ο εξερευνητής της Ασίας και της Αφρικής
Η μεταεπαναστατική Ελλάδα του 1838 ήταν μια μικρή και φτωχή χώρα, σκιά της αρχαίας εικόνας που είχαν πλάσει οι σύγχρονοί της, Έλληνες και Ευρωπαίοι. Το μικρό βασίλειο μαστιζόταν από την φτώχεια και την μιζέρια που έδιωχναν πολλούς Έλληνες στα ξένα.Εκείνη την εποχή γεννήθηκε στην Αρκαδία και συγκεκριμένα στην Βυτίνα, ο Παναγιώτης Ποταγός. Από μικρό παιδί όπως θυμούνταν οι συγχωριανοί του ήταν βουτηγμένος μέσα στα βιβλία του πατέρα του. Κυρίως διάβαζε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς σαν τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, τον μέγα γεωγράφο, χαρτογράφο και αστρονόμο της Ελληνιστικής εποχής. Όλα αυτά που διάβαζε συνέπαιρναν την παιδική ψυχή του και τον μετέφεραν σε μυστήριους και μακρινούς κόσμους μακριά από την σκληρότητα και την μιζέρια που ταλάνιζε το μικρό νεοσύστατο βασίλειο της χερσονήσου του Αίμου. Εκτός από φιλοπερίεργος με τις εξερευνήσεις «χαμένων κόσμων», ήθελε να προσφέρει στους συνανθρώπους του, για να απαλύνει τον πόνο τους. Έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει την ιατρική επιστήμη. Ήθελε όμως να φύγει μακριά από την πατρίδα και για έναν ακόμα λόγο, γιατί τον απογοήτευε βαθύτατα η ελληνική πολιτική πραγματικότητα, που την όριζαν οι αλληλοσπαρασσόμενες πολιτικές παρατάξεις που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν οι θέσεις και τα οφίτσια. Γι’ αυτόν τον λόγο πήγε στο Παρίσι για σπουδές και έγινε γιατρός. Στο Παρίσι όμως εκείνη την περίοδο λόγω των κακών συνθηκών υγιεινής ξέσπασε επιδημία χολέρας και αυτός ήταν από τους λίγους γιατρούς που έμειναν για να αντιμετωπίσουν την δύσκολη κατάσταση, γι’ αυτό η Γαλλία τον βράβευσε για την εξαιρετική του προσφορά.
Αν και είχε αποκτήσει φήμη σαν γιατρός, πάντα στο μυαλό του είχε την περιπέτεια. Ήθελε να βαδίσει σε απάτητα μονοπάτια, να δει πώς ζουν οι άνθρωποι στις απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη και να περπατήσει στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έτσι πήρε την απόφαση το 1867 και σε ηλικία 29 ετών αποτόλμησε το πρώτο του ταξίδι για τα βάθη της Ασίας.
Ξεκίνησε από την Συρία, πέρασε στο Ιράκ και από εκεί μπήκε στην Περσία των μύθων και των παραμυθιών που τόσο σαγήνευαν τους δυτικούς. Διέσχισε έφιππος το Αφγανιστάν όπου τον φιλοξένησαν οι χαλίφηδες της περιοχής. Τον βοήθησε πολύ στις συναναστροφές του με τους ντόπιους η Ελληνική του καταγωγή, γιατί όλοι θυμούνταν τον Αλέξανδρο τον Μέγα και θεωρούσαν Τιμή τους να φιλοξενήσουν έναν απόγονό του. Στην πόλη Εράτ του Αφγανιστάν παρατήρησε πως οι κάτοικοί της χρησιμοποιούσαν ακόμα Ελληνικές λέξεις στο λεξιλόγιό τους, καθώς και το στάδιο (μονάδα μέτρησης αποστάσεων για τους αρχαίους Έλληνες), σαν μονάδα μέτρησης. Κατέγραφε στο ημερολόγιό του ό,τι ήταν άξιο θαυμασμού. Απ’ όπου κι αν περνούσε από το Αφγανιστάν η γη «μιλούσε» Ελληνικά και αυτό το αποδείκνυαν τα δεκάδες αρχαία Ελληνικά νομίσματα που έβρισκε κατά καιρούς, όπως και τα μνημεία που μαρτυρούσαν το πέρασμα των Ελλήνων από εκεί. Στην αυλή του χαλιφών της Καμπούλ και του Φεϊζαμπάντ, βρήκε βιβλία του Ιπποκράτη και του Γαληνού, τα «Φυσικά» του Αριστοτέλους, το αστρονομικό σύστημα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, ενώ ο Πλάτωνας είχε σχεδόν αγιοποιηθεί. Ταξίδεψε στο Καφιριστάν (γη των απίστων – η σημερινή περιοχή των Καλάς) πριν εξισλαμιστεί το 1896 και περιέγραψε τα έθιμά τους που έμοιαζαν πολύ με των αρχαίων Ελλήνων. Μετά από εκεί πέρασε στην οροσειρά του Παμίρ και στο Πακιστάν και από εκεί στην οροσειρά του Ινδοκαύκασου (Χιντοκούς).
