Γιάννης Βαρουφάκης
Τον τελευταίο χρόνο η πολιτική ηγεσία του ΔΝΤ (στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνω εντεταλμένους υπαλλήλους του στην Ελλάδα, π.χ. τον κ. Τόμσεν) στέλνει προς την Αθήνα μήνυμα συνεργασίας για την αναμόρφωση (αν όχι την ανατροπή) του ελληνικού μνημονιακού «προγράμματος». Αυτό ήταν το νόημα τη χρονιά που πέρασε των διάφορων mea culpa περί πολλαπλασιαστών, περί αναποτελεσματικότητας της λιτότητας και των μεταρρυθμιστικών αλλαγών (υπό συνθήκες κατάρρευσης της συνολικής ζήτησης που επέφερε η δανειακή μας συμφωνία) κ.λπ.: Το ΔΝΤ για έναν χρόνο τουλάχιστον έτεινε χείρα βοήθειας προς την ελληνική κυβέρνηση, ουσιαστικά δίνοντάς της την ευκαιρία για να συμμαχήσει με το ΔΝΤ ώστε από κοινού να απαιτηθεί από το Βερολίνο ουσιαστικό κούρεμα του ελληνικού χρέους, ουσιαστική παρέμβαση στο νεκροζώντανο τραπεζικό σύστημα (αντί για την παρωδία της δήθεν ανακεφαλαιοποίησης) και, βεβαίως, μια τονωτική επενδυτική ένεση σε όλη την Περιφέρεια. Για έναν χρόνο τώρα, και από το protagon, επιχειρηματολογώ ότι «…μια (έστω και ευκαιριακή) συμμαχία της Ελλάδας με το ΔΝΤ επιβάλλεται (όχι επειδή ο εν λόγω οργανισμός είναι καλός κ’ αγαθός αλλά) επειδή έχει πληρώσει ακριβά την επιβολή σε χώρες που σήμερα έχει ανάγκη των πολιτικών με τις οποίες η Ευρώπη δολοφονεί την πατρίδα μας σήμερα.».
Η κυβέρνηση των Αθηνών αγνόησε αυτή τη χείρα βοηθείας που της έτεινε η κα Λαγκάρντ και η λοιπή ηγεσία του ΔΝΤ. (*) Δυστυχώς, δυστυχέστατα, αυτή η χείρα βοηθείας σήμερα πλέον έχει τραβηχτεί. Το ΔΝΤ είδε και αποείδε, τράβηξε τη χείρα που είχε τείνει προς την Ελλάδα, και τώρα πλέον και να ανταποκριθεί η ελληνική κυβέρνηση το ΔΝΤ θα προσποιηθεί πως δεν άκουσε. Έτσι είναι αυτά: Πού και πού δίνεται μια ευκαιρία στον πνιγμένο που, αν εκείνος δεν την αρπάξει, παύει να του προσφέρεται. Κακό του κεφαλιού του.
Το ερώτημα είναι «γιατί;». Γιατί έκρουσε πρύμναν το ΔΝΤ και αποφάσισε ότι δεν αξίζει τον κόπο να πασχίζει να πείσει το Βερολίνο ότι η συνεχιζόμενη πολιτική λιτότητας σκοτώνει τις οικονομίες της Περιφέρειας, θέτοντας έτσι την ίδια την Ευρωζώνη σε τεράστιο κίνδυνο; Μήπως το ΔΝΤ πείστηκε ότι, τελικά, η λιτότητα μπορεί και να «δουλεύει»; Ότι τελικά η Κρίση του Ευρώ, έστω και με μεγάλες θυσίες εκ μέρους των λαών μας, βαίνει προς αίσιο τέλος; Σε καμία περίπτωση.
