Από τα μέσα του 18ου αιώνα, με την περίφημη βιομηχανική επανάσταση και επί δυο συναπτές εκατονταετίες η παγκόσμια ανάπτυξη (για την ακρίβεια: η πρόοδος των χωρών τις οποίες σήμερα αποκαλούμε αναπτυγμένες) στηρίχτηκε στο ξεζούμισμα των αποικιών, στην τεχνολογική πρόοδο και στην αύξηση του εργατικού δυναμικού (κυρίως μέσω της μετανάστευσης). Κοντά σ’ αυτά, προστέθηκε αργότερα η ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών (πρώτα στο Λονδίνο και κατόπιν στην Νέα Υόρκη) και της πολυμετοχικής αγοράς, η οποία γέννησε τα μονοπώλια.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του πολυτάραχου εικοστού αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν. Καθώς η Ελλάδα έμπαινε στον αστερισμό τής μεταπολίτευσης, ο πλανήτης περνούσε στην εποχή τής -ας μου επιτραπεί ο όρος- μεταβιομηχανικής επανάστασης. Καθώς η αποικιοκρατία και η δουλοκτησία είχαν περάσει πια στην ιστορία, ο καπιταλισμός μετατόπισε τα στηρίγματά του στην διεύρυνση των αγορών (Άπω Ανατολή, πρώην σοσιαλιστικές χώρες, Αφρική, Λατινική Αμερική) και στην επιτάχυνση της κυκλοφορίας τού χρήματος (κυρίως μέσω της μείωσης των επιτοκίων, η οποία οδήγησε σε αύξηση του δανεισμού).
Κάπως έτσι, λοιπόν, οι αναπτυγμένες χώρες πρόσθεσαν σταδιακά στο δυνάμει καταναλωτικό τους κοινό κάπου τρία δισ. άτομα (σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού), τριπλασιάζοντας ταυτόχρονα την χωρητικότητα της δεξαμενής από την οποία μπορούσαν να αντλήσουν εργατικά χέρια. Αυτή η αύξηση της προσφοράς εργασίας απετέλεσε καταλυτικό παράγοντα στην συμπίεση της αμοιβής της εργασίας και συνακόλουθα στην αύξηση της υπεραξίας που καρπώνεται το κεφάλαιο από την δουλειά τού εργατικού δυναμικού. Σε συνδυασμό με την μείωση των επιτοκίων (άρα την μείωση του κόστους δανεισμού), η χρηματιστηριακή αξια των μεγάλων επιχειρήσεων γιγαντώθηκε. Οι δυνατοί δυνάμωσαν περισσότερο και σιγά-σιγά άρχισαν να απορροφούν ή απλώς να εξαφανίζουν τους ασθενέστερους.
Το πρόβλημα είναι ότι η μείωση των επιτοκίων είχε δυο σημαντικές παρενέργειες. Πρώτον, συνέτεινε στην αύξηση και του επισφαλούς δανεισμού, τόσο από πλευράς μικρών επιχειρήσεων που πάλευαν να αντέξουν στην πίεση των ισχυρότερων, όσο και από πλευράς νοικοκυριών που, εκόντα ή άκοντα, έμπαιναν στο παιχνίδι της κατανάλωσης. Και, δεύτερον, υποδαύλισε την εμφάνιση και επέκταση χρηματιστηριακών και παρατραπεζικών προϊόντων υψηλού κινδύνου αλλά και υψηλής προσδοκώμενης απόδοσης απέναντι στις αμελητέες αποδόσεις των συνηθισμένων και ακίνδυνων τοποθετήσεων. Απόρροια αυτών των παρενεργειών ήταν να πληγεί καίρια το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού μετά από τριάντα χρόνια ασυδοσίας.
Για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της κατάρρευσης έπρεπε να επέμβουν οι κυβερνήσεις των ίδιων των ανεπτυγμένων χωρών, χρησιμοποιώντας ένα όπλο που άκουγε στο όνομα ποσοτική χαλάρωση (Quantitative easing – QE). Ας δούμε πώς λειτουργεί αυτό το όπλο.
