική εξουσία την οποία κατείχε η μπουρζουαζία, και πολιτική εξουσία την οποία παρέδωσε η μπουρζουαζία στους φασίστες –ταξικά αν ειδωθεί επομένως στη μικροαστική τάξη.

 

Έτσι –για τον Τάλχαιμερ και για τον Μπέκερ- ο φασισμός είναι μια δικτατορία στην οποία η πολιτική κυριαρχία βρίσκεται στην «αυτονομημένη εκτελεστική εξουσία», επομένως στη φασιστική μικροαστική τάξη, η μπουρζουαζία αντιθέτως κατέχει μόνο την οικονομική κυριαρχία.

 

Για να γίνει αντιληπτό καθαρά –η μπουρζουαζία σαν σύνολο, όχι μόνο για παράδειγμα η μονοπωλιακή μπουρζουαζία, αλλά η «μπουρζουαζία» απ΄ τον μικρό ιδιώτη επιχειρηματία μέχρι τον Κρουπ, τον Τύσσεν και τον Αμπς!

 

Δεν πρέπει να είναι σαφές, ότι ένας τέτοιου είδους χαρακτηρισμός των οικονομικά κυριάρχων στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δεν έχει καμιά σχέση με την οικονομική πραγματικότητα, και ότι όποιος το θεωρεί σημαντικότερο σε σχέση με τον περιορισμό του φασισμού των οικονομικά (και πολιτικά) κυριάρχων πάνω στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, και μάλιστα πάνω στα «πιο αντιδραστικά, τα πιο επιθετικά και ιμπεριαλιστικά στοιχεία», αποδεικνύει έτσι ότι δυστυχώς έχει άγνοια των πραγματικών σχέσεων;

 

(Σ΄ αυτό το σημείο θα θελα να σημειώσω ότι ο χαρακτηρισμός του φασισμού στην εξουσία που δόθηκε από τον Δημητρώφ στην εισήγησή του στο 7ο Συνέδριο της Κ.Δ., χαρακτηρίζεται συνήθως ως «Δημητρωφικός ορισμός του φασισμού». Ο Δημητρώφ όμως τον πήρε απ΄ τις Θέσεις της 13ης Ολομέλειας της ΕΕΚΔ (Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς), η οποία συνεδρίασε τον Δεκέμβρη του 1933. (βλ: Η Κομμουνιστική Διεθνής (Επιλογή ντοκουμέντων και ομιλιών από το 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο μέχρι τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1929-1943), εκδόθηκε από την Ανώτατη Κομματική Σχολή Καρλ Μαρξ στην ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (SED) [ΠΓ: εννοείται εδώ το Κομμουνιστικό Κόμμα της πρώην ΛΔ Γερμανίας], Βερολίνο, Ιανουάριος 1956, σ. 266).

 

Η πολιτικά κυρίαρχη τάξη, όμως, αντιστοίχως στρώμα, στο «Τρίτο Ράιχ» ήταν κατά τον Τάλχαιμερ και τον Μπέκερ η μικροαστική τάξη!

 

Η μικροαστική τάξη για την οποία ο Λένιν το 1921 έγραφε: «Όλες οι προσπάθειες της μικροαστικής τάξης γενικά και των αγροτών ιδιαίτερα, να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους, να διευθύνουν την οικονομία και την πολιτική σύμφωνα με τη θέλησή τους, τέλειωναν με ένα φιάσκο. Είτε κάτω απ΄ την ηγεμονία του προλεταριάτου είτε κάτω απ΄ την ηγεμονία των καπιταλιστών –κάτι το ενδιάμεσο δεν υπάρχει…

 

Από αυτά τα βασικά οικονομικά γεγονότα προκύπτει επίσης, για ποιο λόγο η δύναμη αυτή δεν είναι σε θέση να επιβληθεί η ίδια και για ποιο λόγο οι προσπάθειες να το πράξει αυτό,… τέλειωναν διαρκώς με ένα φιάσκο. Εφόσον το προλεταριάτο δεν κατορθώνει να ηγεμονεύσει της επανάστασης, η δύναμη αυτή θα τίθεται διαρκώς κάτω απ΄ την ηγεμονία της μπουρζουαζίας» (Λένιν, Έργα, τόμ. 32, σ. 285/86).

 

Στις θεωρίες για το φασισμό οι οποίες κηρύσσουν τη μικροαστική τάξη σε δημιουργό του φασισμού και σε κυρίαρχη τάξη του φασισμού ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία, ανήκει και η θεωρία περί φασισμού του Τάλχαιμερ, το λιγότερο με το μέρος [εκείνο] που κηρύσσει τη μικροαστική τάξη σε φορέα της πολιτικής εξουσίας στον φασισμό.