Παρά τις πλέον μόνιμες θριαμβολογίες του κ. Όλι Ρεν και άλλων κομισάριων και επαγγελματιών της ευρωζωνικής «κομματικής» γραμμής, η Κρίση καλά κρατεί. Πίσω από τις γελοίες ζητωκραυγές για την «ανάπτυξη» του… 0,6% της Ευρωζώνης στο σύνολό της, κρύβεται η πικρή αλήθεια της περαιτέρω συρρίκνωσης της Ισπανίας και της Ιταλίας (κατά 2%), της δικής μας εκ νέου κατάρρευσης (κάπου 5% με 7% για το 2013), του πορτογαλικού μαρασμού (μεταξύ -3% με -4%), μιας Γαλλίας που δήθεν «σταθεροποιείται» με μείωση τόσο της τραπεζικής πίστης όσο και της βιομηχανικής παραγωγής (και παράλληλη αύξηση της ανεργίας)
Μήπως τουλάχιστον διαφάνηκε κάποια ύφεση στο χρέος των χωρών της Περιφέρειας; Της Ισπανίας το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 15% ως προς ποσοστό του ΑΕΠ τον τελευταίο μόνο χρόνο, κατά 18% της Ιρλανδίας, και κατά 25% της Ελλάδας. Όσο για την Ιταλία η αύξηση του ποσοστού χρέους ήταν… μόνο 7% και έτσι έφτασε αισίως το 130% του ΑΕΠ της χώρας – την ώρα που η τραπεζική πίστη στις ιταλικές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 10%, εξασφαλίζοντας έτσι τη μελλοντική αδυναμία του ιδιωτικού τομέα της χώρας να βοηθήσει το κράτος να εξυπηρετήσει το υπέρογκο δημόσιο χρέος του.
Ακούν οι άνθρωποι του ΔΝΤ, μαζί με εμάς, τις Βρυξέλλες να γιορτάζουν επειδή, λέει, «η ανεργία στην Ισπανία σταθεροποιήθηκε τον Αύγουστο». Και φρίττουν όταν μαθαίνουν πως αυτό συνέβη επειδή 99 χιλιάδες Ισπανοί μετανάστευσαν μόνο μέσα στον Αύγουστο, παίρνοντας τον δρόμο για το Λονδίνο, το Αμβούργο, τη Λατινική Αμερική – το Μαρόκο ακόμα. Στην περιοχή Αραγκόν, όπως αναφέρει η Ελ Παϊς, για κάθε έναν εργαζόμενο αντιστοιχούν επτά (!) άτομα που ζουν αποκλειστικά με κάποιο κρατικό επίδομα.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, στην Ουάσινγκτον παρακολουθούν με δέος, τόσο οι του ΔΝΤ όσο και οι του υπουργείου οικονομικών των ΗΠΑ, τρεις δραματικές εξελίξεις που θα επιδεινώσουν κι άλλο την Ευρω-Κρίση. Πρώτον, το ευρώ ανατιμήθηκε 30% ως προς το γιεν, τη χρονιά που μας πέρασε, 25% ως προς το ινδικό νόμισμα και 20% ως προς το βραζιλιάνικο – ακόμα και ως προς το δολάριο το ευρώ ανέβηκε (παρά το γεγονός ότι η Ευρωζώνη αναπτύσσεται αρνητικά συγκριτικά με τις ΗΠΑ). Για μια Ευρωζώνη που μόνο από το «εξωτερικό» μπορεί να αντλήσει ζήτηση (μέσω καθαρών εξαγωγών), αυτές οι υπερτιμήσεις του κοινού νομίσματος είναι κάκιστοι οιωνοί. Δεύτερον, το κόστος δανεισμού των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 0,7% από τότε που η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (το Fed), τον περασμένο Μάιο, άρχισε να μιλάει για μείωση των αγορών της χάρτινων τίτλων – μια αύξηση στα επιτόκια που όσο μικρή και να ακούγεται είναι σημαντική για τις επιχειρήσεις στην Ιταλία και στην Ισπανία που κρατούνται ζωντανές με νύχια και με δόντια. Τρίτον, το πετρέλαιο αυξήθηκε κατά $15 το βαρέλι από τον Ιούνιο την ώρα που το φυσικό αέριο στην Ευρώπη έχει καταντήσει να είναι τρεις φορές ακριβότερο απ’ ό,τι στις ΗΠΑ (όπου η μέθοδος της οριζόντιας εξόρυξης έχει συμπιέσει απίστευτα το κόστος παραγωγής). Η αύξηση της τιμής της ενέργειας στην Ευρώπη δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα από μόνη της αν, όπως ισχυρίστηκε άνθρωπος του ΔΝΤ, η ΕΚΤ δεν είχε το κακό συνήθειο να αντιδρά στα νέα της αύξησής της περιορίζοντας τη ρευστότητα χρήματος και κεφαλαίων ώστε να συγκρατήσει τον γερμανικό τιμάριθμο (που αντιδρά γρήγορα προς τα άνω όταν αυξάνεται το ενεργειακό κόστος) – κάτι που, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα είχε αποτελέσματα στις δικές μας οικονομίες (και στην Ευρωζώνη στο σύνολό της) που καλύτερα να μη συζητήσουμε τώρα.
