Προκλήσεις και Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας

 H Ομιλία του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κ. Χρήστου Σταϊκούρα, στο ΚΕΠΕ στην Ημερίδα «Προκλήσεις και Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας» στις 31/10/2013



Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και τον Πρόεδρο κ. Φίλιππα για την πρόσκληση που μου απηύθυναν να συμμετάσχω στη σημερινή ημερίδα.
Να καταθέσω τις σκέψεις μου για τις προκλήσεις και τις προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας σε μία κρίσιμη στιγμή της συλλογικής προσπάθειας εξόδου από την κρίση.
Κρίση που ταλανίζει τη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, κάθε αναφορά στις προκλήσεις της οικονομίας, προϋποθέτει τον εντοπισμό και την αναγνώριση των προβλημάτων και των παθογενειών του εγχώριου υποδείγματος.
Παθογένειες μακροχρόνιες, εμφανείς αλλά και υποβόσκουσες, στο αξιακό, θεσμικό, πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Παθογένειες που καλούμαστε, και πρέπει, να ξεπεράσουμε, το ταχύτερο δυνατόν με όσο γίνεται μικρότερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.

Κυρίες και Κύριοι,
Οι χρόνιες, δομικές και, κυρίως, ενδογενείς αδυναμίες στο πεδίο της οικονομίας ήταν και είναι σε όλους μας γνωστές.
Ειδικά στον ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό χώρο, όπου πολλοί συνάδελφοι έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα.
Επιγραμματικά, αυτές ήταν, και, εν μέρει, εξακολουθούν να είναι:
§ Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα.
§ Η αδυναμία βιώσιμης διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κατά περιόδους.
§ Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και η περιορισμένη φορολογική βάση.
§ Η αδυναμία εξορθολογισμού των δημόσιων, κυρίως των κοινωνικών, δαπανών.
§ Η εξάρτηση της ανάπτυξης σχεδόν αποκλειστικά από την κατανάλωση [(από το 72,2% του ΑΕΠ την περίοδο 1975-1976 έφτασε στο 95% του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2010 (Χαλικιάς, ΚΕΠΕ, Οικονομικές Εξελίξεις, Οκτώβριος 2013)].
Η Ελλάδα, συνεπώς, λειτούργησε επί πολλές δεκαετίες, περισσότερο ή λιγότερο ανά περίοδο, σε συνθήκες ασταθούς ισορροπίας.
Οι συνθήκες αυτές επιδεινώθηκαν μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 και τη διάχυσή της στην Ευρώπη.
Οι εξελίξεις αυτές «πυροδότησαν», τα επί μακρόν υπαρκτά και υψηλά, «δίδυμα» ελλείμματα και χρέη της Ελληνικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα, ωστόσο, θα ήταν διαφορετικά εάν η Ευρώπη είχε εγκαίρως μηχανισμούς αντίδρασης και αντιμετώπισης μιας τέτοιας κρίσης.
Δυστυχώς, όμως, δεν είχε.
Δυστυχώς, η κρίση βρήκε το εγχείρημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ημιτελές, και τις ηγεσίες της Ευρωζώνης αδυνατούσες να διαχειριστούν τα προβλήματα που προέκυπταν.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε από την Ευρώπη με αργά αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα στις κρίσιμες στιγμές η απουσία συλλογικής και συντονισμένης αντίδρασης να αναγκάσει τις εθνικές οικονομίες σε σπασμωδικές και μεμονωμένες κινήσεις περιορισμένης αποτελεσματικότητας.
Δεν έγινε, δηλαδή, εγκαίρως αντιληπτό ή αποδεκτό ότι η κρίση ήταν και είναι «συστημική».
Ότι απειλεί την ίδια τη βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος και του ενιαίου οικοδομήματος.
Αυτή, βέβαια, η χρονική υστέρηση εντοπίστηκε και στο εσωτερικό της χώρας.
Όπως έχω αναφέρει και κατά το παρελθόν, μερικοί, παραγνώρισαν τις επικείμενες συνέπειες της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης και μιλούσαν αποκλειστικά για «ελληνική κρίση», αδιαφορούσαν για τη συγκρότηση μετώπου για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που είχαν χτυπήσει την πόρτα μας και ευαγγελίζονταν πολιτικές δημοσιονομικού επεκτατισμού.
Η πορεία των γεγονότων είναι σε όλους μας γνωστή.
Η κρίση δανεισμού, η προσφυγή της χώρας στο Μηχανισμό Στήριξης και η εφαρμογή ενός «ασφυκτικού» Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής από το 2010.