 

Ο δηκτικός χλευασμός με τον οποίο εξετάζει ο σοσιαλιστής ιστορικός Άρθουρ Ρόζενμπεργκ τις μικροαστικές θεωρίες, αφορά επομένως και αυτό το τμήμα [της θεωρίας] του Τάλχαιμερ. Ο Ρόζενμπεργκ γράφει στο βιβλίο του «Ο φασισμός σαν μαζικό κίνημα» (Κάρλσμπατ 1934, παρατίθεται στο Κουρτ Γκόσβαιλερ, Άρθρα για το φασισμό, τόμ. ΙΙ, σ. 407): «Οι ερασιτέχνες της κοινωνιολογίας εύρισκαν τις περισσότερες φορές ότι οι μικροαστοί θα ήταν εκείνη η μυστηριώδης τάξη με τη βοήθεια της οποίας ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνίστηκαν για να κατακτήσουν τις νίκες τους. Ο έμπορος λαχανικών Φριτς Σούλτσε ανυψώθηκε σε [ένα] διαβολικό μέγεθος. Με το ένα χέρι κρατά [προς τα] κάτω το προλεταριάτο και με το άλλο τον καπιταλισμό… Το ότι οι μικροαστοί σαν τάξη [όπως λέγεται] κατέκτησαν τη Γερμανία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Αυστρία και μισή ντουζίνα ακόμη άλλων χωρών, και ότι ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται σε κίνδυνο να γίνει «μικροαστικός», αυτό είναι κάτι το μοναδικό».

 

Όχι, η πολιτική της κυβέρνησης του Χίτλερ δεν ήταν προφανώς –όπως θέλουν διαρκώς να μας κάνουν να πιστεύουμε οι μικροαστικές θεωρίες και ένας Γκουίντο Κνοπ[19] στην τηλεόραση,- η πολιτική ενός Χίτλερ, αλλά η πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού, για την ακρίβεια –των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών κύκλων του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου.

 

Οι κύκλοι αυτοί ποτέ δεν σκέφτηκαν να παραιτηθούν πολιτικά, όπως ισχυρίζεται η θεωρία του Ταλχαιμερ, αλλά παρέδωσαν την κυβέρνηση στους φασίστες επειδή ήταν σίγουροι ότι οι στόχοι τους έγιναν και δικοί τους και για την επίτευξή τους ανελέητα και αδίστακτα δεν θα δίσταζαν ακόμη και [στη χρήση] εγκληματικών μέσων για τη διεξαγωγή πολέμου μέσα και έξω [από τη χώρα].

 

Σε αυτό δεν έσφαλαν όσο διάστημα οι γερμανικές στρατιές βρίσκονταν στο δρόμο προς τη νίκη.

 

***

 

Οι φασίστες και οι εντολείς τους ενόψει της ήττας

 

Αυτό όμως άλλαξε ριζικά όταν η κατοχή της Γερμανίας από τα στρατεύματα των συμμάχων ήταν απλώς ζήτημα εβδομάδων και ημερών. Σ΄ αυτή την κατάσταση το ζήτημα της συμφωνίας συμφερόντων μεταξύ των εντολέων –το μονοπωλιακό κεφάλαιο- και τον «φύρερ» τους έφτασε στο τέλος.

 

Για τον Χίτλερ, τον Γκέριγκ, τον Γκέμπελς κτλ, το μέλλον πρόσφερε γι΄ αυτούς μόνο την προοπτική για ένα τέλος στην κρεμάλα. Εντελώς διαφορετικά έβλεπαν οι «κύριοι της οικονομίας» την προοπτική τους για το μέλλον. Αυτοί είχαν ήδη υποστεί κάποτε μια ήττα –και παρόλα αυτά οι επιχειρήσεις τους μετέπειτα, σε μικρό χρονικό διάστημα έγιναν οι ισχυρότερες της Ευρώπης. Γι΄ αυτούς η ήττα δεν σήμαινε το τέλος, αλλά προφανώς το αφετηριακό σημείο για μια νέα αρχή. Συνεπώς, ενδιαφέρονταν να διατηρηθούν όσο ήταν δυνατό οι επιχειρήσεις τους και η οικονομική δύναμη της Γερμανίας.

 

Η βασική φροντίδα γι΄ αυτό το ζήτημα έγινε τώρα το κύριο καθήκον του Άλμπερτ Σπέερ.