Συμπέρασμα
Το ΔΝΤ εισήλθε στην Ευρώπη μετά το Κραχ του 2008, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, ώστε να αναβαπτιστεί μετά την απαξίωση που του προκάλεσε η παταγώδης αποτυχία του στις κρίσεις της Ν.Α. Κορέας το 1998 και της Αργεντινής μερικά χρόνια αργότερα. Την περίοδο 2006/7, το ΔΝΤ υπολειτουργούσε και κινδύνευε να μείνει άνευ αντικειμένου καθώς καμία χώρα δεν ήταν διατεθειμένη να δανειστεί από αυτό. Έτσι, όταν προέκυψε η περίπτωση να δανειοδοτήσει την Ελλάδα, με «προοπτικές» για επέκταση τέτοιων «προγραμμάτων» στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, το ΔΝΤ πέταξε τη σκούφια του. Τόσο που αποδέχθηκε προγράμματα δανεισμού με όρους Βερολίνου και Φραγκφούρτης τα οποία γνώριζε, εξ ιδίας πικρής πείρας (βλ. Ν.Α. Ασία, Αργεντινή), πως θα αποτύχουν. Απλά ήλπιζε ότι σε ένα το πολύ δύο χρόνια Βερολίνο και Φραγκφούρτη θα συνετίζονταν.
Το ποτήρι ξεχείλισε για το ΔΝΤ το καλοκαίρι του 2012 – όταν διαφάνηκε πως Βερολίνο και Φραγκφούρτη, με αρωγό το Παρίσι, όχι μόνο δεν συνετίζονταν αλλά ετοιμάζονταν μάλιστα να εξευτελίσουν την ιδέα της ουσιαστικής τραπεζικής ενοποίησης (που το ΔΝΤ θεωρούσε αδιαπραγμάτευτη συνθήκη για περιορισμό της Ευρω-Κρίσης). Τότε ήταν που το ΔΝΤ άρχισε να διαχωρίζει τη θέση του, να τείνει χείρα βοηθείας στην Ελλάδα (όπου η αποτυχία του «προγράμματος» ήταν εξόφθαλμη), και να αποζητά συμμαχίες με χώρες της Περιφέρειας.
Έναν χρόνο μετά, βλέποντας την ελληνική ηγεσία να μην τολμά να πιάσει το χέρι του ΔΝΤ (από τον φόβο του θυμού της Γερμανίας), το ΔΝΤ τράβηξε το χέρι. Όσο περισσότερο σιγουρεύεται ότι η Ευρωζώνη συνεχίζει να ενισχύει την Κρίση με την άρνησή της να αλλάξει πορεία, τόσο το ΔΝΤ (υπό την επήρεια χωρών της Λ. Αμερικής και της Ασίας) πείθεται πως ήρθε η ώρα απλά να προστατεύσει τον εαυτό του.
Κάπως έτσι έκλεισε η πόρτα του ΔΝΤ για τη χώρα μας. Κρίμα. Ήταν μια ευκαιρία να πολλαπλασιάσει η ελληνική πλευρά τη χαμηλή της διαπραγματευτική ικανότητα. Κάτι που φάνηκε να μην την ενδιέφερε, πιστή στο Δόγμα Παπακωνσταντίνου…
(*) Στο άρθρο εκείνο, τον περασμένο Νοέμβρη, σημείωνα πως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «απάντησε στην προτροπή μου να πάρει η ελληνική κυβέρνηση θέση υπέρ του ΔΝΤ λέγοντας ότι αυτή η διένεξη δεν μας αφορά, καθώς πρόκειται για εσωτερική υπόθεση των δανειστών μας. Δεν θα τον σχολιάσω.».