του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν έχουμε καμμίαν απολύτως σαδιστικού τύπου πρόθεση να «χαλάσουμε» τις αυγουστιάτικες διακοπές όσων κάνουν τον κόπο, και άρα μάς τιμούν, με την ανάγνωση των πονημάτων μας. Υπάρχει, όμως, και το δημοσιογραφικό καθήκον το οποίο, όταν συνδυάζεται με αίσθημα ευθύνης, γίνεται επιτακτικό.
Το καθήκον αυτό, λοιπόν, μάς υποχρεώνει να παραθέσουμε τα τεράστια προβλήματα που βρίσκονται μπροστά μας. Προβλήματα που θα κάνουν την εμφάνισή τους το κρίσιμο δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, στην διάρκεια του οποίου θα δοκιμαστούν οι ήδη εξαιρετικά ασθενείς αντοχές της χώρας. Αν κρίνουμε δε από τις αντιλήψεις και τις ιδέες που κυριαρχούν σε μία ανορθόλογη και επιρρεπή στις συνωμοτικές ηλιθιότητες χώρα, το μέλλον κάθε άλλο παρά στοιχειώδη αισιοδοξία μπορεί να εμπνεύσει. Ας δούμε, όμως, από κοντά τις επερχόμενες εξελίξεις.
Πριν απ’ όλα, στο προαναφερόμενο δίμηνο η κυβέρνηση θα έχει να διαχειρισθεί μία συνολική διαπραγμάτευση με την τρόϊκα, η οποία θα σημάνει και την έξοδό μας από το μνημόνιο –χωρίς κανείς, για την ώρα, να γνωρίζει πώς θα γίνει αυτή. Ως γνωστόν, για όσους θέλουν να έχουν στοιχειώδη ενημέρωση, το 2014 τελειώνουν οι δόσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και απομένουν κάποιες προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), οι οποίες τελειώνουν το πρώτο εξάμηνο του 2016. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αξιολόγηση που θα γίνει από την τρόϊκα τον Σεπτέμβριο θα είναι η τελευταία με την μορφή που την ξέρουμε. Έτσι, η κυβέρνηση λέει αλήθεια όταν υποστηρίζει ότι έρχεται το τέλος του μνημονίου και το τέλος της τρόϊκας. Αλλά δεν λέει όλη την αλήθεια.
Αλλά, όπως προκύπτει από δημοσκοπήσεις, και αν την έλεγε ελάχιστοι ενδιαφέρονται γι αυτήν. Το ίδιο συμβαίνει και για άλλα σοβαρά θέματα, που είναι η αναδιάρθρωση του χρέους, η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού, οι απαιτήσεις του ασφαλιστικού και η ανάγκη μη λήψεως νέων μέτρων. Είναι δε γνωστόν ότι οι συζητήσεις πάνω στα καυτά αυτά θέματα θα γίνουν υπό την βεβαιότητα ότι δεν θα υπάρξει τρίτο πακέτο για την χώρα μας, καθ’ όσον οι φορολογούμενοι των 27 χωρών μελών της Ένωσης δεν βάζουν πια το χέρι στην τσέπη τους και τα Κοινοβούλια των χωρών αυτών δεν πρόκειται ποτέ να εγκρίνουν νέα δάνεια για μία χώρα που έχει ήδη «ρουφήξει» σε μία τετραετία 240 δισεκατομμύρια ευρώ!
Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιθανόν οι εταίροι και πιστωτές μας να πρέπει να παραδεχθούν ότι το ελληνικό πρόγραμμα παραμένει προβληματικό και, ως εκ τούτου, θα κληθούν να δώσουν εξηγήσεις στο εσωτερικό τους ακροατήριο πώς και γιατί πετάχτηκαν πόροι σε ένα βαρέλι δίχως πάτο.
Στο πλαίσιο αυτής της πολύ δυσάρεστης καταστάσεως, που δεν αναιρείται με διάφορες αερολογίες, αυτό που μεθοδεύεται είναι να καλυφθούν τα χρηματοδοτικά κενά με άλλους τρόπους, όπως με διευκολύνσεις σε σχέση με την εξυπηρέτηση του χρέους, με νέα επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, να μεγαλώσει η περίοδος χάριτος. Παράλληλα, η ελληνική πλευρά θα ζητήσει τα ήδη χαμηλά επιτόκια από κυμαινόμενα να γίνουν σταθερά.
Επίσης, όπως μαθαίνουμε, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αξιοποιηθούν τα κεφάλαια ύψους 11 δισεκατ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοδοτικής Σταθερότητος (ΤΧΣ) για να κλείσουν τρύπες που σίγουρα θα προκύψουν από τα stress tests των τραπεζών. Όσο για την έκβαση αυτών των τεστ, μπορεί προς τα έξω να διαχέεται μια κάποια αισιοδοξία, όμως στο παρασκήνιο κυριαρχούν επιφυλάξεις που δεν αποκλείεται σύντομα να οδηγήσουν σε νομοθετικές ρυθμίσεις επαναπατρισμού κεφαλαίων και επιστροφής αποθησαυρισμένων καταθέσεων στο τραπεζικό μας σύστημα.
Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας και το ότι από τον προσεχή Σεπτέμβριο οι τράπεζες θα πρέπει να αρχίσουν να διαχειρίζονται τα περίφημα «κόκκινα δάνεια», ύψους 42 δισεκατ. ευρώ –γεγονός που ήδη επιδρά πιεστικά στην λειτουργία τους. Με απλά λόγια, διαχείριση «κόκκινων δανείων» σημαίνει ότι όσοι επιχειρηματίες δεν βάλουν το χέρι στην τσέπη, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αποχαιρετίσουν τις εταιρείες τους, οι οποίες θα περάσουν στον έλεγχο των τραπεζών. Σημαίνει, επίσης, ότι θα πρέπει να προετοιμασθούμε για πλειστηριασμούς ακινήτων, ενώ, λόγω των ανακατατάξεων που θα φέρει η διαχείριση των «κόκκινων δανείων», θα δοκιμαστούν κρίσιμοι οικονομικοί κλάδοι. Όπως άλλωστε θα συμβεί και σε κλάδους που έχουν κοινωνική παρέμβαση, ήτοι στα μαζικά μέσα επικοινωνίας (ΜΜΕ).
Πάντως, στο παραπάνω ζοφερό τοπίο μια νότα αισιοδοξίας έδωσε προσφάτως με συνέντευξή της στην Καθημερινή η διευθύνουσα σύμβουλος του ΤΧΣ, κυρία Αναστασία Σακελλαρίου. Εκτιμά ότι μπορεί να ανακτηθούν πάνω από 30 δισεκατ. ευρώ από το πακέτο των 50 δισεκατ. ευρώ για την στήριξη των τραπεζών –επίπεδο υπερδιπλάσιο της αρχικής εκτίμησης του ΔΝΤ. Η κυρία Σακελλαρίου μιλάει ακόμα για τα «κόκκινα δάνεια» και την ανάγκη θεσμικών παρεμβάσεων, υπογραμμίζοντας ότι με την κατάλληλη αντιμετώπιση μπορούν να μετατραπούν, από σημείο αδυναμίας, σε πηγή κρυφής αξίας για τις τράπεζες. «Ακόμα και αν προκύψουν κάποιες πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, πιστεύω ότι θα είναι διαχειρίσιμες», δηλώνει και προσθέτει ότι «τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μπορούν να αντιμετωπιστούν με συνδυασμένες ενέργειες από πλευράς τραπεζών, αλλά και διαμόρφωσης κατάλληλου θεσμικού πλαισίου», ενώ θεωρεί ότι «το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σήμερα αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες, να μετατραπεί με την κατάλληλη αντιμετώπιση σε παράγοντα ανάπτυξης της οικονομίας».
Αν και καλοδεχούμενες οι απόψεις της κυρίας Αν.Σακελλαρίου, εν τούτοις θα πρέπει να δει κανείς σε ποιον βαθμό γίνονται δεκτές και από τους εκτός Ελλάδος παρατηρητές –οι οποίοι παραμένουν εξόχως καχύποπτοι απέναντι στην χώρα μας και στην θέλησή της να πραγματοποιήσει βαθειές μεταρρυθμίσεις εξόδου από την κρίση της. Αυτή δε η καχυποψία έγινε αισθητή προσφάτως, όταν το «παράθυρο» που είχε ανοίξει και επέτρεψε στην Ελλάδα να βγει στις αγορές με πενταετές ομόλογο και στις τράπεζες να συγκεντρώσουν από τις αγορές περίπου 7-8 δισεκατ. ευρώ, φαίνεται ότι κλείνει. Η έκδοση πριν λίγες ημέρες τριετούς ομολόγου στην ουσία απέτυχε, ενώ η πρώτη εταιρεία που εισήχθη στο Χρηματιστήριο μετά από πέντε χρόνια και ζητούσε μόλις 35 εκατ. ευρώ, μετά βίας κατάφερε να καλυφθεί.
Κατά τα λοιπά, μέσα σε αυτό το νεφελώδες κλίμα –από το οποίο θα μπορούσε να ξεσπάσει φθινοπωρινή καταιγίδα– διαπιστώνεται επίσης ότι η κυβέρνηση καλείται να διαχειρισθεί το θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς από τον Οκτώβριο ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση. Αν δεν φανεί έγκαιρα ότι η κυβέρνηση έχει δυνατότητες να επιτύχει την εκλογή από την παρούσα Βουλή, η σεναριολογία και η αστάθεια θα επικρατήσουν παραλύοντας το κυβερνητικό έργο, πράγμα που ήδη είναι ορατό στις ενέργειες της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι ο σοβαρός πολίτης αυτής της χώρας, μετά την καλοκαιρινή ραστώνη, θα πρέπει να προετοιμάζεται για μάλλον δύσκολες ημέρες.
http://www.europeanbusiness.gr/page.asp?pid=1350