 

Στο μηχανισμό εξουσίας της φασιστικής Γερμανίας ο Σπέερ ως υπουργός Εξοπλισμών ήταν ο έμπιστος άνδρας της «οικονομίας». Αν μέχρι τότε φροντίδα του ήταν να διοργανώνει τη συνολική οικονομία με στόχο την εξασφάλιση της επιτυχίας του δεύτερου γύρου του πολέμου για παγκόσμια εξουσία, τώρα έβλεπε ως καθήκον του να εμποδίσει την πραγματοποίηση των αρκετά καλά γνωστών σε αυτόν επιδιώξεων του Χίτλερ και των άλλων ναζιστών αρχηγών, στη περίπτωση της πτώσης τους να καταστρέψουν ολόκληρη τη Γερμανία αφήνοντας πίσω τους ένα πεδίο από συντρίμμια.

 

Με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1945, ο Σπέερ συνέταξε ένα υπόμνημα «Οικονομική κατάσταση Μαρτίου-Απριλίου 1945 και συμπεράσματα», το οποίο παρέδωσε στον Χίτλερ στις 19 Μαρτίου.

 

Σ΄ αυτό το υπόμνημα ο Σπέερ δήλωνε ότι ο πόλεμος έχει χαθεί και ότι οι παραπέρα καταστροφές θα ήταν εγκληματικές.

 

Κατά λέξη το υπόμνημα έχει ως εξής:

 

«Για το τμήμα της γερμανικής παραγωγής και των συγκοινωνιών που είμαι υπεύθυνος δίνονται οι παρακάτω οδηγίες:

 

1. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όταν παρουσιάζεται παραπέρα η πάλη στο έδαφος του Ράιχ, δεν είναι κανένας εξουσιοδοτημένος να καταστρέφει βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ανθρακωρυχεία, εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες εγκαταστάσεις εφοδιασμού, όπως επίσης συγκοινωνιακές εγκαταστάσεις, εσωτερικές πλωτές οδούς κτλ….

 

2. … Με μια αυστηρή διαταγή πρέπει να εξασφαλιστεί, ότι τόσο η βέρμαχτ όσο και το κόμμα, συμπεριλαμβανομένου του φόλκσστουρμ[20], δεν έχουν το δικαίωμα να καταστρέφουν στην ίδια τη χώρα κατά βούληση τις γέφυρες…

 

4. … Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα σ΄ αυτό το στάδιο του πολέμου να προβαίνουμε σε καταστροφές οι οποίες θα μπορούσαν να στοιχήσουν τη ζωή του λαού. …

 

Είμαστε υποχρεωμένοι να αφήσουμε στο λαό όλες τις δυνατότητες οι οποίες θα μπορούσαν στο μακρινό μέλλον να του εξασφαλίσουν ξανά μια νέα ανοικοδόμηση».

 

Όπου ο Σπέερ κάνει λόγο για «λαό», δεν εννοούσε φυσικά το λαό –αυτός του ήταν αδιάφορος, όσο και για κείνους τους οποίους εκπροσωπούσε. Αυτό που εννοούσε ήταν φυσικά: «Είμαστε υποχρεωμένοι να αφήσουμε στους Γερμανούς επιχειρηματίες όλες τις δυνατότητες, οι οποίες στο μακρινό μέλλον θα κάνουν ξανά σ΄ αυτούς δυνατή μια νέα άνοδο».

 

Στο υπόμνημα επισυνάπτονταν μια σειρά από συνημμένα, μεταξύ αυτών και σχέδια για δυό «διατάγματα του φύρερ», με τα οποία θα έπρεπε να απαγορευτεί η καταστροφή συγκοινωνιακών εγκαταστάσεων, γεφυρών, βιομηχανικών εγκαταστάσεων, και μέσω μερικών [άλλων εγγράφων] αφετέρου να μεταβιβαστεί η ευθύνη για «παραλύσεις» στη βιομηχανία αποκλειστικά στον υπουργό Εξοπλισμών. Όπως αναφέρθηκε, ο Σπέερ παρέδωσε στον Χίτλερ το υπόμνημα στις 19 Μαρτίου.

 

***

 

Η αντιπαράθεση γύρω από τη «Διαταγή-Νέρωνας»

 

Αυτός αποχαιρέτησε τον Σπέερ –χωρίς να διαβάσει το υπόμνημα, με λόγια όμως, τα οποία προφανώς ήταν η απάντηση του Χίτλερ σ΄ αυτά που ο Σπέερ του είπε στη συνομιλία: «Αν χαθεί ο πόλεμος, τότε θα χαθεί και ο λαός. Δεν είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη τα θεμέλια που χρειάζεται ο γερμανικός λαός για την πρωτόγονη συνέχιση της ζωής του. Επειδή ο λαός αποδείχτηκε αδύναμος, και στον λαό της Ανατολής ανήκει αποκλειστικά το μέλλον. Αυτό που θα μείνει από αυτή την πάλη, είναι ούτως ή άλλως μόνο οι κατώτεροι (Minderwertige) [άνθρωποι κατώτερης αξίας] επειδή οι καλοί έπεσαν!» (Μια παρατήρηση παρεμπιπτόντως: αυτά τα «λόγια του Χίτλερ» βρίσκονται σε κάθε σχολικό βιβλίο που πραγματεύεται το «Τρίτο Ράιχ» και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ώστε να πληροφορηθούν όλοι οι έφηβοι από νωρίς τι πρέπει να κρατηθεί από την δοξασία του Χίτλερ και του πολέμου του σαν «πολέμου για την ισότητα και το μεγαλείο του γερμανικού λαού» μέσω των νεοναζί και των άλλων αντιδραστικών!).

