Ακόμα και τον τρόπο επίλυσης των φορολογικών διαφορών, αλλάζει η κυβέρνηση, με το πολυνομοσχέδιο. Ο φασισμός σε όλη του την μεγαλοπρέπεια.
Τροποποίηση διατάξεων σχετικά με τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών
Με την αντικατάσταση του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος επιδιώκεται, κατά τα διεθνή πρότυπα, η κατά το δυνατόν αποφόρτιση των διοικητικών δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορεί να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης και, μάλιστα, σε σύντομες προθεσμίες. Γι αυτόν το λόγο προβλέπεται η αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, προκειμένου να αποφαίνεται επί αιτήσεων των φορολογουμένων από την 1.8.2013 και εφεξής. Η προσφυγή των φορολογουμένων στην εν λόγω υπηρεσία καθίσταται υποχρεωτική δια της υποβολής αιτήσεως στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη, η οποία και έχει τη νομική μορφή της ενδικοφανούς προσφυγής.
Το υποχρεωτικό της καταθέσεως ενδικοφανούς προσφυγής εξυπηρετεί δύο σκοπούς: πρώτον, επιλύει όσες υποθέσεις επιδέχονται άμεσης επιλύσεως και, δεύτερον, λειτουργεί ως στάδιο προελέγχου για εκείνες τις υποθέσεις που πρόκειται να εισαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να έχουν ήδη αναδειχθεί τα βασικά νομικά ζητήματα και να έχουν τεθεί υπό επεξεργασία τα πραγματικά ζητήματα, που χρήζουν τεχνικών αναλύσεων και παρατηρήσεων.
Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης στη φορολογική αρχή, η οποία, εν συνεχεία, διαβιβάζεται μαζί με τις απόψεις της και όλα τα σχετικά έγραφα στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης. Η απόφαση της Υπηρεσίας οφείλει να εκδοθεί ή να κοινοποιηθεί στο φορολογούμενο εντός εξήντα (60) ημερών, άλλως τεκμαίρεται, ότι έχει απορριφθεί. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά της πράξης προσδιορισμού φόρου που εξέδωσε η Φορολογική Αρχή είναι απαράδεκτη. Ως παραδεκτή νοείται μόνον η άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Περαιτέρω, επιδίωξη της ως άνω διατάξεως συνιστά η είσπραξη δημοσίων εσόδων, τα οποία μέχρι τούδε έχει κατασταθεί άκρως δυσχερές να εισπραχθούν ή – πάντως – εισπράττονται με μεγάλες καθυστερήσεις. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την άμεση βεβαίωση της οφειλής σε ποσοστό 50% επί του αμφισβητούμενου από το φορολογούμενο ποσού που αναγράφεται στην πράξη, το οποίο και εισπράττεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η βεβαίωση και είσπραξη του ως άνω οφειλόμενου ποσού δεν θέτει εκποδών το δικαίωμα του φορολογούμενου να καταθέσει ενώπιον της Υπηρεσίας αίτημα αναστολής της πληρωμής που έχει βεβαιωθεί και οφείλεται, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Αρχή, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Με τις διατάξεις της περίπτωσης 3 επιδιώκεται η τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του ισχύοντος άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., προκειμένου κατά βάση να επιτευχθεί η ομαλή μετάβαση από την Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, η οποία διατηρείται σε ισχύ μέχρι τις 31.7.2013, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης η οποία τίθεται σε ισχύ από την 1.8.2013. Επιπλέον, το ως άνω άρθρο υπόκειται σε τροποποιήσεις που αφορούν την οριακή βελτίωση των ήδη ισχυουσών διαδικασιών καθώς και τη νομοτεχνική τακτοποίηση των διατάξεων αυτών για συστηματικούς λόγους.