Διέσχισε κάτω από αντίξοες συνθήκες αυτά τα βουνά και πέρασε στην βορειοδυτική Κίνα και τις επαρχίες Κασγκάρ και Χάμια. Ταξίδεψε πάνω στο άλογό του περνώντας μέσα από τις εχθρικές για τους ανθρώπους ερήμους της Μογγολίας, εξερευνώντας και θαυμάζοντας τα εναλλασσόμενα τοπία και τους ιθαγενείς της περιοχής. Από εκεί ταξίδεψε στην Σιβηρία που ήταν το τέλος του ταξιδιού του στην Ασία.Έφυγε για την Αγία Πετρούπολη και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη το 1873, όπου για έναν χρόνο άσκησε την ιατρική, αλλά το μυαλό του ήταν πάντα στα ταξίδια και στην περιπέτεια. Έτσι σχεδίασε το δεύτερο επικό του ταξίδι.
Ξεκίνησε το ταξίδι από την συμβολή των των δύο ηπείρων της Ασίας και της Αφρικής στο Σουέζ, διασχίζοντας την Συρία και την νότια Περσία, πέρασε πάλι από το Αφγανιστάν, όπου διάφορες φατρίες το 1875 ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, αλλά ο Ποταγός χάρις το κύρος του τον σταμάτησε εν τη γενέσει του, συμφιλιώνοντας τις αντίπαλες παρατάξεις. Μετά ταξίδεψε στην βορειοδυτική Ινδία καταγράφοντας το φυσικό τοπίο και τους ανθρώπους της. Από εκεί επέστρεψε στο Κάιρο έχοντας στο μυαλό του ένα τρίτο ταξίδι για την εξερεύνηση της κεντρικής Αφρικής, όπου μέχρι τότε δεν είχε πατήσει πόδι λευκού ανθρώπου. Από το Κάϊρο ταξίδεψε νότια προς την αρχαία Νουβία (Σουδάν) και από εκεί έφτασε στο βόρειο Κογκό (Ζαΐρ) και προχώρησε μέσα στις ανήλιαγες ζούγκλες που το περίεβαλαν. Έφτασε πολύ πιο πέρα από κάθε προηγούμενο εξερευνητή και ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα ανακάλυψε τον μεγάλο ποταμό Μπόμου το 1877.
Γι’ αυτές του τις εξερευνήσεις ο βασιλιάς Λεοπόλδος ο Β’ του Βελγίου, έδωσε το όνομα του Ποταγού σε μια κεντρική λεωφόρο της πόλης Ίσιρο (Παουλίς) του Βελγικού Κονγκό. Το 1883 τελείωσε από τα ταξίδια και εξέδωσε τις περιπλανήσεις του σε έναν τόμο στα Ελληνικά και το 1885 στα Γαλλικά. Στα δυο πρώτα μέρη του βιβλίου περιγράφει τις περιηγήσεις που έκανε στα τρία του ταξίδια. Το τρίτο μέρος το ονομάζει «ιστορικόν» και είναι μια συγκριτική μελέτη για τις χρονολογίες των αρχαίων λαών (Ελλήνων, Περσών, Μήδων, Αιγυπτίων, Φοινίκων, Εβραίων, Ασσυρίων κ.α.). Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου που λέγεται «Φυσικόν», περιγράφει τα μετεωρολογικά φαινόμενα που συνάντησε στα ταξίδια του. Υπάρχει ακόμη και ένα γεωγραφικό κεφάλαιο που λέγεται «περί διαιρέσεως της γης εις ζώνας και του ανθρώπου εις φυλάς».
Όταν ο βασιλιάς Λεοπόλδος ο Β’ για να τον τιμήσει τον κάλεσε να υπογράψει στην «Χρυσή Βίβλο των περιηγητών», αυτός υπέγραψε ως «Εις Έλλην», δηλαδή ένας Έλληνας, αποδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το ήθος και την αξία του.
Μετά τα ταξίδια του αποσύρθηκε σ’ ένα μικρό χωριουδάκι της Κέρκυρας, στις Νύμφες, όπου άσκησε την ιατρική επί 17 συναπτά έτη και πέθανε το 1903 σε ηλικία 65 ετών, αναλογιζόμενος πάντα την περιπέτεια και τα ταξίδια που είχε κάνει, όπως κι αυτά που δεν πρόλαβε να κάνει. Όπως έλεγε ο ίδιος για τον λόγο που τον έκανε να ταξιδεύει «Διακινδύνευσα την ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός μας και τα ένδοξα ερείπιά μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας».
Είχε σκοπό να εκδώσει και έναν δεύτερο τόμο με εθνολογικά στοιχεία για τους λαούς που συνάντησε, αλλά άλλες οι βουλές των ανθρώπων και δη των συγγενών που όταν πέθανε έτρεξαν σαν ύαινες για να βρουν διαμάντια και χρυσό που όπως νόμιζαν είχε φέρει από τις μακρινές Ινδίες. Έτσι όταν έκαναν όλο το σπίτι άνω-κάτω και το μόνο που βρήκαν ήταν οι σημειώσεις του σε ένα μπαούλο, ξέσπασαν όλη τους την μανία καταστρέφοντας αυτό το μοναδικό χρονικό εξερευνήσεων και ανακαλύψεων ενός πρωτοπόρου που εξερεύνησε τα πέρατα της οικουμένης.
Αίας ο Τελαμώνιος
Τ. Ο. Καβάλας