Κυρίες και Κύριοι,
Η Ελληνική οικονομία, κατά την τριετία που ακολούθησε την ένταξη στο Μηχανισμό Στήριξης, έχει βρεθεί σε μία επώδυνη δοκιμασία βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης και πρωτοφανούς ανεργίας.
Πρόκειται για μία περίοδο όπου οι πολίτες κατέβαλαν τεράστιες θυσίες τόσο σε όρους δημοσιονομικού εγχειρήματος, όσο και σε όρους βιοτικού επιπέδου.
Ωστόσο, το εγχείρημα δημοσιονομικής προσαρμογής της συγκεκριμένης περιόδου μπορεί να διαχωριστεί σε δύο φάσεις.
Σε δύο φάσεις προσαρμογής, όπου η κάθε μία ανταποκρίνεται και σε διαφορετική προσέγγιση.
Συγκεκριμένα, το πρώτο «Μνημόνιο», όπως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής, δομούσε τη δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως, στο σκέλος των φορολογικών εσόδων και όχι στο σκέλος των δαπανών, παραγκωνίζοντας τη σημασία των δομικών διαρθρωτικών αλλαγών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ απουσίαζαν ή δεν εφαρμόζονταν πρωτοβουλίες για την τόνωσης της αγοράς και της πραγματικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης προσαρμογής είναι γνωστά.
Μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, απόκλιση από τους στόχους, σημαντικές αστοχίες στην αποτελεσματικότητα των μέτρων και πλήγμα στην αξιοπιστία του εγχειρήματος.
Αξίζει να συγκρίνουμε τις αρχικές μακροοικονομικές προβλέψεις του Προγράμματος, το Μάιο του 2010, με την πραγματικότητα.
Ενδεικτικά, ενώ η αρχική πρόβλεψη για την οικονομική δραστηριότητα εκτιμούσε ανάπτυξη 1,1% το 2012, το αποτέλεσμα τελικά ήταν ύφεση 6,4%.
Ενώ η αρχική πρόβλεψη για την ανεργία ήταν για 14,8% το 2012, το αποτέλεσμα ήταν αυτή να ξεπεράσει το 24%.
Αντίστοιχες είναι και οι αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους.
Αυτή, η πρώτη προσέγγιση, τροποποιήθηκε κατά το δεύτερο Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής, το δεύτερο «Μνημόνιο», και, ειδικότερα, στη διάρθρωση του δημοσιονομικού εγχειρήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε το Νοέμβριο του 2012.
Έτσι, το δημοσιονομικό εγχείρημα βασίζεται κατά τα 2/3 στο σκέλος των δαπανών, συμβάλλοντας, όπως προκύπτει και από τη διεθνή βιβλιογραφία, στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και διατηρησιμότητάς του.
Παράλληλα, το δημοσιονομικό εγχείρημα εμπλουτίζεται από τις διαρθρωτικές αλλαγές στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, από τις πρώτες αποκρατικοποιήσεις, από τις στοχευμένες κινήσεις για την τόνωση της δραστηριότητας της πραγματικής οικονομίας (όπως είναι, μεταξύ άλλων, η πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών, η επιτάχυνση της απορρόφησης κοινοτικών πόρων, κ.ά.).
Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να καταγραφούν και οι πρώτες κινήσεις αποκλιμάκωσης της φορολογικής επιβάρυνσης.
Είναι γεγονός ότι φέτος, για πρώτη φορά την τελευταία περίοδο, επήλθαν στοχευμένες ελαφρύνσεις σε φόρους.
Τέτοιες ελαφρύνσεις είναι η μείωση κατά 15% στο Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων και η μείωση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση.
Είναι ξεκάθαρο, συνεπώς, ότι μεταξύ πρώτου και δεύτερου «Μνημονίου» η συνταγή διαφοροποιήθηκε, στο μέτρο πάντα του εφικτού και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαφορετικής πολιτικής είναι οι στόχοι που έχουν τεθεί, να επιτυγχάνονται.
Και μάλιστα χωρίς τη λήψη πρόσθετων οριζόντιων μέτρων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Συγκεκριμένα, ενδεικτικά, εκτιμάται ότι εφέτος θα υπάρξει ένα μικρό αλλά βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα, ύψους, τουλάχιστον, 400 εκατ. ευρώ.
Και επιμένω ότι πρόκειται για συντηρητική εκτίμηση.
Η συγκεκριμένη, μάλιστα, επίδοση σε όρους κυκλικά διορθωμένου πρωτογενούς πλεονάσματος είναι η υψηλότερη μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Επίσης, η αυξητική δυναμική της ανεργίας ανακόπτεται.
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των ανέργων έχει μειωθεί σημαντικά από τα μέσα του 2012.
Συγκεκριμένα, από 42,8% που ήταν τον Ιούλιο του 2012 περιορίστηκε στο 10,1% τον Ιούλιο του 2013, υποδηλώνοντας ότι δύναται να σταθεροποιηθεί και υπό προϋποθέσεις να μειωθεί.
Η ύφεση επιβραδύνεται και διαψεύδει τις αρχικές εκτιμήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχική πρόβλεψη ήταν για ύφεση 4,5% εφέτος.
Σήμερα αυτές οι εκτιμήσεις έχουν αναθεωρηθεί επί τα βελτίω, καθώς υπολογίζουμε η ύφεση να κλείσει στο 4%.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται και στην τελευταία έκθεση του ΚΕΠΕ, «[…] η ιδιαίτερα αρνητική δυναμική που χαρακτήριζε τις εγχώριες οικονομικές εξελίξεις μέχρι και το τέλος του 2012 φαίνεται να εξασθενεί […]», κάτι που «[…] σηματοδοτεί για πρώτη φορά μια πιθανή έναρξη πορείας εξόδου της Ελληνικής οικονομίας από το καθεστώς ύφεσης […]» και «[…] από την κρίση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα […]».
Παράλληλα, για να επικαλεστώ και πάλι το Editorial της τελευταίας μελέτης του ΚΕΠΕ, και όχι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, «[…] δείκτες επερχόμενης ανάκαμψης της οικονομίας γίνονται ολοένα και πιο φανεροί. Η πρώτη φάση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που κρίνεται επιτυχής, η συγκράτηση των καταθέσεων, η πτωτική πορεία των επιτοκίων που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης, το πολύπλευρο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, η σημαντικά αυξημένη τουριστική κίνηση που καταγράφεται φέτος, η αύξηση των εξαγωγών και ένα βελτιωμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η σταθεροποίηση στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μαζί με τα θεσμικά εργαλεία της ανάπτυξης -την καλή απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ και το νέο αναπτυξιακό/επενδυτικό Νόμο- αναμένεται εντός του 2013 να δημιουργήσουν μια σταθερή βάση για ένα 2014 με ανάπτυξη και εν δυνάμει αύξηση της απασχόλησης […]».