 

Ο Χίτλερ δεν έμεινε στα λόγια, αλλά την ίδια μέρα, στις 19 Μαρτίου 1945, διέταξε την ολοκληρωτική καταστροφή της Γερμανίας. Σ΄ αυτήν –η οποία έμεινε στην ιστορία σαν «Διαταγή-Νέρωνας»[20] -η διαταγή του Χίτλερ έλεγε:

 

«1. Να καταστραφούν όλες οι στρατιωτικές, συγκοινωνιακές και τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις και οι εγκαταστάσεις εφοδιασμού καθώς και οι υλικές αξίες μέσα στο έδαφος του Ράιχ, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά κάποιο τρόπο αμέσως ή σε προβλεπόμενο χρόνο από τον εχθρό για τη συνέχιση της πάλης του.

 

2. Υπεύθυνοι για την πραγματοποίηση αυτής της καταστροφής είναι οι στρατιωτικές διοικήσεις για όλα τα στρατιωτικά αντικείμενα συμπεριλαμβανομένου των συγκοινωνιακών και τηλεπικοινωνιακών εγκαταστάσεων, οι γκάουλαιτερ και οι κομισάριοι για την άμυνα του Ράιχ για όλες τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και τις εγκαταστάσεις εφοδιασμού καθώς και τις υπόλοιπες υλικές αξίες. Στους γκάουλαιτερ και στους κομισάριους για την άμυνα του Ράιχ να τους δοθεί η αναγκαία βοήθεια για την εκτέλεση των καθηκόντων τους απ΄ την στρατιωτική μονάδα.

 

3. Η διαταγή αυτή να γίνει γνωστή όσο το δυνατό πιο γρήγορα σε όλους τους αρχηγούς των στρατιωτικών μονάδων. Εντολές που αντίκεινται [στην παραπάνω] ακυρώνονται».

 

Σ΄ αυτή τη διαταγή καταστροφής δεν εμφανίζονταν καθόλου το υπουργείο Εξοπλισμών και η οργάνωσή του [υπεύθυνη] για τον εξοπλισμό της οικονομίας. Ο Χίτλερ ήθελε να κάνει αδύνατη κάθε επιρροή τού Σπέερ για τα περαιτέρω μέτρα. Αυτή η διαταγή καταστροφής του Χίτλερ ήταν η απάντησή του στο υπόμνημα του Σπέερ για απαγόρευση της καταστροφής. Τις επόμενες μέρες και βδομάδες [ο Σπέερ] ήταν ολοκληρωτικά απασχολημένος ταξιδεύοντας σ΄ όλη τη χώρα και συνεδριάζοντας με εκπροσώπους της βιομηχανίας, με στρατιωτικούς, με εξουσιοδοτημένους στον εξοπλισμό, μάλιστα και με γκάουλαιτερ, για να τους κερδίσει ώστε να μην εφαρμόσουν την «Διαταγή-Νέρωνας», κάτι που εν μέρει επιτεύχθηκε.

 

Οι μέρες μέχρι τα τέλη του μηνός Μαρτίου ήταν μ΄ αυτό τον τρόπο γεμάτες, με μια πάλη μεταξύ Σπέερ και Χίτλερ για την εμπόδιση, ή αντιστοίχως, την εφαρμογή τής διαταγής για καταστροφή. Η πάλη αυτή τέλειωσε τη νύχτα από την 29η προς την 30η Μαρτίου με έναν συμβιβασμό, κατά τον οποίο στο ζήτημα [αυτό] επιβλήθηκε ο Σπέερ.