Όπως σημειώσαμε πιο πάνω και όπως έχουμε πει κατ’ επενάληψη σε τούτο το ιστολόγιο, οι παραδομένες στο αμείλικτο κυνήγι τού κέρδους χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατασκεύασαν έναν σωρό απίθανα προϊόντα, τα οποία υπόσχονταν υψηλές αποδόσεις. Κι επειδή, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει υψηλή απόδοση δίχως ανάληψη υψηλού ρίσκου, η αγορά γέμισε σύντομα με προϊόντα υψηλής επικινδυνότητας, αυτά που στην καθημερινή γλώσσα ονομάζονται τοξικά. Μέσα σε λίγα χρόνια, η περιουσία των τραπεζών έφτασε να αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τέτοια προϊόντα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, έφτασαν όλες οι τράπεζες στο σημείο να πουλάνε τέτοια προϊόντα. Μόνο που τότε ανέκυψε ένα τρομακτικό ερώτημα: αφού όλοι πωλούσαν, ποιός θα αγόραζε;
Τον Μάιο του 2001, η ιαπωνική κυβέρνηση πήρε την μεγάλη απόφαση να γίνει αυτός που θα αγόραζε. Προκειμένου να ενισχύσει την ρευστότητα των τραπεζών της, άρχισε να ξοδεύει τα λεφτά των φορολογουμένων για να αγοράσει τα τοξικά ομόλογά τους, δηλαδή την σαβούρα τους. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, τριάντα τρισ. γιεν (280 δισ. δολλάρια ή 245. δισ. ευρώ) διατέθηκαν μέσω αυτής της ποσοτικής χαλάρωσης για την στήριξη των ιαπωνικών τραπεζών.
Το 2008 μπήκαν και οι ΗΠΑ στο παιχνίδι, καθώς έσκαγαν η μια μετά την άλλη οι δικές της φούσκες (dot com, Enron, στεγαστικά κλπ), τροφοδοτώντας τις καταρρέουσες τράπεζές τους με 4,5 τρισ. δολλάρια μέσα σε 6 χρόνια (*). Το 2009 ακολούθησε η Μεγάλη Βρεττανία, η οποία έρριξε στο πηγάδι 375 δισ. λίρες μέσα σε τρία χρόνια. Και πέρυσι τον Μάρτιο ήρθε η σειρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ΕΚΤ να έχει προγραμματίσει την διάθεση 1,1 τρισ. ευρώ μέχρι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Υποτίθεται ότι μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης επιδιώκεται η στήριξη της ρευστότητας των τραπεζών, ώστε να επεκταθεί ο τραπεζικός δανεισμός σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με απώτερο στόχο να αυξηθούν οι επενδύσεις και η κατανάλωση, άρα να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Με δεδομένο ότι η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ συνεχίζουν για χρόνια την ίδια τακτική, η αποτελεσματικότητα του μέτρου στον πόλεμο κατά της καπιταλιστικής κρίσης τίθεται ευθέως εν αμφιβόλω.
Και κάτι τελευταίο. Υπολογίζεται ότι οι μέσω ποσοτικής χαλάρωσης ενέσεις ρευστότητας του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος φτάνουν ετησίως το 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, κατά μέσον όρο. Με δεδομένο ότι ο ΟΟΣΑ υπολογίζει την μέση ετήσια αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ περί το 2%, μπορούμε άνετα να συμπεράνουμε ότι οι τράπεζες απορροφούν όλη την ανάπτυξη προκειμένου να… βοηθήσουν την ανάπτυξη!
——————————————
(*) Για το πώς άρχισε να εφαρμόζεται η ποσοτική χαλάρωση στις ΗΠΑ, δείτε στην “Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού” το κεφάλαιο 76. Το ξέσπασμα της κρίσης. Για τις φούσκες δείτε τα κεφάλαια 52. Η φούσκα dot com, 53. Το σκάνδαλο Enron και 73. Η φούσκα των ακινήτων σκάει. Για τα τοξικά προϊόντα δείτε τα κεφάλαια 74. Τραπεζική απληστία και 75. Οι οίκοι αξιολόγησης και τα δομημένα ομόλογα.
http://teddygr.blogspot.gr/2016/06/blog-post_7.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed:+blogspot/teddygr+%28Cogito+ergo+sum%29