Κυρίες και Κύριοι,
Βέβαια, οι ενδείξεις αυτές είναι μικρού μεγέθους μπροστά στο τεράστιο μέγεθος θυσιών της κοινωνίας.
Πρόκειται, όμως, για θετικές ενδείξεις που ήταν αποτέλεσμα της απόφασης της Κυβέρνησης Συνεργασίας το καλοκαίρι του 2012 να επιταχύνει ώστε να βγει η χώρα το ταχύτερο δυνατόν από το ανηφορικό τούνελ, στο οποίο είχε βρεθεί.
Αυτές οι ενδείξεις αποτελούν εφαλτήριο για την επίτευξη βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων και την αντιμετώπιση νέων προκλήσεων.
Προς την κατεύθυνση αυτή οι προτεραιότητες είναι:

1η Προτεραιότητα: Η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων.
α) Για το 2014, αυτό θα επιτευχθεί μέσω του εμπλουτισμού της ακολουθούμενης πολιτικής με διαρθρωτικές και στοχευμένες κινήσεις που θα διασφαλίσουν την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την επόμενη χρονιά.
Μεταξύ αυτών των ενεργειών είναι:
§ Οι παρεμβάσεις και τα οφέλη που θα προκύψουν από την τεκμηριωμένη, με βάση και σχετικές μελέτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και διοίκησης.
§ Οι στοχευμένες παρεμβάσεις στις μισθολογικές δαπάνες νομικών προσώπων που δεν έχουν εναρμονιστεί με το ισχύον νομικό καθεστώς ώστε να εφαρμοστεί πλήρως και ορθώς το ενιαίο μισθολόγιο.
§ Οι διαρθρωτικές κινήσεις στο σκέλος των δαπανών όλων των εποπτευόμενων φορέων των Υπουργείων που παρουσιάζουν αποκλίσεις από τις αρχές και τους κανόνες της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.
§ Οι παρεμβάσεις για τον περιορισμό της αδήλωτης εργασίας και την αυστηροποίηση του πλαισίου ελέγχου των δηλωθεισών και καταβληθεισών εισφορών.
β) Από εφέτος, και για τα επόμενα χρόνια, με τη θεσμική ενδυνάμωση κανόνων και πρακτικών χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και πειθαρχίας.
Έτσι, παράλληλα με τις θεσμικές πρωτοβουλίες που λάβαμε μετά το καλοκαίρι του 2012, ήδη προχωρούμε:
§ Στην επικαιροποίηση και αναμόρφωση του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας, προκειμένου να εναρμονιστεί το υφιστάμενο εθνικό νομικό πλαίσιο με τα ισχύοντα στην Ευρωζώνη, και όπου είναι δυνατόν να τα υπερβαίνει.
§ Στο σχεδιασμό ενός ανεξάρτητου δημοσιονομικού συμβουλίου, το οποίο θα αποτελείται από έγκριτους και υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακούς που θα αξιολογεί, μεταξύ άλλων, το μακροοικονομικό σενάριο επί του οποίου θα δομείται η δημοσιονομική πολιτική, τα συστατικά της δημοσιονομικής πολιτικής, την επίτευξη των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Επίσης, επεξεργαζόμαστε ο νέος αυτός θεσμός, να αξιολογεί και να ποσοτικοποιεί σε όρους δημοσιονομικών και μακροοικονομικών επιπτώσεων τα οικονομικά προγράμματα των πολιτικών κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο.
Θεωρούμε ότι μία τέτοια σημαντική θεσμική πρωτοβουλία θα συμβάλλει καθοριστικά στην εξάλειψη φαινομένων «λαϊκισμού» και «πλειοδοσίας παροχών» που χαρακτήρισαν τις εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος.
Φαινόμενα που, δυστυχώς, ταλάνισαν την Ελληνική οικονομία και κοινωνία.