 

Ο Ντίτριχ Άιχολτς, ένας από τους διεθνώς κορυφαίους ιστορικούς της ΛΔ Γερμανίας σε ζητήματα οικονομίας του γερμανικού φασισμού, απ΄ του οποίου το σύγγραμμα «Ιστορία της γερμανικής πολεμικής οικονομίας 1935-1945», τόμ. ΙΙΙ, (Βερολίνο 1996), πάρθηκαν όλες οι πληροφορίες για το υπόμνημα του Σπέερ και η «Διαταγή-Νέρωνας» του Χίτλερ, αποδίδει το περιεχόμενο αυτού του συμβιβασμού ως εξής (σ. 666):

 

«Ο Χίτλερ υπογράφει ένα νέο διάταγμα το οποίο έχει συνταχθεί από τον Σπέερ, το οποίο τυπικά σχετίζεται με τη Διαταγή-Νέρωνας, στην πραγματικότητα όμως περιορίζοντας τις καταστροφές των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και των εργοστασίων τροφοδοσίας, επιτρέποντας επίσης σε κάθε περίπτωση να αναβάλλεται η αντικατάσταση της “διαρκούς παράλυσης” προς όφελος της παραγωγής “μέχρι και την τελευταία δυνατή χρονική στιγμή”. Το ουσιώδες σημείο όμως του διατάγματος που μετατρέπει σε μεγάλο βαθμό τη Διαταγή-Νέρωνας σε άχρηστο χαρτί, είναι η αποκλειστική εξουσιοδότηση του υπουργού Εξοπλισμών [στα ζητήματα που αφορούν] τη διεκπεραίωση των μέτρων παράλυσης και καταστροφής».

 

Επομένως, εκεί, όπου στην τελική φάση του πολέμου ο Χίτλερ για πρώτη φορά προσπάθησε να εφαρμόσει μια δική του πολιτική η οποία ήταν αντίθετη στα συμφέροντα των εντολέων του –την πολιτική της ολοκληρωτικής καταστροφής, μάλιστα των βάσεων για μια επάνοδο του γερμανικού ιμπεριαλισμού-, έπρεπε να ενδώσει και να αφήσει τη διοίκηση στον άνδρα εμπιστοσύνης τής «οικονομίας».

 

***

 

Τάλχαιμερ ή Δημητρώφ;

 

Η δοκιμή για την ορθότητα μιας θεωρίας είναι η πράξη. Το ζήτημα, ποιος εκτίμησε σωστά το γερμανικό φασισμό –ο Μπέρτ[ολντ] Μπρεχτ και ο Άουγκουστ Τάλχαιμερ ή ο Γκεόργκι Δημητρώφ και η Κομμουνιστική Διεθνής – απαντήθηκε ξεκάθαρα απ΄ την ιστορία: Τη σωστή απάντηση τη βρίσκει και ο Ρολφ Μπέκερ όχι στον Τάλχαιμερ, αλλά στον άνδρα, ο οποίος απ΄ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 καταπολέμησε στη θεωρία και στην πράξη, το βουλγαρικό και τον διεθνή φασισμό, ιδιαίτερα όμως το γερμανικό, και ως φυλακισμένος των φασιστών Ναζί και κατηγορούμενος στη δίκη για την πυρπόληση του Ράιχστακ προκάλεσε την πρώτη του πραγματική ιστορική ήττα και η οποία δείχνει προς το μέλλον- στον Γκεόργκι Δημητρώφ και την Κομμουνιστική Διεθνή.

 

Κουρτ Γκόσβαιλερ, Απρίλιος 2009

 

Σημείωση: Με τη φιλική έγκριση του Κουρτ Γκόσβαιλερ –ο τίτλος και οι υπότιτλοι είναι από εμάς (Ομάδα KAZ)[21].

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

* RolfBecker: FaschismuseinWegausderKrise? (http://www.linksnet.de/de/artikel/24151) 

 

** Kurt Gossweiler: Bündnispolitik gegen den Faschismus (http://www.secarts.org/journal/index.php?show=article&id=1185) 

 

[1] Το περιοδικό Ossietzky ιδρύθηκε το 1997 και εκδίδεται κάθε δυό βδομάδες. Η αρθρογραφία του αφορά σε θέματα πολιτικής, πολιτισμού και οικονομίας. Η ονομασία του δόθηκε προς τιμήν του Carl von Ossietzky, κάτοχο του βραβείου Νόμπελ ειρήνης (1936), ο οποίος πέθανε το 1938 συνεπεία πολλών χρόνων φυλάκισης στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

 

[2] Βλέπε: Νίκος Μπογιόπουλος: Φασισμός = Καπιταλισμός (http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=8/5/2013&id=14573&pageNo=23&direction=-1)

 

[3] Βλέπε ακόμη: Νίκος Μπογιόπουλος: α) Φασισμός: Σαρξ εκ της σαρκός τους (http://www2.rizospastis.gr/page.do?publDate=11/9/2012&pageNo=31&direction=1),

 

β) Νίκος Μπογιόπουλος: Φασισμός είναι …. (http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_7322.html)

 

[4] Ο Άουγκουστ Τάλχαιμερ (1884-1948) ήταν Γερμανός κομμουνιστής πολιτικός και θεωρητικός. Εργάστηκε μεταξύ των άλλων στην εφημερίδα Leipziger Volkszeitung. Μετά το ξέσπασμα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου (1914) προσχωρεί στην τότε νεοϊδρυθείσα Ομάδα Σπάρτακος και αργότερα στο ΚΚ Γερμανίας (KPD), στο οποίο υπήρξε μέλος τής Κεντρικής Επιτροπής του από το 1919 έως το 1924. Το 1924 έρχεται σε σύγκρουση με την τότε ηγεσία του KPD, η οποία τον κατηγορεί για αποτυχία κατά την εξέγερση του 1923 στο Αμβούργο. Στη συνέχεια φεύγει στη Μόσχα όπου διδάσκει στο Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς φιλοσοφία. Το 1928 επιστρέφει στη Γερμανία, έρχεται σε σύγκρουση με την τότε ηγεσία του KPD υπό την καθοδήγηση του Έρνστ Τέλμαν και μαζί με τον Χάινριχ Μπράντλερ ιδρύει το KPD-Oposition (ΚΚ Γερμανίας-Αντιπολίτευση). Το χρονικό αυτό διάστημα ο Τάλχαιμερ αναπτύσσει τη θεωρία του περί φασισμού [βλ: August Thalheimer: Wie schafft die Arbeiterklasse die Einheitsfront gegen den Faschismus? (http://www.marxists.org/deutsch/archiv/thalheimer/1932/einheitsfront/index.htm)]. Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, ο Τάλχαιμερ μεταναστεύει στην αρχή στο Στρασβούργο και στη συνέχεια στο Παρίσι. Το 1941 κατορθώνει μαζί με την οικογένειά του και τον Μπράντλερ να μεταναστεύσει στην Κούβα. Το 1948 αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αβάνα.

 

[5] Στην ελληνική γλώσσα, βλέπε επίσης: Μπέρτολτ Μπρεχτ: Πέντε δυσκολίες στο γράψιμο της αλήθειας (http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=3/2/2013&id=14422&pageNo=2&direction=1)

 

[6] Το «Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο» («Deutsche Arbeitsfront») ιδρύθηκε στις 10 Μαΐου 1933 από τους Ναζί μετά από τη διάλυση, με νόμο, των εργατικών συνδικάτων και την κατάσχεση όλης της περιουσίας τους, καθώς και την απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας. Στο «Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο» ήταν οργανωμένοι εργάτες και καπιταλιστές. Με το «Νόμο περί τάξης της εθνικής εργασίας» στις 20 Ιανουαρίου 1934, η ίδρυση του «Μετώπου» νομιμοποιήθηκε και τον Οκτώβριο του 1934 προσαρτήθηκε στο ναζιστικό κόμμα (NSDAP). Η ενσωμάτωση των συνδικάτων των εργατών και των υπαλλήλων στο «Μέτωπο» αυτό ήταν υποχρεωτική.

 

[7] Το πρόγραμμα Χαρτς (Hartz) αποτελεί έναν χαρακτηρισμό για τις προτάσεις που επεξεργάστηκε η επιτροπή «Σύγχρονες Υπηρεσίες στην Αγορά Εργασίας» υπό την προεδρία του Πέτερ Χαρτς, πρώην Γερμανού μάνατζερ, ο οποίος μέχρι τον Ιούλιο του 2005 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της βιομηχανίας αυτοκινήτων Φόλκσβαγκεν. Η επιτροπή αυτή σχηματίστηκε τον Αύγουστο του 2002 με απόφαση της τότε κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών. Συνολικά υπάρχουν τέσσερα Χαρτς. Το Χαρτς 4 ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2005. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα πρόγραμμα μείωσης των επιδομάτων ανεργίας, μείωσης του χρόνου στον οποίο δικαιούται ένας άνεργος αυτό το επίδομα, μείωσης των επιδομάτων για ανήλικα παιδιά κ.α.

 

[8] Η «Ατζέντα 2010» («Agenda 2010») ανακοινώθηκε στις 14 Μαρτίου 2003 από τον τότε σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο της Γερμανίας Γκέρχαρτ Σρέντερ. Μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει διευκόλυνση προς τους κεφαλαιοκράτες να απολύουν εργάτες, μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, εξαναγκασμός των ανέργων να αποδεχτούν μετά από ένα χρόνο ανεργίας οποιαδήποτε θέση εργασίας τους προσφέρεται κ.α.

 

[9] Ο Γκόσβαιλερ κάνει λόγο για την επανάσταση του Νοέμβρη το 1918/19 η οποία τσακίστηκε απ΄ τον γερμανικό ιμπεριαλισμό σε συνεργασία με το τότε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD). Μια απ΄ τις σημαντικές απώλειες του εργατικού κινήματος ήταν και η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ στις 15 Ιανουαρίου 1919.