2η Προτεραιότητα: Η σταθεροποίηση της οικονομίας εφέτος, η ανάταξη το 2014 και η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.
Είναι γνωστό, ότι η δημοσιονομική εξυγίανση, προσαρμογή και πειθαρχία, αν και αναγκαία, δεν αποτελεί από μόνη της ικανή συνθήκη για την έξοδο από την κρίση.
Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται ο περαιτέρω εμπλουτισμός του δημοσιονομικού εγχειρήματος με αναπτυξιακές και διαρθρωτικές πρωτοβουλίες που θα συμβάλλουν καθοριστικά στην επαναφορά της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Που θα καταφέρουν να επιτύχουν την αντιμετώπιση, παράλληλα με την διαρθρωτική, και της κυκλικής διάστασης του δημοσιονομικού προβλήματος.
Στόχος είναι η βιώσιμη ανάπτυξη που θα εδράζεται στην αύξηση των επενδύσεων και την ενίσχυση των εξαγωγών.
Και με τη διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα, έχοντας, όμως, σημαντικά μικρότερο συντελεστή βαρύτητας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται προσήλωση σε πεδία, όπως:
§ Η απορρόφηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων.
§ Η αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις εισαγωγικές / εξαγωγικές επιχειρήσεις, τα «ομόλογα-έργου», τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο κ.ά.
§ Η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος.
§ Η προώθηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αναδιάρθρωσης πολλών επιχειρήσεων του Δημοσίου.
§ Η ενδυνάμωση, μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις, των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων.
§ Η περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, ώστε να ενισχυθεί η ελκυστικότητα της εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας.
§ Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, εστιάζοντας σε εξαγώγιμα και εξωστρεφή παραγωγικά πεδία και διαμορφώνοντας τις συνθήκες ανάδειξης ανταγωνιστικών νεοφυών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
§ Η επένδυση στις νέες, ενδογενείς, πηγές ανάπτυξης, όπως είναι η έρευνα, η εκπαίδευση, η τεχνολογία, η καινοτομία, κ.ά.
Όπως, γνωρίζετε, στα πεδία που προανέφερα, έχουν γίνει, και συνεχίζουν να γίνονται, σημαντικά βήματα.
Ωστόσο, μένουν ακόμα πολλά να γίνουν για να αντιμετωπιστούν, σε όλο τους το εύρος, τα χρόνια διαρθρωτικά και δημοσιονομικά προβλήματα που καθήλωναν τη μακροχρόνια ανταγωνιστικότητα και δυναμική της Ελληνικής οικονομίας.