 

[10] Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφτηκε το 1919 στο Παρίσι και τέθηκε σε ισχύ στις 10 Ιανουαρίου 1920. Η Συνθήκη αυτή –ιδιαίτερα σκληρή για τη Γερμανία- καθόριζε μια σειρά ζητήματα μετά την λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου.

 

[11] Το πραξικόπημα του Καπ ενάντια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης εκδηλώθηκε στις 13 Μαρτίου 1920 και διήρκεσε 5 μέρες. Κύριοι συντελεστές του ήταν ο Βόλφγκανγκ Καπ (ανώτατος κρατικός διοικητικός υπάλληλος) και ο Βάλτερ Λύτβιτς (στρατηγός) με την υποστήριξη του Έριχ Λούντενντορφ (στρατηγός και πολιτικός). Οι περισσότεροι πραξικοπηματίες ανήκαν στο στρατό ξηράς και στο πολεμικό ναυτικό.

 

[12] Ο Κουρτ φον Σλάιχερ (1882-1934) ήταν αξιωματικός (στρατηγός του πυροβολικού). Απ΄ τις αρχές Δεκεμβρίου 1932 έως τα τέλη Ιανουαρίου 1933 ήταν καγκελάριος της Γερμανίας.

 

[13] Ο Φράντς φον Πάπεν (1879-1969) ήταν πολιτικός. Μετά την καριέρα του ως στρατιωτικός υπήρξε καγκελάριος από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 1932 και αντικαγκελάριος στη ναζιστική κυβέρνηση του Χίτλερ. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ένας από τους κύριους κατηγορούμενους στη Δίκη της Νυρεμβέργης, στην οποία όμως αθωώθηκε. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1947 στα πλαίσια της αποναζιστικοποίησης καταδικάζεται ως «βασικός ένοχος» σε ποινή 8 ετών που έπρεπε να εκτίσει σε στρατόπεδο εργασίας, απ΄ το οποίο όμως απολύεται το 1949.

 

[14] Ρούντολφ Χες [Rudolf Heß] (1894-1987). Ο Ρούντολφ Χες (και όχι Ες όπως μεταφράζεται από κάποιους στα ελληνικά) ήταν ένας από τους υπουργούς του ναζιστικού Ράιχ από το 1933. Το ίδιο έτος ο Χίτλερ τον ονόμασε αντικαταστάτη του. Το 1941 ο Χες πέταξε στην Αγγλία ώστε να παρακινήσει την κυβέρνησή της για μια ειρηνική συμφωνία, όπως λέγεται. Κλείστηκε σε στρατιωτική φυλακή και υπήρξε ένας από τους 24 κύριους κατηγορούμενους κατά τη Δίκη της Νυρεμβέργης. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά.

 

Υπάρχει όμως ακόμη ένα πρόσωπο με το όνομα Ρούντολφ Χες [Rodolf Höß] (1900-1947). Συχνά τα δυό αυτά άτομα εδώ στην Ελλάδα συγχέονται. Με μια προσεκτική ματιά, μπορεί να διαπιστωθεί ότι στη Γερμανική γλώσσα τα επίθετά τους γράφονται διαφορετικά, ενώ στην προφορά υπάρχει επίσης μια μικρή διαφορά. Ο Rodolf Höß ήταν επίσης Ναζί, αξιωματικός των SS και από τον Μάιο του 1940 έως τον Νοέμβριο του 1943 διοικητής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Κατά τη χρονική περίοδο της φυλάκισής του, πριν από το θάνατό του, έγραψε την αυτοβιογραφία του, μεταφρασμένη επίσης στα ελληνικά (βλ: Ρούντολφ Ες, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Νεφέλη)

 

Εδώ ο Κουρτ Φράϊχερ φον Σρέντερ κάνει λόγο στην κατάθεσή του για τον Rudolf Heß, δηλ. τον αντικαταστάτη του Χίτλερ.

 

[15] Χάινριχ Χίμλερ (1900-1945). Αρχηγός των SS, της Γερμανικής αστυνομίας, από το 1943 επίσης υπουργός Εσωτερικών. Με το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου συλλαμβάνεται, κατορθώνει όμως να δραπετεύσει και λίγες μέρες αργότερα αυτοκτονεί.

 

[16] Βίλχελμ Κέπλερ (1882-1960). Βιομήχανος, υποστηρικτής του ναζισμού. Το 1932 ίδρυσε τον «Κύκλο-Κέπλερ» ο οποίος αποτελούνταν περίπου από 20 μέλη, που σκοπό του είχε να δημιουργήσει επαφές μεταξύ των βιομηχάνων και των τραπεζιτών με τον Χίτλερ. Το 1935 γίνεται μέλος των SS. Συμμετέχει επίσης ενεργά στην καταστροφή της Τσεχοσλοβακίας, ενώ ήταν και σύμβουλος του Γκέρινγκ. Το 1942 διορίζεται σε SS-Όμπερστουρμφύρερ. Τον Απρίλιο του 1949 καταδικάζεται σε 10 χρόνια φυλακή, αποφυλακίζεται όμως στις 1 Φεβρουαρίου 1951.