3η Προτεραιότητα: Η ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Πρόκειται για ένα υπαρκτό και μείζον ζήτημα που πρέπει να προσεγγίσουμε με νηφαλιότητα και ρεαλισμό, να αποφύγουμε θολές εκτιμήσεις, δραματοποιήσεις, κορώνες, να μείνουμε στην πραγματικότητα.
Και η πραγματικότητα είναι ότι το δημόσιο χρέος εδώ και δεκαετίες έχει πολύ ισχυρή αυξητική δυναμική.
Ξεκίνησε από 22,5% του ΑΕΠ το 1980 και ανήλθε μετά την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε εκείνη τη δεκαετία, τη δεκαετία του 1980, κοντά στο 100% στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Πέριξ αυτού του επιπέδου, με κατά καιρούς αυξομειώσεις, κινήθηκε μέχρι το τσουνάμι της μεγάλης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που χτύπησε την Ευρώπη και την Ελλάδα.
Σήμερα, το ζήτημα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους παραμένει ανοικτό.
Η χώρα οφείλει να «φρενάρει» ριζικά την αυξητική δυναμική και να αντιστρέψει την τάση τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Αυτό θα πραγματοποιηθεί με την επίτευξη διατηρήσιμων, βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και με τον εμπλουτισμό του μίγματος της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής με την ισχυροποίηση των αναπτυξιακών εργαλείων.
Παράλληλα, και εφόσον εμείς είμαστε συνεπείς προς τις δεσμεύσεις μας, θα αξιώσουμε, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, την έμπρακτη συμβολή των εταίρων μας στην ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.
Επιθυμούμε και επιδιώκουμε να διευθετηθεί το ζήτημα το συντομότερο δυνατό, με άμεσο και καθαρό τρόπο.
Βέβαια, είναι θέμα δυναμικό και πολυσύνθετο.
Υπάρχει μία σειρά από παράγοντες που τα επηρεάζουν.
Ρεαλιστικές λύσεις και τεχνικές υπάρχουν.
Ίσως απαιτηθούν και ισχυρότερα εργαλεία.

4η Προτεραιότητα: Η διαμόρφωση των συνθηκών για την έξοδο της χώρας στις αγορές το 2014.
Αυτή, φυσικά, η προτεραιότητα σχετίζεται και προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό και την επιτυχή και θετική εξέλιξη στα προαναφερθέντα πεδία, ώστε να συμβάλλουν στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος.
Σε συνδυασμό, λοιπόν, με τις ήδη σημαντικές δημοσιονομικές επιδόσεις και τις αισιόδοξες μακροοικονομικές ενδείξεις, προχωράμε στο σχεδιασμό χρηματοοικονομικών τεχνικών που θα καταστήσουν εφικτή την επιστροφή της Ελλάδας, εφόσον είναι έτοιμη, στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Ενδεικτικά και μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο διαχείρισης των υφιστάμενων νέων εκδόσεων, θα επιδιωχθεί, μέσω ανταλλαγών, με στόχο τη διαμόρφωση εκδόσεων αναφοράς (benchmark issues), η παροχή ρευστότητας σε επιλεγμένα σημεία της καμπύλης αποδόσεων (Liability Management Exercise-LME).
Με τον τρόπο αυτό αναμένεται η καμπύλη αποδόσεων (yield curve) των Ελληνικών κρατικών χρεογράφων να αντικατοπτρίζει καλύτερα τον κίνδυνο ρευστότητας με πτώση των αποδόσεων, τόσο στο μακρινό, αλλά ιδιαιτέρως στο μεσοπρόθεσμο τμήμα της.
Έτσι, με προσεκτικές, μεθοδικές και διορατικές κινήσεις, θεωρώ ότι το 2014 δύναται να είναι ένα κομβικό έτος για τη διευθέτηση ζητημάτων που ταλανίζουν και επιβαρύνουν την Ελληνική οικονομία.

Κυρίες και Κύριοι,
Έχω υποστηρίξει αρκετές φορές κατά το παρελθόν, ότι δεν υπάρχει «βασιλική οδός» για την εθνική αξιοπρέπεια και την ευημερία μας στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Υπάρχει μόνο μια οδός.
Η οδός που προσδιορίζεται από:
§ Την επαναδιατύπωση και την εμπέδωση ενός σύγχρονου αξιακού κώδικα.
§ Την καλλιέργεια κουλτούρας κοινωνικής και πολιτικής συνεννόησης.
§ Τη διαχρονική και αταλάντευτη εφαρμογή ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου, στην κατάρτιση του οποίου συμμετέχει ενεργά και το ΚΕΠΕ.
§ Την υλοποίηση σύγχρονων πολιτικών, που είναι συμβατές με το εθνικό, αλλά και το Ευρωπαϊκό, σχέδιο.
§ Την εμπέδωση και προώθηση της κοινωνικής συνοχής.
§ Την έντιμη, σκληρή, αποτελεσματική και ποιοτική εργασία από όλους μας.
Αυτή είναι η ορθή οδός.
Αυτή πρέπει να βαδίσουμε.
Και οφείλουμε να τη βαδίσουμε ανεξάρτητα από τι μας λένε και τι πράττουν οι άλλοι.