 

[17] Εδώ ο τραπεζίτης Σρέντερ κάνει λόγο για αύξηση της γερμανικής βέρμαχτ από τους 100.000 στους 300.000 άνδρες διότι μέχρι τότε ίσχυε η Συνθήκη των Βερσαλλιών σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των ανδρών δεν έπρεπε να ξεπερνά τους 100.000 και στο πολεμικό ναυτικό τους 15.000. Επίσης σύμφωνα με την ίδια Συνθήκη (στα άρθρα εκείνα που αφορούσαν στο στρατιωτικό τομέα) απαγορευόταν η ίδρυση Γενικού Στρατηγείου, ενώ στη βέρμαχτ απαγορευόταν επιπλέον να κατέχει βαριά όπλα, όπως πυροβολικό με όπλα διαμετρήματος άνω των 105 χιλιοστών, τεθωρακισμένα οχήματα, υποβρύχια, μεγάλα πολεμικά πλοία καθώς και κάθε είδους πολεμικά αεροπλάνα.

 

[18] Χάινριχ Μπρύνινγκ (1885-1970). Πολιτικός στο Κόμμα του Κέντρου. Από τις 30 Μαρτίου 1930 έως τις 30 Μαΐου 1932 υπήρξε καγκελάριος. Ήταν ο τελευταίος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η στάση του απέναντι στους ναζιστές ήταν ταλαντευόμενη, από αντιπαράθεση απέναντί τους έως και συνεργασία μαζί τους σε μια δεξιά συμμαχία. Το 1934 έφυγε από τη Γερμανία και το υπόλοιπο της ζωής του το πέρασε στις ΗΠΑ όπου δίδασκε σε πανεπιστήμια.

 

[19] Ο Γκουίντο Κνοπ είναι ένας Γερμανός δημοσιογράφος και παρουσιαστής στη γερμανική τηλεόραση, συντηρητικός, γνωστός ιδιαίτερα για την παρουσίαση διάφορων ιστορικών θεμάτων (ας πούμε χοντρικά ένα κράμα Παπαχελά και Πρετεντέρη)

 

[20] Το Φολκσστουρμ (Volkssturm) ήταν ένας στρατιωτικός σχηματισμός ο οποίος ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 στην τελική φάση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Σχηματίστηκε βάσει μιας προπαγανδιστικής έκκλησης του NSDAP που καλούσε όλους τους «άνδρες που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα στην ηλικία μεταξύ 16 και 60 ετών» για να υπερασπιστούν το «πάτριο έδαφος» του γερμανικού Ράιχ. Στόχος ήταν να ενισχυθούν τα στρατεύματα της βέρμαχτ.

 

[20] Η «Διαταγή-Νέρωνας», η οποία αρχικά είχε την ονομασία «Διαταγή που αφορά μέτρα καταστροφής στο έδαφος του Ράιχ», αφορούσε στην τακτική της καμένης γης στο γερμανικό έδαφος. Ο Χίτλερ εδώ δεν λαμβάνει υπόψη του ότι έτσι έρχεται σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα της γερμανικής μονοπωλιακής αστικής τάξης. Μετά από τις ενέργειες του Σπέερ που αποσκοπούσαν στη μη εφαρμογή αυτής της διαταγής, αλλά και εξαιτίας του χάους που επικρατούσε στις τελευταίες μέρες του πολέμου, η διαταγή αυτή τελικά απαγορεύτηκε απ΄ τον Καρλ Ντένιτς, πρόεδρο του Ράιχ, στις 6 Μαΐου 1945. Ο χαρακτηρισμός της ως «Διαταγή-Νέρωνας» προστέθηκε αργότερα συσχετίζοντάς την με την διαταγή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα, ο οποίος το έτος 64 (τη νύχτα 18 προς 19 Ιουλίου) σύμφωνα με διαδόσεις, διέταξε να πυρποληθεί η Ρώμη ώστε να χτιστεί εκ νέου. Στη πραγματικότητα όμως ο Νέρωνας όταν ξέσπασε η πυρκαγιά βρισκόταν 50 χιλιόμετρα μακριά. Είναι όμως πιθανό να έδωσε τη διαταγή πυρπόλησης σε εμπρηστές. Αποδείξεις όμως δεν υπάρχουν.

 

[21] Ομάδα ΚΑΖ = Ομάδα Κομμουνιστική Εργατική Εφημερίδα (Kommunistische Arbeiterzeitung).

http://www.inprecor.gr/index.php/archives/236572

ramnousia.com